Μίσια - Το Καζακί

Μίσια - Το ΚαζακίΜην φοβηθείς το σκοτάδι, η ανατολή πάντα έρχεταιΣυγγραφέας: Ανδρέοβιτς, Μιχάλης

18,50€16,65€

Άμεσα διαθέσιμο

(Ο άνθρωπος)… χρειάζεται αλλά και μπορεί να τρέφεται και από την τέχνη, να αναπνέει από τα συναισθήματα, να βροντοφωνάζει μέσα από τη φαντασία του, να ορθοστατεί μέσα από τα οράματά του…

 

Το παρόν βιβλίο «Μίσια / το καζακί», είναι ένα αυτόνομο ανάγνωσμα και παράλληλα αποτελεί και μιαν ιστορική συνέχεια του πρώτου βιβλίου –«ΜΙΣΙΑ / МИШΑ αριστοκρατία, πόλεμος, επανάσταση, προσφυγιά», Εκδόσεις Γκοβόστη / 2023‒, στο οποίο παρακολουθήσαμε την εξέλιξη της ζωής του κεντρικού του ήρωα, στη Ρωσία των αρχών του εικοστού αιώνα και μέχρι την ηλικία των τριάντα ετών.

Σε τούτο το βιβλίο, απλώνεται η προσωπική ιστορία του Μίσια, στην Ελλάδα πλέον, μετά το 1920, αλλά και του Αντρέα, του γιού του. Παράλληλα με την πορεία τους τρέχει και η Ελληνική Ιστορία του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Το πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο που αναφέρεται στις εποχές που διαδραματίζονται τα γεγονότα, αποτελεί έναν ακόμη άξονα πορείας στην ανάπτυξη της συγγραφής. Συνοδεύεται δε από τις προσωπικές ιστορίες των λοιπών ηρώων του βιβλίου – ανιόντων προγόνων του συγγραφέα, στη Ρωσία, στον Πόντο και στη Θράκη. Τις ακολουθούν και οι ιστορικές διαδρομές των τόπων που γέννησαν ή που φιλοξένησαν αυτούς τους ανθρώπους.

Επιπρόσθετα, εθιμικές και γλωσσολογικές καταγραφές εμπλουτίζουν με την ανάλυσή τους ή και με τη γλαφυρή παράθεσή τους, το περιεχόμενο του βιβλίου.

Είδος: Βιβλίο
ISBN: 978-960-606-309-1
Αριθμός έκδοσης:
Έτος έκδοσης: 2025 (Μάρτιος)
Πρώτη έκδοση: 2025 (Μάρτιος)
Ενιαία Τιμή Βιβλίου: ΝΑΙ (έως Σεπτέμβριος 2026)
Εκδότης: Εκδόσεις Γκοβόστη
Δέσιμο: Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις: 14x21
Σελίδες: 288
Θεματική Ταξινόμηση: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Βάρος: 440 γρ.

Αυτά τα πλημμυρισμένα εδάφη γίνονταν βιότοπος για την πανίδα του γλυκού νερού. Τόπος αναπαραγωγής της. Δεκάδες είδη (και σπάνιων) πουλιών, χώρος εναπόθεσης αυγών των ψαριών, σύννεφα εντόμων διαφόρων ειδών, ερπετά και θηλαστικά, μικρά και μεγάλα. Μια πανδαισία ήχων, πίεζε την ούτως ή άλλως αδημονούσα Άνοιξη, να σεβαστεί τη σκυτάλη της και να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο βόμβος των εντόμων προσπαθούσε να συνυπάρξει με τα κοάσματα των βατράχων. Ελωδών πτηνών κρωξίματα, ενός μεγάλου εύρους στη μουσική κλίμακα, όξυναν την μελωδία των καλλικέλαδων πουλιών που καταλάμβαναν τις ψηλότερες κορφές των δένδρων. Μια κοχλάζουσα βιοποικιλότητα αλλά ταυτόχρονα και μια πολυσύνθετη τροφική αλυσίδα με έντομα, ψάρια, πουλιά, μικρά θηλαστικά, αγριογούρουνα και ζαρκάδια, στοιβάζονταν στην ελώδη περιοχή των πλημμυρών, που στην κορυφή της βρίσκονταν ο λύκος, το τσακάλι και η αλεπού και φυσικά ο άνθρωπος.

Και η χλωρίδα βέβαια, οργίαζε. Υδρόβια και υδροχαρή φυτά κατέκλυζαν τον τόπο έχοντας ταυτόχρονα ταχύτατη ανάπτυξη. Υπεραιωνόβια δέντρα σε πυκνή βλάστηση, έδιναν την εικόνα ζούγκλας, καθώς συμπλέκονταν και με διάφορα αναρριχώμενα. Άγριες λεύκες, μεσέδες (βελανιδιές) και καραγάτσια, με κορμούς που ’θέλαν δυο και τρεις ανθρώπους για να τους αγκαλιάσουν, με πλούσια φυλλωσιά, που αυτή ευθύνονταν για το μονίμως ανήλιαγο έδαφος, φιλοξενούσαν κισσούς και λογιών - λογιών «σαρμασίκια», που αγωνίζονταν να ανέβουν ψηλά, για να βγουν στο μεϊντάνι και να δουν το φως του ήλιου.

 Νερό, χώμα, βλάστηση, ζωντάνια. Κι ο άνθρωπος παρατηρητής στην καλύτερη περίπτωση, όταν δεν αποτελούσε απλά ένα ενεργό κομμάτι αυτού του υπέροχου πάζλ ζωής, που ταυτόχρονα ήταν γι’ αυτόν ένας σκληρός και αδυσώπητος αγώνας επιβίωσης.

