Ο ΧΑΤΖ ΧΑΡΟΥΝ και ο Ο' Σάλιβαν Μπίαρ περπατούσαν στη Μωαμεθανική Συνοικία κατευθυνόμενοι γενικώς προς τα ανατολικά.
«Ακριβώς απέναντι μας», είπε ο Χατζ Χαρούν, «είναι μια περίφημη σταυροφορική εκκλησία. Το ξέρεις;» «Εννοείς την Αγία Άννα. Ναι, το ξέρω». «Εχεις επισκεφθεί το σπήλαιο της;» «Είναι το σημείο όπου γεννήθηκε η μητέρα της Ευλογημένης Παρθένου. Ναι, έχω πάει εκεί».
Ο Χατζ Χαρούν έγνεψε καταφατικά σκεφτικός. «Τότε, λοιπόν, ίσως να μπορείς να μου πεις γιατί έχουν συμβεί τόσα πολλά σημαντικά γεγονότα των γραφών σε σπήλαια. Γιατί γίνεται αυτό; Γιατί γίνονται όλα μέσα σε σπηλιές; Έδιναν αίσθημα ασφάλειας;»
«Σπηλιές», μουρμούρισε ο Τζο. «Ξεκίνησε σαν θρησκεία κρυμμένη στα σκοτάδια, στο περιθώριο, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες θρησκείες, υποθέτω. Για πες μου, όμως, γιατί μιλάς τόσο λίγο όταν είναι ο Μουνκ και ο Μάρτυς τριγύρω; Δεν τους συμπαθείς;»
«Πώς όχι, βέβαια και τους συμπαθώ», είπε ο Χατζ Χαρούν ντροπαλά. «Και μάλιστα, πάρα πολύ. Είναι ευγενικοί και γλυκομίλητοι και θαυμάζω την αποφασιστικότητά τους. Είναι καλοί άνθρωποι».
«Και λοιπόν; Γιατί δε σου έρχεται ποτέ να μιλήσεις όταν είναι μπροστά αυτοί;»
Ο Χατζ Χαρούν γύρισε στον Τζο και άνοιξε το στόμα του. Τα περισσότερα δόντια του έλειπαν, μόνο μερικά απομεινάρια τους φαίνονταν.
«Πέτρες», ψιθύρισε. «Για δυο χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι με πετροβολούσαν και με κυνηγούσαν σκυλοβρίζοντάς με, επειδή, έλεγαν, ήμουν τρελός. Ίσως και να είμαι, εντέλει».
Ο Τζο πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους του γέρου.
«Έλα, τώρα, τι σ' έπιασε έτσι ξαφνικά; Δεν είσαι τρελός, το ξέρουμε αυτό. Η πόλη κρέμεται από σένα, αν έχει επιζήσει, το χρωστά σε σένα. Είσαι αυτός που περιπολεί στα τείχη και επιτηρεί τις πύλες και σημαίνει συναγερμό όταν έρχονται εχθροί. Αν δεν ήσουν εσύ εδώ, ποιος θα ξανάχτιζε την πόλη μετά την καταστροφή; Πώς θα ψήλωναν τα βουνά; Ποιος θα φρόντιζε τις σπηλιές;»
Ο Χατζ Χαρούν έσκυψε το κεφάλι του. Έκλαιγε σιωπηλά με αναφιλητά.
«Σ' ευχαριστώ, Πρεσβύτερε Ιωάννη. Ξέρω ότι μονίμως αποτυγχάνω, ωστόσο είναι πολύ σπουδαίο για μένα το να γνωρίζω πως κάποιος πιστεύει ότι προσπάθησα τουλάχιστον».
«Δεν προσπάθησες, άνθρωπέ μου», είπε ο Τζο, «τα κατάφερες. Σύνελθε, λοιπόν, τώρα κι ας ξεχάσουμε αυτές τις ανοησίες».
Ο Χατζ Χαρούν σκούπισε τα μάτια του. Καθώς σκουπιζόταν, το κράνος του έγειρε και η σκουριά έπεσε σαν βροχή στο πρόσωπο του. Τα δάκρυά του άρχισαν ξανά να κυλούν.
«Σ' ευχαριστώ», ψιθύρισε. «Βλέπεις, όμως, θα μου πάρει καιρό να συνηθίσω το ότι έχω ξανά φίλους. Το να μπορώ να εμπιστευτώ πάλι τους ανθρώπους. Μετά από τόση γελοιοποίηση και τόσες ταπεινώσεις, τόσα χαστούκια, κλοτσιές και σπρωξιές, δεν μπορείς παρά να φοβάσαι. Ήταν υπέροχο που όταν γνωριστήκαμε, αντί να αρχίσεις να με χτυπάς, πίστεψες όσα σου έλεγα, ήταν υπέροχο, ήταν ό,τι καλύτερο μου συνέβη μέσα σε δυο χιλιάδες χρόνια, από τότε που έχασα την αξιοπιστία μου στην Ιερουσαλήμ. Δεν θέλω όμως να πιέζω τις καταστάσεις με τον Μουνκ και τον Μάρτυρα• πρέπει να αποκτήσω κάποια αυτοπεποίθηση ξανά. Φοβάμαι τόσο πολύ μήπως και σκεφτούν πως ήμουν τρελός και είναι τρομερό όταν οι άνθρωποι πιστεύουν κάτι τέτοιο· πονάει περισσότερο και από τα χαστούκια και τις κλοτσιές και τις σπρωξιές. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό, έτσι δεν είναι; Σε παρακαλώ; Λιγάκι;»
«Βεβαίως και μπορώ, όλα όσα μου λες. Έλα τώρα, λοιπόν, να ισιώσουμε τα κορμιά μας, να περπατάμε στητοί. Είναι Μάρτιος, πρωί, η άνοιξη έρχεται και περπατάμε στους δρόμους της πόλης σου. Έλα να χαμογελάσουμε».
