ΣTIΣ AΠOMAKPEΣ ΓΩNIEΣ της Σιβηρίας, ανάμεσα στις στέπες, τα βουνά ή τ’ αδιάβατα δάση, συναντάει κανείς πού και πού κάτι μικρές ασήμαντες πολιτείες, με χίλιους, το πολύ δυο χιλιάδες κατοίκους, με δύο εκκλησίες –η μια μέσα στην πόλη κι η άλλη στο νεκροταφείο– πολιτείες που μοιάζουνε περισσότερο μ’ ένα κεφαλοχώρι κοντά στη Μόσχα. Συνήθως είναι με το παραπάνω εφοδιασμένες με αρχιαστυνόμους, με παρέδρους κι όλους τους άλλους κατώτερους υπαλλήλους. Γενικά, αν και στη Σιβηρία κάνει κρύο, ο κάθε μικροζεστοθεσούλης το βρίσκει εξαιρετικά ευχάριστο να υπηρετεί εκεί πέρα. Γιατί εκεί ζούνε άνθρωποι απλοί, χωρίς φιλελεύθερες τάσεις. Oι συνήθειες είναι παλιές, γερές και οι αιώνες όχι μόνο δεν τις άλλαξαν, αλλά τις καθαγιάσανε κιόλας. Oι υπάλληλοι –που με το δίκιο τους παίζουνε το ρόλο των ευγενών της Σιβηρίας– είναι ή ντόπιοι ριζωμένοι Σιβηριανοί ή όσοι ήρθανε απ’ τη Ρωσία, απ’ τις μεγαλουπόλεις οι περισσότεροι, γιατί τους τράβηξαν οι έκτακτοι μισθοί, τα διπλά οδοιπορικά κι οι δελεαστικές ελπίδες για το μέλλον. Όσοι απ’ αυτούς ξέρουν να λύσουν το πρόβλημα της ζωής, μένουν σχεδόν πάντα στη Σιβηρία και μ’ απόλαυση ριζώνουν εκεί. Και πάντα προκόβουν. Μα οι άλλοι, οι επιπόλαιοι, κι όσοι δεν ξέρουν να λύσουν το πρόβλημα της ζωής, σύντομα νιώθουν πλήξη στη Σιβηρία και ρωτάνε θλιβερά τον εαυτό τους: «γιατί κουβαληθήκαμε εδώ πέρα;» Αυτοί περιμένουν μ’ ανυπομονησία να τελειώσει το τρίχρονο συμβόλαιο της υπηρεσίας τους κι όταν τελειώσει, αμέσως φροντίζουν για τη μετάθεσή τους και γυρίζουν στο σπιτάκι τους βρίζοντας και κοροϊδεύοντας τη Σιβηρία. Δεν έχουν δίκιο: Όχι μονάχα απ’ την άποψη της υπηρεσίας, μα κι από πολλές άλλες απόψεις αν εξετάσει κανείς το πράμα, φτάνει στο συμπέρασμα πως μπορεί να ζήσει κανείς θαυμάσια εκεί. Το κλίμα είναι υπέροχο. Υπάρχουν πολλοί αξιοπρόσεχτοι και φιλόξενοι μεγαλέμποροι, υπάρχουν πολλοί Ευρωπαίοι και αρκετοί πλούσιοι. Oι δεσποινίδες ανθίζουν σαν τα τριαντάφυλλα κι είναι ηθικές ως εκεί που δεν παίρνει. Το κυνήγι πετάει μέσα στους δρόμους και πέφτει μόνο του πάνω στον κυνηγό. Η κατανάλωση της σαμπάνιας φτάνει σε αμέτρητες ποσότητες. Το χαβιάρι είναι θαυμαστό. Η συγκομιδή σε μερικά μέρη είναι δεκαπέντε προς ένα. Γενικά μια γης ευλογημένη. Φτάνει μονάχα να ξέρεις να την εκμεταλλευτείς. Στη Σιβηρία ξέρουν και την εκμεταλλεύονται.
