Εισαγωγή
Αναμφισβήτητα, μια συνεπής και ενεργή ανάγνωση της ποιητικής γραφής αποκαλύπτει συχνά όχι μόνον την συνδηλωτική και μετασχηματιστική λειτουργία των λέξεων αλλά και ορισμένες ανυποψίαστες πτυχές της έκφρασης που εντάσσονται σε μια ακούσια ή εκούσια πράξη των δημιουργών της. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτά τα αδιόρατα σημεία ή νοήματα αποτελούν το έναυσμα για έναν τυχαίο ή εμπρόθετο διάλογο, άλλοτε σε ένα οικείο περιβάλλον και άλλοτε υπερβαίνοντας τα συμβατικά όρια μιας εποχής και τα δεδομένα μιας πολιτισμικής παράδοσης. Με τον τρόπο αυτό διανοίγονται άλλοι ορίζοντες και άλλοι τόποι οι οποίοι προσδιορίζονται από νέες συντεταγμένες του λογοτεχνικού πεδίου, αναδεικνύοντας παράλληλα εκείνες τις υπολανθάνουσες τάσεις που σε ένα προσεχές μέλλον θα αποτελέσουν μια διαφορετική από αυτήν της τρέχουσας πραγματικότητας δυνατότητα ύπαρξης. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των λέξεων και αυτών των τόπων συνιστά η απόρριψή τους από την κυριαρχούσα αντίληψη για τη νοηματοδότηση του κόσμου και η δική τους κατάφαση για τη ζωή, για μια άλλη γνώση της ιστορικής εμπειρίας. Πράγματι, η δική τους ιστορική προσέγγιση δεν διαφέρει αισθητά από μια μυθική ενατένιση της πραγματικότητας, όχι όμως ως μια νέα μαγική σκέψη, αλλά ως μια εκ νέου ανακάλυψη της μαγευτικής της ουσίας, ένα συνεχές πρώτο βλέμμα που οδηγεί στην υλοποίηση μιας ουτοπικής ιδέας.
Oυτοπικές αναζητήσεις και αισθητικές εμπειρίες… προφανώς, αλλά υπάρχουν λέξεις που διαμορφώνουν έναν χώρο, μια χωρικότητα η οποία τους αντιστοιχεί κατά τρόπο ίσως μοναδικό, στην προέκταση ενός υφιστάμενου τόπου, συμβάλλοντας στην προβολή μιας απολύτως νέας πραγματικότητας. Στόχο τους αποτελεί η υπέρβαση της όποιας νοητικής κατασκευής και η συνεχής ανάπλαση άλλων συντεταγμένων ώστε να διανοίξουν παράλληλους ορίζοντες με κύρια επιδίωξη την εναρμόνισή τους τόσο με τον άνθρωπο όσο και με το φυσικό του περιβάλλον δημιουργώντας μια νέα τοπικότητα. Η προσπάθεια αυτή προκαλεί την μετατόπιση ιστορικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δομών προς άλλους χώρους όπου παρατηρούνται καινοφανείς συνθήκες ανθρώπινης συμβίωσης με αποτέλεσμα την έκφραση μιας έντονης αναγκαιότητας για δημιουργία, όπου η επιθυμία λειτουργεί ως καταλυτικός παράγοντας. Στο νέο σχηματισμό που προκύπτει παρουσιάζονται μικρο-χώροι των οποίων βασικό στοιχείο αποτελεί η διαρκής ροπή προς μια απεδαφικοποίηση χάρη στη συμβολή λεκτικών μορφών είτε νεολογικής υφής, είτε υποκείμενες σε μια διαδικασία ανασήμανσης. Η κατεύθυνση αυτών των απεδαφικοποιήσεων σε ορισμένες περιπτώσεις αναπτύσσεται με απώτερο στόχο την προσέγγιση μιας ορισμένης τοπογραφίας η οποία αρχικά θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια παράδοξη εξέλιξη, άλλοτε, για παράδειγμα, με την αναζήτηση μιας χωρικής αντήχησης που παραχωρεί τη θέση της σε λεκτικές αποδόσεις που προϋπήρχαν και αναγεννώνται, άλλοτε παραπέμποντας σε ένα ουτοπικό σώμα. ´H ακόμη όταν κινούνται προς έναν περιχαρακωμένο πεδίο και ενοφθαλμίζουν στην έννοια του χώρου μια χρονική προοπτική απροσδιόριστης διάστασης προκαλώντας ερωτήματα που μπορούν να λειτουργήσουν και ως απαντήσεις.