Ο Χατζ Χαρούν προσπάθησε να χαμογελάσει και μια ντροπαλή, σχεδόν αόρατη, γκριμάτσα τρεμόπαιξε στιγμιαία στο πρόσωπο του. Δυο καλοντυμένοι νέοι τους προσπέρασαν και ο Χατζ Χαρούν έστρεψε προς το μέρος τού ενός τα φρεσκοπλυμένα πιατόπανά του για να του τα δείξει. Με μια και μόνη ματιά, οι νέοι είδαν ταυτόχρονα το πιατόπανο, τον ξεθωριασμένο, κίτρινο μανδύα του γέρου, τα κοκαλιάρικα ξυπόλυτα πόδια του, το σκουριασμένο σταυροφορικό κράνος του με τα δυο πράσινα κορ-δελάκια που δένονταν κάτω από το πιγούνι του.
Σαν να είχαν υπακούσει κι οι δυο τους στην ίδια διαταγή, έβηξαν, μαζεύοντας σάλιο στο στόμα τους, και έφτυσαν μέσα στο ρείθρο του δρόμου. Κι οι δυο μαζί γύρισαν τα κεφάλια τους από την άλλη κι έφυγαν με μεγάλες δρασκελιές, ο ένας κρατώντας τη μύτη του και ο άλλος κάνοντας μια πρόστυχη χειρονομία.
Ο Χατζ Χαρούν άφησε να πέσει κάτω το πιατόπανο και μαζεύτηκε με την πλάτη του κολλημένη στον τοίχο, αξιοθρήνητα φοβισμένος. Ενας αβυσσαλέος αναστεναγμός βγήκε από τα χείλη του.
«Βλέπεις;» ψιθύρισε λυπημένα. «Η νεότερη γενιά δεν πιστεύει σε μένα, διόλου. Με θεωρούν έναν άχρηστο γέρο».
«Τι;» είπε ο Τζο. «Για αυτούς τους χοντρούς λυκαν-θρώπους λες, από την τάξη των εμπόρων; Ποιος σκάει για δαύτους; Αυτοί μόλις ρούφηξαν το πρωινό χαρμάνι τους κι έχουν τέτοια ζαλάδα, που τίποτα δε θα μπορούσαν να πιστέψουν. Στην κόλαση να πάνε, εμείς μιλούσαμε για τον Μουνκ και τον Μάρτυρα, δυο εξαιρετικούς κυρίους. Θέλω να πω ότι δε χρειάζεται να ανησυχείς για ανθρώπους σαν τον Μουνκ και τον Μάρτυρα».
«Μπορεί και όχι, αλλά δεν παύω να τους ντρέπομαι. Τέλος πάντων, θα έρθει κάποτε η στιγμή, Πρεσβύτερε Ιωάννη, και προτιμώ να περιμένω ώσπου να νιώσω καλύτερα στο θέμα αυτό. Πάντως, όντως τους συμπαθώ. Δεν αρκεί αυτό για την ώρα;»
«Φυσικά, ας συνεχίσουμε λοιπόν το δρόμο μας. Για πες μου, σου είπα ποτέ ότι είχα κανονικό όνομα προτού έρθω στην Ιερουσαλήμ, εδώ και πέντε χρόνια;»
«Ολοι πάντα έχουν άλλα ονόματα πριν έρθουν εδώ».
«Το πιστεύω. Πώς θα σου φαινόταν όμως να με φωνάζεις με αυτό το άλλο όνομα πού και πού;»
Ο Χατζ Χαρούν έδειξε μπερδεμένος.
«Γιατί;»
«Για να μην μπερδεύομαι, μια και ήταν το όνομα που μου έδωσαν όταν γεννήθηκα. Καμιά φορά, όντως παθαίνω σύγχυση με τα ονόματα, όποτε είμαστε μαζί. Ξέρεις, ο χρόνος και πολλά άλλα είναι ένα μπέρδεμα μερικές φορές».
«Ο χρόνος είναι», μουρμούρισε ο Χατζ Χαρούν.
«Μα το Θεό, το ξέρω. Που και που μόνο• το όνομά μου είναι Ο' Σάλιβαν Μπίαρ ή μονάχα Ο' Σάλιβαν, αν το άλλο σου φαίνεται πολύ μακρύ».
«Ιρλανδέζικο είναι».
«Ετσι ακριβώς. Μπορείς να το χρησιμοποιείς πότε πότε, για να παραμένω κι εγώ στα συγκαλά μου;» «Αν το θέλεις». «Ωραία θα ήταν».
Περπάτησαν στον κήπο μπροστά από την εκκλησία της Αγίας Άννας και κάθισαν στον πάγκο. Ο Χατζ Χαρούν έλυσε τα δύο πράσινα κορδελάκια κάτω από το πιγούνι του, έβγαλε το σκουριασμένο κράνος του και το έδωσε στον Τζο.
«Βλέπεις αυτά τα δύο παράλληλα βαθουλώματα σε κάθε πλευρά του, Ο'Ρουρκ; Έγιναν μια μέρα, εδώ και πεντακόσια ή εξακόσια χρόνια, καθώς τό 'σκαγα από την κρύπτη αυτής της εκκλησίας».
«Μάχη έως εσχάτων, ε; Έβγαινες από την κρύπτη και οι Σταυροφόροι είχαν κλείσει όλες τις εξόδους;»
«Α, όχι. Πράγματι, έβγαινα από τη σπηλιά, μα δεν υπήρχε κανείς τριγύρω, δυστυχώς για μένα. Θυμάσαι πόσο χαμηλές είναι οι οροφές πάνω από τις σκάλες που ανεβαίνουμε για να βγούμε; Ο δαυλός μου είχε σβήσει. Ήταν ολοσκότεινα, και σε κάθε μου βήμα κοπανούσα το κεφάλι μου. Στο τέλος, θύμωσα τόσο πολύ, που κουτούλησα την οροφή με το πάνω μέρος του κεφαλιού μου και σφήνωσα».
«Σφήνωσες;»
«Το κράνος μου σφήνωσε, Ο'Μπάνιον, σε μια ρωγμή ανάμεσα σε δυο βράχους της οροφής. Και τότε, στραβοπάτησα και βρέθηκα να κρέμομαι από το κράνος μου. Ένιωθα σαν να μου ξερίζωναν το πάνω μέρος του κεφαλιού μου».