Σε μια απ’ αυτές τις εύθυμες κι ευχαριστημένες με τον εαυτό τους πολιτείες, με τον πιο αξιαγάπητο πληθυσμό, που η θύμησή τους θα μείνει για πάντα στην καρδιά μου, συνάντησα τον Αλέξαντρο Πετρόβιτς Γοριάντσικοβ. Είχε γεννηθεί στη Ρωσία κι ήταν ευγενής και γαιοχτήμονας. Καταδικάστηκε σ’ εξορία και καταναγκαστικά έργα δεύτερης κατηγορίας επειδή σκότωσε τη γυναίκα του κι όταν τελείωσε η δεκάχρονη ποινή του, έμεινε στη μικρή πολιτεία Κ. για να ζήσει ήσυχα κι ήρεμα το υπόλοιπο της ζωής του. Ήταν δημότης μιας κοντινής κοινότητας, μα ζούσε μέσα στην πόλη και τούτο γιατί εκεί πέρα μπορούσε κάπως να βγάζει το ψωμί του κάνοντας τον δάσκαλο. Στις σιβηριανές πολιτείες συναντάς συχνά δασκάλους πρώην καταδίκους. Μα δεν τους περιφρονούν καθόλου. Και τούτο γιατί οι περισσότεροι διδάσκουν και γαλλικά, πράμα εντελώς απαραίτητο για μια σταδιοδρομία και που γι’ αυτά δε θα ’χαν ιδέα δίχως αυτούς σε κείνες τις απόμακρες γωνιές. Πρωτογνώρισα τον Αλέξαντρο Πετρόβιτς στο σπίτι ενός γηραλέου, έμπειρου και φιλόξενου δημοσίου υπαλλήλου, του Ιβάν Ιβάνοβιτς Γβοζντίκοβ, που είχε πέντε κόρες διαφορετικής ηλικίας που για όλες τους μπορούσε να έχει κανείς τις καλύτερες ελπίδες. O Αλέξαντρος Πετρόβιτς τούς έκανε μάθημα τέσσερεις φορές τη βδομάδα με τριάντα ασημένια καπίκια κάθε φορά. Μόλις τον είδα, η εμφάνισή του μού κίνησε το ενδιαφέρον. Ήταν ένας εξαιρετικά χλομός κι αδύνατος άνθρωπος, κάπως νέος ακόμα, κάπου τριάντα πέντε χρονών, μικρόσωμος, ασθενικός, πάντα καθαροντυμένος, μ’ ευρωπαϊκά ρούχα. Όταν του μιλούσαμε κοίταζε πολύ επίμονα και προσεχτικά, άκουγε την κάθε λέξη με αυστηρή ευγένεια, σαν να τη σκεπτόταν, σαν να του δίνατε να λύσει κανένα πρόβλημα με την ερώτησή σας ή να θέλατε να του αποσπάσετε κανένα μυστικό και, τέλος, απαντούσε καθαρά και σύντομα, με λέξεις όμως τόσο ζυγιασμένες, που νιώθατε ξαφνικά κάπως άβολα και χαιρόσαστε κι ο ίδιος, όταν τελείωνε η κουβέντα. Ρώτησα αμέσως τον Ιβάν Ιβάνοβιτς κι έμαθα πως ο Γοριάντσικοβ κάνει μια ανεπίληπτη και ηθική ζωή και πως αν δε ζούσε έτσι, ο Ιβάν Ιβάνοβιτς δε θα τον δεχόταν δάσκαλο για τις κόρες του. Όμως έμαθα ακόμα πως είναι τρομερά μισάνθρωπος, κρύβεται απ’ όλον τον κόσμο, είναι πολύ μορφωμένος, διαβάζει πολύ, δε μιλάει σχεδόν καθόλου και γενικά πως είναι αρκετά δύσκολο να πιάσεις κουβέντα μαζί του. Μερικοί βεβαιώνανε πως είχε τρελαθεί πραγματικά, αν και βρίσκανε πως ουσιαστικά αυτό δεν ήταν δα και τόσο μεγάλο ελάττωμα. Πως πολλοί απ’ τους ευυπόληπτους δημότες της πολιτείας ήταν έτοιμοι να περιποιηθούνε με κάθε τρόπο τον Αλέξαντρο Πετρόβιτς και πως αυτός μπορούσε να φανεί και χρήσιμος ακόμα. Nα γράφει δηλαδή αιτήσεις και τα παρόμοια. Υποθέτανε πως στη Ρωσία θα ’χε αρκετούς συγγενείς, ίσως μάλιστα και σημαντικούς, μα ξέρανε πως αυτός απ’ την πρώτη μέρα της εξορίας του έκοψε κάθε σχέση μαζί τους. Με μια λέξη, λέγανε πως κάνει κακό στον εαυτό του. Ξέρανε πως είχε σκοτώσει τη γυναίκα του, τον πρώτο κιόλας χρόνο της παντρειάς τους, για λόγους ζηλοτυπίας και πως παραδόθηκε μονάχος του. (Αυτό μετρίασε πολύ την ποινή του). Γιατί κάτι τέτοια εγκλήματα τα θεωρούν σαν δυστύχημα και λυπούνται τον δράστη. Μα, παρ’ όλα αυτά, αυτός ο παραξενιάρης απόφευγε επίμονα τους ανθρώπους, εκτός πια απ’ τις ώρες που έκανε μάθημα.