Πρόκειται ουσιαστικά για χώρους που φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά μιας ουτοπίας της οποίας ο ακριβής προσδιορισμός αποτελεί μια μόνιμη αναζήτηση ήδη παρούσα κατά την επινόηση του όρου από τον Thomas More ο οποίος θα μπορούσε να συμπεριλάβει, αναδρομικά, μια σειρά κειμένων που ανάγονται σε προγενέστερες περιόδους. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να αναφερθεί η διπλή διάσταση της ουτοπικής δημιουργίας, ως ουτοπία και ως ευτοπία, η οποία ενυπάρχει στην αρχική της νεότερη εμφάνιση από τον More. Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η πρώτη διάσταση αντιστοιχεί περισσότερο σε μια κοινωνικο-πολιτική προοπτική και η δεύτερη συνδυάζεται κυρίως με μια τάση διερεύνησης του φαντασιακού. Ωστόσο, η διάκριση αυτή επιτρέπει κυρίως συνθετικές προτάσεις, ιδιαίτερα σε ύστερες περιόδους, όπου συνυπάρχουν και οι δύο μορφές σε ένα μεικτό είδος όπου άλλοτε η μια, άλλοτε η άλλη διάσταση αποτελούν μια κυριαρχούσα έκφραση. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν ορισμένα κοινά στοιχεία τα οποία απαντούν σταθερά και στις δύο ουτοπικές προτάσεις όπως, μεταξύ άλλων, η γεωγραφική απομόνωση, ο μετέωρος χρόνος, η πλήρης αυτάρκεια η οποία άλλωστε προέρχεται από την απομόνωση και την ισχυρή επιθυμία ανεξαρτησίας.
Αναμφίβολα, η βάση γύρω από την οποία περιστρέφονται όλα αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία είναι οι συνθήκες απομόνωσης ή η νησιωτική φύση της ουτοπικής προβολής – ως γνωστόν, μια από τις πρώτες πράξεις του Ουτόπου στο έργο του More ήταν η αποκοπή του ισθμού και η δημιουργία ενός νησιού. Ανάλογα με το είδος της ουτοπικής έκφρασης θα μπορούσε να παρατηρηθεί ότι η νησιωτική της φυσιογνωμία ανταποκρίνεται στη διττή μορφή των νησιών τα οποία σύμφωνα με μια γεωγραφική-γεωλογική προσέγγιση διακρίνονται σε ηπειρωτικά και ωκεάνια νησιά. Σχηματικά, τα πρώτα αποτελούν μια εδαφική συνέχεια του χώρου, τα δεύτερα εμφανίζονται χάρη σε ένα φυσικό φαινόμενο – μια έκρηξη ηφαιστείου, ένας σεισμός… – στη μέση της θάλασσας. Είναι προφανές ότι η μετάθεση αυτών των δεδομένων σε μια ουτοπική προοπτική αφήνει να διαγραφεί η κοινωνικο-πολιτική συνέχεια της ουτοπίας παρά τον απαραίτητο διαχωρισμό της, καθώς και η ρηξικέλευθη πρόταση της ευτοπίας από όπου αναδύεται ένας νέος κόσμος με τους εγγενείς πάντοτε κινδύνους. Ομως, θα πρέπει επισημανθεί ότι καθίσταται σχεδόν αδύνατο ένα κείμενο να ανήκει αποκλειστικά και μόνο στη μια ή την άλλη κατηγορία, πρόκειται κυρίως για διασταυρώσεις και συνθέσεις οι οποίες χρησιμοποιούν πολλαπλούς συνδυασμούς που υπερβαίνουν μια αμιγώς κοινωνικο-πολιτική ή λογοτεχνική προοπτική.
Ενδεχομένως, για να προσδιορίσουμε ακριβέστερα τα κείμενα αυτά, θα ήταν προτιμότερη η χρήση του όρου « ατοπία » με την ειδική σημασία που θα μπορούσε να λάβει αν θεωρήσουμε ότι αναφερόμαστε σε μια κειμενική σύνθεση όπου άλλοτε δρα το στερητικό και άλλοτε το αθροιστικό « α ». Στο πλαίσιο αυτό, παρουσιάζεται ταυτόχρονα μια διαχωριστική και μια ενωτική διαδικασία η οποία μπορεί να λειτουργήσει παράλληλα αναπτύσσοντας ένα είδος δημιουργίας με διαχωρισμό ή μη, όπου διαμορφώνονται δυναμικοί μικρο-χώροι με περισσότερο ή λιγότερο αρνητικό ή θετικό πρόσημο.
Σε μια τέτοια διαδικασία, ουτοπικής-ευτοπικής-ατοπικής δημιουργίας, εγγράφεται για παράδειγμα η έκφραση στην οποία μια γυναικεία μορφή αναδύεται ως θηλυκή δυναμική αντίστασης σε μια κυρίαρχη κατάσταση, κατά τεκμήριο αρσενικής υφής, κάποτε κατά τρόπο κωμικό ή παρωδικό και προκλητικό όπως στην περίπτωση του διηγήματος του Κ. Ταχτσή, « Η πρώτη εικόνα ». Ή με διαφορετικό τρόπο, τραγικό αυτή τη φορά, όπως στο διήγημα « Μαρία Περδικάρη » από το Τέλος της μικρής μας πόλης του Δημήτρη Χατζή, διαμέσου διαδοχικών απεδαφικοποιήσεων όπου η χωροχρονική ιδεολογική και κοινωνική διεύρυνση των τόπων προκαλεί τη μετάβαση από μια δυστοπική πραγματικότητα σε έναν ευτοπικό μελλοντικό κόσμο. Και στις δύο αφηγήσεις βασική αναζήτηση αποτελεί η αποτύπωση ενός προβληματισμού σε σχέση με μια δυσλειτουργική κοινωνία με συνέπεια να καταφάσκεται μια διφορούμενη θηλυκή παρουσία σε αντίθεση με τη συμβατική της μορφή ως αρχετυπικό στοιχείο μια δεδομένης εποχής και των συνθηκών της. Το αποτέλεσμα εμφανίζεται τόσο στην έμφυλη σημασιοδότηση του χώρου ανάμεσα σε μια δημόσια και μια ιδιωτική οριοθέτηση όσο και στην ανάδειξη μιας νέας δυνατότητας για την αλλαγή της κοινωνικής πραγματικότητας η οποία υπερβαίνει τον χαρτογραφημένο δυϊσμό των σχέσεων.
