Οι μελέτες του βιβλίου αυτού επιχειρούν να διατυπώσουν εκ νέου ορισμένες αρχές οι οποίες διέπουν τις σχέσεις του λογοτεχνικού λόγου και της ιστορικής ή κοινωνικής πραγματικότητας όπως αναπτύσσονται κατά τη συνεχή αλληλεπίδρασή τους σε ένα συνεχές κυμαινόμενο περιβάλλον. Μια πρώτη προσέγγιση επικεντρώνεται στη διαδικασία αλληλεξάρτησης που λειτουργεί διαμέσου λέξεων ή λεκτικών συνθέσεων οι οποίες επιφέρουν αξιοσημείωτες μεταβολές σε ένα κοινωνικό ή ιστορικό πλαίσιο ακόμα και όταν παρέχεται η αίσθηση ότι πρόκειται για ανώδυνες και αφανείς προσαρμογές. Πρόκειται για ένα είδος επιτελεστικής παρέμβασης της λογοτεχνίας ή του μυθοπλαστικού ιστού στην εξέλιξη των δεδομένων μιας συγκεκριμένης κατάστασης και τον μετασχηματισμό των επιθυμιών ή αντιδράσεων που δύναται να υποβάλει.
Η άλλη προοπτική η οποία προσεγγίζεται αφορά στη διακειμενική θεώρηση έργων και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που παρατηρούνται όταν η λογοτεχνία, η τέχνη γενικότερα, και η Ιστορία λειτουργούν παραπληρωματικά ή αντιθετικά σε σχέση μια μείζονα ιστορική προσωπικότητα. Το αποτέλεσμα είναι σε ορισμένες περιπτώσεις παράδοξο, δεδομένου ότι ανιχνεύονται απροσδόκητες μεταμορφώσεις όπου μια υποδεέστερη φαινομενικά διάσταση επικρατεί, επιβάλλοντας τους δικούς της κανόνες οργάνωσης των κοινωνικών ή ιστορικών δεδομένων.
Τα προς μελέτη έργα εκτείνονται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και διακριτούς πολιτισμικούς ορίζοντες, από την ελληνική αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή, με βασικό προσανατολισμό τη νεοελληνική πραγματικότητα και αναφέρονται τόσο σε λογοτεχνικές και ιστορικές πηγές όσο και σε θεατρικές ή κινηματογραφικές προτάσεις ή εκδοχές. Κοινό και απώτερο προβληματισμό αυτών των προσεγγίσεων αποτελεί η ανίχνευση των ποικίλων σχέσεων της μυθοπλαστικής γραφής και της ιστορικής έκφρασης καθώς και η συμβολή στην ανάδειξη της διαπερατότητας των υποτιθέμενων ορίων τους.
1. Τ. Κ. Παπατσώνης.
Σχήματα μιας μεγαλογράμματης γραφής
1.1. Ρητορικές προτάσεις και ποιητικές
γραφικές αναπαραστάσεις
1.2. Ποιητική γραφή και κομβικές λέξεις
1.3. Μεταφυσικά θέματα και γραφικές αναπαραστάσεις
1.4. Γράμματα και συμβολικές αντηχήσεις
1.5. Μορφικές και σημασιολογικές παράμετροι
λέξεων με κεφαλαίο αρκτικό γράμμα
2. Η ρητορική κέντρου και
περιφέρειας στον Τ. Κ. Παπατσώνη.
Αντιστικτικοί διάλογοι και συνδυασμοί
της νεοελληνικής ποίησης στη δεκαετία του 1940
2.1. Γλώσσα και ποιητικές μεταφυσικές αναζητήσεις
2.2. Επιλεκτικές χρήσεις της δημοτικής
και της λόγιας γλώσσας
2.3. Μορφή και λειτουργία της εκκλησιαστικής γλώσσας
2.4. Σχέσεις κέντρου και περιφέρειας. Ρητορικές αντηχήσεις
3. Αντικατοπτρισμοί, διπλά είδωλα και
διαδοχικές γραφές ποίησης και θεάτρου.
Εκφραστικές και μεταφραστικές δοκιμές
στη νεοελληνική λογοτεχνία (1930-1940)
3.1. Μεταφραστικές προτάσεις και ιστορικές συγκυρίες.
Συμπτώσεις και προθέσεις διαλόγου
3.2. Τ. S. Eliot: από τον Ερημότοπο του
Τ. Παπατσώνη στην Έρημη Χώρα του Γ. Σεφέρη
3.3. F. G. Lorca: τα Ματωμένα Στέφανα του Γ. Σεβαστίκογλου
και ο Ματωμένος Γάμος του Ν. Γκάτσου
3.4. Μια άλλη εκδοχή του διπλού ειδώλου της μετάφρασης
4. Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, Αλμπέρτο Σαβίνιο:
Το αίνιγμα των παραλλαγών ενός νοήματος
και οι προβολές ενός ηχητικού μηνύματος
σε δύο, τρεις ή ακόμη και τέσσερις ρυθμούς
4.1. Αντανακλάσεις ή απεικονίσεις του πεπρωμένου
και αυτοβιογραφικός λόγος
4.2. Ελληνικές μνήμες μιας άλλης εποχής,
προβολές της παιδικής ηλικίας
4.3. Λέξεις-εικόνες, μελλοντικά νοήματα
4.4. Ήχοι και συνεχείς ρυθμοί. Ο τραυλισμός της γλώσσας
5. Διαφορετικές όψεις της πληροφορίας
και αφηγήσεις μυθ…ιστορηματικών γεγονότων.
Από το Ζ του Β. Βασιλικού στην
«Τριλογία της κρίσεως» του Π. Μάρκαρη
5.1. Ιστορία των νικητών ή των ηττημένων;
5.2. Β. Βασιλικός, για μια νέα σύνθεση φαντασίας
και πραγματικότητας
5.3. Κ. Γαβράς, επαμφοτερίζουσες
κινηματογραφικές συνθέσεις
5.4. Παρελθούσες παρουσίες και σύγχρονες προσεγγίσεις
5.5. Π. Μάρκαρης, προβληματισμοί και διλήμματα
για την αναδόμηση της καθημερινότητας
5.6. Πληροφοριακές συμβάσεις, μεταμορφωτικές
αισθητικές εμπειρίες
ΠΑΡΑΔΟΞΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΚΑΙ ΔΟΞΕΣ ΒΥΘΙΣΜΕΝΕΣ…
1. Το «μυθιστόρημα» του Μεγάλου Αλεξάνδρου,
ένα λαϊκό και λόγιο ανάγνωσμα του μεσογειακού χώρου.
Πολιτισμικές διαδρομές παράδοξων
και θαυμαστών ιστοριών
1.1. Πολυσήμαντα είδη και ύφη
1.2. Ανιχνεύοντας την προβολή βασικών θεματικών σταθερών
1.3. Κοινές παραθεματικές ιστορικο-λογοτεχνικές αναφορές
1.4. Η συνδυαστική δυναμική των μύθων
ή των λογοτεχνικών τόπων στα κείμενα του μυθιστορήματος
1.5. Αποφθεγματικές ρήσεις, λεκτικά πολιτισμικά
σχήματα, παγιωμένες εκφράσεις
1.6. Σταθερές θεματικές - μεταβλητές παράμετροι
2. Αμαζόνες και θηλυκές πολεμικές παρουσίες
στο Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου.