«Φοβερό, το ξέρω αυτό το συναίσθημα. Μερικά πρωινά το νιώθω κι εγώ ο ίδιος. Πώς ξέφυγες;»
«Δεν ξέφυγα. Έμεινα κρεμασμένος εκεί όλη τη νύχτα, μέχρι που ξημέρωσε. Το επόμενο πρωί ήρθε μια ομάδα προσκυνητών, επιτέλους, και με ελευθέρωσε τραβώντας με από τα πόδια, πράγμα που ήταν τρομερό. Εκείνη τη στιγμή, όντως ένιωσα ότι ξεκολλούσε από το κεφάλι μου το πάνω κομμάτι του».
Ο Χατζ Χαρούν φάνηκε ξαφνικά ανήσυχος.
«Ο'Ντόνελ;»
«Ναι;»
«Ο'Ντρίσκολ;» «Εδώ είμαι ακόμη».
«Ξαφνικά μου φαίνεται ότι το μυαλό μου άδειασε». «Γιατί;»
«Δεν έχω ιδέα. Πρέπει να το σκεφτώ». «Καλώς».
«Δεν θα βοηθήσει όμως αυτό σε τίποτα, αν το μυαλό μου είναι εντελώς άδειο, έτσι δεν είναι; Ωχ, νομίζω πως κάνω συνέχεια κύκλους σήμερα».
Ξαφνικά, ο Χατζ Χαρούν γέλασε.
«Ξέρω τι είναι. Μάλλον συμβαίνει επειδή είμαστε εδώ. Αυτό το μέρος σημαίνει πολλά για μένα».
Ο γέρος κρυφογέλασε και φόρεσε ξανά το κράνος του. Κατευθύνθηκε προς την εκκλησία, προς κάποιο σημείο του τοίχου της που είχε τραβήξει την προσοχή του. Κοίταξε εξεταστικά το είδωλο του σε κάποιο φανταστικό καθρέφτη, κατόπιν έκανε ένα βήμα πίσω για να μπορεί να δει καλύτερα ολόσωμο το είδωλο του, πάντα μπροστά στον ανύπαρκτο καθρέφτη. Στο μεταξύ, μουρμούριζε τραγουδιστά, χαμογελούσε, σήκωνε και κατέβαζε τα φρύδια του.
«Δείχνει να ασχολείται πολύ περισσότερο με την εμφάνισή του απ' ό,τι συνήθως», σκέφτηκε ο Τζο. «Ο'Μπράιαν;» «Ναι;»
«Δεν έχω δει ποτέ μου κράνος με τόσα βαθουλώματα όπως το δικό μου. Έτσι είναι και η ίδια η Ιστορία, δίκιο δεν έχω; Όλο και νέα χτυπήματα κατακέφαλα; Αναπόφευκτα χτυπήματα, όπως φαίνεται;»
«Έτσι φαίνεται, ναι».
«Υπάρχουν όμως κάποιες στιγμές στη ζωή, Ο' Κόνορ, που μένουν πραγματικά αξέχαστες. Για παράδειγμα, να, εδώ, στον κήπο αυτό, όταν ήμουν νέος».
«Όταν ήσουν νέος; Ολόκληρο ταξίδι στο χρόνο, θα έλεγα. Πόσο πίσω θα πάμε στο χρόνο;»
«Στα χρόνια της περσικής κατοχής. Αχ, αυτές οι μέρες! Ήταν τόσο όμορφες, που δεν μπορείς να το φανταστείς».
Ο Χατζ Χαρούν γέλασε απαλά.
«Τόσα απόβραδα, νωχελικά, ατελείωτα, Ο'Ντάιρ. Στη διάρκεια της περσικής κατοχής, έτρωγα συνέχεια σκόρδο και φορούσα πάντοτε το δερμάτινο περικάρπιό μου, αυτό που περιείχε τον δεξιό όρχι ενός γαϊδάρου».
«Τι μου λες; Γιατί όλα αυτά;»
«Για να αυξήσω τις σεξουαλικές επιδόσεις μου».
«Α».
«Ναι. Κι όταν ήταν απαραίτητο, προκαλούσα αποβολές από το στόμα».
«Δια του στόματος, εννοείς;»
«Όχι, από το στόμα. Γινόταν ακόμη τότε».
«Α, μάλιστα».
«Κι έπρεπε να το κάνω πολύ συχνά τότε, γιατί ήμουν πολύ δραστήριος με τα θηλυκά. Καυτές μέρες, Ο'Κέισι, τότε που ήταν εδώ οι Πέρσες».
«Καυτές;»
«Σεξ. Μόνο σεξ, όλο και περισσότερο σεξ. Αχαλίνωτο σεξ. Ακόρεστος ήμουν».
«Πυρετός στα σκέλια σου, με άλλα λόγια. Δεν χόρταινες με τίποτα;»
«Ποτέ. Όχι, πάντως, προτού η πριγκίπισσα αποφασίσει μετά από πολλά, να με δεχτεί ως εραστή της. Ακόμη και τη χρονιά θυμάμαι. Ήταν το 454 π.Χ.».
«Αλήθεια; Σκόρδο κι ένας δεξιός όρχις γαϊδάρου κάνανε όλη τη δουλειά το 454 π.Χ.; Αυτό που με εντυπωσιάζει είναι το ότι θυμάσαι την ημερομηνία με αξιοσημείωτη ακρίβεια. Συνήθως, μια εποχή είναι τόσο πρόσφατη όσο το θέλουμε εμείς».
«Δεν κάνω όμως λάθος με αυτή. Οι εμπειρίες που είχα εκείνη τη χρονιά ήταν ανεπανάληπτες. Θα σου δείξω πού άρχισε, αν μου επιτρέπεις».
Ο Τζο τον ακολούθησε στον κήπο. Ο Χατζ Χαρούν σταματούσε κάθε τόσο για να θαυμάσει τα λουλούδια, λέγοντας για το καθένα πως ήταν μια Σφραγίδα του Σολομώντα.
«Μα, πώς γίνεται αυτό;» ρώτησε ο Τζο.«Όλα είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Δεν έχουν διαφορετικό όνομα το καθένα;»
«Όχι εδώ. Εδώ κάθε λουλούδι είναι και μια Σφραγίδα του Σολομώντα. Βλέπεις αυτή τη λιμνούλα, Ο' Νόλαν;»
«Όπου να 'ναι θα εξαφανιστεί τελείως το όνομά μου», σκέφτηκε ο Τζο και είπε δυνατά, «Ναι, τη βλέπω».
