Κάποιος παίζει μουσική στην πεντατονική. Εκείνη από κάτω λαθρακούει,
ασυναίσθητα ερωτεύεται.
Ο επίδοξος τρομοκράτης παραμονεύει να υποκλέψει ένα στοιχείο
που θα τον κάνει να χαρεί.
Την ίδια ώρα ένας επώνυμος του τόπου
κομπάζει ότι όλα μπορεί να τα ελέγξει.
Τους συνδέει μια γυναίκα με μπούργκα
που ξεφτίζει ασημόσκονη.
Ένα βιβλίο για την ανασφάλεια της (ευαίσθητης προσωπικής)
πληροφορίας, για τη λαθραία παρακολούθηση και για το συναίσθημα που μένει ανεκπλήρωτο μονίμως.
Είδος:
Βιβλίο
ISBN:
978-960-446-020-Χ
Έτος έκδοσης:
2006
Πρώτη έκδοση:
2006
Διαστάσεις:
14X21
Σελίδες:
272
Βάρος:
420 γρ.
Αντί Προλόγου σελ. 11
1. Πληροφορίας Παραμύθι:
Το Νεογέννητο ερμαιο » 15
2. Πληροφορίας Εχθροπραξίες:
Η Γνωριμία » 42
3. Πληροφορίας Αδυναμία:
Το Ανθρώπινο Είδος » 69
4. Πληροφορίας Διακυβέρνηση:
Το Γυμνό » 94
5. Πληροφορίας Σύνορο:
Εντός και Εκτός Φράχτη » 122
6. Πληροφορίας Λαβύρινθος:
Τα Μυστικά » 156
7. Πληροφορίας Γεωμετρία:
Το Εκτόπισμα του Διαβήτη » 183
8. Πληροφορίας Αθανασία:
Διοίκηση Αδυναμιων » 213
9. Πληροφορίας Παραμύθι:
Το Ενήλικο ερμαιο » 238
Αντί Επιλόγου » 263
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Μια ξύλινη χαμηλή εξέδρα στηνόταν στο πλακόστρωτο. Καρέκλες τοποθετούνταν μπροστά, παράλληλα στη θάλασσα, πλάι στα νυχτερινά αποκαΐδια. Η Αννούκα περπατούσε με κατεύθυνση το σπίτι απέναντι από το μόλο. O αέρας δυσκόλευε το βάδισμα, ξεσήκωνε σμήνη από πουλιά στην κοντινή βραχονησίδα. Η Αννούκα κρυφάκουγε τους ήχους τους. Ταυτόχρονα έγλειφε άχνη ζάχαρη που έβρισκε στα χείλη.
Ήταν γύρω στις οκτώ, όταν μπήκε μες στο σπίτι. Το απογευματινό φως κρυβόταν στις γωνίες μαζί με τον Μιχάλη. Η Αννούκα φώναξε ότι έφτασε, μύρισε στον καναπέ τα μαξιλάρια και έβαλε να φτιάξει ελληνικό. Θυμήθηκε το τελευταίο e-mail του: μιλούσε για τα μπούτια της που έρχονταν στον ύπνο του, έβγαζαν λέει πλοκάμια και τον έσφιγγαν, τον έπνιγαν σχεδόν πριν καν ξυπνήσει και τότε σηκωνόταν και δεν ξανακοιμόταν παρά όταν η βραχονησίδα γέμιζε τόσο με πουλιά που δεν ξεχώριζε ούτε τις φωλιές τους. Η Αννούκα ένιωσε την ανάγκη να πάρει μια ζακέτα. Το υπνοδωμάτιο του Μιχάλη βρισκόταν σε κατάσταση πανικού. Είχε νιώσει την κατάθλιψή του από τα e-mail -ήταν αραιά, ακαταλαβίστικα, ακραία- αλλά ο χώρος του αποκάλυπτε περισσότερα απ’ όσα είχε φανταστεί: σαπισμένα αποφάγια, αποπλύματα παντού και ένα σωρό εφημερίδες, μπουκάλια, ρούχα και κομμάτια από την τελευταία του απόπειρα να γράψει. Η Αννούκα έκλεισε πίσω της την πόρτα κρατώντας το στομάχι. Ανάσανε βαθιά, έχυσε τον καφέ στο νεροχύτη και βγήκε στο μπαλκόνι. Έψαξε τον Μιχάλη με τα μάτια, άρχισε να φωνάζει το όνομά του, άρχισε να αγωνιά... Δεν είχαν «κανονική» σχέση, ήταν όμως εραστές, άλλωστε χάζευαν για ώρες τα πουλιά παρατηρώντας τις κινήσεις που μιμούνταν στο κρεβάτι. Και όλα ετούτα σε σιωπή που εδραιωνόταν, όταν η Αννούκα επέστρεφε στο σπίτι της και ο Μιχάλης προσπαθούσε να γράψει μουσική - ηπειρώτικες μελωδίες για πουλιά.