Μυθοποιημένες μορφές πολλαπλών επιπέδων
και μεταβαλλόμενων σχέσεων
2.1. Η εξέλιξη ενός αντίστροφου σχήματος
2.2. Το μυθιστόρημα του Αλέξανδρου
2.3. Ο Αλέξανδρος και οι Αμαζόνες
2.4. Ο Αλέξανδρος στη Βασίλισσα Κανδάκη
2.5. H συνάντηση του Αλέξανδρου με τη Σεμίραμη
2.6. Η εγγύτητα των σχέσεων και των προσώπων,
μικροπεριβάλλοντα και μεταμορφώσεις
3. Ο M. Αλέξανδρος και το ελληνικό θέατρο σκιών.
Ενδεικτικές διαδικασίες μιας ελάσσονος μεταμόρφωσης
3.1. Παράλληλες παραδόσεις του θεάτρου σκιών
3.2. Η εμφάνιση του Μεγάλου Αλεξάνδρου
στο ελληνικό θέατρο σκιών
3.3. Πηγές και προέλευση της παρουσίας
του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο θέατρο σκιών
3.4. Συνιστώσες της μορφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου
ανάμεσα σε μια λόγια χροιά και μια λαϊκή έκφραση
3.5. Η δραματική και κοινωνική λειτουργία του Αλέξανδρου
σε ελάσσονα τρόπο
4. Παράδοξες ή οξύμωρες διαθλάσεις μύθου και
Ιστορίας στον Μεγαλέξαντρο του Θ. Αγγελόπουλου
4.1. Δυναμική και καινοτόμα κινηματογραφική γραφή
σε ένα πολύπλοκο ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο
4.2. Οι διαδοχικές μεταμορφώσεις του Αλέξανδρου,
άνοδος και πτώση.
4.3. Η απαξίωση του Αλέξανδρου,
η αναμενόμενη ανάγκη αμφισβήτησης
4.4. Ανυπέρβλητες συναντήσεις ή αντιθέσεις
μύθου και Ιστορίας
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΡΩΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
Εισαγωγή
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΛΙΣΗΣ αποτελεί θεμελιώδη αρχή στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ιδιαίτερα στη λογοτεχνία συνδέεται άμεσα με την υφολογική διαμόρφωση του λόγου κάποτε ακόμα και με τον ορισμό μιας συνεχώς αναζητούμενης λογοτεχνικότητας. Προφανώς, η διατύπωση του Μαρσέλ Προυστ, «τα καλά βιβλία είναι γραμμένα σε ένα είδος ξένης γλώσσας» εγγράφεται σε αυτήν την προοπτική υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα της αποκλίνουσας χρήσης της γλώσσας. Ωστόσο, πέραν από τη γλωσσική έκφραση, η τάση προς υπέρβαση μιας γενικά θεωρούμενης κανονικότητας οδηγεί τη λογοτεχνική γραφή τόσο στη δημιουργική της διάσταση, όσο και στην προσληπτική της διαδρομή σε ένα είδος διαπερατότητας μεταξύ διαφόρων προσεγγίσεων του πραγματικού.
Βέβαια, πρόκειται για εγγενή δυναμική των εκφραστικών μορφών είτε αφορά σε συνδηλωτικές, είτε σε δηλωτικές εκδοχές αντίληψης των φαινομένων. Στο πλαίσιο αυτό, ο δυνάμει αφηγηματικός ιστός, με τη μία ή την άλλη μορφή, σαφής ή υπαινικτικός, σύγχρονος ή ασύγχρονος, όπως συγκροτείται από ένα πρωτογενές νοηματικό και συγκινησιακό ή βιωματικό υπόστρωμα οδηγεί στη σύνθεση ενός ιστορικού θέματος με πραγματικές ή αναγνωρίσιμες προεκτάσεις. Με ανάλογο τρόπο, αντικειμενικά −ή κοινώς αποδεκτά– δεδομένα εντάσσονται σε μια αντίστοιχη αφηγηματική ενότητα με αποτέλεσμα την παρουσία ενός φαντασιακού πεδίου με έντονη κοινωνική, πολιτική και ιστορική διάσταση. Ιστορίες ή διηγήσεις, σε κάθε περίπτωση, αναζητούν με τους δικούς τους τρόπους μια διέξοδο από εκείνη την πραγματικότητα η οποία δεν αντιστοιχεί σε μια αληθινή προβολή της ανθρώπινης ύπαρξης.
Αφηγήσεις και βιώματα: γράμματα, λέξεις, είδωλα… Δεν πρόκειται βέβαια για τα προσωπικά περιστατικά της ζωής ενός ποιητή, ενός συγγραφέα, ενός καλλιτέχνη τα οποία αναπαράγονται σε ένα αφηγηματικό πλαίσιο, αλλά για τη διεύρυνση και την αναγωγή μιας εμπειρίας σε καθολικό δεδομένο. Ένα αποτέλεσμα που αντικατοπτρίζει τη μυθοπλαστική λειτουργία της λογοτεχνίας της οποίας απώτερο στόχο αποτελεί η συνδιαμόρφωση, και συχνά η ανάπτυξη ενός κοινού οράματος αναζητώντας απροσδιόριστα –ή ακαθόριστα ακόμη− στοιχεία. Για παράδειγμα, η μορφική ποικιλία των γραμμάτων, η παρουσία τους στα συμφράζομενα μιας κατατεθειμένης έμπνευσης μπορεί να αλλάξει άρδην την αντίληψη των πραγμάτων και να διανοίξει νέους ορίζοντες κατανόησης ή αποδοχής μιας απρόσιτης γνώσης. Πρόκειται για ορισμένες αναζητήσεις στον χώρο της λογοτεχνίας οι οποίες εκκινούν από τη διαπίστωση μιας ιδιότυπης αντίληψης των δημιουργών για τις εκφραστικές τους προβολές οι οποίες μπορούν να αναγνωριστούν με συγκεκριμένο τρόπο.
Πράγματι, στην ποίηση του Παπατσώνη οι λέξεις με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα, πέραν των κανόνων στίξης, αποτελούν ένα επαναλαμβανόμενο στοιχείο το οποίο αποκτά συχνά μια ιδιαίτερη σημασία σε αυτόν τον ποιητή των μυστικών ενατενίσεων. Αντιστοιχεί σε ένα φαινόμενο που γλωσσολογικά θα μπορούσε να ερμηνευθεί με διαφορετικούς τρόπους, κυρίως όμως στα ποιητικά συμφραζόμενα των στίχων συμβάλλει στη διεύρυνση του πεδίου αντίληψης, αναδεικνύοντας μια συμβολική διάρθρωση, η σημασία της οποίας διαφοροποιείται σε σχέση με ένα δεδομένο ποίημα. Οι πολλαπλές χρήσεις αυτού του σχήματος ανταποκρίνονται ιδιαίτερα στην ενδυνάμωση του μυστικού χαρακτήρα του ποιήματος, ή ακόμη οι συγκεκριμένες λέξεις παρουσιάζονται ως επεξηγηματικά σχόλια της ποιητικής σύνθεσης, ή τέλος ως γενικό πλαίσιο για τη λειτουργία μιας αλληλουχίας ιδεών, ενός σημασιολογικού συνδυασμού.
