Στο σκοτεινό θάλαμο
Κοιτάζω μια νεανική φωτογραφία σου, παππού,
Παρατηρώ το επιμελημένο ντύσιμο,
το στήσιμο το αυτάρεσκο, τη σιγουριά στο ύφος.
Ολόκληρος αγώνας να αποτυπωθεί
σε ένα ασήμαντο ασπρόμαυρο χαρτί
το δυνατό φτερούγισμα του ονείρου της ψυχής σου.
Μετά σε φέρνω στο μυαλό όπως σε γνώρισα,
δίχως στους ουρανούς να βλέπεις, δίχως να πετάς,
σκυμμένο πάνω απ’ τη ρεμμένη αυταρέσκεια,
με αμηχανίας μπαλώματα μήπως και τη μαντάρεις.
Και μετανιώνω τώρα! Δε μου έκοψε
να σε ρωτήσω να μου πεις ποιο το ενδιάμεσο
των δυο μορφών σου των αντικρουόμενων…
Ήτανε τάχα λιγοστή η αγάπη για το πέταγμα,
ή μήπως ήταν περισσή η αγάπη για όσα έπρεπε
χάριν του φτερουγίσματος πίσω να εγκαταλείψεις;
Και τώρα μες στο σκοτεινό μου θάλαμο
να εκτυπώσω μια πιστή φωτογραφία ξημερώνομαι
εκείνης της απάντησης που γέφυρα θα γίνει
στο απέραντο φοβιστικό ανάμεσο
αυτού που ονειρεύομαι και αυτού που εντέλει κάνω…
Η εμποροπανήγυρις
Στης πόλης μας τις δυτικές τις παρυφές
πλήθος στην εμποροπανήγυρη συρρέει.
Ορκωμοσία εμπόρων παρατεταγμένων ήδη διεξάγεται.
Η ύπαρξή τους αποκλειστικά αφιερώνεται, διαβεβαιούν,
στου ατόμου την προσωπική την ευδοκίμηση.
Και ενισχύει των διαβεβαιώσεων την πειθώ
–όλο και κάποιοι δύσπιστοι στο πλήθος θα υπάρχουν–
μια συγχορδία κουρδισμένων τέλεια τελάληδων.
—Μη σπρώχνεστε, παρακαλώ, όλοι θα πάρετε,
πωλούνται εδώ μοναδικές λαβίδες ευτυχίας!
—Τελειώνουν, κόσμε, τρέξτε να προλάβετε,
το αφεντικό τρελάθηκε σήμερα και χαρίζει!
Συρρέουν οι αγόμενοι, με αδημονία συνωστίζονται.
Ανοίγουν πορτοφόλια, εξαργυρώνουν τις αξίες τους.
Φορτώνονται στις πλάτες τους τα εμπορεύματα.
Μετρούν τα ρέστα. Αυταρέσκεια. Και μια πεντάρα αμφι[1]βολία.
Χαλίκι ενοχλητικό κάτω από το πέλμα τους
η υποψία μήπως τους ξανάπιασαν
κορόιδα των εμπόρων οι λαβίδες.
Δίπλα στην έξοδο στέκει απαρατήρητος ο μικροπωλητής.
Δε διαλαλεί, είναι λαθραίος, αλαφιάζεται.
Το κασελάκι του προτάσσει παρακλητικά.
Μίτοι της Αριάδνης εδώ ταπεινά προσφέρονται.
Μα τόσο βαρυφορτωμένοι οι αγοραστές,
είναι να κοντοστέκονται να περιεργαστούν,
το νήμα της αναθεώρησης, που απ’ το Λαβύρινθο θα βγάλει;