Η Αννούκα συνέχισε να φωνάζει το όνομά του χωρίς καμία ανταπόκριση. Μια μπούκλα μπλέχτηκε στα βλέφαρά της και κιτρίνισε την όψη. Το σούρουπο χαριεντιζόταν με τα πουλιά και τα σταφύλια, κυλιόταν πάνω τους άλλοτε άκομψα άλλοτε γλυκά. Η Αννούκα μπήκε στο σαλόνι εκνευρισμένη. Έψαχνε τα κιάλια. Ήταν περίεργο που δεν ήταν στη γνωστή θέση - στο πιάνο δεξιά. Κοίταξε τριγύρω: έλειπαν και οι παρτιτούρες με τις καλύτερες συνθέσεις του Μιχάλη. Όριζαν πάντα το σαλόνι του, τις έβαζε στο πιάνο σε ένα βάζο, τις έφτιαχνε κυλίνδρους να αντανακλούν το φως της μέρας και τα ράμφη από τα πουλιά. Η Αννούκα απεχθανόταν την κατάσταση που της είχε επιβληθεί, ανακαλούσε τα e-mail του και είχε ταραχτεί. Πήγε στην εξώπορτα και βγήκε στην αυλή. Πλησίασε τη γλάστρα, όπου ο Μιχάλης συνήθιζε να παρατάει διάφορα πράγματα. Στο Μπάτερσι είχαν βρεθεί πρώτη φορά, στο μαγαζί για κιάλια, πλάι στα μικρά εμπορικά με τα ζαχαρωτά, μια μέρα που είχε ήλιο στο Λονδίνο και τα φτερά τους είχαν πέσει: του Μιχάλη γιατί μια πεντατονική σύνθεση σε πιάνο είχε και πάλι απορριφθεί και εκείνης γιατί είχε χάσει μια δουλειά. Τότε της είχε μιλήσει για τη γλάστρα...
Η Αννούκα ψαχούλεψε εκεί, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Ο κήπος μύριζε εγκατάλειψη, μύριζε έντονα καμένο. Η Αννούκα κλώτσησε ένα διαβρωμένο τσαμπί από σταφύλια. Πήγε ξανά μέσα στο σπίτι. Πήρε ανάσα, έκλεισε τη μύτη και μπήκε στο υπνοδωμάτιο του Μιχάλη. Κοίταξε κάτω από το κρεβάτι. Τα κιάλια ήταν ανάμεσα σε βρώμικες κάλτσες και βρακιά. Η Αννούκα τα έπιασε με την άκρη των δαχτύλων της, τα έσυρε, έκλεισε την πόρτα και ξεφύσηξε βαθιά. Πήρε ένα βρεγμένο πανί από την κουζίνα και βγήκε στο μπαλκόνι. Μια δοκιμή από την μπάντα που είχε ανέβει στην εξέδρα, ακούστηκε κιθάρα πίσω από φωνή. Η Αννούκα καθάρισε τα κιάλια, κάθισε και έβαλε τα πόδια στο περβάζι. Ήταν η ώρα της υπέρτατης απόλαυσης: η στιγμή που γινόταν η ενθυλάκωση και τα μάτια έβρισκαν τη θέση τους στα κιάλια, ναι, η στιγμή που τα δάχτυλα ξεθάμπωναν την όραση και έφτανε τα πουλιά, ήταν ένεση γαλήνης. Η Αννούκα παρατηρούσε την αρμονία των πτηνών μέχρι να βρει ένα πουλί ιδανικό, να την κοιτάξει από τα κιάλια μες στα μάτια και τότε χαμογέλαγε. Έτσι όταν νύχτωνε, δεν σταματούσε, αλλά εντόπιζε στα πολυώροφα οικήματα παράθυρα και παρακολουθούσε τους κατοίκους φανταζόμενη ότι έβλεπε πουλιά που χώθηκαν σε ένα κλουβί ή κουτί αιώνες τώρα και έγιναν άνθρωποι όταν ξύπνησαν εκεί μέσα ξαφνικά.