«Εκεί τη συνάντησα, λοιπόν, εκεί ακριβώς. Και κρατούσε στο χέρι της μια Σφραγίδα του Σολομώντα». «Ποια;»
«Η πριγκίπισσα».
«Πού πήγε ο ήλιος;» ρώτησε ο Τζο. «Γιατί φαίνεται σαν να πρόκειται να βρέξει;»
Ο Τζο κάθισε κοντά στη λιμνούλα στρίβοντας ένα τσιγάρο, ενώ ο Χατζ Χαρούν περπατούσε γύρω της, πατώντας αφηρημένα στη λασπουριά. Κάθε τόσο σταματούσε και φώναζε.
«Εδώ ακριβώς, Ο' Ράιαν. Τη λιμνούλα την έλεγαν τότε Βηθεσδά, το ήξερες αυτό;»
«Τώρα έγινα και Ο' Ράιαν», μουρμούρισε ο Τζο. Τον ουρανό με τ' άστρα για βραβείο θα σου δώσω, αν το όνομα αυτό με βοηθήσει σε περίπτωση που η Ιερουσαλήμ καταρρεύσει. Παλαβός ο ουρανός από πάνω, παλαβοί όσοι μαζεύονται από κάτω, και στη μέση η Αγία Πόλη, ολωνών η Αγία Πόλη».
Έγειρε ακουμπώντας την πλάτη του στην όχθη της λιμνούλας κι έκλεισε τα μάτια του.
«Βροχή μυρίζει, αλλά είναι όμορφα και μπορεί να πάρει κανείς έναν υπνάκο. Το χτεσινό παιχνίδι τράβηξε αργά, προσπαθώντας να πείσουμε έναν πατριάρχη από το Χαλέπι να δει τον κόσμο μέσα από τα υγρά του μάτια. Και σίγουρα πολύ πιοτό• ας πάρουμε έναν υπνάκο λοιπόν, γιατί όχι;».
Το τσιγάρο έπεσε από τα χέρια του. Το κεφάλι του ακούμπησε πάνω στο χορτάρι. Από μακριά, καθώς κοιμόταν, άκουσε ένα αδύναμο σκούξιμο.
«Βουλιάζω, Ο' Μεάρα. Βουλιάζω».
«Μόνο αυτός; Ολοι μας», σκέφτηκε ο Τζο, «μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, όλοι μας».
«Ο' Μπόιλ, αδύναμε άνθρωπε», ακούστηκε γοερά η φωνή, δυνατότερα τώρα και πολύ πιο κοντά.
«Καλά, εντάξει», σκέφτηκε ο Τζο. «Αυτό μας έλειπε τώρα».
«Ο' Χάλοραν, σε παρακαλώ».
Φωνή απελπισίας; Ο Τζο άνοιξε τα μάτια του και είδε τον Χατζ Χαρούν να παλεύει μέσα στα νερά καταμεσής στη λιμνούλα. Ο γέρος είχε περιπλανηθεί ως εκεί για να δει το είδωλο του στο νερό κι είχε πέσει μέσα στη λασπουριά. Του έφτανε ως τα γόνατα και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ο Τζο άρχισε να ψάχνει τριγύρω, βρήκε ένα μακρύ ξύλο και τράβηξε έξω το γέρο.
«Φτηνά τη γλύτωσα», ψιθύρισε ο Χατζ Χαρούν.
«Ε, δεν ήταν και τόσο άσχημα», είπε ο Τζο. «Τα νερά δεν ήταν βαθιά».
«Δεν ήταν βαθιά; Δυο χιλιάδες τετρακόσια χρόνια δεν είναι και τόσο βαθιά;»
«Α, δίκιο έχεις, το ξέχασα. Κάτσε τώρα εδώ, δίπλα μου, κι είσαι ασφαλής».
Ο Χατζ Χαρούν χαμογέλασε και κάθισε.
«Όλα καλά», ψιθύρισε. «Καταρχάς, δεν έπρεπε να πάω εκεί πέρα φωνάζοντας. Δεν έπρεπε να με ακούνε οι άλλοι. Μπορεί να ξεσηκώνονταν. Εννοώ ότι τέτοιοι σεξουαλικοί άθλοι είναι ανήκουστοι σήμερα».
«Έχεις δίκιο».
«Από πού να αρχίσω, λοιπόν;» ψιθύρισε ο Χατζ Χαρούν.
«Από την αρχή, φαντάζομαι. Από τη στιγμή που τη συνάντησες πλάι στη λιμνούλα».
«Εντάξει», είπε περήφανα ο Χατζ Χαρούν. «Μην ξεχνάς μόνο πως ήμουν άλλος άνθρωπος τότε, εντάξει;»
«Θα το έχω υπόψη μου».
«Πως δεν είχα τότε καμιά σχέση με αυτό που βλέπεις τώρα. Πως ήμουν νέος και δυνατός. Στο αποκορύφωμα της σεξουαλικής ορμής μου».
«Ως εκεί που δεν παίρνει άλλο, εντάξει».
«Ωραία, λοιπόν. Συνάντησα αυτή την Περσίδα πριγκίπισσα εδώ και ήταν τόσο όμορφη, ώστε την ερωτεύτηκα αμέσως. Της το είπα και με ερωτεύτηκε κι εκείνη. Πρώτα όμως, μου είπε, ήθελε να βεβαιωθεί ότι μπορούσα όντως να την ικανοποιήσω. Η φήμη για τις επιδόσεις μου, ασφαλώς, ήταν μεγάλη, μα εκείνη ήθελε οπωσδήποτε να βεβαιωθεί, δεδομένου ότι ήταν πριγκίπισσα από την Περσία, ενώ εγώ ήμουν μονάχα ένας νεαρούλης από την υπόδουλη Ιερουσαλήμ».
«Πράγματι. Και λοιπόν;»
«Και λοιπόν, είπε πως έπρεπε να πραγματοποιήσω τρεις άθλους. Ο πρώτος ήταν να έρθω στον πύργο της στην επόμενη πανσέληνο και να διακορεύσω ογδόντα παρθένες από τη συνοδεία της, σε μια νύχτα μέσα, δίχως να εκσπερματώσω».
