Νανά

ΝανάΣυγγραφέας: Ζολά, Εμίλ

15,00€7,50€

Άμεσα διαθέσιμο

Η Νανά δεν ήταν μια συνηθισμένη εταίρα. Ξεπετάχτηκε σαν τη χρυσόμυγα μεσ’ από την κοπριά· κι από το πεζοδρόμιο έφτασε στο μέγαρο όπου καταβρόχθιζε τις περιουσίες των «κυριών» και των αριστοκρατών «σαν σοκολατάκια στα χιονάτα της γόνατα». Ψηλή, παχουλή, με ξανθοκόκκινη χαίτη, κυκλοφορούσε σαν βασίλισσα με δαντέλες και μπριγιάν στην παρισινή κοινωνία της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, με μόνη της ηδονή το μάζεμα του πλούτου. Προσφερόταν σ’ όποιον και να ‘ταν κι όπου να’ ταν. (...) Νανά! Τ’ όνομά της εδώ κι εκατόν είκοσι χρόνια θυμίζει τον αγοραίο έρωτα και την ηδονή, όταν συνοδεύεται από τ’ όνομα του μεγάλου της συγγραφέα: του Ζολά!

Εισαγωγή: Πράτσικας, Γιώργος
Μετάφραση: Πράτσικας, Γιώργος
Είδος: Βιβλίο
ISBN: 978-960-606-124-0
Έτος έκδοσης: 2020 (Ιανουάριος)
Ενιαία Τιμή Βιβλίου: ΝΑΙ (έως Ιούνιο 2021)
Δέσιμο: Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις: 14 Χ 21
Σελίδες: 488
Θεματική Ταξινόμηση: ΞΕΝΗ ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Βάρος: 738 γρ.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΕΠΕΙΤ’ από την «Ταβέρνα» που κυκλοφόρησε στις 26 Φεβρουάριου του 1877, τ’ όνομα του Εμίλ Ζολά έγινε γνωστό σ’ όλον τον κόσμο κι η επιτυχία του μυθιστορήματος αυτού υπήρξε καταπληκτική. Ακολούθησε το «Μια σελίδα έρωτος» στις 8 Ιουνίου του 1878, που, όπως ο ίδιος έγραφε στον εκδότη του, τον Σαρπαντιέ, πρόβλεπε πως δεν θα ’χε την επιτυχία της «Ταβέρνας». «Πρέπει να σκεφτούμε πως δεν θα ’χουμε την επιτυχία της «Ταβέρνας». «Πρέπει να σκεφτούμε πως δεν θα ’χουμε την επιτυχία της «Ταβέρνας», γράφει. Αυτή τη φορά, το «Μια σελίδα έρωτος» –κρατώ αυτόν τον τίτλο που είναι ο καλύτερος απ’ όσους βρήκα– είναι ένα έργο πάρα πολύ γλυκό για να αναστατώσει το κοινό. Ας μην αυταπατώμεθα πάνω σ’ αυτό. Αλλά θα τα καταφέρουμε με τη «Νανά»· ονειρεύομαι μια «Νανά» καταπληκτική, θα πειστείτε».
Ο Ζολά είχε δίκιο να προφητεύει πως η «Νανά» θα προκαλούσε θόρυβο. Η αναταραχή που είχε προκαλέσει λίγον καιρό πριν η «Ταβέρνα» ξαναρχίζει. Το μυθιστόρημα αυτό μας παρουσιάζει μια σπουδή του παρισινού υποκόσμου, ή μάλλον του ημικόσμου. Τον κόσμο αυτόν, ο Ζολά τον αγνοούσε σχεδόν απόλυτα. Στη φτωχική του νιότη, είχε γνωρίσει τη χυδαιότητα ενός κόσμου, κοινωνικά κατώτερου, κι όλες αυτές οι πόρνες των λαϊκών στρωμάτων τού είχαν αφήσει μια πικρή γεύση. Όταν ο Ζολά αργότερα, με τις επιτυχίες του, απέκτησε κάποιαν οικονομική άνεση, είχε αφιερωθεί ολόκληρος στη δουλειά του, και δεν σπαταλούσε τον καιρό του στα θεατρικά παρασκήνια και στα κέντρα που σύχναζαν οι εταίρες. Αποφασίζει, λοιπόν, να μυηθεί σ’ αυτόν τον κόσμο. Κάποιος ευγενικός φίλος, που τον είχε γνωρίσει στο σπίτι του Φλωμπέρ, τρώει μαζί του σ’ ένα ιδιαίτερο