Στην αρχή δε μου ’κανε και μεγάλη εντύπωση, μα σιγά σιγά χωρίς κι εγώ να ξέρω γιατί, άρχισε να μ’ ενδιαφέρει. Είχε κάτι το αινιγματικό. Δεν υπήρχε η παραμικρή δυνατότητα να πιάσει κανείς κουβέντα μαζί του. Φυσικά, απαντούσε πάντα στα ερωτήματά μου και μάλιστα μ’ έναν τρόπο σαν να μου ’δειχνε πως το θεωρούσε πρωταρχική του υποχρέωση. Μα ύστερ’ από τις απαντήσεις του δίσταζα να τον ξαναρωτήσω. Ακόμα και το πρόσωπό του ύστερ’ από κάτι τέτοιες κουβέντες έδειχνε κούραση και πόνο. Θυμάμαι ένα υπέροχο καλοκαιριάτικο βράδυ που φύγαμε μαζί απ’ του Ιβάν Ιβάνοβιτς. Ξαφνικά μου ’ρθε η ιδέα να τον καλέσω σπίτι μου να καπνίσουμε κανένα τσιγάρο. Δεν μπορώ να περιγράψω τη φρίκη που σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Τα ’χασε εντελώς, άρχισε να τραυλίζει κάτι ασύνδετες λέξεις και ρίχνοντάς μου απότομα ένα οργισμένο βλέμμα το ’βαλε στα πόδια. Έμεινα κατάπληχτος. Από τότε, κάθε φορά που με συναντούσε, με κοίταζε σάμπως με κάποιο φόβο. Μα εγώ επέμεινα. Κάτι με τραβούσε κοντά του, έτσι που ύστερ’ από κανένα μήνα, χωρίς κανένα λόγο, πήγα απρόσκλητος στου Γοριάντσικοβ. Φυσικά το φέρσιμό μου ήταν ανόητο κι εντελώς χωριάτικο. Είχε νοικιασμένο ένα δωμάτιο στο σπίτι μιας γριάς, στην άκρη της πολιτείας. Η γριά είχε μια κόρη φυματική κι αυτή ένα μικρό νόθο κορίτσι, ένα χαρούμενο και χαριτωμένο κοριτσάκι ίσαμε δέκα χρόνων. Την ώρα που μπήκα, ο Αλέξαντρος Πετρόβιτς καθόταν μαζί της και της μάθαινε ανάγνωση. Μόλις με είδε τα ’χασε, σαν να τον έπιασα να κάνει κανένα έγκλημα. Σηκώθηκε απότομα απ’ την καρέκλα και με κοίταζε μ’ ορθάνοιχτα μάτια. Τέλος καθίσαμε. Παρακολουθούσε επίμονα το κάθε μου βλέμμα, σάμπως και υποπτευόταν πως η κάθε μου ματιά μπορούσε να ’χει μια ιδιαίτερη μυστική σημασία. Κατάλαβα πως ήταν καχύποπτος μέχρι τρέλας. Με κοίταζε με μίσος σχεδόν σα να με ρωτούσε: «Πότε θα μου αδειάσεις τη γωνιά;» Άρχισα να του μιλάω για την πολιτεία μας, για τα τελευταία νέα. Αποδείχτηκε πως όχι μονάχα δεν ήξερε τα πιο συνηθισμένα και πασίγνωστα νέα της πολιτείας, μα πως ούτε καν ενδιαφερόταν να τα μάθει. Του μίλησα τότε για τον τόπο μας και τις ανάγκες του. Μ’ άκουσε σιωπηλός και με κοίταζε τόσο παράξενα στα μάτια, που στο τέλος άρχισα να ντρέπομαι για την κουβέντα μας. Κι όμως παρά λίγο να τον κάνω να ενδιαφερθεί με τα καινούργια βιβλία και τα περιοδικά μου. Μόλις τα είχα πάρει από το ταχυδρομείο και τού τα πρότεινα έτσι καθώς ήταν, μ’ άκοπα ακόμα τα φύλλα. Τα