Ο Παπατσώνης, όπως και άλλοι ποιητές, χρησιμοποιεί αυτόν τον τρόπο με στόχο να συνενώσει δύο πραγματικότητες, μια απολύτως κοινή και προφανή, και μια άλλη αδιόρατη και ανέκφραστη προσκαλώντας τον αναγνώστη να ανακαλύψει ο ίδιος αυτήν την εμπειρία. Άλλωστε, η ποίηση του Παπατσώνη αναπτύσσεται γενικότερα, πέραν από αυτήν τη γλωσσική και γραφική παράσταση, διαμέσου μιας ιδιαίτερης λειτουργίας συμβόλων και μοτίβων προτείνοντας μια πολυεπίπεδη ανάγνωση η οποία προέρχεται από μια βαθιά προσωπική εμπειρία.
Εξάλλου, η γλώσσα της ποίησής του βασίζεται σε ένα είδος λιτού πυρήνα λέξεων, όπου η τάση είναι συχνά εκείνη μιας συνεχούς και νέας κατασκευής προβαίνοντας σε αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις και τροποποιήσεις. Επανειλημμένα μάλιστα, ένα ποίημα ή μια ποιητική σύνθεση περιστρέφονται γύρω από μια λέξη χάρη στην ελκτική δύναμη που ασκεί το συμπυκνωμένο νόημά της το οποίο ανάγεται τόσο στο σύνολο της δημιουργίας του, όσο και της χρήσης της σε οικεία για τον ποιητή περιβάλλοντα. Σε έναν βαθμό αυτό θα εξηγούσε και τη δυσκολία προσέγγισης της ποίησής του η οποία εμφανίζεται, επιφανειακά μόνο, ως απλή ή και ως απλοϊκή, στοχεύοντας στην απόδοση ενός ασύλληπτου κόσμου. Η έκφραση του Παπατσώνη παρουσιάζει μια έντονη κινητικότητα, η λειτουργία της, με σημείο αναφοράς έναν κεντρικό άξονα ή μια βασική ιδέα που αναπτύσσεται ως κινητήριος μοχλός, ανταποκρίνεται στο προσδοκώμενο νόημα και ενδυναμώνει τη μυστικιστική προοπτική του ποιητή για μέθεξη με μια υπερβατική πραγματικότητα.
Η γλωσσική αυτή διαδικασία δεν αποτελεί βέβαια ίδιον μόνο του Παπατσώνη, ανάλογες χρήσεις συναντάμε και σε άλλους ποιητές, όμως θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι σε περιόδους έντονης ιστορικής και υπαρξιακής κρίσης παρουσιάζεται ως μια κοινή προοπτική. Είναι η περίπτωση για παράδειγμα των ποιητικών πραγματώσεων των αρχών της δεκαετίας του 1940 όπου εκφράζονται οι τραυματικές εμπειρίες του πολέμου και επιχειρείται ένα είδος συνομιλίας μεταξύ των ποιητών σε σχέση με ορισμένες κοινές θεματικές. Η Κίχλη του Σεφέρη, ο Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, η Αμοργός του Γκάτσου, το Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας του Ελύτη, η Ursa Μinor του Παπατσώνη, μεταξύ άλλων, εγγράφονται σε μια τέτοια πρόταση.
Σε μια χρονική στιγμή που δεν απέχει πολύ από τις προηγούμενες ποιητικές συνομιλίες εμφανίζεται ένας διαφορετικού είδους πολυμερής διάλογος ανάμεσα σε ποιητές και συγγραφείς ελληνικής και άλλης γλωσσικής έκφρασης που επιτρέπει επίσης την ανίχνευση αρμονικών συνιστωσών μιας κοινής αντίληψης. Πράγματι, υπάρχουν περίοδοι στην εξέλιξη μιας λογοτεχνίας, ενός πολιτισμού όπου παρουσιάζεται μια έντονη μεταφραστική ή ανάλογη δραστηριότητα η οποία θα μπορούσε να ερμηνευθεί, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι ανταποκρίνεται στην αναγκαιότητα δημιουργίας ενός νέου χώρου στον οποίο έργα από διαφορετικούς ορίζοντες καλούνται να διαδραματίσουν έναν σημαντικό ρόλο. Σε έναν βαθμό, μια αντίστοιχη διαδικασία παρατηρείται στο πλαίσιο της νεοελληνικής λογοτεχνίας στις δεκαετίες του 1930 και του 1940 όταν αναστοχάζεται διαμέσου ενός απώτερου ή εγγύτερου παρελθόντος, καθώς και διαμέσου των αναπαραστάσεων που η ευρωπαϊκή ή άλλες λογοτεχνίες προβάλλουν και εκείνων σύμφωνα με τις οποίες η ίδια προσδιορίζεται.
Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο μια λογοτεχνία να εξελίσσεται με αυτόν τον τρόπο σε μια ορισμένη χρονική περίοδο, και να διαμορφώνει, ενσωματώνοντας διάφορα στοιχεία από τις δύο προαναφερθείσες προοπτικές, μια ανάλογη φυσιογνωμία. Στην προκειμένη περίπτωση, θα πρέπει βέβαια να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη θέση στην οποία βρίσκεται ο νεοελληνικός πολιτισμός κυρίως σε σχέση με τη δεύτερη προοπτική αναφορικά με τον κλασικό κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί το γεγονός ότι η δυτική λογοτεχνία χρησιμοποιεί συχνά ως πηγή έμπνευσης ένα μέρος μιας πολιτισμικής κληρονομιάς, την ελληνική αρχαιότητα, η οποία θεωρείται κάποτε στη νεοελληνική πραγματικότητα μονοσήμαντα οικεία, όταν πρόκειται προφανώς και ταυτόχρονα για ένα οικουμενικό κτήμα.
Σε αυτήν τη μεταφραστική δραστηριότητα της εν λόγω περιόδου ανήκει, μεταξύ άλλων, The Waste Land του T. S. Eliot που είχε μια έντονη παρουσία στα ελληνικά γράμματα και γνώρισε πολλές μεταφράσεις, ορισμένες από τις οποίες αποτελούν σημεία αναφοράς. Αναμφίβολα, πρόκειται για τη μετάφραση του Σεφέρη, αλλά και εκείνη, λιγότερο γνωστή, του Παπατσώνη η οποία προηγείται χρονολογικά. Δημοσιεύεται για πρώτη φορά το 1933 με τίτλο «Ο Ερημότοπος» στο λογοτεχνικό περιοδικό του Α. Μελαχρινού, Ο Κύκλος, σε ένα τεύχος αφιερωμένο στον T. S. Eliot. Διαφορετική είναι η παρουσίαση της μετάφρασης του Σεφέρη η οποία εκδίδεται σε αυτοτελές βιβλίο, τρία χρόνια αργότερα, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και με τον γνωστό πλέον τίτλο, Η Έρημη Χώρα.