Σε όλες αυτές τις εκδοχές, φορέας της προφανούς αντιστασιακής προοπτικής, η κινητήρια δύναμη που οδηγεί στη δημιουργία αυτών των ουτοπικών χώρων είναι οι πολλαπλές εκφάνσεις της επιθυμίας, εκ των οποίων το ερωτικό αίσθημα αποτελεί μια καθοριστική παράμετρο. Ανταποκρίνεται σε ένα φαινόμενο το οποίο υπερβαίνει τον σκοπό των ενορμήσεων και αντιστοιχεί σε μια δημιουργική πράξη όπως στο ποίημα του Ν. Εγγονόπουλου « Η ζωή και ο θάνατος των ποιητών » όπου η εδαφική προέκταση ή ο εδαφικός αντικατοπρισμός μιας πόλης προκαλεί τη μετάβαση από μια ανδρική σε μια γυναικεία μορφή ως βασική συνιστώσα της ποίησης. Πράγματι, η νέα Νεφελοκοκκυγία που προτείνει ο Εγγονόπουλος δεν θα μπορούσε να υπάρξει δίχως την ερωτική ορμή του ποιητή, όπως εμφανίζεται υπό τη μορφή του Ισίδωρου Ducasse, προς την Ωραία Κυρία, την Bella Donna. Κατά ανάλογο τρόπο, και στα ίδια γεωγραφικά πλάτη μιας πραγματικής και ταυτόχρονα φανταστικής Λατινικής Αμερικής, η Οκτάνα του Εμπειρίκου θα ήταν αδιανόητη, ανύπαρκτη αν απουσίαζε η ζωοφόρος πνοή του έρωτα. Ή ακόμη στο Αξιον Εστί του Ο. Ελύτη όπου το σώμα μιας γυναίκας διαμέσου της απουσίας του η οποία λειτουργεί ως καταλυτική παρέμβαση επιδαψιλεύει εκείνη τη χαρά που θα δημιουργήσει έναν άλλο κόσμο. Στην προοπτική αυτή εντάσσεται επίσης και η νεολογική σύνθεση της λέξης « νησιωτίζω » από τον Ελύτη η οποία συμπυκνώνει τη διαδικασία δημιουργίας μιας νέας τοπικότητας χάρη στη δράση αυτού του ορμητικού αισθήματος με αποτέλεσμα μια συνεχή συναισθητική εμπειρία αγγίζοντας τα όρια της μεταφυσικής αντίληψης και ερμηνείας του κόσμου.
Κι ο ουτοπικοί αυτοί προτεινόμενοι χώροι δεν περιορίζονται στο πλαίσιο μόνο μιας εδαφικότητας αλλά μπορούν να λάβουν τη μορφή ενός φαινομενικά αναπάντεχου διαύλου ή ιδιότυπης υλικής, χωρικής υπόστασης : « το σώμα μου είναι όπως η Πόλη του Ηλιου, δεν έχει τόπο, αλλά από αυτό αναδύονται, ακτινοβολούν όλοι οι δυνατοί τόποι, πραγματικοί ή ουτοπικοί[1] ». Η ισχυρή παρουσία του ερωτικού αισθήματος ή της τέχνης είναι και εδώ απολύτως απαραίτητα, τουλάχιστον όταν αναφερθούμε σε εκείνο το ανεπαίσθητο αλλά ουσιαστικό σώμα του Βαλερύ ή του Αρτό. Θα το συναντήσουμε και στον Καβάφη όπου η επιθυμία ή η καλλιτεχνική αναγκαιότητα – αν αυτό δεν αποτελεί ταυτολογία – διαπλάθει ένα σώμα και απελευθερώνει τα συναισθήματα σε ένα ποίημα όπως « Στου καφενείου την είσοδο ». Θα το διακρίνουμε επίσης στον Παπατσώνη όπου η ιδέα του φωτός, η παρουσία μιας λάμψης στην Ursa Minor προκαλεί ένα είδος επιφάνειας ώστε το σώμα διαστέλλεται και προβάλλεται στο ουράνιο στερέωμα. Με μια άλλη διάσταση, στην ποίηση του Σεφέρη το σώμα εγγράφεται στη γη και με έναν συχνά δυαδικό τρόπο λειτουργεί ως μια αμφίδρομη προέκταση μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Προτείνεται σε αυτά τα ποιητικά συμφραζόμενα ένας ενανθρωπισμός του χώρου, μια χωρικοποίηση του ανθρώπου με στόχο την ανίχνευση ενός κοσμικού σώματος, του σώματος της δημιουργίας.