κοίταξε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο πόθο, μα στη στιγμή άλλαξε γνώμη κι αρνήθηκε την προσφορά, λέγοντας για δικαιολογία πως ήταν πολύ απασχολημένος. Τέλος, τον αποχαιρέτησα και βγήκα νιώθοντας να φεύγει ένα τεράστιο βάρος απ’ την καρδιά μου. Αισθανόμουνα ντροπή και μου φαινόταν τρομερά ανόητο που ενοχλούσα έναν άνθρωπο που η μοναδική του φροντίδα ήταν το πώς να κρυφτεί καλύτερα απ’ όλον τον κόσμο. Όμως, ό,τι έγινε, έγινε. Θυμάμαι πως δεν είδα καθόλου σχεδόν βιβλία στο δωμάτιό του, που θα πει πως άδικα λέγανε πως διάβαζε πολύ. Μα πάλι, περνώντας μια-δυο φορές με αμάξι κάτω απ’ τα παράθυρά του πολύ αργά τη νύχτα, είδα φως. Τι έκανε λοιπόν ξαγρυπνώντας ως την αυγή; Μήπως έγραφε; Κι αν έγραφε, τι ακριβώς;
Oι δουλειές μου μ’ αναγκάσανε να φύγω για τρεις μήνες από τη μικρή μας πολιτεία. Όταν γύρισα, ήταν πια χειμώνας. Έμαθα τότε πως ο Αλέξαντρος Πετρόβιτς είχε πεθάνει το φθινόπωρο. Πέθανε στην απόλυτη μοναξιά του. Oύτε μια φορά δε φώναξε γιατρό. Στην πολιτεία τον είχανε σχεδόν ξεχάσει. Το δωμάτιό του έμενε ξενοίκιαστο. Γνωρίστηκα αμέσως με τη σπιτονοικοκυρά του μακαρίτη, έχοντας σκοπό να μάθω τις ασχολίες του νοικάρη της κι αν έγραφε τίποτα. Με είκοσι καπίκια την κατάφερα να μου φέρει ολάκερο μάτσο χαρτιά που τ’ άφησε ο μακαρίτης. Η γριά ομολόγησε πως είχε χαλάσει κιόλας δυο τετράδια. Ήταν μια βλοσυρή και σιωπηλή γυναίκα που δύσκολα μπορούσες να της αποσπάσεις κάτι σημαντικό. Για το νοικάρη της δεν μπόρεσε να μου πει τίποτα το καινούργιο. Μονάχα πως σχεδόν ποτέ του δεν έκανε τίποτα και μήνες ολάκερους δεν άνοιγε βιβλίο κι ούτε έπιανε πένα στα χέρια του. Όμως τις νύχτες περπατούσε πάνω-κάτω μέσα στο δωμάτιο κι όλο κάτι σκεφτόταν και μερικές φορές μιλούσε κιόλας μόνος του. Ακόμα, πως είχε αγαπήσει πολύ την εγγονή της, την Κάτια, και μάλιστα από τότε που έμαθε πως τη λέγανε Κάτια. Πως κάθε χρόνο, της Αγίας Αικατερίνης, πήγαινε στην εκκλησιά κι έκανε κάποιο μνημόσυνο. Τους επισκέπτες δεν μπορούσε να τους υποφέρει. Έβγαινε απ’ το σπίτι του μόνο για να κάνει μάθημα στα παιδιά. Στραβοκοίταζε κι αυτή ακόμα τη γριά, όταν ερχότανε μια φορά τη βδομάδα για να συγυρίσει λιγάκι το δωμάτιό του, και τρία χρόνια δεν άλλαξε ούτε λέξη σχεδόν μαζί της. Ρώτησα την Κάτια αν θυμόταν το δάσκαλό της. Αυτή με κοίταξε σιωπηλή, ύστερα γύρισε κι ακούμπησε στον τοίχο κλαίγοντας. Πάει να πει πως αυτός ο άνθρωπος μπόρεσε κι έκανε κάποιον να τον αγαπήσει.