Αν και στις δύο περιπτώσεις του μεταφραστικού εγχειρήματος της The Waste Land ανιχνεύεται ένα κοινό αφετηριακό σημείο –η συγκίνηση που προκάλεσε και στους δύο ποιητές το πρωτότυπο ποίημα–, οι διαφορές είναι σαφείς, κυρίως ως προς τον αναγνώστη στον οποίο στοχεύουν και τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούν. Για τον Παπατσώνη, η μετάφραση αποτελεί μια ανιδιοτελή πράξη, ένα είδος «θυσίας» για το κοινό καλό, όταν για τον Σεφέρη η μεταφραστική προσπάθεια αποφέρει επίσης σημαντικό όφελος στον ποιητή-μεταφραστή για τη βελτίωση της εκφραστικής του δεινότητας. Διαγράφεται με τον τρόπο αυτό ο αναγνώστης του Παπατσώνη, καλλιεργημένος και εραστής της ποίησης, και η κριτική διάσταση της αναγνωστικής προβολής του Σεφέρη, του οποίου ως απώτερη φιλοδοξία εμφανίζεται η «δια-μόρφωση» του αναγνώστη.
Αντίστοιχα, και σε σχέση με τις μεταφραστικές επιλογές, οι εκφραστικές αντηχήσεις του παπατσωνικού Eliot τοποθετούνται σε μια γενικότερη καβαφική διάσταση, συχνά στους αντίποδες των απόηχων μιας γαλλικής συμβολικής ποίησης όπως αυτή διατυπώνεται από τη σεφερική πρόταση, αν και το βασικό σημείο σύγκλισης παραμένει κυρίως η λειτουργία και η θεματική των αρχαίων μύθων. Κατά συνέπεια, από τη μια πλευρά η ποίηση του Eliot εγγράφεται σε μια προοπτική της νεοελληνικής ποίησης, συναντώντας καβαφικές λεκτικές αποχρώσεις και από την άλλη εισάγεται στα ελληνικά γράμματα με έναν τρόπο ανοίκειο, αλλά και αναγνωρίσιμο, χάρη σε μια αλλότρια περιβάλλουσα μορφή.
Μια ανάλογη διάσταση παρατηρείται και στις μεταφραστικές αποδόσεις, μερικά χρόνια αργότερα, του θεατρικού έργου Bodas de sangre του Federico Garcia Lorca. Πρόκειται για δύο μεταφράσεις οι οποίες δημοσιεύονται το 1945, Τα Ματωμένα Στέφανα του Γιώργου Σεβαστίκογλου στο περιοδικό Τετράδιο και ο Ματωμένος Γάμος του Νίκου Γκάτσου σε αυτοτελή έκδοση από τον Ίκαρο. Η παρουσία του Lorca στα ελληνικά γράμματα σε αυτήν την περίοδο, ακριβώς μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο και την έναρξη του Ελληνικού Εμφυλίου, αντιστοιχεί σε μια γενικότερη τάση και άλλων ευρωπαϊκών λογοτεχνιών για το έργο του. Εξάλλου, θα πρέπει να προστεθεί το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έχει προκαλέσει τόσο η τέχνη του, με τον συνδυασμό πρωτοπορίας και λαϊκού πολιτισμού, όσο και η ζωή του, με το τραγικό του τέλος κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο.
Η μετάφραση του Σεβαστίκογλου, όπως αυτό είναι αναμενόμενο για έναν άνθρωπο του θεάτρου, υπακούει κυρίως σε δραματουργικές αναγκαιότητες, υπερβαίνοντας σε αρκετές περιπτώσεις την κειμενική «πηγή». Αντίθετα, η μετάφραση του Γκάτσου ακολουθεί πλησιέστερα τις λεκτικές διατυπώσεις, χρησιμοποιώντας συχνά υφολογικές μετατοπίσεις με τις οποίες επιτυγχάνει μια πρωτότυπη διάσπαση ή απόκλιση της έκφρασης. Ωστόσο, και στις δύο μεταφράσεις το σημείο επαφής με τον Lorca είναι η λαϊκή προοπτική, η οποία στον Γκάτσο εκφράζεται με ποιητικά μέσα που τον οδηγούν στο δημοτικό τραγούδι, και στον Σεβαστίκογλου εγγράφεται σε μια δραματουργική διάσταση που τον ωθεί προς ένα καθημερινό λαϊκό λεξιλόγιο. Με τον τρόπο αυτό, ο Γκάτσος εντάσσει τον Lorca σε μια διαχρονική ή υπερχρονική λογοτεχνική δημιουργία, όταν ο Σεβαστίκογλου τον τοποθετεί σε μια κατά τεκμήριο σύγχρονη νεοελληνική πραγματικότητα.
Είναι βέβαιο ότι ορισμένοι συγκεκριμένοι παράγοντες θα μπορούσαν να αναφερθούν ώστε να καταστούν σαφέστεροι οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην επικράτηση των μεταφράσεων του Σεφέρη και του Γκάτσου. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις η ειδοποιός διαφορά συνίσταται στη δημιουργία ενός διακριτού πεδίου έκφρασης το οποίο αντιστοιχεί στη διαμόρφωση μιας ιδιότυπης φυσιογνωμίας των συγγραφέων των πρωτότυπων έργων. Πρόκειται ίσως για προσπάθειες «μετάθεσης», προς μια «καθαρή γλώσσα» («reine Sprache») όπως την ορίζει ο Walter Benjamin, αναζητώντας τη συμπληρωματικότητα σε άλλους ορίζοντες, σε άλλες γλώσσες ή γλωσσικές φάσεις, καταφάσκοντας την ουτοπική διάσταση αυτής της πορείας. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που είναι προφανές αφορά στην έκφραση μιας νέας, μιας άλλης πραγματικότητας χάρη στη διεκδίκηση της επιτελεστικής λειτουργίας του λόγου ο οποίος τοποθετείται σε ένα ιδιαίτερο, αν όχι παράδοξο, περιβάλλον.
Μια παρόμοια πιθανώς γλώσσα, αμιγούς κατά το δυνατόν χαρακτήρα, αναζητούν τόσο ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο όσο και ο Αλμπέρτο Σαβίνιο με το είδος της αυτοβιογραφικής γραφής στην οποία επιδίδονται σε κείμενά τους, μια εκφραστική εξερεύνηση η οποία αποτελεί άλλωστε βασικό στόχο της δημιουργικής διαδικασίας. Οι ιδιαίτερες συνθήκες της παρουσίας τους στον ελληνικό χώρο, σε συνδυασμό με τις πολιτισμικές του προβολές, τους ωθούν προς μια αντίληψη του πεπρωμένου τους που αντιστοιχεί σε μια μυθοπλαστική πραγματικότητα ή σε ένα είδος υπαρξιακής αλληγορίας. Με τον τρόπο αυτό, η εμπειρία τους, διαφορετικής κάθε φορά υφής, εγγράφεται σε μια τάση προς το άγνωστο και την αινιγματική φύση της ζωής στον ντε Κίρικο, με απώτερη επιδίωξη την ανακάλυψη του άλλου ως απόλυτης αναφοράς για την ευτυχία. Αντίστοιχα, στον Σαβίνιο, η τάση αυτή εκφράζεται με τη σχέση αμοιβαίας έλξης που αναπτύσσεται μεταξύ φυσικού περιβάλλοντος και ανθρώπινης παρουσίας η οποία λειτουργεί ως καταλύτης στην προσέγγιση της αθωότητας, της αναζήτησης του πρώτου βλέμματος.