 

***

 

Η παραμονή του για κάποιες μέρες στο ρωσικό νοσοκομείο θύμιζε επιστροφή στον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο ύπνος σε κρεβάτι και σε στρώμα, το ζεστό περιβάλλον, το φαγητό, το μπάνιο, η ξεκούραση, αποτελούσαν ξαφνικά σκηνές και γεγονότα από μια σχεδόν ξεχασμένη εποχή. Εκείνο όμως που για αρκετό καιρό έμεινε στη μνήμη του, ήταν η θέα από το παράθυρο του νοσοκομείου. Οι εικόνες αυτές χαράχτηκαν βαθιά στο μυαλό του και με ιδιαίτερα θετικό πρόσημο. Ο χειμωνιάτικος πρωινός ήλιος πρόβαλλε από τη ράχη του Υμηττού και έριχνε το φως του στο λεκανοπέδιο που ξυπνούσε. Σιγά - σιγά φώτιζε τις περιοχές που ήταν ανάμεσα στο πασαλιμάνι και μέχρι τους πρόποδες του βουνού. Άρχιζαν να ξεχωρίζουν, ειδικά τις μέρες που ήταν καθαρός ο ουρανός, ένας - ένας οι λόφοι, πεντακάθαρα, με την επιβλητική Ακρόπολη να τραβάει πρωταρχικά την προσοχή του. Δεξιά του απλωνόταν ο βαθυγάλανος Σαρωνικός. Από τη νύχτα ακόμα, περνούσαν μπροστά από τα μάτια του ένα - ένα, καθώς ξεκινούσαν τα καΐκια, από το λιμανάκι για την ανοιχτή θάλασσα.

Τόλμησε μια βραδιά να ξεστρατίσει από τον περίβολο του νοσοκομείου, και να περπατήσει στην ακτή. Η πρόκληση για κάτι τέτοιο προήλθε από τον ερεθισμό όλων σχεδόν των αισθήσεών του. Η όραση, η ακοή, η όσφρηση, ζητούσαν απαντήσεις για τα τεκταινόμενα στην γύρω περιοχή. Λίγο η περιέργεια, περισσότερο ίσως η διάθεση να αρχίσει να γνωρίζεται με τον τόπο που έχει βρεθεί και τους ανθρώπους του, τον ξεκόλλησαν από τα παγκάκια της αυλής του νοσοκομείου.

 

***

 

Σηκώθηκε όρθιος πίσω από το γραφείο του, ο κύριος επίλαρχος και με προτρεπτική διάθεση και απαγγελτικό ύφος απευθύνθηκε στον αμήχανο και αγωνιούντα Ρώσο εμιγκρέ: «Ἡ ἡμετέρα πατρίς, ἤτοι ἡ Ἑλλάς, κατανοοῦσα τὰς δυσκολίας εἰς ἄτινας ἔχει περιέλθει ἡ φίλα προσκειμένη καὶ ὁμόθρησκος πατρὶς ὑμῶν Ρωσία, καὶ παρὰ τὰς δυσκόλους συνθήκας τὰς ὁποίας διέρχεται ἡ ἰδία, ἕνεκα τῆς ἐκστρατείας εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, ἐπισπεύδουσα, τείνει χείραν βοηθείας ὑμῖν, ἀποβλέπουσα εἰς τὴν ὑμετέραν συνδρομὴν ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιζητουμένην παρ’ ὑμῖν ἀποκατάστασιν». Είπε ο λαλίστατος και ελληνοπρεπής αξιωματικός και τρέποντας στην συνέχεια τον λόγο του σε έτι λαϊκώτερον, εξακολούθησε: «Μιχαὴλ Ἀνδρέγεβιτς, ἡ ὑπηρεσία, σᾶς ἐντάσσει εἰς τὴν δύναμίν της καὶ ζητᾶ τὴν πρόθυμον καὶ ἄοκνην προσφορὰ σας εἰς αὔτην. Ἐδῶ εἰς τὸ γραφεῖον τοῦτο εὑρίσκονται τὰ ἀπαραίτητα ἔγγραφα τῆς πρόσληψής σας», συνέχιζε καθώς ταυτόχρονα σκάλιζε έναν φάκελο, «καὶ ἀφοῦ τὰ ὑπογράψετε θὰ ἀνήκετε πλέον εἰς τὴν δύναμιν τῆς δευτέρας ἴλης της ἐπιλαρχίας μας, τῆς ὁποίας ὁ διοικητὴς θὰ σᾶς ἐνημερώσει σχετικῶς μὲ τὰ καθήκοντά σας». «Γνωρίζω», πρόσθεσε, «τὴν ἀγάπην σας πρὸς τὰ ἄλογα καὶ πιστεύω πὼς ἡ ἀνταπόκρισή σας εἰς τὴν φροντίδα τους θὰ εἶναι πέραν τοῦ δέοντος ἱκανοποιητική...!»