Πήρα τα χειρόγραφά του και μια ολάκερη μέρα τα εξέταζα. Τα τρία τέταρτα ήταν ασήμαντες σημειώσεις ή μαθητικά γυμνάσματα με ορθογραφικά λάθη. Μα υπήρχε κι ένα τετράδιο αρκετά χοντρό, πυκνογραμμένο και μισοτελειωμένο. Καταπώς φαίνεται, ο ίδιος ο συγγραφέας θα το παραπέταξε και το ’χε ξεχάσει. Ήταν η περιγραφή –μια περιγραφή χωρίς σταθερή συνέχεια– της δεκάχρονης ζωής του Αλέξαντρου Πετρόβιτς στο κάτεργο. Σε μερικά μέρη η περιγραφή κοβόταν από κάποιαν άλλη αφήγηση, με κάτι παράξενες, φοβερές αναμνήσεις που ήταν ριγμένες άταχτα και σπασμωδικά στο χαρτί. Λες και γράφτηκαν σ’ έξαψη και κάτω από μια πίεση. Διάβασα αρκετές φορές αυτά τ’ αποσπάσματα και πείστηκα σχεδόν πως γράφτηκαν σε στιγμές τρέλας. Μα οι σημειώσεις απ’ το κάτεργο –«Σκηνές απ’ το σπίτι των πεθαμένων», όπως τις λέει ο ίδιος κάπου στο χειρόγραφο– μου φάνηκαν πως έχουν ενδιαφέρον. O εντελώς καινούργιος κόσμος που ως τώρα δεν τον ξέραμε, μερικά παράξενα γεγονότα, μερικές σημειώσεις για τους ανθρώπους που καταστράφηκαν, με τραβήξανε και τα διάβασα με περιέργεια. Φυσικά, μπορεί να κάνω και λάθος. Για δοκιμή, διαλέγω απ’ την αρχή δυο-τρία κεφάλαια. Ας κρίνουν οι αναγνώστες.
Ο πρώτος μήνας και γενικά η αρχή της ζωής μου στο κάτεργο μένει ζωηρή ακόμα στη θύμησή μου. Τα επόμενα χρόνια μόλις θαμποφέγγουν στο μυαλό μου. Μερικές εποχές λες και σβήσανε εντελώς και ανακατώθηκαν με τις άλλες, αφήνοντάς μου μια γενική εντύπωση. Μια εντύπωση βαριά, μονότονη, πνιγηρή. Μα ό,τι είδα κι έζησα τις πρώτες μέρες μού φαίνεται τόσο κοντινό, σαν να ’γινε χτες. Αυτό δα ήταν φυσικό.
Θυμάμαι καθαρά πως μόλις πρωτάρχισα αυτή τη ζωή, έμεινα κατάπληκτος που δεν της βρήκα τίποτα το εξαιρετικά καταπληκτικό, το ασυνήθιστο ή κι αναπάντεχο. Λες κι όλ’ αυτά τα είχα φανταστεί, όταν προσπαθούσα να μαντέψω τη μοίρα μου πηγαίνοντας στη Σιβηρία. Μα γρήγορα άρχισα να σταματάω σχεδόν το κάθε μου βήμα μπροστά στα πιο παράξενα κι απρόσμενα γεγονότα. Και μονάχα ύστερα, αφού πια έζησα αρκετά στο κάτεργο, μπόρεσα να διαλογιστώ πως η ζωή εκεί μέσα είχε κάτι το εντελώς ιδιαίτερο κι ήταν γεμάτη απρόοπτα. Κι όλο και περισσότερο τη θαύμαζα. Πρέπει να παραδεχτώ πως αυτός ο θαυμασμός κράτησε όλον τον καιρό που παρέμεινα στο κάτεργο. Ποτέ δεν μπόρεσα να το συνηθίσω.