δωμάτιο του «Καφέ-Ανγκλαί» και ’κεί ο παλιός αυτός γλεντζές διηγείται στο Ζολά, που κρατάει σημειώσεις, διάφορα επεισόδια κι ανέκδοτα απ’ τον παρισινό ημίκοσμο κι απ’ τις φημισμένες εταίρες που γνώρισε. Ο Ζολά ρωτάει ακόμα το φίλο του μυθιστοριογράφο Πωλ Αλεξί που του δίνει λεπτομερείς πληροφορίες για το φημισμένο «ταμπλ ντ’οτ» της οδού των Μαρτύρων όπου οι πελάτισσες όταν μπαίνουν φιλούν την ιδιοκτήτρια στα χείλη. Κάποιος άλλος του δίνει την πληροφορία για τα μπουκάλια της σαμπάνιας που τ’ αδειάζουν μέσα στο πιάνο, άλλος πάλι του διηγείται για κάποιο σουπέ, όπου όλες οι εταίρες έτρωγαν ολόγυμνες κι όπου, ξαφνικά τα μεσάνυχτα πήγαν εκεί πολλοί κύριοι με φράκο, τύφλα στο μεθύσι, που δεν τους γνώριζε κανένας. Ο μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ο Λουδοβίκος Αλεβύ, τακτικός επισκέπτης των παρασκηνίων διηγείται στο Ζολά ένα σωρό πικάντικες ιστοριούλες λίγο - πολύ τολμηρές για την ερωτική ζωή της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Ο Ζολά σημειώνει τα πάντα με ύφος τηλεγραφικό, κι αργότερα θα διαλέξει απ’ όλ’ αυτά, το υλικό που θα του χρειαστεί. Ιδού ένα δείγμα απ’ τις περίφημες σημειώσεις του Ζολά: Περιπέτειες του Λανμπέρ Τι-μπού στο σπίτι της Άννας Ντελιόν. «Είναι πλαγιασμένος όταν καταπλέει ο πρίγκιπας Ναπολέων. Ο Λανμπέρ το σκάει μισοντυμένος, μ’ ένα παπούτσι. Μην μπορώντας να φύγει έτσι, περνάει απ’ τους διαδρόμους και φτάνει στον αμαξά. Έξω ο καιρός είναι απαίσιος. Μένει τότε με τον αμαξά που τον προτιμά απ’ τον πρίγκιπα: “Κύριε”, του λέει ο αμαξάς, “θα ζέψω τ’ αμάξι, γιατί σας συμπαθώ πιο πολύ”. Έπειτα, του μιλάει, σαν άνθρωπος λογικός και με ύφος πατρικό, για την “κυρία”, λέγοντας πως θα μπορούσε ν’ αποφεύγει τις συναντήσεις, πως δεν έχει καμιά τάξη και πως χαραμίζει τον εαυτό της. Στο τέλος παίζουν οι δυο τους μπεζίκι για να περάσει η ώρα. Έπειτα η Άννα έρχεται να πάρει τον Λανμπέρ, φορώντας το διάφανο πενιονάρ της, και κρατώντας το κερί. Ο πρίγκιπας έφυγε… Αυτή η Άννα, εταίρα σπουδαία, πλάσμα υπέροχο, έκτακτη κοπέλα, που παραδίνεται στους φίλους.
»Σπουδαίος γυναικείος τύπος, αυτή η Δελφίνη Ντε Λιζύ. Από καλή οικογένεια, που πήρε όμως τον κακό δρόμο. Πολύ φλύαρη. Πηδώντας απ’ το ’να θέμα στο άλλο συνεχώς: “Αγόρασα άλογα, δεν ξέρω πώς θα τα πληρώσω· μπα! δεν βαριέσαι πάντα βρίσκει κανείς λεφτά… Έχω που λες και μια δίκη… Αγόρασα κι ένα κτήμα για τη μητέρα μου, στο Ανιέρ, αχ, η καλή μου η μητέρα!”, μιλάει συχνά για τον πρίγκιπα της Οράγγης, που αυτές οι κυρίες τον φωνάζουν “Λεμονάκια”. Ένας κύριος, πολύ καθωσπρέπει, ένας μαρκήσιος που πλάγιασε μαζί της, την παρακαλεί να πει δυο λόγια στον πρίγκιπα της Οράγγης, για να διευκολύνει το γάμο του με μια πλούσια κληρονόμο απ’ τις Κάτω Χώρες. Η Δελφίνη ξοδεύει διακόσιες χιλιάδες φράγκα το χρόνο. Αγοράζει ένα μέγαρο, έπειτα θέλει να το ξαναπουλήσει. Καπρίτσια που δεν έχουν τελειωμό. Αγαπάει την ελευθερία της. Η θεωρία της είναι πως δεν πρέπει να ’χει έναν εραστή, αλλά τουλάχιστον τρεις. Καταφέρνοντας να μαϊμουδίσει την κυρία του κόσμου, έχοντας αρκετή εξυπνάδα χάρη στις διάφορες παρέες της, αφήνει πότε πότε να της ξεφύγει και κανένα: “Σκατά!”»