«Θεός φυλάξοι. Ήσουν στ' αλήθεια στα καλύτερά σου εκείνο τον καιρό».
«Και αυτός ήταν ο ένας μόνο άθλος από τους τρεις. Με παρακολουθείς, Ο' Μακάρθι;»
«Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ναι, αλλά μερικά από τα σεξουαλικά επιτεύγματα της νιότης σου είναι ανήκουστα. Συνέχισε όμως, σε παρακαλώ. Πώς εξελίχθηκε αυτή η ηρωική προσπάθεια;»
«Όπως ακριβώς έπρεπε. Έφαγα σκόρδο για να δυναμώσω, φόρεσα το δερμάτινο περικάρπιό μου και πλημμυρισμένος από έρωτα για την πριγκίπισσα, έπραξα τα δέοντα».
«Ο δεξιός όρχις του γαϊδάρου έκανε τη δουλειά του, απ' ό,τι καταλαβαίνω».
«Βεβαίως και την έκανε. Και το επόμενο πρωί η πριγκίπισσα μου έθεσε το δεύτερο άθλο. Επρεπε να περάσω έναν ολόκληρο μήνα ολόγυμνος, όρθιος, και σε πλήρη στύση, και τριγύρω μου να κυκλοφορούν κοπέλες από τη συνοδεία της, ντυμένες όπως και όσο ήθελαν, και να με χαϊδολογούν όσο και όπως ήθελαν, κι εγώ να μην εκσπερματώνω, αλλά ούτε και να χάνω τη στύση μου σε όλο αυτό το διάστημα. Αυτόν τον άθλο, Ο'Χάρα, έπρεπε να τον αρχίσω στην επόμενη πανσέληνο».
«Διακρίνω μια επιρροή της σελήνης εν προκειμένω. Και μετά;»
«Ήρθε η πανσέληνος και πήρα τη θέση που έπρεπε, όπως έπρεπε. Αγωνιούσα φριχτά, αλλά ήταν τόσο μεγάλος ο έρωτάς μου για την πριγκίπισσα, ώστε τα κατάφερα. Τελείωσε ο μήνας και η πριγκίπισσα ανυπομονούσε όλο και περισσότερο, ήταν ολοφάνερο».
«Κι εγώ το βλέπω». «Και με δέος, θα έλεγα».
«Φυσικά. Ο τρίτος και τελευταίος άθλος, λοιπόν;»
«Ήταν μυστικοπαθής η πριγκίπισσα, δεν θα μου έλεγε ποτέ ποιος ήταν ο επόμενος άθλος. Έλα ξανά στην επόμενη πανσέληνο", έλεγε, "για έναν άθλο που θα χρειαστεί σαράντα μέρες προσπάθειας"».
«Επιβεβαιώνεται λοιπόν η επιρροή της σελήνης και μια έντονη πρόθεση αιφνιδιασμού. Πώς προετοιμαζόσουν για σεξουαλικούς άθλους που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον δίχως να ξέρεις τι θα απαιτούσε από εσένα ο καθένας τους;»
Ο Χατζ Χαρούν χαμογέλασε.
«Το σκόρδο».
«Α, μάλιστα, το είχα ξεχάσει». «Έτρωγα σκόρδο». «Πράγματι, αυτό είναι αλήθεια». «Γαβάθες ολόκληρες με σκόρδο». «Εννοείται».
«Μετά, έτρωγα κι άλλο σκόρδο».
«Κατάλαβα».
«Κι άλλο».
«Ναι».
«Και μετά, κι άλλο». «Καλώς».
«Κι ακόμη περισσότερο». «Ωραία».
«Όλο και περισσότερο, κι άλλο από πάνω, και ξανά σκόρδο, συνέχεια, συνέχεια, όλο και πιο πολύ».
«Θεέ μου, φτάνει πια, άνθρωπέ μου, έπιασε το στομάχι μου φωτιά, άντε, πες μου τι έγινε τελικά! Ήρθε η νύχτα, λοιπόν, η πανσέληνος έλαμπε ψηλά, στον ουρανό. Τι σκεφτόσουν;»
«Δεν σκεφτόμουν», ψιθύρισε ο Χατζ Χαρούν. «Όλο το είναι μου φλεγόταν. Θέριευαν μέσα μου οι φλόγες και ξεπηδούσαν από κάθε τρύπα του κορμιού μου, τ' ορκίζομαι».
«Δεν χρειάζεται, μπορώ να φανταστώ τι γινόταν. Ήσουν έτοιμος να εκραγείς όταν η πριγκίπισσα σου ανέθεσε τον τρίτο και τελευταίο άθλο».
«Ο έρωτας με είχε κατακλύσει».
«Ωχ, Θεέ μου, λέγε παρακάτω! Τριακόσιες γυναίκες, τώρα; Ολες με τη μία; Δεν αντέχω».
«Οχι», ψιθύρισε ο Χατζ Χαρούν. «Είχα προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο, αποδείχθηκε όμως ότι επρόκειτο να συνευρεθώ μόνο με μία γυναίκα».
«Με μία; Αλήθεια; Μόνο;»
«Ναι, αλλά αυτή η μία αρκούσε, Ο'Ντόναχιου. Στη συνοδεία της πριγκίπισσας, όπως αποδείχθηκε, υπήρχε μία γυναίκα πάρα πολύ χοντρή, ολοστρόγγυλη και παχιά παντού, με έναν απύθμενο θησαυρό και με ακόρεστη όρεξη για να τον ικανοποιήσει. Ολημερίς ήταν ξαπλωμένη με τα μάτια της μισόκλειστα και δε σκεφτόταν τίποτα άλλο, και ξέρεις γιατί; Γιατί αυτή η τεράστια, χοντρή και παχιά γυναίκα, δυστυχώς, ποτέ δεν είχε νιώσει να ικανοποιείται ο θησαυρός της και να ανακουφίζεται η πείνα της. Ούτε μία φορά. Μπορεί να φανταστείς τη φυσική και τη συναισθηματική κατάστασή της;»
«Όχι, δεν μπορώ. Δηλαδή ενώ είχαν προσπαθήσει πολλοί, ποτέ όμως και με κανέναν τα βλέφαρα της γυναίκας αυτής δεν είχαν τρεμοπαίξει και τα μάτια της παρέμεναν πάντοτε μισόκλειστα; Δεν είχε νιώσει ποτέ ικανοποίηση; Βοήθεια!»