Με την πρώτη ματιά, το κάτεργο μού φάνηκε αποκρουστικό. Κι όμως –παράξενο πράγμα– είχα την εντύπωση πως θα μπορούσα να ζήσω εκεί μέσα πολύ ευκολότερα απ’ ό,τι φανταζόμουνα στο δρόμο. Oι κατάδικοι, αν κι αλυσοδεμένοι, μπορούσανε να περπατάνε λεύτερα στην αυλή, βρίζονταν, τραγουδούσαν, κάνανε δουλειές που τις είχαν μόνοι τους διαλέξει και που το κέρδος θα ’ταν όλο δικό τους, καπνίζανε τσιμπούκια, πίνανε και ρακί ακόμα – αυτοί ήταν πολύ λίγοι. Και τις νύχτες μερικοί χαρτοπαίζανε. Κι η ίδια η αγγαρεία, για να λέμε την αλήθεια, μου φάνηκε πως δεν ήταν δα και τόσο δύσκολη, τόσο κατεργίτικη. Και μονάχα σαν πέρασε αρκετός καιρός κατάλαβα πως ήταν βαριά και δουλειά κατέργου, όχι γιατί ήταν δύσκολη κι αδιάκοπη, μα γιατί σ’ ανάγκαζαν, σε υποχρέωναν να την κάνεις και μάλιστα με τη βέργα. O μουζίκος, όταν είναι λεύτερος, δουλεύει ίσως πολύ περισσότερο, κάποτε μάλιστα δουλεύει και τις νύχτες – τα καλοκαίρια ιδίως. Μα δουλεύει για δικό του όφελος, με λογικό σκοπό κι ο κόπος τού φαίνεται πολύ μικρότερος απ’ όσο φαίνεται στον κατάδικο που δουλεύει επειδή τον αναγκάζουν και χωρίς κανένα όφελος για τον εαυτό του. Σκέφτηκα κάποτε πως αν ήθελε κανείς να κουρελιάσει και ν’ αφανίσει έναν άνθρωπο, να τον τιμωρήσει με τον πιο βάρβαρο τρόπο, έτσι που κι ο τρομερότερος κακούργος να ’τρεμε και να φοβόταν αυτή την τιμωρία, τότε θα ’ταν αρκετό να τον εξαναγκάσει να κάνει μια αγγαρεία εντελώς ανώφελη και πέρα για πέρα παράλογη. Γιατί, αν και τώρα η δουλειά δεν έχει ενδιαφέρον για τον κατάδικο, είναι ώστοσο σαν απασχόληση λογική: ο φυλακισμένος φτιάχνει τούβλα, σκάβει, σοβατίζει, χτίζει. Έχει και νόημα και σκοπό αυτή η δουλειά. Μερικές φορές μάλιστα ο κατάδικος ενθουσιάζεται και προσπαθεί να την κάνει καλύτερα και γρηγορότερα. Όμως, αν τον ανάγκαζαν λόγου χάρη να χύνει νερό από έναν κουβά σ’ ένα δεύτερο κι απ’ αυτόν πάλι στον πρώτο, ή να κοπανάει άμμο ή να κουβαλάει χώμα απ’ το ένα μέρος στ’ άλλο κι ύστερα να το ξαναπηγαίνει πίσω, νομίζω πως ο κατάδικος σε λίγες μέρες θ’ αυτοκτονούσε ή θα ’κανε χιλιάδες εγκλήματα για να τον σκοτώσουν τουλάχιστον και να γλιτώσει απ’ αυτόν τον εξευτελισμό, τη ντροπή και το μαρτύριο. Φυσικά μια τέτοια τιμωρία θα ’ταν βασανιστήριο, εκδίκηση, και θα ’ταν παράλογη γιατί δε θα έφερνε κανένα αποτέλεσμα. Μα, επειδή ακριβώς η κάθε καταναγκαστική εργασία έχει μέσα της μια δόση βασανιστηρίου, παραλογισμού, εξευτελισμού και ντροπής, γι’ αυτό κι η αγγαρεία στο κάτεργο είναι η πιο τυραννική από κάθε λεύτερη δουλειά. Και τούτο γιατί γίνεται χωρίς τη θέληση του καταδίκου.
