Μέλπω Αξιώτη (1905-1973)
Απορία αναγνώστη
Τα παρακάτω αφορούν μόνο τη μ ο ρ φ ή που μεταχειρίζεται η τέχνη για να εκφραστεί. Γιατί για το π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν ο δε γεννιέται διαφωνία. Είναι πάντα καλύτερο εκείνο που αρπάζει παραπάνω τις μυστήριες φωνές της εποχής του, σε πιο μεγάλη αχτίνα, σύνολο ανθρώπινο και βάθος:
ΖΗΤΗΜΑ 1ο
Πάντα απόρησα και ρωτιόμουνα σε τι χρησιμεύει η «Κριτική». Η τέχνη δε μαθαίνεται σαν την επιστήμη ή τα γράμματα. Είναι μια ιδιότητα τόσο πολύ προσωπική, που δε θα ’τανε λάθος να την πεις. Δηλαδή είσαι δημιουργός από μια επιλογή φυσιολογική, όπως είσαι ξανθός ή ανάστροφα. Εκείνο που μπορούσες να συμπλήρωνες με την επίμονη δουλειά ή τις γνώσεις, θα ’τανε λίγο πράμα. Λεπτομέρειες! Αλλά σημαντικός τεχνίτης, μ’ όποια προσπάθεια δε γίνεσαι. Είσαι.
Κι ο Άγγλος μυθιστοριογράφος Τσάρλς Μόργκαν το λέει γουστόζικα σε μια τελευταία του συνέντευξη:
«Μια νύχτα, ύστερα απ’ το δείπνο, ο πατέρας του Σέλλεϋ πήγε να κοιμηθεί όπως το ’χε συνήθεια, και προς μεγάλη του έκπληξη, και μπελά, βγήκε ο Πέρσυ Μπύσσε Σέλλεϋ». Όχι σ’ όλη τη θεωρία του, μα σ’ αυτό το σημείο νομίζω, έχει δίκιο.
Λοιπόν η κριτική τι θέλει∙ Πάει να διδάξει; Ποιον; Τον αναγνώστη ή το δημιουργό; Μα αν ήταν εύκολο να διδάξει, θα βλέπαμε δημιουργημένα διεθνώς «σχολεία», ειδικά και συστηματικά, όπου να τρέχει ο κόσμος. Γιατί θα ’ταν υπόθεση σπουδαία και σοβαρή. Μα τέτοιο πράμα ως σήμερα τουλάχιστον και στις χώρες που ξέρουμε, δεν έγινε. Κι οι κριτικοί περιορίζονται στα γραφτά τους.
Και πάλι αν ήταν να ’τανε γνώστες της διεθνούς παραγωγής, ξένων γλωσσών, ώστε να μελετήσανε τα κείμενα στο πρωτότυπο και την τεχνική στους αιώνες, τότε ασφαλώς είναι πολύτιμοι επιστήμονες σαν τους γιατρούς ή τους αρχαιολόγους. Υπήρξανε τέτοιοι κάμποσοι, όπως ο Σαιντ Μπεβ στη Γαλλία, ο Μπιελίνσκι στη Σοβιετική Ρωσία που στάθηκαν για τους διανοούμενους πολύ χρησιμότατοι. Γιατί σίγουρα ο Παρθενώνας καταντά πιο ωραίος όταν σου δώσουν τη σωστή του εξήγηση.
Αλλά η άλλη κριτική; Που κάποτε δεν ξέρει ο δράστης της άλλη απ’ τη μητρική του γλώσσα κι αρπάζει τα βιβλία και τα αναντουντουλιάζει και σου λέει κάνω κριτική, ενώ θα ’ταν σωστό να πει: Εγώ ο υπογραφόμενος διαβάζοντας το τάδε πράμα, μ’ άρεσε ή δε μ’ άρεσε και για τους τάδε λόγους. Τότε μάλιστα. Γιατί τότε ένας αναγνώστης ή πολλοί αναγνώστες μας λένε έτσι τη γνώμη τους. Όπως ωφελεί να την πει καθένας ευαίσθητος δέχτης της τέχνης.