Ως φορέας δημιουργίας παρουσιάζεται η ιδιαίτερη αυτή σωματικότητα και στον Ελύτη της οποίας η προέλευση οφείλεται στη σύντονη ή κάποτε στην εναλλακτική δράση της κενότητας, του κενού, και της πληρότητας, του πλήρους καθώς και των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Καθεμιά από τις δράσεις ή συνθέσεις αυτές προϋποθέτει την άλλη σε μια αέναη πορεία όπου δημιούργημα και δημιουργός αντιμετατίθενται ακολουθώντας τις τροπικότητες των εκάστοτε παραλλαγών. Σε ανάλογη προοπτική αναπτύσσεται η παρουσία του σώματος και στους κύριους εκφραστές του υπερρεαλισμού. Στον Εμπειρίκο εντάσσεται στη βασική αρχή της ποίησής του, τον έρωτα, και αποτελεί την ενεργητική διάσταση του αισθήματος το οποίο μη διαφοροποιώντας το σώμα από την ψυχή δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ένα είδος αθανασίας. Στον Εγγονόπουλο, η απουσία ή η ένωση των σωμάτων χάρη στον έρωτα υπογραμμίζει τη διάσταση της αθανασίας του σώματος η οποία οφείλεται στη σημασία και τη δυναμική της σχέσης των πραγμάτων και των νοημάτων.
Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι μια ουτοπική διάσταση δεν εξαντλείται σε σχέση μόνο με την έννοια του χώρου, οποιασδήποτε υφής. Ο χρόνος, εγγενές στοιχείο της χωροτοπικής διάστασης, διαμορφώνει συχνά τη δική του αυτονομία. Σε ένα μεγάλο αριθμό περιπτώσεων η παράμετρος αυτή εμφανίζεται όταν η Ιστορία – κυρίως, ορισμένα ιστορικά γεγονότα – αποτελεί το κομβικό σημείο έκφρασης δημιουργώντας ένα ουχρονικό πεδίο αναφοράς. Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, μια χαρακτηριστική περίπτωση ουχρονίας θα μπορούσε να θεωρηθεί το ποίημα « Περιμένοντας τους βαρβάρους » του Καβάφη και μια από τις προβολές έμπνευσής του το ομώνυμο μυθιστόρημα του J. M. Coetzee, Waiting for barbarians. Και οι δύο λογοτεχνικές εκφράσεις τοποθετούνται διαφορετικά απέναντι στην Ιστορία, σε ένα προσιδιάζον όμως κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο. Αν και παρατηρείται τόσο στο ποίημα όσο και στο μυθιστόρημα η τροποποίηση ενός θεμελιώδους αρχικού ιστορικού γεγονότος – ακόμη κι όταν αυτό δεν μπορεί να ταυτιστεί με απόλυτη βεβαιότητα – το αποτέλεσμα το οποίο ανιχνεύεται οδηγεί σε μια διαφορετική κάθε φορά, συμπληρωματική προφανώς, αντίληψη του ιστορικού παρόντος. Η κοινή έννοια της αναμονής και στα δύο κείμενα διαστέλλει τον χρόνο, δημιουργώντας μια άλλη χωροχρονική πραγματικότητα όπου « η λύση » αποτελεί μια ανεδαφική προοπτική αλλά και ταυτόχρονα μια διέξοδο που ανήκει στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον προσφέροντας τη δυνατότητα πολλαπλών αναπροσαρμογών. Με τον τρόπο αυτό η ουχρονική διάσταση του μυθιστoρήματος του Coetzee προτείνει μια ιστορική ανάγνωση η οποία δημιουργεί τόπο και πρόσωπα χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα την καβαφική προσέγγιση που στοχεύει, μεταξύ άλλων, στην παρουσία της ιστορίας ως λειτουργικού ή οργανικού παράγοντα χωροχρονοθέτησης του εκάστοτε παρόντος.