Ο πρίγκιπας της Ουαλλίας στο καμαρίνι της Σνέιντερ. «Έπαιζαν την οπερέτα του Όφφενμπαχ “Η Μεγάλη Δούκισα”. Ο πρίγκιπας της Ουαλλίας ήταν στο καμαρίνι με τον Γκαλιφέ και τον Νταβιλιέ, παιδαγωγό του αυτοκρατορικού πρίγκιπα. Ήταν και οι δυο τους τύφλα στο μεθύσι. Την ημέρα αυτή γιόρταζε ο Χέτμαν, ο κωμικός του θιάσου. Φτάνει τότε ένας πρίγκιπας Παύλος, ντυμένος μ’ άσπρο σατέν μ’ ένα γελοίο βασιλικό καπέλο. Προσφέρει σαμπάνια στον πρίγκιπα της Ουαλλίας που τη δέχεται. Στο καμαρίνι υπήρχαν κι άλλοι ηθοποιοί ντυμένοι με τα κοστούμια του ρόλου τους. Η ωραία Σνέιντερ, αλαζονική, παίζει το ρόλο της σαν πραγματική μεγάλη δούκισσα: “Η Υψηλότητά σας, κ.τ.λ.”. Οι άλλοι ηθοποιοί τα χάνουν. Παρωδία της βασιλείας μπρος σ’ έναν πρίγκιπα. Ανακάτωμα πριγκίπων, σκηνοθέτη, κωμικών, κοκοτών, εταιρών…»
Εκτός απ’ αυτές τις πληροφορίες που ο Ζολά συγκεντρώνει δεξιά κι αριστερά, φαίνεται, όπως βεβαιώνουν οι χρονικογράφοι, πως ο συγγραφέας των «Ρουγκόν-Μακάρ» είχε όταν έγραφε τη «Νανά» δυο γυναικεία μοντέλα υπόψη του, δυο εταίρες, φημισμένες στα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας, τη Βαλτές de la Bigne και την Blanche d’ Antigny.
Η Βαλτές υπήρξε προπάντων φίλη πολλών καλλιτεχνών κι ο ζωγράφος Γκιλμέ είναι κείνος που πήγε τον Εμίλ Ζολά στο σπίτι της. Ο συγγραφέας σαν να είναι δικαστικός κλητήρας εξετάζει με τα μυωπικά του μάτια λεπτομερώς το μέγαρο που μένει η Βαλτές και προβαίνει, με την άδεια της εταίρας φυσικά, στην απογραφή όλων των αντικειμένων και των επίπλων σχεδόν που στολίζουν το μέγαρο αυτό της οδού Μαλζέρμπ. Η επίπλωση, η τουαλέτα, το σπουδαίο κρεβάτι, όλη η πολυτελέστατη και «ερωτική», πες, διακόσμηση θα χρησιμοποιηθούν για κατοικία, επίπλωση και περιβάλλον της Νανάς. Παρακολουθώντας το χτένισμα της Βαλτές, ο Ζολά σημειώνει το κουδούνισμα που κάνουν οι καρφίτσες των μαλλιών της καθώς πέφτουν μέσα στη μικρή ασημένια λεκάνη.
Όσο για την Blanche d’ Antigny, χάρη στη μελέτη του κ. Γκυ Βωζά, έχουμε γι’ αυτήν πιο πολλές κι εξακριβωμένες πληροφορίες. Η Μαρία Ερνεστίνα Αντινύ καταγόταν απ’ τη Μπρεν, χώρα πλημμυρισμένη από δάση και γάργαρα νερά, όπου οι επαύλεις και οι πύργοι θυμίζουν τον Κάρολο Ζ΄ και την ξανθιά ερωμένη του, την Αγνή Σορέλ. Η Μαρία γεννιέται το Μάη του 1840 από καλή κι έντιμη οικογένεια. Η μητέρα της είναι σοβαρή και φρόνιμη γυναίκα, ο πατέρας της, επιδέξιος ξυλουργός, καλή ψυχή στο βάθος, αλλά γυναικάς. Πότε πότε το σκάει για το Παρίσι