Η ανακοίνωση έλεγε πως η πτήση για Βαλέττα είχε καθυστέρηση. Κοίταξα την ώρα, φευγαλέα. Το μάτι μου στάθηκε στην ημερομηνία. Δεκαεννιά του Ιούλη. Ξαφνιάστηκα. Σαράντα πέντε χρόνια πέρασαν. Ακριβώς σαν σήμερα. Άρχισε να με παίρνει το παράπονο.
Δεν ξέρει κανείς τίποτα για αυτή την ιστορία. Είναι κάτι φορές στη ζωή, που νομίζεις πως τα πήρες όλα όσα ήθελες. Και μετά ψάχνεις, να μαζέψεις τα κομμάτια σου.
(Από το διήγημα Η εξομολόγηση)
«Ξέρεις να χορεύεις;» ρώτησε.
Κάτι ήξερα. Σε όλα από λίγο. Πού να βρεθούν οι εμπειρίες;
«Σήκω», έκανε ξαφνικά.
Την κοίταζα παραξενεμένος. «Μέσα στην ερημιά;». Αυτό να ήτανε μόνο. Η μουσική;
«Θα τραγουδήσω εγώ». Δεν ήθελε αντιρρήσεις. «Θα σου πω δυο στροφές να πιάσεις τον ρυθμό».
Πρώτη φορά το άκουγα. Νοσταλγικό και πολύ αργό. Είχε καταπληκτική φωνή.
«Τζιλιόλα Τσινκουέτι», είπε. Δεν την ήξερα.
«Non ho l’ età. Πρώτη θέση. Πριν χρόνια».
Υπήρχε κάτι που να μην το ήξερε;
«Πάμε», είπε και με αγκάλιασε. Ένιωθα άβολα. «Πιο χαμηλά το χέρι σου. Στη μέση», με διόρθωσε.
Ξεκίνησα αβέβαια. Τραγούδαγε απαλά, με σιγουριά. Συγχρονιστήκαμε. Κοιτούσε μακριά πάνω από τον ώμο μου. Στριφογυρίζαμε αργά. Κάτω από το φεγγαρόφωτο που έσπαζε στο νερό.
«Non ho l’età, non ho l’età / Per amarti non ho l’età / Per uscire sola con te…»
Σαν τέλειωσε κάτσαμε δίπλα στις καλαμιές. Χωρίς να μιλάμε.
(Από το διήγημα Το φιλί)