Για να λέμε την αλήθεια, όταν πρωτομπήκα στο κάτεργο, ήταν χειμώνας και δεν είχα δοκιμάσει ακόμα την καλοκαιριάτικη δουλειά που ήταν πέντε φορές πιο βαριά. Γενικά το χειμώνα οι δουλειές ήταν λιγοστές. Oι φυλακισμένοι πήγαιναν στον ποταμό Ιρτίς και διαλύανε τις παλιές κρατικές μαούνες, δουλεύανε σ’ εργαστήρια, καθαρίζανε το χιόνι δίπλα στα δημόσια κτήρια έπειτ’ απ’ τις χιονοθύελλες, σπάζανε και ψήνανε τον αλάβαστρο κ.τ.λ. Oι χειμωνιάτικες μέρες ήταν σύντομες. Η δουλειά τελείωνε γρήγορα κι όλοι μας γυρίζαμε νωρίς στο κάτεργο όπου δε θα ’χαμε τίποτα να κάνουμε, αν δεν τύχαινε καμιά ατομική δουλειά. Όμως μόνο το ένα τρίτο, πάνω-κάτω, απ’ τους καταδίκους καταγινόταν με προσωπικές δουλειές. Oι άλλοι τεμπελιάζανε, χαζεύανε και περιπλανιόνταν σ’ όλους τους στρατώνες του κατέργου, βρίζονταν, ραδιουργούσαν και τα κοπάναγαν, αν τύχαινε και σταύρωναν καμιά δεκάρα. Τις νύχτες χάνανε στα χαρτιά και το τελευταίο τους πουκάμισο κι όλ’ αυτά από πλήξη, από αναδουλειά. Αργότερα κατάλαβα πως στο κάτεργο, εκτός απ’ τη στέρηση της ελευθερίας, εκτός απ’ την καταναγκαστική εργασία, υπάρχει κι ένα άλλο βάσανο, που είναι ίσως και μεγαλύτερο απ’ όλα τ’ άλλα. Είναι η αναγκαστική κοινή συμβίωση. Φυσικά υπάρχει κι αλλού η κοινή συμβίωση, μα στο κάτεργο έρχονται άνθρωποι που δε θα το διάλεγε ο καθένας να ζήσει μαζί τους κι είμαι βέβαιος πως ο κάθε κατάδικος το αισθανόταν αυτό το βάσανο, αν και οι περισσότεροι βέβαια δεν το είχανε συνειδητοποιήσει.
Και το φαΐ μού φάνηκε αρκετό. Oι κατάδικοι βεβαιώνανε πως δεν υπάρχει τέτοιο συσσίτιο στις φυλακές της Ευρωπαϊκής Ρωσίας. Γι’ αυτό δεν πρόκειται να εκφράσω καμιά γνώμη. Δε βρέθηκα ποτέ σ’ άλλες φυλακές. Ήταν και τούτο ακόμα: πολλοί είχαν τη δυνατότητα να βρίσκουν και δικό τους φαΐ. Το βοδινό κόστιζε μισό καπίκι το φούντι το χειμώνα, το καλοκαίρι τρία καπίκια. Όμως μονάχα κείνοι που κέρδιζαν πολλά λεφτά αγοράζανε τρόφιμα. Oι περισσότεροι τρώγανε το φαΐ που έδινε το δημόσιο. Εδώ που τα λέμε, όταν οι κατάδικοι καυχιόνταν για το φαΐ τους, εννοούσαν μονάχα το ψωμί. Δοξάζανε κιόλας τον Θεό που το ψωμί το ’χανε μπόλικο κι όχι με το ζύγι. Αν το μοιράζανε με το ζύγι, το ένα τρίτο από τους καταδίκους θα έμεναν νηστικοί. Όμως τώρα παίρνανε όλοι. Το ψωμί μας είχε μια ιδιαίτερη νοστιμάδα, τόσο που φημιζόταν και στην πολιτεία. Λέγανε πως αιτία ήταν η καλή κατασκευή των φούρνων μας. Μα η λαχανόσουπα δεν ήταν και σπουδαία. Τη βράζανε σε μεγάλα καζάνια, ρίχνανε και λίγο πλιγούρι μέσα, μα ήταν πάντα νερουλή κι άπαχη, προπαντός τις καθημερινές. Έφριξα όταν είδα τις πολλές κατσαρίδες που πλέανε μέσα. Όμως οι κατάδικοι δεν τις πρόσεχαν καθόλου.