Εναλλακτικές πραγματικότητες, κοινότητες φωνών… στο χώρο της λογοτεχνίας δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξουν αν δεν αντιστοιχούσαν σε ορισμένες αναζητήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ενδεικτικές μιας ιδιότυπης αντίληψης των δημιουργών για τις εκφραστικές τους προβολές όπως αναγνωρίζονται σε συγκεκριμένες θεματικές και διευρύνουν τον παροντικό χαρακτήρα της περιβάλλουσας πραγματικότητας. Παρά το γεγονός ότι η ισχύς της επιτελεστικής λειτουργίας της λογοτεχνίας δεν αποτελεί πάντοτε αντικείμενο κοινής αποδοχής, ωστόσο θα ήταν δύσκολο να απορριφθούν οι μηχανισμοί εκείνοι οι οποίοι την καθιστούν ενεργή στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός άλλου κόσμου, του δικού της κόσμου. Αλλωστε σε πολλές περιπτώσεις η δημιουργία αυτή ανταποκρίνεται στη μόνη δυνατή αντίληψη του πραγματικού διαμέσου της επισταμένης διερεύνησης μιας διαρκούς και πολισχιδούς νοηματοδότησης. Ακόμη και αν παραμένει αφελές να επαναλαμβάνεται ότι οι λέξεις ή οι προβολές τους διαγράφουν μια πορεία ενσωματώνοντας τη μνήμη των λόγων και διατυπώνοντας μια μέλλουσα αλήθεια, όμως η διαπίστωση αυτή επανακαθορίζει τη μεταλλακτική και μετουσιωτική δυναμική της λογοτεχνικής γραφής. Οι λέξεις συμπυκνώνουν κάποτε ένα ολόκληρο σύμπαν εννοιών και δράσεων όπως περιβάλλονται από εκείνες τις λεκτικές συνιστώσες των οποίων ο ρόλος είναι να συμβάλουν αντιστικτικά στην εμβάθυνση του αισθητού. Συνιστώσες που, άλλοτε εμφανείς, άλλοτε συγκεκαλυμμένες, αναπτύσσονται σε παράλληλες αντιστοιχίες και αναδύονται όταν κανείς πια δεν τις περιμένει κομίζοντας την ελπίδα μιας καλύτερης στιγμής η οποία παραμονεύει. Αναζητούν πάντοτε μια άλλη λύση, μια άλλη αντήχηση, έτοιμες συχνά να παραχωρήσουν τη θέση τους σε άλλες λεκτικές αποδόσεις που προϋπήρχαν ή αναγεννώνται – δεδομένου ότι δεν υπάρχει τίποτε ως κεκτημένο του λόγου – και εγγράφονται μόνο στην αέναη κίνηση των στοχασμών κάποιου δημιουργού και κάποιας γλώσσας.
Στο πέρας αυτής της διαδρομής δεσπόζει συχνά η εκφορά ενός ποιητικού λόγου ως προφητικού αγγέλματος για όσα πρόκειται να λάβουν χώρα σε ένα διεσταλμένο παρόν και ο θρήνος για την απουσία κοινωνικής θέσης στον σύγχρονο κόσμο η οποία όμως αποτελεί προϋπόθεση για την μελλοντική μεταμόρφωση της κοινωνίας από το φορέα του λόγου αυτού. Η μελλοντική προβολή του κόσμου αποτελεί εξίσου μόνιμη αναζήτηση αυτών των δημιουργών η οποία, ακόμα και όταν δεν εκφράζεται κατά άμεσο τρόπο, ενυπάρχει ως απαραίτητη τελική προϋπόθεση και απώτερος στόχος. Πράγμα το οποίο αφήνει να διαφανεί μια υπολανθάνουσα διάσταση που αποτελεί ένα είδους προφητικού στίγματος σε καθεμιά από αυτές τις γραφές, οπωσδήποτε λιγότερο εμφανές σε σχέση με άλλες εκφράσεις οι οποίες αναφέρονται σαφώς στον προφητικό λόγο εντάσσοντάς τον στο ποιητικό γίγνεσθαι. Πράγματι, η φυσιογνωμία του προφήτη-ποιητή είναι μια σταθερά της λογοτεχνικής δημιουργίας αλλά σε κάθε εποχή εκδηλώνονται διαφορετικές πτυχές της οι οποίες διατυπώνουν μια ιδιαίτερη προοπτική ενδεικτική της σύγχρονης πραγματικότητας. Στον 20ο αιώνα, ποιητές όπως ο P. Claudel, ο T. S. Eliot, ο Ο. Ελύτης προσεγγίζουν την τέχνη τους, τουλάχιστον σε ορισμένες ποιητικές συνθέσεις όπως Les cinq grandes odes, The Waste Land, Το Αξιον Εστί, διαμέσου ενός προφητικού πρίσματος χρησιμοποιώντας πολλαπλές διαδιακασίες υλοποίησης της αισθητικής τους πρότασης. Βασικό σημείο σύγκλισης αποτελεί ο επιτελεστικός λόγος της προφητείας στο πλαίσιο μιας μελλοντικής ιστορίας η οποία μεταμορφώνεται σε ένα είδος πρωθύστερης ιστορικής κατανόησης, μια μελλοντική ουχρονική ή ουτοπική διάσταση. Η ιδιαιτερότητα αυτή, με την παράδοξη μορφή της, δημιουργεί ενδεχομένως μια κοινή εκφραστική επιλογή η οποία αντιστοιχεί στην υιοθέτηση ενός ελεγειακού τόνου από αυτούς τους ποιητές. Πρόκειται για το αποτέλεσμα δύο ουσιαστικών δεδομένων – η προφητεία και η ελεγειακή διάθεση – τα οποία αγγίζουν συνολικά και καίρια το ποιητικό τους έργο. Ο ποιητής ενστερνιζόμενος την προφητική ενόραση του κόσμου αντιλαμβάνεται ότι του δόθηκε ένας λόγος που καλείται να μεταφέρει ή διέκρινε μια νέα, μια άλλη κατάσταση πραγμάτων απολύτως σημαντική για τον άνθρωπο την οποία οφείλει να μεταδώσει. Και, πιθανώς μια απόρροια της προηγουμένης διαπίστωσης και ταυτόχρονα όρος ύπαρξης είναι το γεγονός ότι στις παρούσες περιστάσεις και συνθήκες ζωής δεν έχει πλέον μια κοινωνική υπόσταση. Ο ποιητής υπάρχει, υφίσταται μια κοινωνική πραγματικότητα και δημιουργεί σε ένα καθεστώς εξορίας ανάλογο με εκείνο του προφήτη, εκτός συγκεκριμένου τόπου, εκτός καθορισμένου χρόνου και την ίδια στιγμή εκφράζοντας την προσήλωσή του στη μοίρα ενός λαού.