«Έτσι ακριβώς είχαν τα πράγματα. Και ο τρίτος και τελευταίος άθλος μου ήταν να δώσω στη γυναίκα αυτή βαθιά και αχαλίνωτη ικανοποίηση επί σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, και τότε θα είχα φέρει σε πέρας όλους τους άθλους».
«Δεν ήταν δουλειά για κανέναν τυχαίο αυτή».
«Φυσικά και δεν ήταν, Ο'Σάλιβαν».
«Πώς είπες;»
«Ο'Ράιλι, ήθελα να πω. Πλησίασα λοιπόν το μεγαλόπρεπο κρεβάτι αυτού του πελώριου θηλυκού με τα πύρινα χνώτα μου. Τι πλάσμα ήταν αυτό; Τα στήθια ήταν γιγάντια σαν αμμόλοφοι της ερήμου, η κοιλιά μια μάζα βουνών που κατρακυλούσαν και κάτω από όλους αυτούς τους όγκους έχασκε μια θεόρατη μάζα σαν μπερδεμένα φύκια που έσταζαν και από όπου αναδύονταν ατμοί, αέρια και χυμοί μιας προαιώνιας ζούγκλας. Αν και, για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω δει ζούγκλα ποτέ μου». «Εν συντομία;»
«Εν συντομία, ήταν το μεγαλειωδέστερο πλάσμα που είχε δημιουργήσει ποτέ ο Θεός και δεν υπήρχε ούτε μία αμφιβολία ότι θα έβαζε σε δοκιμασία τις δυνάμεις μου».
«Κουράστηκα κιόλας».
«Χα! Βάλθηκα στη δουλειά και μόλις πέρασαν δέκα μέρες, μια από τις θεραπαινίδες της πριγκίπισσας μπήκε ακροπατώντας για να δει πώς πήγαιναν τα πράγματα. Ψιθύρισε κάτι στο αφτί της θηλυκής ηπείρου στην οποία βρισκόμουν και της οποίας τα μάτια ήταν στο μεταξύ πιο ανοιχτά απ' ό,τι πριν, και με λίγη περισσότερη ζωντάνια. "Δεν κουράστηκε ακόμη αυτός;" ψιθύρισε η κοπελίτσα στο αφτί της. "Όοοοοοχι", βρόντηξε υπόκωφα η απάντηση από τα έγκατα του βουνού που βρισκόταν από κάτω μου».
«Αλήθεια λες;»
«Αλήθεια, Ο'Σίι. Κι όταν η κοπελίτσα ξαναγύρισε στις είκοσι μέρες, μπορούσε από μόνη της να δει, δίχως να χρειάζεται να ρωτήσει, ότι τα μάτια της ηπείρου ήταν ορθάνοιχτα, γουρλωμένα, παγωμένα και γυάλινα».
«Ω, Θεέ μου. Και τριάντα μέρες αργότερα ποια ήταν η εξέλιξη;»
«Τότε άρχισαν όλα. Πρώτα ακούστηκε ένα μακρόσυρτο και βαθύ μουγκρητό από την ενδοχώρα, κατόπιν ένας σπασμός παρατεταμένος που συντάραξε την κορυφογραμμή απ' άκρη σ' άκρη. Και γινόταν το ίδιο για δέκα ακόμη μέρες, Ο'Φλάχερτι, δέκα ολόκληρες μέρες, αδιάκοπα, χωρίς στιγμή αναπαμού. Τα μάτια ήταν πια ορθάνοιχτα, ουρλιαχτά και βογγητά και λόξιγκας ταρακουνούσαν ζούγκλες, βουνά και ερήμους επί δέκα ολόκληρες μέρες. Περίμενε τόσον καιρό η γυναίκα αυτή να έρθει τούτη η στιγμή του κορεσμού, που όταν ήρθε, ήρθε με ακατάβλητη ορμή και διάρκεια». «Εκπληκτικό».
«Ναι, Ο'Ρίγκαν. Μετά, μόλις πέρασε η τεσσαρακοστή ημέρα, γύρισε στο ένα πλευρό της κι άρχισε επιτέλους να ροχαλίζει».
«Επιτέλους, μα το Θεό, επιτέλους! Τι δοκιμασία! Και η πριγκίπισσα σε δέχτηκε μετά από όλα αυτά;»
«Με δέχτηκε».
«Υπέροχα».
«’Ηταν υπέροχα, Ο'Λίρι. Ήταν ασύγκριτο, μάλιστα». «Το πιστεύω».
Ο Τζο σηκώθηκε όρθιος και άναψε ένα τσιγάρο. Έκανε μερικά βήματα κατά την όχθη. «Νομίζω πως θα βρέξει», είπε.
Ο Χατζ Χαρούν γύρισε και τον κοίταξε αφηρημένα. Χαμογελούσε.
«Τι θες να πεις, ΟΤκέρατι; Βρέχει».
Ο Τζο ανασήκωσε τους ώμους του.
«Δίκιο έχεις. Ξέρεις, μπορεί εντέλει να είναι καλύτερο να με φωνάζεις Ιωάννη Πρεσβύτερο. Ίσως να καταφέρω να διατηρήσω μια αίσθηση για το ποιος είμαι, αν με φωνάζεις έτσι»
«Όπως θέλεις».
«Ναι».
«Άκου να δεις», είπε ο Χατζ Χαρούν σκαρφαλώνοντας στην όχθη και κοιτάζοντας πίσω του, κατά τη λιμνούλα με τα λασπόνερα. «Καταλαβαίνεις ότι οι περιπέτειες που έζησα για να κερδίσω την καρδιά της πριγκίπισσας έγιναν μύθος στην Ιερουσαλήμ και θέμα συζητήσεων επί αιώνες;»
«Δεν το ήξερα, αλλά τώρα το καταλαβαίνω. Θα έλεγα πως είναι τουλάχιστον εντυπωσιακές».