 

***

Ήταν ένα φθινοπωρινό Σαββατόβραδο· το πήγαινε και το ’φερνε ο καιρός για ψιλόβροχο. Περιπλανιόντουσαν στα σοκάκια της Τερψιθέας, δίπλα στο λιμάνι του Πειραιά. Εκεί σε ένα ταβερνάκι είχαν καθίσει νωρίτερα για φαγητό, και δυο καραφάκια ούζο βοήθησαν να διεισδύσει το κέφι στην παρέα. Ο Γιωργής μάλιστα, ο δεκανέας, που έλεγαν ότι είχε και ωραία φωνή, συνόδεψε για κάποιες στροφές το γραμμόφωνο –το καμάρι του ταβερνιάρη– που έπαιζε μια ολοκαίνουρια κανταδιάρικη μπαλάντα του Αττίκ και αργότερα σιγόνταρε ένα ελαφρό τραγουδάκι από μια οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Τα πειράγματα μεταξύ τους αλλά και τα ανάλαφρα σχόλια γύρω από πρόσωπα του στρατοπέδου, ήταν η αγαπημένη θεματική που τους συνόδευε. Εκτός του δεκανέα και του «κυρίου Ίλαρχου» φυσικά, η παρέα συμπληρώνονταν από τον Γιαννιό κι από τον Μανώλη. Παλιοί φαντάροι αυτοί, σειρές απολύσεως· από αυτούς που στάθηκαν τυχεροί και παρέμειναν στην Αθήνα όταν χιλιάδες του ελληνικού στρατού μεταφέρονταν στην Μικρασία. Εύθυμο το κλίμα και με χαλαρή τη διάθεση βάδιζαν προς τον μυχό του λιμανιού αναζητώντας και το μαγαζί που θα τους κάνει «κλικ» και θα τρυπώσουν μέσα για να συνεχίσουν την βραδιά τους. Πήρε να δυναμώνει η βροχή και χώθηκαν όπως - όπως σε ένα καμπαρέ. Ευρύχωρο αυτό, ημιυπόγειο, στολισμένο αρκετά κακόγουστα για την αισθητική του Μίσια, αντίγραφο - καρικατούρα των λαμπερών καμπαρέ της Πετρούπολης που είχε την ευκαιρία να επισκεφτεί κάποτε…

 

***

ΉΤΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΗ η εμφάνιση της “κόμισσας” και γενικά η όλη της παρουσία, το δε χορευτικό της πρόγραμμα, είχε κάτι από το χρώμα ενός Παριζιάνικου καμπαρέ, έντονα όμως πασπαλισμένο με το άρωμα ενός Πολίτικου “καφέ αμάν”. Το λίκνισμα του κορμιού της συνόδευε αγαστά τις μουσικές πινελιές των οργάνων, ενώ ο ρυθμός και η ευλυγισία του σώματος πρόδιδαν έναν άνθρωπο που είχε διδαχθεί χορό και που για χρόνια τον είχε εξασκήσει. Η χορογραφία, πολύ ιδιαίτερη και προσαρμοσμένη στις τρέχουσες συνθήκες, συνέθετε σαγηνευτικά τις φιγούρες του κλασικού μπαλέτου με εκείνες του παθιασμένου λικνίσματος ενός «ουρί» της Ανατολής. Τούλια και δαντέλες διανθισμένα με πούπουλα στα ιδιαίτερα σημεία του σώματος, «προσπαθούσαν» να κρύψουν την γύμνια της, όχι τόσο από σεμνοτυφία ή ντροπή, όσο κυρίως επειδή κι αυτή γνώριζε πολύ καλά την πρόκληση που δημιουργεί στον αντρικό πληθυσμό το ημίγυμνο γυναικείο σώμα. Ο χορός της κοιλιάς, εμπλουτισμένος και με τεχνικές σύγχρονου χορού, έδινε ένα άρτιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, καθώς έδενε και με το προκλητικά καλλίγραμμο σώμα της.

 

***

 

Ήταν καλοκαίρι του ’26. Στα εικοσιένα βάδιζε η Ροδούλα όταν την πρόσεξε για πρώτη φορά ο Μίσια. Ο καιρός περνούσε και άφηνε σκληρά σημάδια στο πρόσωπο. Στο βλέμμα της έβλεπες ταλαιπωρία, εμπειρίες και ευθύνη κι οπωσδήποτε έδειχνε μεγαλύτερη και ωριμότερη από την ηλικία της. Εκείνη την εποχή η ευδαιμονία και η ανεμελιά ήταν άγνωστες λέξεις και ειδικά μεταξύ των προσφύγων. Για όλους αυτούς, από τη στιγμή που κυνηγήθηκαν από τον τόπο τους και έχασαν τα σπίτια τους, η ζωή τους μετατράπηκε σε έναν αέναο αγώνα για την επιβίωση. Την είχε πρωτοδεί στο παζάρι και του είχε κάνει εντύπωση ο διαφορετικός τρόπος που φορούσε τη μαντίλα της. Στην συνήθη καλοκαιρινή εικόνα της χρήσης της άσπρης μαντίλας, που κατέκλυζε τα παζάρια και τις ρούγες, έβλεπες να καλύπτεται όλο το κεφάλι και μόλις που να διακρίνονται τα μάτια, η μύτη και με τα βίας το στόμα (μπουρμπούλωμα). Η Ροδούλα, την μαντίλα της, την είχε δεμένη πίσω στο σβέρκο και ίσα που κάλυπτε τα μαλλιά της. «Γκανταλιόνταν» (σοκάρονταν) βλέποντας την εικόνα αυτή κάποιες γηραιότερες και παρενέβαιναν συχνά με πρόσχημα το μαύρισμα.