Κατά συνέπεια, παρατηρείται μια θεματική και υφολογική σύγκλιση χάρη στην υιοθέτηση μιας προσωπικής, κάποτε μεταφυσικής, ρητορικής με στόχο ένα άλλο όραμα για το μέλλον και τούτο παρά τις διαφορετικές καλλιτεχνικές και ιδεολογικές αντιλήψεις που χαρακτηρίζει αυτούς τους δημιουργούς ιδιαίτερα στο πλαίσιο της νεωτερικής ποίησης όταν αυτό αποτελεί σημείο αναφοράς. Βέβαια, θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί ότι μια μεταφυσική τάση δεν εντάσσεται πάντοτε επαρκώς σε μια νεωτερική καλλιτεχνική πρόταση, όμως σε ορισμένες περιπτώσεις η εμφάνιση μιας παραδοσιακής μορφής συνιστά έναν παράγοντα ρήξης με το παρόν και διευρύνει με μια διαφορετική χροιά την πρωτοποριακή διάσταση της λογοτεχνικής γραφής. Αλλωστε, μια αντίστοιχη διαπίστωση μπορεί να γίνει, κατά παράδοξο εκ πρώτης όψεως τρόπο, και σε ένα ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου όπου λανθάνει ένα ρητορικό σχήμα βασισμένο σε οιονεί γλωσσικούς περιορισμούς. Η όλη ποιητική κατασκευή παρέχει την εντύπωση ότι πρόκειται για μια απόπειρα να συσχετισθούν η καλλιτεχνική διαίσθηση, ο αυτοσχεδιασμός και η αυτόματη γραφή των οποίων την εξέλιξη μπορούμε να παρακολουθήσουμε σε μετεγενέστερα ποιήματά του. Εξετάζοντας το ποίημα τόσο υφολογικά όσο και μετρικά, συναντάμε για παράδειγμα τη χρήση της εκκλησιαστικής γλώσσας ως μέσο έκφρασης μιας έντονης αισθησιακότητας η οποία θα μπορούσε να ενταχθεί σε μια μυστικιστική προοπτική με έντονο ουτοπικό χαρακτήρα. Κυρίως όμως αναδύεται μια μουσική δομή που αναπτύσσεται με βάση μια σταθερή μορφή και ορισμένα στοιχεία σε διαρκή κίνηση που ανατρέπει την παγιωμένη ιεραρχική οργάνωση αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα έναν οραματισμό με στόχο τη δημιουργία ενός παραδεισιακού χώρου. Πρόκειται, αν και ανάλογες εκφράσεις συναντώνται και σε άλλες δημιουργίες του, για το ποίημα « Ράγκα-Παράγκα ή όταν τα συνήθη λόγια δεν αρκούν ». Στο ποίημα, γραμμένο την εποχή της Ενδοχώρας, χρησιμοποιείται μια τεχνική αυτοσχεδιασμού, είτε διαμέσου επαναλαμβανόμενων μοτίβων, είτε με τη διαμόρφωση διπλών ρητορικών σχημάτων όπως οι ονομαστικές ακροστιχίδες, τα οποία εκτυλίσσονται μεταξύ κίνησης και ακινησίας. Με τον τρόπο αυτό ο Εμπειρίκος εγγράφει τις μορφικές αναζητήσεις μιας πρωτοποριακής λογοτεχνίας σε ένα κλασικό, ή, ιστορικά και πολιτισμικά, προγενέστερο πλαίσιο με αποτέλεσμα έναν πρωτότυπο συνδυασμό παλαιών και σύγχρονων διατυπώσεων για μια διαφορετική εκφραστική πραγμάτωση της ποίησης με ισχυρή ουτοπική δυναμική.