Αν και οι δύο δημιουργοί έφυγαν από την Ελλάδα σε σχετικά νεαρή ηλικία, η επίδραση που άσκησε στο έργο τους ο ελληνικός πολιτισμός υπήρξε καταλυτική κάποτε με τρόπο λανθάνοντα, αλλά διάχυτο και καθοριστικό, όπως αυτό μπορεί να ανιχνευθεί στο έργο τους.
Μια παράδοξη, εκ πρώτης όψεως, συνέπεια αυτής της επίδρασης αποτελεί η αναφορά, στα αυτοβιογραφικά κείμενά τους κυρίως, όρων οι οποίοι διαμορφώνουν μια μυστηριώδη άλω που περιλαμβάνει τόσο σημασιολογικά, όσο και ηχητικά ή ρυθμικά σχήματα που αντιστοιχούν σε πραγματικά δεδομένα της δημιουργικής τους πορείας. Λέξεις όπως «φανέστρα» στον ντε Κίρικο ή «χορηγός» στον Σαβίνιο λειτουργούν ως σταθερές μιας ηλικίας και μιας θύμησης που διατρέχουν τη ζωή και την τέχνη τους προσδίδοντας τη χροιά ενός πρωτογενούς υλικού. Θα είχε ενδιαφέρον να παρατηρηθεί ότι το αποτέλεσμα αυτό δεν παραπέμπει στη γλώσσα της καταγωγής τους, την ιταλική, αλλά στη γλώσσα του χώρου και των παιδικών συναναστροφών που τους συνόδεψαν για ορισμένα χρόνια. Η σημασία αυτών των άγνωστων ή αινιγματικών λεκτικών στοιχείων θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποκάλυψη ενδόμυχων πτυχών της ύπαρξής τους, όπου ο συνδυασμός της πραγματικότητας και ενός απόκρυφου ακόμα κόσμου θα εκφραστεί στη συνέχεια διαμέσου της καλλιτεχνικής τους δημιουργίας.
Ουσιαστικά, πρόκειται για τη σχέση πραγματικότητας ή πραγματικού και αισθητής ή νοητικής προφάνειας η οποία αποτελεί, ως γνωστόν, αντικείμενο πολλαπλών προσεγγίσεων από διαφορετικές οπτικές με αντιφατικά κάποτε επιχειρήματα που θέτουν υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα της μιας ή της άλλης προοπτικής. Άλλωστε, σε ένα ανάλογο πλαίσιο, θα μπορούσε να εγγραφεί και το θέμα των σχέσεων μεταξύ πληροφορίας και μυθοπλασίας, δεδομένου ότι αναφέρονται σε μια κατά τεκμήριο ή κατ᾽ επίφαση υπάρχουσα πραγματικότητα και την καλλιτεχνική της μεταμόρφωση.
Πράγματι, η πληροφορία ως ένα είδος γνώσης συνυφαίνεται με εξουσιαστικά φαινόμενα και όσους παρουσιάζονται ότι έχουν ανάλογες προθέσεις κυριαρχίας και βέβαια αντιδιαστέλλεται με εκείνους οι οποίοι υφίστανται τις επιπτώσεις ενδεχόμενης καταχρηστικής πρακτικής. Στο πλαίσιο αυτό, ο μόνος τρόπος εξισορρόπησης των αντιδιαμετρικών αυτών τάσεων είναι η απρόσκοπτη πρόσβαση στην πληροφορία και σε μια όσο το δυνατόν πλήρη κατανόηση των δεδομένων. Ωστόσο, όσοι επιζητούν πλήρη άσκηση κυριαρχίας σε ένα κοινωνικό σύνολο εκμεταλλεύονται συχνά μια αρχική ή κομβική πληροφορία, απόρροια ενός γεγονότος, για να διαστρεβλώσουν την υπάρχουσα πραγματικότητα.
Προφανώς, ένας από τους τρόπους αντιμετώπισης αυτής της αλλοίωσης για ισότιμη συμμετοχή στη γνώση των γεγονότων είναι η χρήση ενός άλλου δίαυλου κατανόησης και μετάδοσης, όπως αυτή επιτελείται με τη λογοτεχνική ή καλλιτεχνική συμβολή που μεταμορφώνει δραστικά και ριζικά την πιθανή προβληματική φύση της πληροφορίας. Η μεταμόρφωση αυτή, αν και θα μπορούσε να αποτελέσει βασική παράμετρο της καλλιτεχνικής έκφρασης, λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία και ισχύ σε περιόδους έντονης κρίσης, όταν επικρατεί ένα αυταρχικό κρατικό-πολιτειακό περιβάλλον, ή ακόμη σε περιόδους όπου μια ανάλογη κατάσταση εμφανίζεται με πιο συγκεγκαλυμμένες ή λιγότερο ορατές μορφές.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσέγγισης, για την πρώτη περίπτωση, θα μπορούσε να αναφερθεί το Ζ του Βασίλη Βασιλικού. Πρόκειται βέβαια για χρησιμοποίηση ενός δημοσιογραφικού πληροφοριακού υλικού με στόχο την ανάδειξη ενός ιστορικού γεγονότος και τη διερεύνηση της ιστορικής αλήθειας, καθώς και την αποκάλυψη των μηχανισμών εξουσίας ενός αυταρχικού πολιτικού βίου. Ουσιαστικά, σε αυτήν την κατεύθυνση πάντοτε, θα ήταν δυνατόν να παρατηρηθεί η εγγραφή του πληροφοριακού υλικού σε μια ιστορική προοπτική –όπως αυτό συμβαίνει και από τη δημοσιογραφική έρευνα– και τη μετάπλασή του στη συνέχεια σε λογοτεχνικό γεγονός, ακολουθώντας τις αρχές της μη μυθοπλαστικής αφήγησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η διαδικασία εμπεριέχει μια προφητική απεικόνιση της μέλλουσας πολιτικής κατάστασης η οποία ανήκει τόσο στη δυναμική του ίδιου του ιστορικού γεγονότος, όσο και στη μυθοπλαστική του απόδοση. Άλλωστε, η προβλεπτική διάσταση σε συνδυασμό με την πραγματοποίηση της προαναγγελθείσας καταστροφικής πορείας των γεγονότων οδηγεί σε μια περαιτέρω ή διαφορετική ανάπτυξη του αφηγηματικού λόγου.