Μα οι κριτικοί κορδώνονται και μας μιλούν καθολικά. Απ’ τον άμβωνα. Αυτό είναι ρόδι. Αυτό είναι πράσο, τέλειωσε, και το κοινό διαβάζοντας το χαραχτηρισμό, είτε δεν έχει γνώμη και φουριάζουν τα μάτια του και φαπ, βλέπει το ρόδι εκεί που δεν υπάρχει τίποτα, είτε έχει πολλή γνώμη, και τότε σκάει στα γέλια.
Κι όσο για τον δημιουργό; Αλίς του κι απαλίς του να καρτερεί τη διόρθωσή του από την κριτική. Και τι ήταν; Κάνας υπνοβάτης; Να στέκει να τον περπατάς;
Σα δεν είναι άξιος τεχνίτης, θα μπερδέψει χειρότερα. Θ’ ακούει λογιώ λογιώνε γούστα, και θα παραδέρνεται. Σαν όμως, έχει μέσα του εκείνη τη σπιθούλα π’ ανάβει και κορώνει τότε τα κυβερνά μ’ αυτήν. Τ’ αδύνατά του, αν δεν τα καλοβλέπει τη μια μέρα, αύριο του τα δείχτει η ίδια του η δουλειά (άλλο ζήτημα αν δεν μπορεί πάντοτε να τα σιάχνει).
Και το γουστόζικο είναι όπου, κατά κανόνα, και τα καλά και τ’ άσκημα, είναι ολότελα άλλα απ’ όσα ο «κριτικός» νομίζει. Γι’ αυτό πολλές φορές πράμα που του απόρριψε η κριτική, αν ήταν να το ξαναπεί θα το ’λεγε ακριβώς το ίδιο. Και δε θα ’χε άδικο. Είπαμε. Το γούστο στην επιλογή την καλλιτεχνική είναι ένστιχτο. Το βρίσκεις σαν το σκύλο που με τη μύτη του πάει στο λαγό! Κι απόδειξη ότι πολλοί άξιοι τεχνίτες, μπόρεσαν να ’ναι αγράμματοι. Όχι πως είναι προτέρημα η αγραμματοσύνη -κάθε άλλο- αλλά το λέω παράδειγμα.
Γι’ αυτό λοιπόν κι αναρωτιέμαι τι χρησιμεύει η κριτική όταν δεν είναι ή επιστημονική ή από δέχτη πολύ ευαίσθητο της τέχνης. Ευαίσθητο το ελάχιστον τόσο όσο θα ’τανε κι ένας αναγνώστης καλός.
Κι όταν δεν είναι ο κριτικός μήτε ένας τέτοιος ευαίσθητος δέχτης, τότε παρακαλώ τι γίνεται; Κι όταν δυο κριτικοί πάνω στο ίδιο έργο σου λένε ολότελα αντίθετη κρίση τότε ποιον απ’ τους δυο παρακαλώ θα διαλέξεις; Κι όταν ο κριτικός σου τύχει ευαίσθητος μονάχα για ορισμένα είδη, να πούμε για τα κλασικά και δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσει τα άλλα, τα πιο πρωτοποριακά, και βαστά σπόγγο και τα «σβήνει», τότε με δαύτονε τι γίνεται; Γιατί όλα τούτα, τα πιο πάνω, συμβαίνουνε.
Και τότε ήθελα πολύ να ’ξερα ποιος αναγνώστης διόρθωσε ποτέ από τέοια κριτική το γούστο του και ποιος τεχνίτης το έργο του. Για να μην πω για τις φορές που σίγουρα τους το διαστρέβλωσε, κοπανώντας νοήματα διανοουμενίστικα πάνω σε χέρσα «καλή γη».
Όπως κι αν έχει η υπόθεση η γιατρειά βρίσκεται αλλού. Και το κοινό κι ο δημιουργός έχουν άλλο σκολειό όπου να μαθητέψουνε. Το σκολειό της ζωής.
Αυτή, κι η πείρα, η γνώση της, η αγάπη της, οι πόθοι της, τα χρόνια, οι συνάνθρωποί μας, αυτοί οι δάσκαλοι οι έξοχοι δημιουργούνε τέχνη. Όσο βυθίζεσαι σ’ αυτά, ό,τι κι αν είσαι κέρδος θα ’χεις. Κι όσο αυτά αγκαλιάζεις μ’ ανοιχτά μάτια να τα δεις καλά, τόσο κι εκείνα σ’ αγκαλιάζουνε και σε παν όλο πιο σωστά.