Οπωσδήποτε, η χριστιανική ή καλύτερα η ιουδαιοχριστιανική παράδοση είναι έντονη στο πλαίσιο αυτό όπου αναγνωρίζονται ορισμένες διαδικασίες μιας νέας νοηματοδότησης των λέξεων και των συμβολικών τους αποχρώσεων. Σε αυτή τη νέα νοηματοδότηση στοχεύει ενδεχομένως και ο Σεφέρης όταν αποφασίζει να μεταφράσει το Ασμα Ασμάτων όπου δεν πρόκειται μόνο για μια απλή « άσκηση » αλλά επιβεβαιώνει την έλξη που έχει ασκήσει στο έργο του η γλώσσα των Εβδομήκοντα καθώς αντανακλώνται προηγούμενές του επιλογές και διαγράφονται νέες. Ταυτόχρονα, στον πρόλογο της μετάφρασης εκφράζει την πρόθεσή του για μια συσχέτιση του λόγου του κειμένου και του χώρου αναφοράς του – η Μέση Ανατολή εν προκειμένω, όπου ζούσε σε εκείνη την περίοδο – μια σχέση η οποία άλλωστε αποτελεί και μια από τις σταθερές του έργου του. Στη διαδικασία της μεταφραστικής πράξης ανιχνεύεται η λειτουργία λέξεων ή εννοιολογικών δομών και συμφραζομένων, όπως για παράδειγμα η άμπελος ή το κρασί, ως κομβικών αναφορών, με ιδιαίτερη άλλωστε παρουσία στο πρωτότυπο, που στο πέρασμα των αιώνων έχασαν τη συμβολική τους σημασία και εγγράφονται πλέον σε ένα μεταφορικό πλαίσιο το οποίο επιδέχεται επίσης μιας νέας αλληγορικής ερμηνείας. Η μεταφραστική πρόταση του Σεφέρη, πέραν του γεγονότος ότι επιδιώκει να υπερβεί το αμιγώς γλωσσικό επίπεδο στοχεύοντας σε μια άλλη νοηματική πραγματικότητα, ενσωματώνει και εκφραστικές εμπειρίες οι οποίες θα αναδυθούν σε μεταγενέστερες ποιητικές του διατυπώσεις.
Με έναν διαφορετικό τρόπο αντιμετωπίζει ο Σολωμός σε ένα παρόμοιο εννοιολογικό πλαίσιο το Ασμα Ασμάτων αν και δεν πρόκειται ουσιαστικά για μετάφραση, αλλά κυρίως για διασκευή στα ιταλικά από τα λατινικά της Βουλγκάτας. Θα ήταν δυνατόν να παρατηρηθεί και σε αυτή την περίπτωση ένα είδος « άσκησης », της νεανικής, πρώιμης σολωμικής περιόδου, η οποία όμως εγγράφεται περισσότερο σε μια προοπτική ποιητικής γραμματικής παρά σε μια γλωσσική αναζήτηση διαμέσου μιας αναδημιουργικής πράξης. Αν στο Σεφέρη η λέξη του πρωτοτύπου διατηρεί όλη την γλωσσική της πυκνότητα και ένταση, η σολωμική πρόταση ακολουθεί περισσότερο τη νοηματική της δυναμική. Είναι προφανής η αντιστοιχία ανάμεσα στην κοινή των Εβδομήκοντα και τα νέα ελληνικά, στα λατινικά του Ιερώνυμου και τα ιταλικά, στην ωριμότητα του σεφερικού εγχειρήματος και τον αθυρματικό χαρακτήρα των στίχων του Σολωμού. Ωστόσο, στη φάση αυτή διαμόρφωσης της ποιητικής του ιδιοσυγκρασίας και του εκφραστικού του οργάνου, ο Σολωμός υιοθετεί τρόπους, απρόσμενα πρωθύστερους, όπως η αντικατάσταση ή η μετατόπιση στίχων – ιδίως εκείνων που περιέχουν καίριους εννοιολογικούς όρους – οι οποίοι παραπέμπουν στην μετέπειτα ποιητική του δημιουργία. Παράλληλα, οι επιλογές αυτές βασίζονται σε μια αντιστικτική γραφή όπου οι δυνατότητες αντικατάστασεων είναι πολλαπλές, κάθε στίχος, κάθε στροφή θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε μια άλλη θέση, με αποτέλεσμα μια εφήμερη μορφή ποιήματος ή καλύτερα μια ποιητική σύνθεση σε ένα συνεχές γίγνεσθαι.
Αν ο Σεφέρης και ο Σολωμός προσεγγίζουν το Ασμα Ασμάτων με την αισθητική της ποίησής τους διαμέσου μιας αλληλεπιδραστικής προοπτικής, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα έναν διακειμενικό και διαπολιτισμικό διάλογο, το εγχείρημά τους παραμένει κυρίως σε μια προσωπική καλλιτεχνική βάση παρά τον εγγενή δυναμικό και γενικό χαρακτήρα του. Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές ότι η επαναφορά σχημάτων ή εκφράσεων από ένα περισσότερο ή λιγότερο απώτερο παρελθόν εμπεριέχει ένα πολιτισμικό στίγμα το οποίο είναι δυνατόν να λειτουργήσει σε συνδυασμό με τις εκάστοτε παραμέτρους της προέλευσής του προτείνοντας μια διαφορετική αντίληψη της σύγχρονης πραγματικότητας.