κι η γυναίκα του τον παίρνει στο κατόπι για να τον ανακαλύψει. Ο Ζαν Αντινύ, γλεντζές από φυσικού του και χαρακτήρας εύθυμος δεν έχει καμιά συγγένεια με τον αλκοολικό Κουπώ, τον ήρωα και πατέρα της Νανάς. Στο μεταξύ τα παιδιά του Ζαν Αντινύ, ζουν στην πατρίδα τους κι ανατρέφονται από μια θειά τους. Η μικρή, μεγαλώνοντας, γίνεται τόσο όμορφη, το δέρμα της είναι τόσο εκθαμβωτικά λευκό, που όλοι από Μαρία τη φωνάζουν Μπλανς. Αυτό τ’ όνομα θα της μείνει.
Η μητέρα της όμως που μένει στο Παρίσι για να είναι κοντά στον άντρα της και να τον παρακολουθεί, θέλει να ’χει και τα παιδιά μαζί της. Έτσι η Μπλανς φεύγει ένα ωραίο πρωί για τη γαλλική πρωτεύουσα όπου μεθάει απ’ την κίνηση και τον αέρα του Παρισιού. Εκεί, μια αριστοκράτισσα, φίλη της μητέρας της, η μαρκησία Ντε Γκαλιφέ, βοηθάει την Μπλανς να μπει στο μοναστήρι «των Πουλιών». Το τρελοκόριτσο όμως –η Μπλανς είναι μόλις δεκάξι χρονών– δεν έχει καμιά όρεξη για μελέτη και μονάχα η γεωγραφία την τραβάει, γιατί ανοίγονται στη φαντασία του οι μακρινές άγνωστες χώρες. Το μοναστήρι αν δεν μορφώσει εξαιρετικά την Μπλανς, θα της διδάξει, ωστόσο, τη λεπτότητα των τρόπων –πράγμα που δεν έχει η Νανά του μυθιστορήματος– και θ’ αποκτήσει ένα ύφος αριστοκρατικό, ένα ακόμα όπλο μέσα στα τόσα άλλα θέλγητρά της.
Όταν η Μπλανς βγαίνει απ’ το μοναστήρι, δουλεύει σ’ ένα εμπορικό. Αν και είναι δεκαεφτά χρονών, είναι κιόλας μια νεαρή καλλονή και τα βράδια της τα περνάει στη φημισμένη «Κλοζερί Ντε Λιλά», μεθώντας με χάδια, φιλιά και σαμπάνια. Μια νύχτα ένας Ρουμάνος τη βιάζει και την παρασύρει μαζί του, για κά-μποσες βδομάδες στο Βουκουρέστι. Παρόμοιο επεισόδιο συνα-ντούμε και στη «Νανά».
Απ’ την ημέρα εκείνη αρχίζουν οι περιπέτειες της Μπλανς. Γρήγορα βαριέται το διαφθορέα της και το σκάζει με κάτι τσιγγάνους, ζώντας μαζί τους λίγους μήνες και κερδίζοντας τη ζωή της με το τραγούδι και το χορό. Αργότερα κάποιος πλούσιος αστός την κάνει για λίγο διάστημα ερωμένη του. Τον παρατάει και φεύγει για το Παρίσι, γιατί η νοσταλγία του έχει βυθίσει την ψυχή της σε βαθιά μελαγχολία.
Για να ζήσει, η όμορφη Μπλανς δουλεύει στο «Χειμερινό Τσίρκο» και κάθε μέρα χορεύει πάνω σ’ ένα άλογο, προκαλώ-ντας τον ενθουσιασμό του κοινού και προπάντων της γαλαρίας γιατί είν’ αληθινά ωραία σαν συλφίδα. Οι εφημερίδες την εγκωμιάζουν και δημοσιεύουν τη φωτογραφία της. Οι επιτυχίες της είναι μεγάλες. Μια μέρα, ο διευθυντής του θεάτρου «Πορτ-Σαιν-Μαρτέν», την προσλαμβάνει για να υποδυθεί το ένσαρκο άγαλμα της ωραίας Ελένης στο μελό «Φάουστ» του Ντ’ Ενερύ. Φυσικά, η Μπλανς θριαμβεύει κι όλο το Παρίσι τρέχει να τη δει να την χειροκροτήσει. Όλοι οι λογοτέχνες και οι καλλιτέχνες μιλούν για την ομορφιά της κι ο ζωγράφος Πωλ Μπωντρύ την παίρνει μοντέλο για τον πίνακά του: «Η μετανοούσα Μαγδαληνή».