Αναμφισβήτητα, ο Κώστας Γαβράς στην ταινία Ζ δεν εμπνέεται μόνο από την κοινή με τον Βασιλικό συνεχή αναζήτηση μιας αμφιλεγόμενης αλήθειας και τη διερεύνηση των εξουσιαστικών μηχανισμών ενός αυταρχικού κράτους, αλλά και για τον παραδειγματικό χαρακτήρα του συγκεκριμένου γεγονότος οικουμενικής εμβέλειας. Επίσης, σε αυτήν την προοπτική, αναπτύσσονται και οι χαρακτήρες του έργου που δεν φέρουν ονόματα ή προσωνύμια αλλά αναφέρονται οι λειτουργίες ή ιδιότητές τους ώστε να αποκτήσουν τη μεγαλύτερη δυνατή υπόσταση, επιτείνοντας ταυτόχρονα την απήχηση τους στους θεατές. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να υπογραμμιστεί η επιλογή του Κώστα Γαβρά –η οποία αποτελεί και μια γενικότερη αισθητική παράμετρο του έργου του– για την υλοποίηση της ταινίας, όπου συνδυάζεται η διάσταση του θεάματος και ο πολιτικο-κοινωνικός στοχασμός.
Προφανώς, είναι φυσιολογικό ότι ανάλογη ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών προτείνεται και σε μεταγενέστερες περιόδους όπου, αν και οι κοινωνικο-πολιτικές και ιδεολογικές συντεταγμένες δεν είναι οι ίδιες με τις προαναφερθείσες, υποβόσκει μια βαθιά και πολυμέτωπη κρίση. Στο πλαίσιο αυτό, παρουσιάζεται ως απολύτως λογική παρόμοια προσέγγιση σε ένα διφορούμενο και διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, όπου όμως η αναφορά σε πληροφοριακό υλικό, αν και είναι υποθετική, βασίζεται σε ένα υπόστρωμα πραγματικών δεδομένων όπως είναι η περίπτωση στα μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη. Αυτό επιτρέπει όχι τόσο την ενημέρωση ή πληροφόρηση του αναγνώστη, όσο την έντονη προτροπή για ανάλυση και στοχαστικές ή αυτοστοχαστικές διερευνήσεις.
Παράλληλο στόχο αποτελεί η διάδοση, η διάχυση της γνώσης ώστε να δημιουργηθούν κατάλληλες συνθήκες συλλογικής κατανόησης ή αντίδρασης, δεδομένου ότι ο Μάρκαρης απευθύνεται σε αναγνώστες που κατέχουν αρκετά καλά τα βασικά θέματα των τρεχουσών εξελίξεων. Επιπροσθέτως, θα μπορούσε επίσης να ανιχνευθεί ο αντίστοιχος προφητικός χαρακτήρας των μυθιστορημάτων που στηρίζεται στην αναδραστική ανάλυση των δεδομένων και σε ένα είδος εγγενούς συνάφειας των φαινομένων τόσο σε ελληνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Πράγματι, αν στον Βασιλικό το ίδιο το γεγονός συμπεριλαμβάνει τη μελλοντική προβολή του και στη συνέχεια με τον Γαβρά την παραδειγματική του λειτουργία, στον Μάρκαρη το υποτιθέμενο γεγονός αναγγέλλει την απόδοσή του στο προσεχές μέλλον και την επίδραση που μπορεί να ασκήσει σε ένα παγκόσμιο δίκτυο σχέσεων, παρά την περιορισμένη φαινομενικά εμβέλειά του.
Σε κάθε περίπτωση, όλες αυτές οι προσεγγίσεις εγγράφονται στη δυνατότητα της λογοτεχνικής γραφής να προβαίνει στην ανάδειξη γεγονότων, η παρουσία των οποίων δεν έχει εντοπιστεί ή ακόμη αμφισβητείται. Κατά κάποιον τρόπο, πρόκειται για τον καθορισμό ή τον επανακαθορισμό του πραγματικού, την αντίσταση στη λήθη και τη συμβατικότητα, όπου η λογοτεχνία διηγείται την Ιστορία αναζητώντας διαφορετικές έννοιες και νέες εμπειρίες σε αχαρτογράφητες περιοχές. Όμως, και η αντίστροφη πορεία έμπνευσης και δημιουργίας είναι απολύτως εφικτή, ιδιαίτερα όταν η πραγματικότητα ή όταν ένα ιστορικό γεγονός λαμβάνει διαστάσεις οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια μιας κοινά αποδεκτής αντίληψης του κόσμου.
Παράδοξες ιστορίες και δόξες βυθισμένες…, όπου ο συνδυασμός του λόγου, του χώρου και του χρόνου επαναθέτει με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθετικές προθέσεις, την προβληματική της σχέσης μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού, του νοητού και του αισθητού, του τοπικού και του ά-τοπου, της Ιστορίας και του αριστοτελικού μύθου. Ανατέμνοντας εκφράσεις όπου η Ιστορία και η μυθοπλασία συμπλέκονται άρρηκτα –σχεδόν εξ ορισμού, λαμβάνοντας υπόψη το κοινό πεδίο προέλευσής τους– θα ήταν δυνατόν να παρατηρηθεί ότι ορισμένα στοιχεία λειτουργούν ως μεταβλητές. Πρόκειται για χαρακτηριστικούς σχηματισμούς που επιτρέπουν όχι μόνο τη σύγκλιση –κάποτε μάλιστα και την ταύτιση αυτών των προοπτικών, με αποτέλεσμα τη σταθεροποίησή τους– αλλά αποτελούν κυρίως κινητήρια δύναμη.
Η πλέον αντιπροσωπευτική εκδήλωση των «μεταβλητών-σταθερών» αυτών εντοπίζεται στη ριζική αλλαγή ηρωικών μορφών που εκλαμβάνονται ως μείζονες με την ένταξή τους σε μια θεωρούμενη υποδεέστερη κατηγορία ανθρώπων, όπου θα αναπτύξουν αντιστασιακή δράση ενάντια σε μια καθεστηκυία κατάσταση. Αποτυπώνει την αναγκαιότητα για μια διαδικασία ελαχιστοποίησης της κυρίαρχης ιστορικής προοπτικής, ως μέσο υπέρβασης δεδομένων πλαισίων με στόχο την ανάδυση μιας άλλης πραγματικότητας, ακόμα κι αν αρχικά εμφανίζονται ορισμένες σκιώδεις και ακαθόριστες δυνάμεις δράσης. Μια εξέλιξη αυτού του είδους εμπεριέχει αναμφισβήτητες αντιστοιχίες με την ανάπτυξη μιας κοινωνικής απελευθερωτικής διεργασίας και την ανατροπή μιας ισχύουσας και καθιερωμένης τάξης πραγμάτων.
Χαρακτηριστική περίπτωση στο πλαίσιο αυτό θα αποτελούσε ένα γνωστό και επιφανές όνομα, μια ιστορία, ένας μύθος, εν δυνάμει λέξεις οι οποίες λειτουργούν σε έναν βαθμό υπό συνθήκες ανοίκειες, ανακαλώντας πολυστρωματικές κειμενικές διαθλάσεις και μεταβάσεις, όπως αυτές του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η μυθιστορηματική, ιστορική ή άλλη απεικόνιση του Αλέξανδρου θα μπορούσε να εγγραφεί σε μια παραδειγματική χρήση των συνθετικών μορφών τις οποίες ένας λεκτικός συνδυασμός, ένας εννοιολογικός φορέας, μια συμπυκνωμένη αφηγηματική προβολή μπορεί να εκφράσει. Με τον τρόπο αυτό, παρατηρείται συνεχής αλληλεπίδραση μεταξύ φανταστικών και ιστορικών δεδομένων, ακολουθώντας μια πορεία που υπαγορεύει η συχνά απροσπέλαστη συμβατότητα των πολυάριθμων παραλλαγών.