«Μαρί κουρτσιού μ’, θα σι καψ(ει) ου ήλιους μαρί, κι θαν(σαν) «σατς» κατάμαυρου π’ θα είσι, ποιός θα σι παρ(ει)(!;)

 Η απάντησή της ήταν συνήθως αποστομωτική. «Έτσ(ι) κι αλλιώς κι η ζουή μας κι η ψ(υ)χή μας μαύρη είνι, τα μούτρα μας θα τηράμι (βλέπουμε - προσέχουμε) τώρα;»

Κουνούσαν κι αυτές το κεφάλι με δυσθυμία και πρόσθεταν απλά για να πουν την τελευταία λέξη, ένα σχόλιο του τύπου: «Αϊά, τήραε συ, τι τζιαχίλκα λόια είνι αυτά».

 

***

… την πρώτη και μεγαλύτερη εντύπωση, του έκανε ο Βυζαντινός ναός της Παναγίας της Κοσμοσώτειρας, αντίγραφο της Αγιά Σοφιάς στην Κωνσταντινούπολη, που προέβαλλε και προβάλλει την καλαίσθητή του παρουσία στο κέντρο της κωμόπολης. Το σύμβολο αυτό της σύγχρονης Ελληνικής Θράκης στέκει φάρος τους τελευταίους εννιά αιώνες, επιβεβαιώνοντας ότι η Ιστορία αντιστέκεται με παρρησία στις μικρόψυχες και ιδιοτελείς προσεγγίσεις και στις προσπάθειες στρέβλωσής της από διάφορες πλευρές. Τέτοια μνημεία ατράνταχτης και αδιάψευστης καταγραφής και αξίας, ίστανται φωτεινά ορόσημα και στυλοβάτες της αναζήτησης του παρελθόντος. Λαμπεροί φωτοδότες που φεγγοβολούν τα σκοτεινά μονοπάτια ανίχνευσης των ιστορικών διαδρομών.

Εκεί στα μέσα του δωδέκατου αιώνα ο Ισαάκιος Κομνηνός, γιος του Αλέξιου και της Άννας της Κομνηνής και αδελφός του επίσης αυτοκράτορα Ιωάννη του Κομνηνού, ο φέρων και τον τίτλο του σεβαστοκράτορος, ήρθε στην παρυφή αυτή του «βηρός» (λασπότοπος αρχαϊστί), και στα πρανή του λόφου της (μετέπειτα) Αγίας Παρασκευής, ανήγειρε την μονή της Κοσμοσώτειρας και την έζωσε με τείχη ικανά να την προστατεύουν. Έχτισε το καθολικό της καθ’ εικόνα και ομοίωση της του Θεού Σοφίας· της πολυθρύλητης Αγιασοφιάς της Πόλης. Στρατηγική η θέση του μοναστηριού αλλά και του οικισμού που αναπτύχθηκε στη συνέχεια στην περίμετρό του, η βυζαντινή Βήρα, δίπλα στην ρωμαϊκή Εγνατία οδό και έχοντας έναν τεράστιο ορίζοντα προς την ανατολή, τον νότο και τη δύση, στάθηκε φρούριο και φρουρός σε μια ιδιαίτερη και κρίσιμη περιοχή του Βυζαντίου. Ορθώθηκε απ’ αντίκρυ από το τεράστιο δέλτα του Έβρου και τις εκβολές του, απ’ τη μεριά του βοριά και μεγάλωνε, μπαίνοντας στο «μάτι» της Αίνου που από απέναντι, απ’ τη νότια μεριά του δέλτα, για αιώνες έστεκε εκεί κλειδοκράτορας της εισόδου των νερών του ποταμού στη θάλασσα…

 

***

…Ένα τέτοιο σούρουπο ήταν και τότε, και η «βόλτα» είχε πυκνώσει αρκετά. Δεν είχε προγραμματίσει κάτι από πριν και καθώς είχε φτάσει στην κοσμοσυρροή, ακολουθώντας τον ρυθμό της, βάδιζε με κατεύθυνση προς έναν καφενέ, ο οποίος λειτουργούσε ως στέκι της παρέας του αλλά και ως αφετηρία τους για οποιαδήποτε εξόρμηση διασκέδασης. Ξαφνικά μια φωνή που τον καλούσε μέσα από το πλήθος, τον έκανε να σταματήσει απότομα και να γυρίσει το κεφάλι του σχεδόν προς τα πίσω. Η κίνησή του όμως αυτή είχε σαν αποτέλεσμα τη «σύγκρουσή» του με δυο κοπελιές που ακολουθούσαν σιμά του. Με την ευγένεια που τον διέκρινε το να ζητήσει συγνώμη ήταν το φυσικό του επακόλουθο. Αυθόρμητα λοιπόν αντέδρασε και η συγνώμη βγήκε μεν άμεσα όμως ακούστηκε να λέγεται στην μητρική του γλώσσα: «Извини» (Ιζβινι: συγνώμη).

 Ώσπου να συνειδητοποιήσει το γλωσσικό ατόπημά του και να το διορθώσει, ζητώντας συγνώμη στα ελληνικά, ακούει την απάντηση στα Ρώσικα από τα χείλη της μιας κοπέλας: «ничего не было» (νιτσέγο νε μπίλο: δεν ήταν τίποτα).

 Ήταν μια ξαφνική και υπέροχη έκπληξη αυτό που του συνέβη εκείνη τη στιγμή. Πάγωσε για ένα-δυο δευτερόλεπτα, αδυνατώντας να ψελλίσει το οτιδήποτε, και μόνο ένα πρόσχαρο συναίσθημα της στιγμής που είχε αποκτήσει, έμεινε στατικό σαν ζωγραφιά σε όλο του το πρόσωπο. Τον έβγαλε από την αμηχανία η επανάληψη στα ελληνικά πλέον της Σοφούλας, του ότι δεν έγινε και τίποτα σοβαρό.