ΖΗΤΗΜΑ 2ο
Μα είναι και κάτι άλλο. Είναι εκείνος ο χαβάς που τελευταία αρχίσανε. «Τα γραφτά της Αντίστασης δεν μπήκαν στην περιοχή της τέχνης, δεν έφρασαν στο ύψος του αγώνα του λαού».
Η απαίτηση αυτή φαίνεται να ’ναι διεθνής. Πού και πού έρχεται ο αντίλαλός της. Ενδιαφέρον έχει η άποψη του πρωτοποριακού Άγγλου ποιητή Σπέντερ:
«Σ’ ένα απ’ τα ταξίδια μου στο Παρίσι, ο Π. Ζουβ μ’ αρώτησε γιατί κανένα σημαντικό ποίημα δεν έχει υμνήσει τον ηρωισμό των αεροπόρων που έπεσαν το 1940. Η απάντηση είναι ότι θα ’τανε δύσκολο να τους αφιερωθεί ένα ποίημα με τάσεις αποκλειστικά πατριωτικές, χωρίς να είναι αυτό απιστία στο πνεύμα των πιο ευαίσθητων. Είχαν αυτοί πολλή συνείδηση για τις συμφορές του πολέμου, για τη μπερδεμένη θέση μας, για τα ελαττώματα της δημοκρατίας που εκείνοι οι ίδιοι ήταν οι υποτιθέμενοί της πρόμαχοι, ώστε να μπορεί ένα σκέτο πατριωτικό ποίημα να εκφράσει το ιδανικό τους. Για να το καταλάβεις, φτάνει να διαβάσεις τις ανθολογίες των πολεμιστών ποιητών. Τα περισσότερα αγγλικά ποιήματα, γραμμένα από αεροπόρους, στρατιώτες και ναύτες που πολλοί τους προσφέρανε τη ζωή τους για την Αγγλία, έχουν ειρηνική έμπνευση».
Εδώ το πρόβλημα έχει μορφή «τοπική». Μας λέει μ’ άλλα λόγια ότι στη δημοκρατική Αγγλία η τέχνη, δηλαδή οι διανοούμενοι, δεν έχουν ξεκαθαρισμένα ακόμα τα ιδεολογικά τους ζητήματα. Κι όταν ένας τεχνίτης βρίσκεται σήμερα σε τέτοια θλιβερή θέση, η άποψη του Σπέντερ, γι’ αυτόν, είναι βέβαια σωστή.
Και στην Ελλάδα ακόμα παρόμοιο δίκιο θα ’χανε να ζητούν τη «μεγάλη τέχνη» οι κριτικοί που, σαν τους Βρεττανούς εκείνους, δεν έχουν ξεκαθαρισμένα ακόμα τα ίδια ιδεολογικά τους ζητήματα. Γιατί βρίσκουνται πέρα, και βάζουν κιάλια και ξομπλιάζουν.
Αλλά είναι λάθος να φωνάζουνε και οι κριτικοί της Αντίστασης. Σα να ’τανε κι εκείνοι έξω απ’ το νυμφώνα, ενώ ξέρουν καλά ότι στον τόπο μας τουλάχιστον, το βασικό είναι τούτο, κι ας μην ξεγελιόμαστε: Ότι οι τεχνίτες της Αντίστασης δεν είχανε, κι ούτε έχουνε τον υλικό καιρό που είναι απαραίτητος για να καθίσεις να δουλέψεις. Πέντε χρόνων η πείρα μας έπεισε αρκετά. Το ξέρουμε ότι δουλεύουν την τέχνη όλοι τους μες σε συνθήκες σχεδόν απίστευτες και δραματικές. Όπως και το γιατί το ξέρουμε.
Γι’ αυτό κι η κριτική «τους» όταν βάζει φωνές μας φαίνεται όπως το κολητήρι που τραβά τον Καραγκιόζη απ’ το ρούχο, «πατέλα, κι εγώ εδώ είμαι δε με βλέπεις; Για τήραξε». Έτσι την κρίνουν κάποτε οι αναγνώστες της.
Και είναι πολύ κακό όταν στα σφάλματα τα γενικά του πρώτου ζητήματος, προσθέσουνε και το άλλο το ειδικό σφάλμα, του δεύτερου ζητήματος. Έτσι νομίζουν μερικοί αναγνώστες.
Ελεύθερα Γράμματα, 40, 5 Απριλίου 1946