Σε ένα αρχικό στάδιο, υπάρχει ένα ακαθόριστο στοιχείο το οποίο παρουσιάζεται να διέπει ένα σύνολο καταστάσεων και εξελίξεων που αναπτύσσονται με σαφή και αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά. Λόγου χάριν, θα μπορούσαν να διαπιστωθούν χωρίς μεγάλη δυσκολία – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ελληνική, αρχαία ελληνική ή βυζαντινή, και τη λατινική παράδοση – τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στο έργο των ιστορικών του Μ. Αλεξάνδρου, κοινά θέματα τα οποία εμφανίζονται κατά παράδοξο τρόπο και στις δύο κειμενικές μορφές. Στην προοπτική αυτή, τυπική περίπτωση είναι η θεματική των Αμαζόνων, όπως παρουσιάζεται στους ιστορικούς και παραπέμπει σε έναν κοινά αποδεκτό μύθο, νομιμοποιώντας την πραγματικότητά του, πέραν των όποιων επιφυλάξεων θα μπορούσαν να διατυπωθούν σε σχέση με μια «αντικειμενική» ιστορική ανάγνωση.
Αντίθετα, υπάρχουν «γεγονότα» τα οποία θα τοποθετούνταν ευκολότερα σε ένα φανταστικό πλαίσιο διήγησης, όμως, απροσδόκητα ίσως, απαντώνται κυρίως στο έργο των ιστορικών ακόμα κι αν αναφέρεται ενδεχομένως η μυθική καταγωγή τους. Αυτή είναι η περίπτωση, μεταξύ άλλων, του άθλου του Μ. Αλεξάνδρου σχετικά με τη λύση του θρυλούμενου Γόρδιου δεσμού. Το αποτέλεσμα είναι ότι το κατόρθωμα αυτό θα αποκρυσταλλωθεί ως παγιωμένη έκφραση, ένα είδος κοινής, και ενίοτε καταχρηστικής, μεταφοράς σε έναν μεγάλο αριθμό γλωσσών — ως επί το πλείστον στο ευρωπαϊκό πολιτισμικό περιβάλλον. Με ανάλογο τρόπο, οι διάφορες διηγήσεις του Μ. Αλεξάνδρου περιγράφουν άθλους τους οποίους θα εκπληρώσει θαυμαστά και που αφορούν επίσης, σε άλλα συμφραζόμενα, μια ολόκληρη σειρά μυθολογικών ηρώων. Κλασικό παράδειγμα μιας τέτοιας χρήσης αποτελεί η «κατάβαση» ή η «ανάβαση» του Αλέξανδρου στην οποία αναπτύσσονται ορισμένα πολιτισμικά ή θρησκευτικά στοιχεία που αντιστοιχούν σε δεδομένα μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, ανάλογα με τις παραλλαγές.
Παράλληλα, παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι καθεμία από αυτές τις «μεταβλητές-σταθερές» μπορεί να συνδυαστεί με άλλες, πράγμα το οποίο εξαρτάται από τον βαθμό συνύφανσής τους με το πρόσωπο του Αλέξανδρου, ιδιαίτερα όταν ληφθούν υπόψη περισσότερες από μια παραλλαγές ή διαφορετικά κείμενα. Για παράδειγμα, η θεματική αφήγηση των Αμαζόνων ως κειμενικός ή μυθικός απόηχος συνδυάζεται ως κατόρθωμα και με τους μύθους άλλων ηρώων (Θησέας, Ηρακλής, Αχιλλέας…). Επιπροσθέτως, συνδυάζεται και ως γλωσσική αποκρυστάλλωση ή λεκτικός ενοφθαλμισμός, αν αναφερθούμε, μεταξύ άλλων, στο κείμενο Διήγησις Αλεξάνδρου μετά Σεμίραμις Βασίλισσας Συρίας, όπου η χρήση των αινιγμάτων θα μπορούσε να έχει μια αντιστοιχία με τη γλωσσική αυτή διαδικασία. Η αλληλέγγυα σχέση του Αλέξανδρου με τις Αμαζόνες και η εγγραφή του σε μια ελάσσονα αλλά δυναμική προοπτική, ενδεχομένως δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον για τέτοιου είδους εξελίξεις.
Μια παρόμοια διάσταση, σύζευξης μύθου και Ιστορίας, λογοτεχνικών μοτίβων και ρητορικών σχημάτων θα μπορούσε να ανιχνευθεί κι όταν ο Αλέξανδρος εμφανίζεται σε ένα άλλο πλαίσιο, εκτός των γνωστών λογοτεχνικών διηγήσεων ή των ιστορικών κειμένων, όπως αυτό των παραστάσεων του Καραγκιόζη. Είναι προφανής στην περίπτωση αυτή η ένταξή του τόσο σε μια μυθική, όσο και σε μια χριστιανική παράδοση όταν αναφερθούμε σε ένα έργο όπως Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι. Το αποτέλεσμα είναι ότι το φανταστικό και το πραγματικό εμπλέκονται σε μια σύνθεση η οποία υπερβαίνει τις χρονικές τομές παρελθόντος και παρόντος, χρησιμοποιώντας εκείνες τις προβολές που προτείνουν άλλες δυνατότητες για το μέλλον.
Οι λεκτικές αποκρυσταλλώσεις ή τα ρητορικά σχήματα λειτουργούν άμεσα είτε ως μέρος στερεοτυπικών ή παγιωμένων εκφράσεων, χαρακτηριστικών του θεάτρου σκιών, είτε ως λόγιες αναφορές μιας ορισμένης, καλώς ή κακώς, νοουμένης διαχρονικότητας. Κι εδώ, ο Αλέξανδρος εγγράφεται σε μια ελάσσονα προοπτική παρά την παρουσία του ως ήρωα-ελευθερωτή, εκφράζοντας αλληλεγγύη τόσο στα παραστασιακά συμφραζόμενα του Καραγκιόζη, όσο και στο γενικότερο πολιτιστικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι της εποχής. Η συμβολή του όχι μόνο ανατρέπει μια ατελέσφορη χρονικότητα, αλλά προτείνει τη διαμόρφωση μιας άλλης υβριδικής κοινωνικής πραγματικότητας, όπου η χαρά της ζωής και η γενναιοδωρία – ακόμη και με ορισμένες παρεκκλίσεις – θα έχουν προεξάρχοντα ρόλο.