«Μα πώς, από πού γνωρίζεις τα ρώσικα», της είπε στη μητρική του γλώσσα και με ένα ύφος εφηβικού ενθουσιασμού. «Δεν θυμάμαι πλέον αρκετά ρώσικα», του απάντησε στα ελληνικά. «Έχουν περάσει χρόνια από τότε στη Ρωσία. Παιδί ήμουν», πρόσθεσε και έκανε να φύγει…

 

***

ΕΥΤΥΧΩΣ ΤΑ ΤΕΚΤΑΙΝΟΜΕΝΑ στην κεντρική πολιτική σκηνή ελάχιστα επηρέαζαν την καθημερινότητά τους. Όχι ότι ήταν ανάξια ενδιαφέροντος και παρατήρησης, είτε ως εναλλασσόμενες σημαντικές καταστάσεις είτε και ως αιτίες που έφερναν αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή τους· τουναντίον. Όμως στην προσφυγιά και ειδικά στις εσχατιές αυτές της Ελλάδας, όλα αυτά τα συμβαίνοντα και σημαίνοντα στον κεντρικό πολιτικό χώρο, λειτουργούσαν όπως η βροχή στον βρεγμένο. Και σίγουρα δεν ήταν τυχαία η εποχή. Αρκεί να καταγράψει κανείς τα γεγονότα της περιόδου των πραξικοπημάτων και των εναλλασσόμενων κυβερνήσεων, όπου πέρα από την πολιτική αστάθεια, θα σημείωνε και τις τεράστιες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις που επιφύλαξε στην χώρα αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, η «ανάγκη» επανασυγκρότησης της κατεστραμμένης από την οικονομική κρίση του ’29, αμερικανικής οικονομίας – βλέπε επανάκαμψη της “wall street”. Αλλά κυρίως θα σημείωνε την «βρετανική» παγίδα που άκουγε στο όνομα «κανόνας του χρυσού», στην οποία είχαν εμπλέξει τη δραχμή, και οι χειρισμοί των ντόπιων πολιτικών δεν ήθελαν να δουν ή να παραδεχτούν ότι βλέπουν και το «τυράκι» και την «φάκα». Για να έρθει η πτώχευση του Μάη του ’32, συνοδευόμενη από ανέχεια και πείνα της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού. Μια αντίστοιχη ιστορία με ελάχιστες διαφοροποιήσεις από την «δικιά μας κρίση» των αρχών του 21ου αιώνα, όπου ένας λαός βρέθηκε και πάλι αμήχανος θεατής της καταστροφής του μέσα σε συνθήκες απαξίας και αναξιοπρέπειας.

Σε ένα τέτοιο κοινωνικοοικονομικό κλίμα που απέπνεε η καθημερινότητά τους, όπου το σιτάρι δεν περίσσευε για να γίνει αλεύρι, αλλά κι αυτό δεν έφτανε για να γίνει ψωμί, μπήκε ο Μίσια με κάποιο τρακ –αδικαιολόγητο θα το έλεγε κανείς–, στο σπίτι του Στάθη του Κακουλίδη…

 

***

 

Φθινόπωρο του ’39, και με την ποδιά του μαθητή, το σχολικό καπέλο και με την “πλάκα” και το “κοντύλι” στο χέρι, ο σχεδόν εξάχρονος Ανδρέας θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο σχολείο. Δεν ευόδωσε να τον πιάσει από το χεράκι η μανούλα του και να είναι αυτή που θα τον συνοδεύσει· αυτή που θα τον εμπνεύσει αγάπη κι ενδιαφέρον για τα γράμματα και την εκπαίδευση. Που θα σταθεί βράχος αλλά και φάρος δίπλα του στην πορεία της κοινωνικής του ένταξης. Το χέρι που τον κρατά είναι της θείας του της Χρυσής. Πολλά παιδάκια τα πήγαν οι μάνες τους. Τα άκουγε, εκεί στην μεγάλη αυλή του σχολειού που άλλα γκρινιάζανε, άλλα μυξοκλαίγανε κι άλλα χτυπούσαν τις μάνες τους, καθώς αυτές προσπαθούσαν να τα κάνουν ζάπι και δεν τα άφηναν να πάνε να παίξουν στις αυλές και στις αλάνες της γειτονιάς. Έπρεπε, λέει, να μην σκούζουν και να ακούν τη δασκάλα που τους μιλούσε! Έβαζαν το δάχτυλό τους οι μάνες όρθιο μπροστά στο στόμα τους και ακουγόταν ένα απαλό σφύριγμα: «Σσσσστ». Δεν έλειψαν κι εκείνες που τους έριξαν κι από κάνα δυο στον πισινό για να σταματήσουν τη γκρίνια.

Η δασκάλα στην αυλή τις είχε παρακαλέσει να μείνουν για τα εγκαίνια της καινούργιας χρονιάς μέχρι να έρθει και ο παππάς και να τους ευλογήσει όλους. Ήξερε ότι από τα πρωτάκια ούτε τα μισά θα έμεναν στο σχολείο σαν έφευγαν οι μάνες τους. Γνώριζε καλά επίσης και το πόσο δύσκολο θα της ήταν να τα κουλαντρίσει όλα αυτά τα μικρά κι ασυντόνιστα αλανάκια.