Λίγους μήνες αργότερα, η Μπλανς είναι σπιτωμένη, κι έχει δικό της αμάξι, δικά της άλογα και υπηρέτες, καθώς και βαρύτιμα κοσμήματα. Με την ιδιόκτητη καρότσα της πηγαίνει τακτικά και κάνει τον περίπατό της στο Δάσος της Βουλώνης. Ένας Ρώσος πρίγκιπας την ερωτεύεται τρελά κι η Μπλανς τον ακολουθεί στο Βισμπάντεν, όπου γρήγορα γίνεται περιζήτητη στα κοσμικά σαλόνια για την εκθαμβωτική ομορφιά της, τους ωραίους τρόπους της και την εξυπνάδα της. Είναι κατά κάποιον τρόπο το πρόσωπο της ημέρας. Τα χρυσά νομίσματα γλιστρούν απ’ τα λευκότατα κι απαλά χέρια της και χάνονται στα χαρτιά. Γιορτές διοργανώνονται για να την τιμήσουν· ένας μουσικός της αφιερώνει ένα βαλς. Σε λίγο καιρό όμως, η Μπλανς φεύγει με τον πρίγκιπά της για την Πετρούπολη, όπου ζει σαν πραγματική πριγκίπισσα μέσα στη χλιδή και την πολυτέλεια. Φιλόδοξη όπως είναι, η Μπλανς παρουσιάζεται στο θεωρείο της Όπερας, φορώντας μιαν έξωμη τουαλέτα, μοντέλο της αυτοκράτειρας, που την παρακολουθεί απαθέστατα και σκέπτεται με ποιον τρόπο να την εκδικηθεί. Όπως ήταν επόμενο, την άλλη μέρα κιόλας, η Μπλανς εξορίζεται απ’ την Πετρούπολη για την προσβολή που έκανε στην αυτοκράτειρα. Φεύγει όμως ευχαριστημένη, γιατί τα κοσμήματά της αξίζουν πολλά εκατομμύρια φράγκα.
Το Παρίσι που πάντοτε το λατρεύει, την παρηγορεί σχεδόν αμέσως και της προσφέρει τη δόξα. Η Μπλανς κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο «Παλαί Ρουαγιάλ» σε μια κωμική όπερα «Η Δανάη και η δούλα της». Την εποχή αυτή γνωρίζεται με τον μουσουργό Ερβέ. Ο φημισμένος συνθέτης του «Μικρού Φάουστ» μαντεύει στην Μπλανς μιαν ιδεώδη ερμηνεύτρια της καινούργιας του κωμικής όπερας. Η Μπλανς του δείχνει πως έχει ωραία φωνή κι ωραίες γάμπες: «Μαέστρο, έχεις δει πολλές σαν αυτές;» τον ρωτάει μ’ αφέλεια.
Ο Ερβέ ενθουσιάζεται. Η Μπλανς παίζει το ρόλο της Μαργαρίτας στο «Μικρό Φάουστ» και το κοινό την αποθεώνει. Είναι πια «μεγάλη βεντέτα». Η κριτική της αφιερώνει επαινετικά άρθρα και οι ζωγράφοι και οι γελοιογράφοι εμπνέονται απ’ αυτήν.
Στο μεταξύ ο πόλεμος του ’70 αλλάζει το ρυθμό της παρισινής ζωής. Η Μπλανς γίνεται νοσοκόμος και περιποιείται στο μέγαρό της τους τραυματίες στρατιώτες. «Έχει καρδιά πολύ πονετική», θα γράψει κάποιος γι’ αυτήν. Αντίθετα η Νανά, η ηρωίδα του Ζολά, είναι εκδικητική και σ’ όλες τις εκδηλώσεις της υπάρχει η διαστροφή και το μίσος. Τους εραστές της τους εκμεταλλεύεται και τους ταπεινώνει. Στο τέλος η Νανά συζεί μ’ έναν ηθοποιό. Παρόμοιο επεισόδιο συναντούμε και στη ζωή της Μπλανς Ντ’ Αντινύ: αγαπάει ένα συνάδελφό της, κάποιον Λουσύ, αλλά το χαριτωμένο αυτό ειδύλλιο σβήνει γρήγορα, γιατί ο αγαπημένος της πεθαίνει. Ατυχώς η Μπλανς μεθυσμένη απ’ τον έρωτά της, κάνει την ανοησία να διώξει τον προστάτη της, έναν πλούσιο τραπεζίτη που της πρόσφερε όλα τα μέσα της πολυτελέστατης ζωής της.
Το τέλος φτάνει σύντομα και μοιάζει με το τέλος της Νανάς. Οι διάφοροι πιστωτές της Μπλανς αρχίζουν να την πιέζουν κι αυτή, μην μπορώντας ν’ ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, αναγκάζεται να ξεπουλήσει τ’ αμάξια της και τ’ άλογά της, τα έπιπλά της, τα κοσμήματά της και τις καλλιτεχνικές συλλογές της για να πληρώσει τα χρέη της.