Ωστόσο, η λαϊκή μορφή του Αλέξανδρου μπορεί να λάβει επίσης διαστάσεις οι οποίες παρουσιάζουν μια επαμφοτερίζουσα φυσιογνωμία τόσο της μυθικής όσο και της ιστορικής του ύπαρξης στη διάρκεια του χρόνου, ακολουθώντας μια ανοδική θριαμβευτική πορεία και μια ταπεινωτική καθοδική τροχιά. Πράγματι, στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, Ο Μεγαλέξαντρος, θα ήταν δυνατόν να ανιχνευθούν τα στοιχεία εκείνα – ιστορικές και μυθικές αντηχήσεις, αφηγηματικές δομές, πολιτισμικές αποκρυσταλλώσεις – τα οποία συμβάλλουν στη διαμόρφωση της παρουσίας του, όπου διαπιστώνεται παράλληλα και μια βασική διαφοροποίηση. Σε αντίθεση με τη συνήθη παρουσία του Αλέξανδρου στις διάφορες καλλιτεχνικές πραγματώσεις μέχρι τη σύγχρονη εποχή, δεν επιχειρείται ένας συνδυασμός ή μια διάρθρωση μύθου και Ιστορίας αλλά ο διαχωρισμός τους. Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει να διερευνηθούν οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν στη σχέση μύθου και Ιστορίας, όταν απορρυθμιστούν οι εγγενείς παράμετροι λειτουργίας τους και κυριαρχήσουν αγοραίοι κανόνες πράξεων ή αντιλήψεων. Με τον ίδιο τρόπο, καθίσταται δυνατή η αξιολογική διάκριση και σε έναν βαθμό αντιπαράθεση μεταξύ λόγιας και λαϊκής παράδοσης (ελληνική αρχαιότητα, Φυλλάδα, θέατρο σκιών), καπιταλιστικού και σοσιαλιστικού συστήματος.
Απώτερο στόχο του εγχειρήματος αποτελεί η αποστασιοποίηση του θεατή από τα δρώμενα και τις ιστορικό-πολιτικές ή μυθικές αναφορές και η συνεπακόλουθη στοχαστική ανάλυση και κριτική στάση απέναντι στα αφηγηματικά δεδομένα, ώστε αρχίζει να αναφαίνεται η πολυδαίδαλη πραγματικότητα μιας εποχής. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε να παρατηρηθεί μια ορισμένη αντίθεση στην εισαγωγή του μύθου στην Ιστορία, όταν η εξέλιξή του προκαλεί την εξουδετέρωση των προσπαθειών και την καταστροφή των συλλογικών ιδεωδών του κοινωνικού συνόλου.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ιστορία συμβάλλει ουσιαστικά στη λύση αυτής της αδιέξοδης κατάστασης, λειτουργώντας σε δύο παράλληλους χρόνους και χώρους που παρέχουν τη δυνατότητα απελευθέρωσης του μύθου, παγιδευμένου στην ίδια του την υπόσταση, σε μια ανερμάτιστη παρουσία. Ο πρώτος αφορά στην επαναφορά του μύθου στο απομακρυσμένο παρελθόν στο οποίο ανήκει, μετά την προβληματική μετάβαση και ανάπτυξή του στο παρόν, ο δεύτερος στοχεύει στη μετουσίωση και την ενσάρκωση αυτού του μύθου σε μια νέα ζωή, ένας νέος Αλέξανδρος ο οποίος καλείται να πραγματοποιήσει έναν μύθο ελπίδας, μια άλλη ιστορία στον μελλοντικό κόσμο που διανοίγεται εμπρός του. Στην περίπτωση αυτή, η Ιστορία θα δικαιώσει τον παλαιό και πάντα νέο μύθο επανενεργοποιώντας την αρχική του δυναμική, ώστε η προσεχής δημιουργία ιστοριών να αποκτήσει την απαραίτητη ένταση και την ευρετική της αξία για τη θετική μεταμόρφωση ενός δυσπρόσιτου περιβάλλοντος.
Ίσως, η τελευταία αυτή πρόταση αποτελεί τον ουσιαστικό στόχο όλων αυτών των γραφών κατά την αναζήτησή τους, προκειμένου να ανακαλύψουν τόπους άγνωστους και ανεξερεύνητους. Εκεί όπου πραγματικότητα και μυθοπλασία δεν αποτελούν διακριτές εκφάνσεις του κόσμου, αλλά ένα continuum, ένα συνεχές, με διαφορετικές παραμέτρους υλοποίησης και με ιδιαίτερους μηχανισμούς μετατρεψιμότητας. Στο πλαίσιο αυτό, η μνήμη των λόγων καθίσταται ο θεμελιώδης δεσμός του χρόνου και του τόπου που επιτρέπει την ένταξη της ανθρώπινης ύπαρξης στο κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι κάθε εποχής.
Ο Κωνσταντίνος Μπόμπας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Lille – Sciences Humaines et Sociales, διευθύνει το ερευνητικό κέντρο CECILLE (Κέντρο Μελέτης Ξένων Πολιτισμών, Λογοτεχνιών και Γλωσσών). Tο διδακτικό και ερευνητικό του έργο εστιάζεται σε θέματα νεοελληνικής λογοτεχνίας και πολιτισμού, συγκριτικής λογοτεχνίας, διαπολιτισμικότητας, πρόσληψης της αρχαιότητας στη σύγχρονη εποχή.
Μελέτες του περιλαμβάνονται σε βιβλία σχετικά με τη λογοτεχνία και την πολιτισμική ιστορία (μεταξύ άλλων, Écritures grecques – Οι Ελληνικές σπουδές στην Ευρώπη) και έχει επιμεληθεί, μόνος ή σε συνεργασία, την έκδοση συλλογικών έργων (Mythes et sociétés en Méditerranée orientale – Croyances populaires, mythes et représentations en Méditerranée orientale – Από το ένα στο άλλο σύνορο. Τάσεις φυγής, λύσεις συνέχειας στον νεοελληνικό κόσμο). Τελευταία δημοσίευση: Χώροι μιας ουτοπίας, τόποι μιας πραγματικότητας (Γκοβόστης 2020).
Μεταφράζει επίσης νεοελληνικό θέατρο στα γαλλικά (V. Kornaros, Erotokritos, συμμετοχή στη μετάφραση του R. Davreu – D. Dimitriadis, Procédures de règlement des différends, Insenso, σε συνεργασία με τον R. Davreu, – Y. Dialegmenos, Je t’embrasse la gueule, σε συνεργασία με τη S. Giré) και έχει δημοσιεύσει άρθρα σχετικά με την σύγχρονη θεατρική δημιουργία (« V. Novarina, D. Dimitriadis, contextualisations multiples d’un événement scénique » – « Du muthos au destin, une problématique des actes héroïques et/ou maudits dans la tragédie moderne » – « Variations gustatives mineures dans le théâtre contemporain. Perspectives méditerranéennes »).
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:
* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€
Δικαστές και σύνταγμα * νομοθετικός πληθωρισμός και δικαστική πράξη * δημοσιότητα της δίκης και προβλήματα * φανερή η δικαστική ψήφος - μερικές σκέψεις...
Hawking vs Penrose
Oι δύο μεγάλοι σύγχρονοι Φυσικοί συγκρούονται σε μια μνημειώδη μονομαχία
O διάλογος μεταξύ του Roger Penrose και του Steven Hawking...
Το έργο αυτό του Gustav Geib, Γερμανού ιστορικού του δικαίου (1808-1864), γράφτηκε στα 1835. Παρόλη τη σημασία του για τη γνώση του λαϊκού μας δικαίου,...