Την θυμόταν τη δασκάλα του ο Ανδρέας, μιας και ήταν η μοναδική που είχε στη ζωή του. Δεν του έτυχε να ξαναέχει άλλη δασκάλα κι αυτή η μία, του εντυπώθηκε καλά στο μυαλό. Τις δύο εβδομάδες που ακολούθησαν, πρόλαβε να μάθει το «α», το «β» και το «ε». Έμαθε επίσης να μετράει. Και το ένα και το δύο και το τρία… Δεν ήταν σίγουρος αν τα παρακάτω τα έμαθε τότε στο σχολείο…

 

***

 

…Με το μάτι θολό και το στομάχι άδειο, ο οκτάχρονος Αντρέας θα ανακαλύψει σε κάποια στιγμή τον καρπό της καρυδιάς κάπου ανάμεσα στα ρουμάνια. Θα επιδοθεί με βουλιμία στην κατανάλωση των καρυδιών, τα οποία σημειωτέον δεν είχαν ωριμάσει επαρκώς, γεμίζοντας το στομάχι και καταπολεμώντας μ’ αυτά την πείνα του. Το αποτέλεσμα θα είναι ένα (τουλάχιστον) δεκαήμερο διαρροϊκό σύνδρομο που θα τον εξουθενώσει. Το περιστατικό αυτό στο μέλλον θα το αντιμετωπίζει με κάποια γλαφυρότητα. Και είναι λογική μια τέτοια αντίδραση αν ο βαθμός ασημαντότητας αυτού του γεγονότος συγκριθεί με την απίστευτης σοβαρότητας και κρισιμότητας περίοδο –χειμώνας του ’42-’43–, όπου το σύνδρομο (πλέον) του υποσιτισμού θα εμφανίσει στο σώμα του όλα εκείνα τα φαινόμενα που συνυπάρχουν με την πρησμένη κοιλιά, τους φουσκωμένους αστραγάλους, την σημαντική απώλεια μυϊκής μάζας, την κόπωση και τις διάρροιες.

Άγνωστες οι τελικές επιπτώσεις στην ομαλή ανάπτυξη του Αντρέα, αλλά και χιλιάδων παιδιών κατά τη διάρκεια της κατοχής εξαιτίας της διαρκούς πλημμελούς σίτισης. Δεν γνωρίζω τι μέτρα κατάφερε να πάρει ο Μίσια αλλά ως εκ του αποτελέσματος εξάγεται, μάλλον πρέπει να προσπάθησε υπέρμετρα για να γιάνει ο γιος του. Ήταν για πρώτη, ίσως και για τη μοναδική περίοδο της ζωής του που έβαλε στην άκρη την περηφάνια του και ζητιάνεψε ψωμί και φαΐ για να σώσει το παιδί του.

Πολύ αργότερα, την εποχή της τηλεόρασης, κάθε φορά που έβλεπε ο Αντρέας τα πεινασμένα παιδάκια της Αφρικής με τις τουμπανιασμένες κοιλιές και τα λυπημένα πρόσωπα, πάγωνε ολόκληρος και ανάμεικτα συναισθήματα λύπης, θυμού και θλίψης τον κατέκλυζαν...

 

***

 

…Για τον Τσώρτσιλ αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να εξοβελιστούν οι όποιες δυνάμεις ή και ιδέες ακόμη που θα αμφισβητούσαν την βρετανική ηγεμονία ή που θα ερωτοτροπούσαν με τις σοσιαλιστικές θεωρίες και με αυτές της αυτοδιάθεσης. Κι έτσι, την ίδια στιγμή που η δυτική Ευρώπη, και η Γερμανία μαζί, έμπαινε σε ένα περιφερειακό πρόγραμμα ανασυγκρότησης, με τις ευλογίες της Βρετανίας και των ΗΠΑ, και μάλιστα εφαρμόζοντας Κεϋνσιανά μοντέλα κοινωνικοοικονομικής διαχείρισης, η «ατίθαση» Ελλάδα που έδωσε εξετάσεις απέναντι στη φασιστική επέλαση βγαίνοντας στα βουνά, τρόμαζε τους δυτικούς κι έπρεπε να την κοντύνουν. Την έριξαν σε έναν βρώμικο πόλεμο –τους ήταν άλλωστε τόσο εύκολο να το κάνουν–, ο οποίος δεν κράτησε μόνο μια εμπόλεμη πενταετία, αλλά ταλαιπώρησε τη χώρα και τον λαό της για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Παράλληλα, έχοντάς την αποψιλώσει από υγιείς δυνάμεις, γεμίζοντας τα ξερονήσια με ανθρώπους της διανόησης, της επιστήμης και της τέχνης, κράτησαν τη χώρα στα αβαθή νερά της προόδου, σ’ αυτά της ιστορικής καθυστέρησης και της υπανάπτυξης. Απομεινάρια αυτής της στρέβλωσης που επέβαλλαν οι δυτικοί, εισπράττουμε δυστυχώς ακόμη και στον 21ο αιώνα, μέχρι και σήμερα.

Ήταν έντονη η ανακούφιση που ένιωσε ο Μίσια στο άκουσμα και μόνο ότι φεύγουν οι Γερμανοί. Η «απελευθέρωση» όμως δεν σήμανε ταυτόχρονα και την καθιέρωση δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών, καθώς και την κατοχύρωση ελευθεριών ανάμεσα στο λαό. Τουναντίον η χώρα συνέχισε να κινείται σε ρυθμούς της «δημοκρατίας» του ταγματασφαλίτη και της «οικονομίας» του μαυραγορίτη...