Ένα ταξίδι, στο μεταξύ στην Αίγυπτο αποτυχαίνει, γιατί οι πιστωτές της την κυνηγούν ως εκεί. Οι συγκινήσεις όμως των τελευταίων αυτών μηνών την έχουν πολύ καταβάλει. Και η Μπλανς, η ωραία και ξένοιαστη ηθοποιός και εταίρα, εγκαταλειμμένη απ’ όλους, χωρίς χρήματα, δίχως καμιά προστασία, πεθαίνει από τύφο το Μάη του 1874, σε ηλικία 34 χρονών.
Η Μπλανς Ντ’ Αντινύ υπήρξε το πρότυπο της περίφημης Νανάς, αλλά πόσο διαφορετική είναι η θλιβερή ηρωίδα του μυθιστορήματος και πόσο παλιογυναίκα! Ο Ζολά βέβαια θέλησε να εμπνευστεί από ’να ζωντανό πλάσμα και να μαστιγώσει την εποχή του και τη διαφθορά της, αλλά το πλάσμα αυτό μας το παρουσιάζει εντελώς αλλαγμένο στην όλη ψυχοσύνθεσή του. Αν διαβάζουμε μ’ ευχαρίστηση τη «Νανά», αγαπούμε ωστόσο πιο πολύ την Μπλανς Ντ’ Αντινύ, την πεταλούδα αυτή της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, που υπήρξε μια γυναίκα τόσο ωραία όσο και βαθιά ανθρώπινη.
Η Νανά βέβαια δεν είναι ούτε η Βαλτές, ούτε η Μπλανς Ντ’ Αντινύ: έχει κάτι κι απ’ τη μια κι απ’ την άλλη. Ίσως ο Ζολά να πήρε λεπτομέρειες κι από άλλες φημισμένες εταίρες της εποχής του, όπως ήταν η Κόρα Πηρλ, και η Δελφίνη Ντε Λιζύ· χάρη στην τέχνη του πλάθει ανάγλυφα τον τύπο της εταίρας στα τέλη της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Η Νανά είναι η πόρνη που ερεθίζει τους άρρενες με την προκλητική σάρκα της, με την ισχυρή της «οντόρ ντι φεμινά», με τον ξεδιάντροπο κυματισμό του στήθους της και των γλουτών της, με την ηδονική ταλάντευση των μηρών της, με το αναιδές της χαμόγελο και το ηδυπαθές βλέμμα της. Αποκτηνώνει και εξουθενώνει τους εραστές της, καταβροχθίζει την περιουσία τους, τους τραγανίζει «όπως τραγανίζει ανάμεσα στα γεύματά της μια σακούλα πραλίνες, ακουμπισμένη στα γόνατά της». Η Νανά καταστρέφει τις οικογένειες, καταντάει το δηλητήριο της κοινωνικής διάλυσης, κι ο Ζολά τη συγκρίνει με τη μύγα, με χρώμα ξανθό, που έχει ξεπεταχτεί μέσ’ απ’ τη βρόμα, και πεθαίνει πάνω στα ψοφίμια και που βουίζοντας, χορεύοντας, ρίχνοντας γύρω της μιαν εκτυφλωτική λάμψη, δηλητηριάζει τους άντρες, μόλις ακουμπήσει πάνω τους, έτσι καθώς μπαίνει ελεύθερα μέσα στα μέγαρα απ’ τ’ ανοιχτά τους παράθυρα.
Όπως η «Ταβέρνα», το ίδιο και η «Νανά» προκαλεί αναταραχή και διαμαρτυρίες λίγο πολύ ειλικρινείς. Εξοργίζονται για τις ωμές περιγραφές και τις λεπτομέρειες. Η κοινωνία θέλει βέβαια να συντηρεί, να χαϊδεύει και να δοξάζει με τον τρόπο της την εταίρα, που είναι ένα απ’ τα εξαίσια ζωντανά άνθη του αυτοκρατορικού καθεστώτος· ο επιχειρηματίας, ο βαρόνος, ο τιτλούχος γενικά, ο μέγας αστός υποκλίνονται μπροστά σ’ όλες τις Νανά, που τρέφονται από τα δικά τους αγαθά, απ’ το χυμό τους, κι απ’ την τιμή τους, μπροστά σ’ αυτές τις Αφροδίτες τις ολοκληρωτικά προσκολλημένες στη λεία τους. Οι ευ φρονούντες όμως τρομάζουν και διαμαρτύρονται εν ονόματι της ηθικής και της αρετής που εξευτελίζονται και καταρρακώνονται, κατά τη γνώμη τους, μέσα στις σελίδες της «Νανάς». Παρ’ όλες όμως τις διαμαρτυρίες κι εξαιτίας ακριβώς του σάλου που προκαλεί, η «Νανά», όπως και η «Ταβέρνα», είναι ένας εκδοτικός θρίαμβος του Εμίλ Ζολά.
Απ’ το ερημητήριό του τού Κρουασέ, ο φίλος και θαυμαστής του Ζολά, ο Γουσταύος Φλωμπέρ, χαιρετίζει το θρίαμβο της «Νανάς» με το ακόλουθο ενδιαφέρον γράμμα του:

Κρουασέ, Κυριακή 13 Μαρτίου 1871
Αγαπητέ μου Ζολά,
Πέρασα χθες όλη την ημέρα, ώς τις έντεκα και μισή τη νύχτα, διαβάζοντας τη «Νανά». Έπειτ’ απ’ αυτό το διάβασμα δεν μπόρεσα να κοιμηθώ κι απομένω «ενεός».
Αν θα έπρεπε να σημειώσω ό,τι σπάνιο και δυνατό υπάρχει εκεί μέσα, τότε θα έγραφα σχόλια για όλες τις σελίδες. Οι χαρακτήρες είναι έξοχοι από αλήθεια. Οι κατάλληλες λέξεις αφθονούν· ο θάνατος της Νανάς, στο τέλος, είναι μιχαηλαγγελικός.
Ένα βιβλίο πελώριο, καλέ μου!
Ιδού οι σελίδες που σημείωσα (μες στην υπερβολή του ενθουσιασμού μου και με την πρώτη κιόλας ανάγνωση).
82, 87, Κάποια νωχέλεια; ή μάλλον κάποια αργοπορία.
205, Ο Μινιόν με τους γιους του! Ανείπωτη ομορφιά.
33, 45, 46, 51, 52, 75, 105, 108, 126, 130, 134, 146, 156, 172, 173, αξιολάτρευτες το ίδιο και η σελ. 175.
Το όραμα του κ. Ντ’Αγκλάρ! 237, 256.
Αλλ’ αυτό που προηγείται: η νύχτα που περνάει μες στους δρόμους είναι λιγότερο εμπνευσμένη· άλλωστε, μια και υπήρχε το σχέδιο, δοσμένο εκ των προτέρων, ήταν αδύνατο να γίνει αλλιώς, γιατί έπρεπε να ’ρθει φυσικά το: «ας πλαγιάσουμε» που είν’ εξαίρετο.
Ό,τι αφορά στον Φοντάν, τέλειο.
295, Όλο το δέκατο κεφάλαιο.
Σημ. 401, ανάμεσα στη Χάβρη και την Τρουβίλ, αδύνατο! Βάλτε καλύτερα Ονφλέρ.
415, Μεγαλειώδες, επικό, υπέροχο!
427, Η πατρότητα όλων αυτών των κυρίων, αξιολάτρευτη.
459, Η αυτοκτονία του Ζωρζ κι ο ερχομός της μητέρας του συγχρόνως: δεν είναι μελό - αν και χωρίς άλλο έτσι θα ισχυριστούν - γιατί το εφέ προέρχεται απ’ το χαρακτήρα κι απ’ τα γεγονότα που είν’ έξυπνα συνδυασμένα.
483, Πολύ μεγάλο, πολύ μεγάλο!
489-90, Πόσο είν’ αληθινό κι έντονο!
500, Τίποτα υψηλότερο.
14, Πάνω απ’ όλα! Μάλιστα, μα την πίστη μου! ανυπέρβλητο!
Τώρα πια μπορέσατε να μην χρησιμοποιήσετε όσο το δυνατό πολλές χυδαίες λέξεις· το ότι το ταμπλ-ντ’ οτ των τριβάδων «επαναστατεί κάθε αιδώ» το πιστεύω! Ε! λοιπόν! σκατά για τους βλάκες! Μια φορά αυτό είναι κάτι καινούργιο και φτιαγμένο με θάρρος!
Ο χαρακτηρισμός της Μινιόν «Τι εργαλείο!» κι όλος ο χαρακτήρας της Μινιόν με γοητεύει. Η Νανά πλησιάζει το μύθο χωρίς να παύει να είναι και πραγματική.
ΕΙΠΑ.

