Γιάννης Ρίτσος: «Στον Ορφέα»
Το καλοκαίρι εφέτος, κάτω απ’ τον αστερισμό της Λύρας, μένουμε
συλλογισμένοι.
Ποιό τ’ όφελος που μάγεψες με το τραγούδι σου τον ¶δη και
την Περσεφόνη
και σου επιστρέψανε την Ευρυδίκη; Ο ίδιος εσύ, στη δύναμή σου
δυσπιστώντας,
στράφηκες να βεβαιωθείς, κι εχάθη πάλι το βασίλειο των ίσκιων
κάτω απ’ τις λεύκες.
Τότε, απ’ το ακατόρθωτο σκυμμένος, κήρυξες στη λύρα
τη μοναξιά σαν την ύστατη αλήθεια. Αυτό δε σου το συχωρέσαν
ούτε οι θεοί ούτε οι άνθρωποι. Μαινάδες σού κομμάτιασαν το σώμα
στις όχθες του Έβρου. Μόνο η λύρα σου κι η κεφαλή σου φτάσανε στη
Λέσβο
παρασυρμένες απ’ το ρεύμα. Ποιά η δικαίωση, λοιπόν, του τραγουδιού
σου;
Μήπως η στιγμιαία (εικονική κι αυτή) συνοχή του φωτός και του
σκότους;
Ή μήπως το που οι Μούσες κρέμασαν τη Λύρα σου καταμεσής στ’ αστέρια;
Κάτω από τούτο τον αστερισμό, το καλοκαίρι εφέτος, μένουμε
συλλογισμένοι.
Καρλόβασι, 27.VI.69
(Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα 1963-1972,
τόμ. Ι´, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 99)