 

***

 

…«Δεν πιστεύω ότι είσαι γιατρός. Αν είσαι, τότε γιατί δεν μου δίνεις χάπια για να γίνω καλά;» «Τώρα, μαζί με το τσάι θα πάρεις και τα χάπια σου!» του απάντησε ο Μίσια, έχοντας αποφασίσει να το παίξει το παιχνίδι του γιατρού και, καθώς πήγε στο ντουλάπι να πάρει το σακούλι με το τσάι, ταυτόχρονα πήρε μια μπουκιά ψίχα ψωμιού και την μετέτρεψε με τα δάχτυλά του σε μερικά μπιλάκια. «Πάρε δύο από αυτά τώρα και από ένα κάθε πρωί, θα γίνεις σύντομα περδίκι», του είπε καθώς του έδινε τα «χάπια» με πειστικό και αποφασιστικό ύφος και ταυτόχρονα ετοίμαζε και το ζεστό ρόφημα. Δεν είχε περάσει ούτε μισή ώρα όταν ο ασθενής συνειδητοποίησε ότι ο πονοκέφαλος είχε φύγει και τότε γυάλισαν τα μάτια του από χαρά και με ενθουσιασμό αναφώνησε: «Μπράβο γιατρέ, πάει ο πόνος. Τα χάπια σου κάνουν θαύματα. Κρίμα που είσαι εδώ στο καλύβι. Εσύ έπρεπε να είσαι στα Φέρια και να γιατρεύεις τον κόσμο…!»

Τελικά δεν πείστηκε μόνο αυτός ότι ο Μίσια είναι γιατρός, αλλά για την καινούργια αυτή του ιδιότητα μιλούσαν και οι τρεις κτηνοτρόφοι με ενθουσιασμό, και δεν άργησε από στόμα σε στόμα να μιλάει γι’ αυτό όλο το χωριό.

Εκείνους τους χαλεπούς καιρούς, όπου η αφέλεια και η ευπιστία συνυπήρχαν με την ανάγκη να πιαστείς από κάπου και να νιώσεις καλύτερα, είχε την ευκαιρία ο Μίσια να δώσει κουράγιο και δύναμη σε ανθρώπους που τα είχαν ανάγκη. Όχι μόνο από το σπιτάκι στο χωριό αλλά κι από την καλύβα ακόμα, περνούσαν κάποιοι όταν τους έφερνε προς τα εκεί ο δρόμος τους, νιώθοντας ότι πάνε να δουν έναν δικό τους άνθρωπο· να ακούσουν μια σωστή κουβέντα, μια χρήσιμη συμβουλή για κάτι που τους απασχολεί. Έτσι, με το προσωνύμιο του γιατρού, ο Μίσια, χωρίς ιδιαίτερα να το επιδιώξει, όχι μόνο δεν απομονώθηκε στον εαυτό του αλλά, αντιθέτως, απέκτησε μια κοινωνικότητα και μιαν αποδοχή από τον κόσμο, που πριν δεν μπορούσε καν να τις φανταστεί. Κι όλα αυτά στην μικρή κοινωνία του χωριού και μεσούντος του εμφυλίου πολέμου…

 

***

 

…Είχαν κάνει όμως την εμφάνισή τους οι εθνικιστικές κορώνες των νεότουρκων που θα μόλυναν τελικά την ατμόσφαιρα και στην οθωμανική Θράκη και ήδη, πριν βγει η χρονιά του 1911, οι προκλήσεις απέναντι στις μειονότητες ήταν συνεχώς παρούσες αλλά και οι προγραφές κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια τους. Δυστυχώς για τον Παγώνη, ο οποίος ήταν πάντα μπροστά και ενεργός στις αντιθέσεις με την διοίκηση και υποστηρικτικός των συγχωριανών του, νωρίς μπήκε στο μάτι των τσέτηδων και οι προκλήσεις που δέχτηκε ήταν αρκετές. Ξεκίνησαν ως προειδοποιήσεις και απειλές και συνεχίστηκαν ως πισώπλατα χτυπήματα και «διακριτικές» επιθέσεις. Οι «ανοιχτές» αναίτιες δολοφονίες δεν είχαν ακόμα ξεκινήσει στην περιοχή.

Όμως η περίπτωση του Παγώνη δεν ήταν μία από τις συνηθισμένες και προϋπέθετε ιδιαίτερη αντιμετώπιση. Από τη μια, η επίσημη θέση του τοπικού αγά για το πρόσωπό του, όπως και για τον ρόλο του στην διαχείριση και την ομαλή διοίκηση των ρωμιών του χωριού, και όντας προεστός του, δεν άφηνε περιθώρια για ανοιχτή ρήξη. Από την άλλη δε, ήταν αδιανόητο ο οποιοσδήποτε να «τα βάλει» μαζί του «στα ίσια» για να τον τρομοκρατήσει ή να τον ξυλοφορτώσει. Έτσι τα χτυπήματα γίνονταν νύχτα, μακριά από άλλα βλέμματα, και οπωσδήποτε όχι από έναν μόνο άντρα. Μια φορά μάλιστα γύρισε στο σπίτι μέσα στα αίματα έχοντας καταφέρει να εξουδετερώσει τρεις τσέτες που του επιτέθηκαν μπαμπέσικα, και αφού είχε «χαλάσει» τον έναν και είχε σκορπίσει τους άλλους δύο.