Κι έπειτ’ απ’ αυτό
Σας φιλώ,
Ο παλιός σας φίλος
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ ΦΛΩΜΠΕΡ

 

Όλα στον κόσμο κινούνται γύρω από το σεξ.
Εκτός από το σεξ...
Όσκαρ Γουάιλντ

ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΟΤΑΝ ένας συγγραφέας καταπιάνεται με μια φαινομενικά εύκολη ιστορία μιας γυναίκας ελαφρών ηθών; Όταν αυτός ο συγγραφέας είναι ο μεγάλος Ζολά, τότε το αποτέλεσμα είναι ένα μνημειώδες νατουραλιστικό μυθιστόρημα που α-ντανακλά τα ήθη μιας κοινωνίας αντιπροσωπευτικής  όλων των εποχών. Η Νανά του Εμίλ Ζολά λατρεύτηκε, μεταφράστηκε και εκδόθηκε σε πολλές γλώσσες, διασκευάστηκε για το θέατρο, έγινε ταινία για τον κινηματογράφο, τραγουδήθηκε και έγινε το σύμβολο του ερωτικού πάθους ανά τους αιώνες.
Τι είναι αυτό όμως που την διακρίνει από άλλα ελαφρά αναγνώσματα πέρα από την υπογραφή του μεγάλου νατουραλιστή συγγραφέα; Η απάντηση, όσο παράδοξη και αν ηχεί, βρίσκεται σε μία λέξη: η ΗΘΙΚΗ της. Η βαθύτερη ηθική της ηρωίδας, μια ηθική που ξεπερνά τα χρηστά ήθη της εκάστοτε εποχής, τις συνήθειες των θνητών και τα θέσφατα που είναι τόσο μεταβλητά όσο και το πέρασμα του χρόνου. Σε ένα βιβλίο που είναι γεμάτο με γλαφυρές σκηνές και πολύ πραγματικούς χαρακτήρες, υπάρχουν δύο σκηνές που δείχνουν την ηθική αυτή μπροστά στην οποία θα έπρεπε να υποκλίνεται ο μικροαστικός συντηρητισμός μας. Τη Νανά την ερωτεύονται όλοι. Άντρες, έφηβοι, παντρεμένοι και ελεύθεροι είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τα πάντα για χάρη της. Και την κατηγορούν που εκείνη νοιάζεται για όλους και δεν δεσμεύεται με κανέναν. Τους απαντά αποστομωτικά ότι ένας γάμος με οποιονδήποτε από αυτούς θα την είχε κάνει μαρκησία λύνοντας για πάντα τα προβλήματά της. Όμως εκείνους θα τους είχε καταστρέψει.
Ή λίγο αργότερα όταν οι διάφοροι εραστές της καθισμένοι γύρω της τολμούν να της πουν ότι η οικογένειά της δεν είχε και τόσο ευχάριστη ιστορία, τότε η Νανά υψώνει το ανάστημά της, αναλαμβάνει την ευθύνη του εαυτού της με τη γενναιότητα που λίγοι ευνοημένοι της ζωής θα είχαν, και τους βάζει με αυστηρότητα στη θέση τους: «Αμ! Το ξέρω πως δεν είναι ευχάριστα… Μας έλειπε το ψωμί, αγαπητέ μου… Ω! Εγώ δεν ξέρω να κρύβομαι, μ’ αρέσει να λέω τα πράγματα όπως είναι. Η μητέρα μου ήταν πλύστρα, ο πατέρας μου το έτσουζε και πέθανε απ’ το πολύ πιοτό. Να, σαν δεν σας αρέσει, σαν ντρέπεστε για την οικογένειά μου. Την οικογένειά μου θα την σέβεστε».
Η ιστορία κλείνει με τον πόλεμο να έρχεται. “Στο Βερολίνο”, ακούγονται οι κραυγές του πλήθους που τρέχει σε κατάσταση αλλοφροσύνης στους δρόμους. Και ο πόλεμος σταματά την ομαλότητα, τους έρωτες και τις αντιζηλίες τους, τα πάθη τους και την καθημερινότητά τους. Και όλα παγώνουν. Και η Νανά φεύγει.

Το βιβλίο, με την εισαγωγή και την εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Πράτσικα, καθώς και 32 ασπρόμαυρες γκραβούρες πραγματικά κομψοτεχνήματα που ακολουθούν την ιστορία, θα συγκινήσει τον αναγνώστη που θα ανακαλύψει στις σελίδες της Νανάς ένα κλασικό αριστούργημα.


Κωνσταντίνος Ι. Γκοβόστης

Ζολά, Εμίλ

Εμίλ Ζολά (2 Απριλίου 184029 Σεπτεμβρίου 1902)

Γάλλος νατουραλιστής συγγραφέας και κριτικός, με έργο πολυμεταφρασμένο που έχει σταθεί αφορμή για πλήθος θεατρικών διασκευών. Έγινε γνωστός κυρίως για το έργο του Κατηγορώ – μια κορυφαία πολιτική πράξη στην υπόθεση Ντρέιφους, μια γενναία ανοιχτή επιστολή προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Ζολά συνδέθηκε σε μικρή ηλικία με τον ζωγράφο Πωλ Σεζάν και αργότερα διοργάνωνε πολιτιστικά δείπνα με το Γκυ Ντε Μωπασσάν. Μετά την ενηλικίωσή του, και έχοντας ζήσει φτωχικά παιδικά και εφηβικά χρόνια, κατόρθωσε να μπει κλητήρας σε έναν εκδοτικό οίκο με τη βοήθεια ενός οικογενειακού φίλου. Ακολούθως άρχισε να αρθρογραφεί σε εφημερίδες για θέματα λογοτεχνίας, τέχνης και πολιτικής. Αξιοσημείωτες ήταν οι θέσεις του κατά του Ναπολέοντα Α΄ και του ιερατείου. Μέσα σ' ένα χρόνο, τα έσοδά του αυξήθηκαν χάρη στα άρθρα που έστελνε σε εφημερίδες. Η κοινωνική ευαισθησία και το ανήσυχο πνεύμα του τον οδήγησαν στην ώριμη συγγραφική περίοδό του να καταπιαστεί με θέματα σοσιαλιστικής ουτοπίας.

Σημαντικά έργα του είναι: Ζερμινάλ, Η ταβέρνα, Τερέζα Ρακέν, Το ανθρώπινο κτήνος, Κατηγορώ, Νανά.

Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:

* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€

Στείλτε μας την απορία σας για το προϊόν.
 

Δείτε επίσης