Από το σπίτι όμως του Μιχάλη, η Αννούκα έβλεπε αποδημητικά πτηνά της Μεσογείου: ήταν φαιόχρωμα ή λευκά, με μακριά κίτρινα ράμφη, ψηλά πόδια και στραβά. Έτσι άρχισε να κοιτάει την κορυφή της βραχονησίδας για να χαθεί σε μια οικογένεια που παρότρυνε τα μικρά της να πετάξουν, τα τσίμπαγε, τα έσπρωχνε πετώντας στο πλευρό τους. Ακολουθώντας ένα νεογνό σε πτώση προς τη θάλασσα, η Αννούκα είδε τον Μιχάλη. Ήταν ανάσκελα στους πρόποδες του βράχου με το κεφάλι γερμένο στο πλάι και πλήθος πουλιών να μαζεύονται τριγύρω. Στην αρχή χάρηκε. Μετά τον κοίταξε πιο προσεκτικά: ο Μιχάλης ήταν ακίνητος και ανέκφραστος. Η Αννούκα δάγκωσε τα χείλη της, έγλειψε πάλι άχνη ζάχαρη - τη γεύτηκε πικρή αυτή τη φορά. Ξεκόλλησε τα κιάλια από τα μάτια της. Δεν το συνήθιζε αυτό την ώρα της παρακολούθησης - είχαν ιδρώσει όμως στην ένωση -έσταζαν μάλιστα- την έγδερναν στους κύκλους. Σκούπισε τα μάτια, έφτιαξε γρήγορα το ζουμ και ξαναφόρεσε τα κιάλια. Παρακολούθησε το στέρνο του Μιχάλη: δεν έβλεπε να αναπνέει ή δεν φαινόταν καθαρά. Το βλέμμα της ανέβηκε πιο πάνω, στο προφίλ του. Ο Μιχάλης έμοιαζε κέρινος, αδρανοποιημένος. Κάποια πουλιά ξεπερνούσαν τον πρώτο δισταγμό, πλησίαζαν στο σώμα. Η Αννούκα είδε στραβές πατούσες να ξεπροβάλουν στα κιάλια ώσπου ένα κατάμαυρο πτηνό έκατσε πάνω στο καρύδι του Μιχάλη. Έκανε αντίθεση ανάμεσα στα φαιόχρωμα και στα όμορφα λευκά που πισωγύρισαν ή πέταξαν τριγύρω. Είχε στα χείλη του όμως άχνη ζάχαρη και εκείνος και ξεραμένο σάλιο ανάμεικτο με αλάτι. Ο Μιχάλης δεν αντέδρασε και η Αννούκα ταράχτηκε πολύ. Τα κιάλια βέβαια έμειναν εκεί, κολλημένα στα μάτια της, μέχρι που είδε το πτηνό να σκύβει, να τσιμπολογά και τον Μιχάλη να ροδίζει μες στο σούρουπο και ύστερα να μαυρίζει. Να μαυρίζει όλο και πιο πολύ...
Η Τζούλια Γκανάσου σπούδασε Πληροφορική στο Οικονομικό Παν/μιο Αθηνών και στο Παν/μιο του Λονδίνου, Λογοτεχνία (ως υπότροφος) στο Παν/μιο της Σορβόννης και στο Παν/μιο του Εδιμβούργου και Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο Ε.Α.Π.. Βιοπορίζεται από την Πληροφορική.
Έχει εκδώσει τα βιβλία:
«Σε μαύρα πλήκτρα» (Μυθιστόρημα, Εκδ. Γκοβόστη 2006 και Παν/μιο του Εδιμβούργου 2007, συλλογή «Παγκοσμιουπόλεις»).
«Ως το τέλος» (Νουβέλα, Εκδ. Γκοβόστη 2013 – υποψήφιο για το «Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2013» του λογοτεχνικού περιοδικού «Κλεψύδρα» και για το «Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2014»).
«Γονυπετείς» (Νουβέλα, Εκδ. Γκοβόστη 2017, Γ’ Έκδοση – Βραβείο Αφηγήματος «Μεσόγειος 2018» Παν/μιο του Έξιτερ και «Βραβείο Διηγήματος» Βραβεία Βιβλίου Public 2018).
«Γόνιμες Μέρες» (Νουβέλα, Εκδ. Γκοβόστη 2021 - υποψήφιο για το βραβείο «Ιστορίες Εγκλεισμού 2021» του λογοτεχνικού περιοδικού “World Literature Today”).
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:
* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€
Έργο γεμάτο δράση, μυστικισμό και αγάπη. Στο μυθιστόρημα αναπτύσσεται το μεταφυσικό μυστικό του πλούτου που με πάθος αναζητά ο ήρωας. H καταστροφή ακολουθεί...
Αν και ετερόκλητες, οι αφηγήσεις αυτού του βιβλίου έχουν κάτι κοινό: βασίζονται λιγότερο σε όσα εντυπώνουν και περισσότερο σε όσα μας αφήνουν να φανταστούμε.