Με την έναρξη των βαλκανικών πολέμων «χόντρυνε το παιχνίδι» και η θέση των ρωμιών είχε καταβαραθρωθεί. Τώρα πια δεν μετρούσε υπέρ του, ούτε η ιδιότητα του προεστού ούτε ο τίτλος του Πεχλιβάνη. Το μόνο που κυριαρχούσε και τον χαρακτήριζε ήταν το «Ρωμιός», άρα αποδιοπομπαίος, ευάλωτος, υποψήφιο θύμα. Δεν άργησε να βρεθεί ή να δημιουργηθεί η ευκαιρία, καθώς αντέδρασε σε αναίτιες συλλήψεις συμπατριωτών του και από υπερασπιστής βρέθηκε στη θέση του κατηγορουμένου. Η εκδικητική μανία των αντιπάλων του δεν είχε προηγούμενο. Ο ίδιος δεν έπαψε να βροντοφωνάζει υπέρ της αναζήτησης του δικαίου, όμως το εμπόλεμο κλίμα απέναντι στους ρωμιούς τα πλάκωνε όλα και τα καταδυνάστευε. Ήταν σκαιότατη και μισάνθρωπη η βία που ασκήθηκε πάνω του.

Πριν τον σκοτώσουν του φόρτωσαν ένα μακρύ κούτσουρο στο σβέρκο και του έδεσαν τα χέρια παράλληλα με το ξύλο. Τον οδήγησαν στην πλατεία του χωριού, χτυπώντας τον ταυτόχρονα με το μαστίγιο. Φλεβάρης μήνας του ’13, γυμνός από τη μέση και πάνω, κοκκίνιζε το χιόνι από το αίμα των πληγμάτων στο κορμί του. Την χαριστική - ανακουφιστική βολή την έριξε κάποιος, τον οποίο έστειλε σε κάποια στιγμή ο αγάς που δεν άντεξε όλη αυτήν τη φρίκη...

 

 

***

 

…Και οι μέρες περνούσαν και η απουσία του νεαρού Αντρέα βάραινε την καθημερινότητά της. Όμως οι εξηγήσεις αλλά και οι ελπίδες που της είχε εμφυτεύσει η μανίτσα της, δεν την άφηναν να κάνει κακές σκέψεις παρά μόνο κυριαρχούσε μέσα της η γλυκόπικρη αγωνία της προσμονής. Εκείνα τα δειλινά του Οκτώβρη του ’54 της «μιλούσαν» και αλάφρωναν την ψυχή της και μέσα από την «επιτυχία» του Μητσάκη και του Τατασόπουλου: «Απόψε είναι βαριά», έχοντας αγγίξει βαθιά το είναι της:

 «Σκοτείνιασαν τα πέρατα κι ερήμωσαν οι δρόμοι

μα εμένα η αγάπη μου δε φάνηκε ακόμη.

Απόψε είναι βαριά η δόλια μου καρδιά…»

Αυτό το τραγούδι που σιγομουρμούριζε τα βράδια και που σημάδεψε εκείνες τις μέρες του Οκτώβρη του ’54, θα αποτελέσει διαχρονικό χάδι στην διάρκεια της σχέσης τους, αλλά και μια παντοτινή τρυφερή ανάμνηση για την Σταυρούδα.

Λες και μια συνωμοσία του σύμπαντος ή ορθότερα, μια μαγική επικοινωνία ήθελε τον Αντρέα, ένα από αυτά τα ίδια δειλινά του Οκτώβρη, σε εκείνο το απάνθρωπο περιβάλλον του κελιού, να μιλάει στον Μίσια γι’ αυτήν την όμορφη κοπέλα που του πήρε το μυαλό και που την σκέφτεται συνεχώς. Ενθουσιάστηκε ο πατέρας από την εξομολόγηση του γιου του και έκτοτε η αισθηματική αυτή περιπέτεια θα κυριαρχήσει στην επικοινωνία τους και για τις επόμενες μέρες που θα συνεχίσουν να βρίσκονται «στα δεσμά». Ζήτησε να μάθει περισσότερα για αυτό το κορίτσι. Ψαχούλεψε στις αντιδράσεις του γιου του για να αξιολογήσει τα συναισθήματά του, αλλά και το βάθος του εσωτερικού του κόσμου. Τότε είναι, εκεί στην φυλακή, που συγκινημένος θα του δώσει την ευχή του με αφορμή αυτήν τη γνωριμία: «Εύχομαι η πρώτη σου “μπουκιά” να είναι και η τελευταία», θα του πει, και η «σπασμένη» του φωνή θα προδώσει τα βουρκωμένα του μάτια που τα έκρυβε το ημίφως του κελιού…

Ανδρέοβιτς, Μιχάλης

O Μιχάλης Ανδρέοβιτς γεννήθηκε στον Πέπλο του Έβρου, ενώ τα προγονικά του απλώνονται σε μια τεράστια γεωγραφία. Ο Πόντος, η Μικρά Ρωσία και φυσικά η Θράκη, συνέδραμαν και οι τρεις, εκεί στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα, ώστε να γεννηθούν οι ρίζες του, πράγμα για το οποίο δηλώνει υπερήφανος.

Πάντα είχε μια τάση προς το γράψιμο, αλλά στη μυθιστοριογραφία στράφηκε τελευταία. Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο του. Παλιότερα έβγαζε τις καλπάζουσες ανησυχίες του σε άρθρα ή ιδεολογικοπολιτικά κείμενα και ενίοτε στην ποίηση.

Τα τελευταία 29 χρόνια δραστηριοποιείται επιχειρηματικά με έδρα την Δράμα, όπου και ζει με τη σύντροφό του, Σταυρούλα Συμεωνίδου. Τα παιδιά του, Αντριάνα και Επαμεινώνδας, έχουν ανοίξει τα φτερά τους και από καιρού έχουν εγκαταλείψει την πατρώα φωλιά.

Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:

* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€

Στείλτε μας την απορία σας για το προϊόν.
 

Δείτε επίσης