«Αργότερα, μάλιστα, γράφτηκαν και σε βιβλία, ως θρύλοι. Ξέρεις, όμως, ότι το όνομά μου δεν αναφέρεται καθόλου, ούτε μια φορά; Ούτε μια φορά! Απέδιδαν πάντοτε τις περιπέτειες αυτές σε άλλους, σκαρφίζονταν ονόματα ανύπαρκτων ανθρώπων».
«Ίσως να είναι έτσι», είπε ο Τζο. «Ίσως να μη μάθουμε ποτέ ποιοι είναι οι πραγματικοί ήρωες. Ίσως το να είσαι ήρωας να σημαίνει ακριβώς αυτό».
«Σαν τα βαθουλώματα στο κράνος μου, εννοείς;»
«Δηλαδή;»
«Κανείς δεν ξέρει πώς έγιναν, εκτός από εμένα». «Σωστά».
«Παράξενο», μουρμούρισε ο Χατζ Χαρούν.
«Για στάσου», είπε ο Τζο, «μόλις σκέφτηκα κάτι. Εσύ δε μου έλεγες πάντοτε ότι στη διάρκεια της περσικής κατοχής άρχισες να χάνεις την επιρροή σου στην Ιερουσαλήμ;»
«Ακριβώς».
«Έχει σχέση αυτό με την πριγκίπισσα και τους άθλους που έκανες για χατίρι της; Είχες εξαντληθεί, σωματικά και πνευματικά; Στο κάτω κάτω, ήταν εκπληκτικοί άθλοι».
Ο Χατζ Χαρούν αναστέναξε.
«Δεν μου δημιούργησε προβλήματα η φυσική μου κατάσταση στη διάρκεια της περσικής κατοχής. Τα προβλήματα οφείλονταν στο ότι για τα επόμενα εκατό χρόνια φερόμουν ασυνάρτητα εξαιτίας αυτών των σεξουαλικών εμπειριών. Το μυαλό μου δε δούλευε για τίποτα άλλο, μόνο σεξουαλικές φαντασιώσεις γεννούσε, πράγμα που περιόρισε δραστικά και το λεξιλόγιο μου. Μόλις άνοιγα το στόμα μου, οι μόνες λέξεις που έβγαιναν ήταν μουνί, γλείφω, γαμάω και πιπιλάω. Δεν ήταν ανεπίτρεπτες λέξεις όταν τις ψιθυρίζαμε η πριγκίπισσα κι εγώ ο ένας στον άλλον, κατόπιν όμως, όταν τις έλεγα δημόσια, ακούγονταν αλλιώτικα, όπως φαίνεται. Δεν τις ανεχόταν κανείς. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω παρά καμιά δεκαριά λέξεις συνολικά».
«Περιορισμένο λεξιλόγιο, πραγματικά, συμφωνώ».
«Και μετά από εκατό χρόνια έτσι, κανείς δε με έπαιρνε πια στα σοβαρά. Ιδίως, όταν έβγαζα λόγο στην αγορά. Πρωτύτερα, οι λόγοι μου καθήλωναν τον κόσμο και χάρη σε αυτούς ασκούσα επιρροή στην Ιερουσαλήμ, αλλά μέσα σε αυτά τα εκατό χρόνια, τότε που χρησιμοποιούσα μόνο καμιά δεκαριά λέξεις, όλοι συνήθιζαν να γελάνε όποτε μιλούσα».
«Μάλιστα, κατάλαβα».
«Έτσι, λοιπόν, μέχρι να μπορέσω να μιλήσω ξανά κανονικά, κάθε αξιοπιστία που διέθετα είχε χαθεί. Όχι ότι κατηγορώ για αυτό τους συμπολίτες μου, δικό μου ήταν το λάθος. Στο κάτω κάτω, αν λες καλημέρα σε κάποιον κι αυτός σου απαντάει πάντα φωνάζοντας μουνί, και μετά του λες καλησπέρα κι αυτός σου απαντάει μονίμως φωνάζοντας σ' το γλείφω, κι όταν του λες καλό βράδυ σου φωνάζει πάλι γαμιέσαι, κι όταν του λες καλό σαββατοκύριακο κι αυτός σου απαντάει πάλι σε πιπιλάω, πώς θα τον αντιμετώπιζες μετά από λίγο;»
«Δεν θα τον έβλεπα με πολύ καλό μάτι».
«Κι αν γινόταν ακριβώς το ίδιο συνέχεια επί εκατό χρόνια;»
«Θα τον θεωρούσα χαμένη υπόθεση».
«Ακριβώς», είπε ο Χατζ Χαρούν αναστενάζοντας, «κι αυτό μου συνέβη. Αν μπορούσα όμως να γυρίσω στα χρόνια εκείνα, δε θα άλλαζα τίποτα απολύτως. Πάλι ερωτευμένος θα ήμουν με την πριγκίπισσα, έτσι όπως ήμουν τότε, παρότι ήξερα ότι αυτό θα με κατέστρεφε».
«Σοβαρά;»
Ο Χατζ Χαρούν χαμογέλασε ντροπαλά. Εγνεψε καταφατικά.
«Ω, ναι, Ιωάννη Πρεσβύτερε. Σήμερα, βέβαια, είμαστε άνθρωποι του Θεού, κι εσύ κι εγώ, και οι έγνοιες μας είναι αποκλειστικά πνευματικές. Αλλά και μια μονάχα νύχτα με την πριγκίπισσα αξίζει έναν αιώνα ασυναρτησίας».
«Α, ωραιότατα, είναι υπέροχο συναίσθημα αυτό». «Και αξίζει ασυζητητί είκοσι τρεις αιώνες ταπεινώσεων και εξευτελισμών». «Θαυμάσια, θαυμάσια».
«Ναι, Πρεσβύτερε Ιωάννη. Αν ήμασταν πάλι νέοι, εγώ σ' το λέω, θα το ήξεραν όλες οι γυναίκες. Θα μας άκουγαν να χτυπάμε τις πόρτες τους, θα έβλεπαν τη λάμψη στα μάτια μας και θα ήξεραν αμέσως τι θέλουμε από αυτές».
