Κ. Θ. Δημαράς, "Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1968, Δ΄ Έκδοση, σελ. 449)
ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ
Τις νέες όμως αυτές αναζητήσεις τις εκφράζει καλύτερα μια ομάδα ποιητών από τούς οποίους μνημονεύω τους ακόλουθους : Ναπολέων Λαπαθιώτης (1893-1943), Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928), Τέλλος Άγρας (1899-1944), Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης (1899-1950), Μήτσος Παπανικολάου (1900-1943). Στην ίδια γραμμή πορεύεται και η Μαρία Πολυδούρη (1905-1930). Απιστία σημειώσαμε πως είναι η κοινή στάση τους μπροστά στην ζωή. Καμμιά από τις αξίες, για τις όποιες είχε αγωνισθεί πρόσφατα ο ελληνισμός, δεν είταν πια ζωντανή στην ψυχή τους^ ο Καρυωτάκης έγραφε για τις δελφικές εορτές:
Στους Δελφούς εμετρήθηκε το πνεύμα δύο Ελλάδων.
Ο Αισχύλος πάλι εξύπνησε την ηχώ των Φαιδριάδων.
Lorgnons, kodaks, operateur, στου Προμηθέα τον πόνο
έδωσαν ιδιαίτερο, γραφικότατο τόνο.
Αυτό που κρατούν κατεξοχήν ελληνικό είναι η αγάπη των αναζητήσεων και η προσπάθεια για την αφομοίωση των ξένων κινήσεων. Ο Λαπαθιώτης σε μια μορφή συντηρητική εκφράζει την απαισιόδοξη και ανέλπιδη στάση μπροστά στην ζωή, την εμορφιά των πραγμάτων που πεθαίνουν:
Τα βραδυνά τριαντάφυλλα μ’ έχουν γιομισεί θλίψη,
καθώς, απόψε, σκόρπισαν το δειλινό άρωμά τους,
σα να μηνούσαν, μακρυνά, δεν ξέρω ποιούς θανάτους,
και να πονούσαν ήσυχα, για κάτι που θα λείψει…
Τα χρώματά του είναι σβηστά, τα θέματα που τον εμπνέουν είναι τα θέματα του θανάτου, της φθοράς. Ανάλογα θα λέγαμε και για τον Τέλλο Άγρα (ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου). Το γκρίζο, το μουντό είναι οι λέξεις που επανέρχονται χαρακτηριστικότερα μέσα στην ποίησή του. Σε μια τέτοια διάθεση, πιο ερευνητικός, πιο στοχαστικός, μπόρεσε να δώσει ανάλογη τεχνική μορφή: στίχοι που χάνονται μέσα στην υποβολή, ρυθμός που εκφράζει την μονοτονία της ζωής:
Στο σπίτι μέσα ψιχαλίζει
κ’ η ζωή νυστάζει και μαυρίζει
και μούδιασε και δεν αξίζει.
Ευαίσθητος και καλλιεργημένος ο Άγρας άφησε και κριτικές εργασίες και στοχασμούς επάνω στην τέχνη, ή καλύτερα επάνω στην τεχνική. Η μελέτη την οποία αφιέρωσε στο έργο του Καβάφη, μια από τις πρώτες συστηματικές εργασίες για τον ποιητή (1921), εκφράζει και με το θέμα της και με το περιεχόμενό της την στροφή της γενιάς αυτής^ μνημονεύεται και πιο κάτω εξαφορμής του Καβάφη.
Κοντά στην τέχνη του Άγρα θα ταίριαζε ίσως να τοποθετηθεί η ωχρή ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη^ δεν έχει ούτε την τεχνική του επιμέλεια, ούτε την φιλολογική του καλλιέργεια^ τούς ενώνει όμως η ευγένεια και ο υποτονισμός. Όσο κι αν βρίσκουμε στην Πολυδούρη εκφράσεις πάθους, ουσιαστικά αυτές δείχνουν μάλλον πώς θα ήθελε να είταν η ποιήτρια^ η μελαγχολία, η ρέμβη, η αναχώρηση είναι ο τόνος της:
Ανάμεσό μας στάθη θλιμμένη
Κάτι ζητούσε, ποιός ξέρει τί;
Πως ήρθε; Κ’ είναι λησμονημένη;
Τί να ζητούσεν η ξένη αυτή;