ΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ
Mε αφορμή την πρόσφατη ανακοίνωση των Κρατικών Βραβείων για τα βιβλία που εκδόθηκαν το έτος 2017, θα θέλαμε να μοιραστούμε μαζί σας μερικές σκέψεις με την ελπίδα ότι θα προκαλέσουν ένα διάλογο χρήσιμο για τις διάφορες παραμέτρους γενικότερα του θεσμού των λογοτεχνικών βραβείων.
Αναμφισβήτητα αυτός ο θεσμός έχει στο νεότερο ελληνικό κράτος μακρά παράδοση, αν θυμηθούμε ότι από το 1851 και για μια εικοσιπενταετία περίπου κυριαρχούσαν οι περίφημοι πανεπιστημιακοί ποιητικοί διαγωνισμοί, (αθλοθετημένοι από δύο πλούσιους εμπόρους, τον Αμβρόσιο Ράλλη και τον Ιωάννη Βουτσινά), ο κανονισμός των οποίων παρενέβαινε όχι μόνο σε καλλιτεχνικά αλλά και σε γλωσσικά και ιδεολογικά ζητήματα.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν και ως τις μέρες μας τα κάθε λογής λογοτεχνικά βραβεία αυξήθηκαν με γεωμετρική πρόοδο. Είτε πρόκειται για λογοτεχνικούς διαγωνισμούς είτε για βραβεύσεις ήδη εκδομένων βιβλίων, είτε προκηρύσσονται από κρατικούς φορείς, π.χ. τα Πανεπιστήμια, διάφορους δήμους της χώρας, οργανώσεις, περιοδικά, ιδιώτες, όλοι δημιουργούν ένα πλατύ πεδίο συναγωνισμού για τη βράβευση νεότερων ή ήδη καταξιωμένων δημιουργών. Είναι όμως μόνο θετικά στοιχεία αυτών των βραβείων ή υπάρχουν τυχόν και αρνητικά;
Ένα βραβείο αναμφισβήτητα δίνει χαρά στον τιμώμενο, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι προσδίδει κύρος στον αθλοθέτη (όταν δεν πρόκειται για κάποιον γνωστό φορέα, καθώς και σε εκείνους που αναλαμβάνουν να γίνουν κριτές.
Ένα πρώτο προς διερεύνηση στοιχείο, λοιπόν, είναι τα κριτήρια τόσο για τους κριτές όσο και για τα έργα που κρίνονται. Κριτήρια διαφορετικά για κάθε βράβευση.
Ένα δεύτερο, πόσα βραβεία, τοπικά, θεματικά, ειδολογικά, μεγάλα ή μικρά, αντέχει η λογοτεχνική μας παραγωγή; Μήπως αυτή η υπερπληθώρα κατ’ έτος απονεμόμενων βραβείων και βραβευθέντων υποβαθμίζει εντέλει το κύρος του θεσμού, του στερεί τη μοναδική αίγλη που ένα σημαντικό βραβείο μπορεί να έχει; Μήπως, από την άλλη, δίνει την αίσθηση ότι ένα βραβείο δεν είναι η «υπέρτατη» τιμή για ένα βιβλίο και τον δημιουργό του αλλά μια σχεδόν αναμενόμενη ανταμοιβή; Δεν αγνοούμε την ιεράρχηση του κάθε αθλοθέτη ούτε τη βαρύτητα (μεγάλη ή μικρή) του κάθε βραβείου. Μήπως όμως δημιουργείται μια συνεχώς αυξανόμενη ομάδα βραβευμένων έτσι που να αμβλύνεται η σημασία αυτής της μεγάλης τιμής;
Ο Αλέξανδρος Αργυρίου στη θαυμάσια Εισαγωγή του στη μνημειώδη πολύτομη Μεταπολεμική Πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του 67 (1988) των Εκδόσεων Σοκόλη είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τα βραβεία για την πεζογραφία εκείνης της εποχής, καταγράφοντας τα ονόματα των μελών των κριτικών επιτροπών (κρατικά βραβεία και βραβεία της Ομάδας των 12), καθώς και των βραβευθέντων. Η χρονική απόσταση μας επιτρέπει την ασφαλή αποτίμηση της ορθής ή όχι βράβευσης ορισμένων δημιουργών σε καιρούς ιδιαίτερα που τα κριτήρια έφεραν πασιφανή εξωλογοτεχνικά σημάδια. Συχνά μπορούμε να ψιθυρίσουμε: «Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη».
Υπενθυμίζουμε ακόμη ότι ο έπαινος του δήμου και της αγοράς δίνει συχνά αφορμές για αρνητικές κρίσεις δίκαιες ή άδικες. Ένας βόμβος για «παρασκηνιακές» ενέργειες μπορεί να αμαυρώσει και την ορθότερη απόφαση. ¶ρα η διαφάνεια τής κάθε κριτικής διαδικασίας και η με επιχειρήματα αιτιολόγηση κάθε βράβευσης είναι αναγκαία. Επιπλέον η κριτική ματιά στομώνεται για διάφορους λόγους. Δα Δεύτερα βραβεία και οι Έπαινοι που δίνονταν παλαιότερα, σχεδόν εκλείπουν, ίσως επειδή οι δημιουργοί δεν δέχονται μια αξιολογική ιεράρχηση. Δα βραβεία «εξ ημισείας» είτε αποτελούν σολομώντεια λύση των κριτών είτε αποτυπώνουν την ύπαρξη ισάξιων έργων δεν γίνονται επίσης εύκολα αποδεκτά.
Ας δούμε όμως το ζήτημα και από μια διαφορετική, την ουσιωδέστερη εντέλει, οπτική γωνία. Όλα αυτά τα βραβεία έχουν έναν ευρύτερο αντίκτυπο; Πόσο συμβάλλουν δηλαδή στην πρόκληση ενός ευρύτερου αγοραστικού και αναγνωστικού ενδιαφέροντος για τα βραβευμένα έργα. Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε η λογοτεχνία μπορεί να ευφράνει τις ψυχές μας και όλοι οι τρόποι που φέρνουν τα έργα κοντά στο κοινό είναι χρήσιμοι. Είναι βέβαιο ότι λειτουργεί ακόμη από στόμα σε στόμα ή αν θέλετε από tweet σε tweet η ανέξοδη, από τη βάση, διαφήμιση ωραίων βιβλίων. Γίνονται εξίσου γνωστά τα βραβευμένα; Ένα έργο υψηλής καλλιτεχνικής αξίας θα περάσει στο πλατύ κοινό μέσω της δημοσιότητας της βράβευσής του ή αυτό μπορεί εξίσου να συμβεί με άλλους τρόπους, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του ¶ξιον Εστί του Ελύτη, μέσα από τη συνάντησή του με την εξαίσια μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, σε έναν ευρείας και λαϊκής αποδοχής διάλογο ποίησης και μουσικής;
Με τα όσα εκθέσαμε προηγουμένως δεν εκφράζουμε αντιρρήσεις για τον θεσμό των βραβείων, αντίθετα μας ενδιαφέρει μια συζήτηση προς την κατεύθυνση της διαφύλαξης του κύρους και της σπουδαιότητάς τους στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Μας ενδιαφέρει επίσης να καταγράψουμε δικές σας απόψεις για τη θετική πλευρά των λογοτεχνικών βραβείων αλλά και για τις παραμέτρους που χρειάζονται διαφορετική αντιμετώπιση.