«Θα ήμασταν λάγνοι, λες; Από αυτούς που δε δέχονται το όχι για απάντηση; Θα πλημμυρίζαμε με πάθος την Ιερουσαλήμ;»
«Προσφέροντας το δώρο του Θεού σε αυτές τις αξιαγάπητες υπάρξεις», μουρμούρισε ο Χατζ Χαρούν. «Προσφέροντάς τους απεριόριστα έρωτα.
»Απεριόριστα, σου λέω. Γιατί όχι;
»Μα, δυστυχώς, δεν είμαστε νέοι πια, Ιωάννη Πρεσβύτερε, και έχουμε μπροστά μας μια αποστολή».
«Μπροστά μας, βέβαια, μαζί με μια βροχερή μέρα του Μαρτίου του 1925. Καμιά φορά, μου φαίνεται ότι πηγαίνω ανάποδα, ξέρεις, όμως, πόσο χρονών είμαι σύμφωνα με το ημερολόγιο;»
«Νεότερος από εμένα, σίγουρα».
«Αλήθεια είναι. Για να είμαι ακριβής, σε λίγο θα γιορτάσω τα εικοστά πέμπτα γενέθλιά μου».
«Είναι, όμως, μονάχα η φαινομενική ηλικία σου, που καμιά σχέση δεν έχει με όλα τα άλλα».
«Το ξέρω, και με το παραπάνω. Το έμαθα μέσα στις πρώτες μέρες μου στην Αγία Πόλη, τότε που δεν είχα μπουκιά να βάλω στο στόμα μου. Από τον παπα-φούρναρη που μου έδωσε τούτη τη στολή και με τίμησε με τον Σταυρό της Βικτωρίας και με έμπασε στον Οίκο των Ηρώων του Κριμαϊκού Πολέμου. "Πάρε τη στολή και το παράσημο για την ανδρεία σου", μου είπε, "στην Ιερουσαλήμ δεν έχει καμιά σημασία πόσων χρονών φαίνεται πως είναι κανείς". Έτσι είπε ο μακαρίτης ο Μακ Μάελ Ν' Μπο, παπα-φούρναρης και πρώτος ευεργέτης μου εδώ».
Ο Χατζ Χαρούν έσκυψε μπροστά και σήκωσε μια πλατιά, καταφαγωμένη πέτρα. Την περιεργάστηκε. «Ο παπα-φούρναρης, είπες;»
«Αυτός ακριβώς, όπως σου το λέω. Κι όταν έπαψα να είμαι πια μια φτωχή Κλαρίτισσα, όπως τότε που πρωτοήρθα εδώ, και μπήκα κι εγώ στις στρατιές των άνεργων της Ιερουσαλήμ, των απόβλητων της καλής κοινωνίας, αυτός ήταν ο μόνος που με βοήθησε να σταθώ στα πόδια μου».
«Τον ξέρω», ανακοίνωσε ο Χατζ Χαρούν, εξετάζοντας ακόμη με πολλή προσοχή την καταφαγωμένη πέτρα.
«Ναι;»
«Ψήνει πάντοτε τα ψωμιά του στα ίδια τέσσερα σχήματα, νομίζω».
«Αυτός είναι, σίγουρα».
«Ένα με το σχήμα της πατρίδας του, ένα για τον Θεό του, το τρίτο με το σχήμα της γης όπου εγκατέλειψε κάθε μάταιη σύγκρουση και το τέταρτο με το σχήμα της Ιερουσαλήμ, όπου βρήκε τη γαλήνη».
«Έτσι ακριβώς όπως τα λες είναι. Ιρλανδία, σταυρός, Κριμαία και Ιερουσαλήμ».
«Κι είναι το μόνο που κάνει. Ψήνει αδιάκοπα τα ψωμιά του σε αυτά τα τέσσερα σχήματα στην Παλιά Πόλη και αυτό του φτάνει».
«Ακριβώς όπως τα λες. Πώς και τον ξέρεις όμως εσύ;»
«Εδώ και πολύ καιρό τον ξέρω, από τότε που έφτασε εδώ. Ο ρόλος του είναι από τους παραδοσιακούς στα μέρη αυτά».
«Α. Και πότε έφτασε εδώ;»
«Τον 1ο αιώνα. Λίγο αφού πέθανε ο Χριστός».
«Α».
«Ναι. Και φουρνίζει τα ψωμιά του στην Παλιά Πόλη· χαρούμενος άνθρωπος και τότε, όπως και τώρα. Χορεύει κάθε τόσο μπροστά από το φούρνο του σπρώχνοντας μέσα τα ψωμιά του και ξεφουρνίζοντάς τα, με τα σανδάλια του να ακούγονται πάνω στο πλακόστρωτο καθώς χοροπηδά».
«Αυτός είναι».
«Ψήγματα σοφίας σκορπίζονται ανάμεσα στα καρβέλια, γέλια, καλή διάθεση και στιχάκια, ιστορίες που ταξιδεύουν από στόμα σε στόμα και λαμπερά βλέμματα».
«Μα το Θεό, έτσι είναι».
«Χαρούμενος άνθρωπος, ο παπα-φούρναρης, πάντα μπορεί κανείς να βασίζεται σε αυτόν. Και πάντοτε το κάναμε. Δεν υπήρχε περίπτωση να τα βγάλουμε πέρα χωρίς αυτόν».
Ο Χατζ Χαρούν τράβηξε το βλέμμα του από τον πέτρινο καθρέφτη του. Χαμογέλασε.
«Ναι, η Ιερουσαλήμ όφειλε να έχει το δικό της χαρούμενο παπα-φούρναρη, με το προζύμι του και τα γέλια του, με το προζύμι του και τους χορούς του μπροστά από το φούρνο. Μας δίνει κάτι που εμείς, εδώ, στην Αγία Πόλη, πρέπει να έχουμε, κάτι πολύ απλό κι όμως σπουδαίο, που δίχως αυτό δε θα τα βγάζαμε πέρα. Κι είμαστε ευγνώμονες για αυτό».
«Είμαι έτοιμος», ψιθύρισε ο Τζο. «Τι είναι αυτό;»
Ο Χατζ Χαρούν έγνεψε γλυκά.
«Ψωμί, Πρεσβύτερε Ιωάννη. Ακόμη και εδώ, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να ζήσει μονάχα με το πνεύμα».