Τις πρώτες τρεις μέρες δεν πήγα να δουλέψω. Έτσι γινότανε με κάθε νεοφερμένο: τον αφήνανε να ξεκουραστεί απ’ την πεζοπορία. Μα την άλλη κιόλας μέρα αναγκάστηκα να βγω απ’ το κάτεργο για να μου αλλάξουνε τις αλυσίδες. Oι αλυσίδες που είχα δεν ήταν της «στολής». Είχανε κρίκους, ήταν «σιγανοκουδουνίστρες», όπως τις λέγαν οι κατάδικοι. Αυτές που φορούσανε στο κάτεργο, ήταν έτσι φτιαγμένες, που μπορούσε να δουλεύει κανείς φορώντας τες. Δεν είχαν κρίκους, μα δυο σιδερένιες βέργες, κάπου ένα δάχτυλο χοντρές η καθεμιά, ενωμένες με τρία δαχτυλίδια. Φοριόνταν κάτω απ’ τα μπατζάκια. Στο μεσιανό δαχτυλίδι δενόταν ένα λουρί που η άλλη άκρη του στερεωνόταν στη ζώνη της μέσης.
Θυμάμαι το πρώτο μου πρωινό στο κάτεργο. Στο φυλάκιο, δίπλα στην εξώπορτα, το ταμπούρλο χτύπησε εγερτήριο κι ύστερ’ από δέκα λεπτά ο υπαξιωματικός της υπηρεσίας άρχισε να ξεκλειδώνει τους στρατώνες. Αρχίσανε να ξυπνάνε. Μέσα στο θαμπό φως ενός σπερματσέτου σηκώνονταν οι κατάδικοι απ’ τα στρίποδά τους, τουρτουρίζοντας απ’ το κρύο. Oι περισσότεροι ήταν σιωπηλοί και σκυθρωποί, έτσι καθώς είχαν αγουροξυπνήσει. Χασμουριόνταν, τεντώνανε το κορμί τους, το στιγματισμένο τους μέτωπο γέμιζε ζάρες. Μερικοί σταυροκοπιούνταν, άλλοι άρχιζαν κιόλας να κάνουν φασαρία. Η ατμόσφαιρα ήταν τρομερά αποπνιχτική. Μόλις άνοιξε η πόρτα, ο φρέσκος χειμωνιάτικος αέρας όρμησε μέσα κι ο στρατώνας γέμισε με συννεφάκια ατμού. Oι κατάδικοι μαζευτήκανε δίπλα στον κουβά του νερού. Παίρναν ένας ένας μια ξύλινη κούπα και γεμίζανε με νερό το στόμα τους. Ύστερα πλένανε τα χέρια και το πρόσωπο χύνοντας νερό απ’ το στόμα. Το νερό το ετοίμαζε απ’ το προηγούμενο βράδυ ο καλλιοπιτζής. O κανονισμός πρόβλεπε να εκλέγεται απ’ την ομάδα του κάθε στρατώνα ένας κατάδικος που φρόντιζε για την καθαριότητα. Τον λέγανε καλλιοπιτζή και δεν πήγαινε στα καταναγκαστικά. Έπρεπε να πλένει τις σανίδες των κρεβατιών και το πάτωμα, να βγάζει το νυχτερινό δοχείο και να φέρνει δυο κουβάδες νερό την ημέρα. Έναν για το πρωινό πλύσιμο κι έναν για να πίνουμε νερό τη νύχτα. O κουβάς ήταν ένας και μοναδικός, γι’ αυτό γρήγορα άρχισαν οι καβγάδες.