Με τον τρόπο αυτό, μια υπολανθάνουσα μνήμη ή δυνατότητα ανάκλησης υφίσταται, η οποία μπορεί να διαμορφώσει άλλα δεδομένα κατανόησης των κοινωνικών συνθηκών και να οδηγήσει σε μια εμβαθύνση των αισθητικών αναζητήσεων. Στην προοπτική αυτή μπορούν να αναφερθούν, εκτός από τα παρελθόντα ρητορικά σχήματα ή τις σύγχρονες ανασυνθέσεις παλαιότερων γλωσσικών και νοηματικών μορφών, και στερεοτυπικές φράσεις όπως οι ομηρικοί λογότυποι, ιδιαίτερα εκείνοι που παραμένουν εννοιολογικά δυσπρόσιτοι. Ο ομηρικός « οίνωψ πόντος », παρά τις ερμηνευτικές απόπειρες που έχουν επιχειρηθεί ανά τους αιώνες, σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως έγκυρες, παραμένει σημασιολογικά απροσπέλαστος διατηρώντας ταυτόχρονα ακέραια την ποιητική του έλξη. Μεταξύ όσων έχουν προταθεί για την προσέγγιση του, η συσχέτισή του με τον Διόνυσο για την κατανόησή του αποτελεί μια ενδιαφέρουσα και σε μεγάλο βαθμό πειστική ένδειξη της εκφραστικής λειτουργίας του στο πλαίσιο της ποίησης που τον δημιούργησε. Αν η αναφορά στο Διόνυσο δεν μπορεί πλέον να εγγραφεί σε μια λειτουργική διαδικασία ενός συγκεκριμένου ιστορικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, οι σύγχρονες χρήσεις του εκφράζουν μια πραγματικότητα η οποία εμπεριέχει όχι μόνο μια πολιτισμική διάσταση αλλά και μια αναγωγή σε ανάλογες υπερβατικές αναζητήσεις με ανθρωπολογικές ή θρησκευτικές παραμέτρους. Αναμφίβολα, το είδος της θεϊκής παρουσίας ή θέωσης δεν παρουσιάζεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους δημιουργούς. Αν ο Ezra Pound ακολουθεί την αρχική διονυσιακή πορεία καταλήγοντας στην τοπογραφική-ιστορική αναφορά μιας αγιότητας όπου ιεροποιείται η αισθητική, ο Ελύτης εκφράζει τη δική του μεταφυσική του φωτός διαπερνώντας ή ενσωματώνοντας τον οίνο και τη θάλασσα ώστε να αναδειχθούν ορισμένοι όσο και ενδεχόμενοι ομηρικοί απόηχοι. Αντίθετα, ο Leonardo Sciascia παραπέμποντας άμεσα στον ομηρικό οίνοπα πόντο εισάγει τη διάσταση του πρώτου βλέμματος, αυτού των παιδιών όπως και εκείνου των ποιητών, ως ουσιαστικού στοιχείου της δημιουργίας, συνδεόντάς το με την κοσμογονική ενέργεια του λόγου. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί στο συνδυασμό των δύο αυτών υγρών και μεθυστικών στοιχείων με την αρχαία τους εκφορά και μια άλλη απόδοσή τους με τη συμβολή αυτή τη φορά μιας αμιγούς χριστιανικής προοπτικής. Είναι ό,τι αναπτύσσεται σε ποιήματα του Paul Claudel με την καίρια λειτουργία σαφών βιβλικών συνδηλώσεων ή με την πολυδιάστατη έκφραση πολιτισμικών προβολών, για παράδειγμα στην ποίηση του Saint-John Perse όπου η αγάπη αποτελεί τον καταλυτικό φορέα μιας άλλης θεϊκής παρουσίας. Σε αυτές τις προσεγγίσεις η μεταφυσική του τόπου και η παρουσία των φυσικών του στοιχείων συνδυάζονται σε μια νέα συμβίωση η οποία χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα εγγραφής της σε μια κοινή προοπτική υπερβαίνοντας τα όρια και τις συμβάσεις μιας κοινωνίας.
Ισως, οι προτάσεις όλων αυτών των γραφών στοχεύουν στην αναζήτηση άγνωστων και ανεξερεύνητων τόπων όπου πραγματικότητα και μυθοπλασία δεν αποτελούν διακριτές εκφάνσεις του κόσμου, αλλά ένα continuum, ένα συνεχές με διαφορετικές παραμέτρους υλοποίησης και με ιδιαίτερους μηχανισμούς μετατρεψιμότητας. Οι τρόποι πρόσβασης παρουσιάζουν όλη την πολυπλοκότητα και τις ποικίλες απαιτήσεις αυτού του εγχειρήματος όπως αναπτύσσονται στη σχέση ουτοπίας και εμπειρικής προσέγγισης του περιβάλλοντος χώρου ή στην ενσωμάτωση προγενέστερων μορφών έκφρασης για την οραματική απεικόνιση της τρέχουσας ιστορικής ή κοινωνικής κατάστασης. Όπως και να έχει, στο πλαίσιο αυτό, η μνήμη των λόγων καθίσταται ο θεμελιώδης δεσμός του χρόνου και του τόπου που επιτρέπει την ένταξη της ανθρώπινης ύπαρξης στο κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι κάθε εποχής με στόχο μια άλλη δυνατή διάσταση της ζωής και του πραγματικού.
[1] M. Foucault, « Le corps utopique », Le corps utopique, les hétérotopies, Nouvelles éditions lignes, Fécamp 2009, σ. 18.