Ρωσία: 1917-1921

Ρωσία: 1917-1921Επανάσταση και εμφύλιος πόλεμοςΣυγγραφέας: Beevor, AntonyΑναμένεται 09/12/2024

36,80€33,12€

Σύντομα Διαθέσιμο

Μετά την κατάρρευση της τσαρικής αυτοκρατορίας, μεταξύ του 1917 και του 1921, έλαβε χώρα στη Ρωσία μια ολέθρια σύρραξη, ένας άγριος εμφύλιος πόλεμος, που θεωρείται από πολλούς ως το γεγονός με τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στη σύγχρονη εποχή. Η Λευκή Συμμαχία, αποτελούμενη από μετριοπαθείς σοσιαλιστές και ακροδεξιούς φιλομοναρχικούς, ήταν σε μεγάλο βαθμό ασυμβίβαστη, με αποτέλεσμα να έχει ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας απέναντι στον Κόκκινο Στρατό του Τρότσκι και το καθεστώς του Λένιν. Επρόκειτο για μία περίοδο όπου ο τρόμος γεννούσε περισσότερο τρόμο και ο άνθρωπος εξάντλησε τη σκληρότητα και την απανθρωπιά του επάνω στον άνθρωπο. Η σύραξη μετετράπη σύντομα σε έναν διεθνή πόλεμο διά αντιπροσώπων, καθώς ο Τσώρτσιλ απέστειλε οπλισμό και στρατεύματα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, την ίδια στιγμή που οι ένοπλες δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας εμπλέκονταν ενεργά στη σύρραξη. Aξιοποιώντας τα πλέον πρόσφατα πορίσματα της ακαδημαϊκής έρευνας και πλούσιο αρχειακό υλικό, ο Antony Beevor, συγγραφέας διεθνώς αναγνωρισμένων και ευπώλητων έργων, συνθέτει μια ολοκληρωμένη εικόνα της περιόδου. Μέσα από τη συναρπαστική αφήγησή του, μεταφέρει τα γεγονότα εκείνης της εποχής, έτσι όπως τα βίωσαν όσοι τα έζησαν από κοντά – είτε επρόκειτο για τον απλό εργάτη της Αγίας Πετρούπολης είτε για κάποιον αξιωματικό του Ιππικού στο πεδίο της μάχης, είτε για μια γυναίκα γιατρό σε κάποιο αυτοσχέδιο νοσοκομείο.

Είδος: Βιβλίο
ISBN: 978-960-606-297-1
Αριθμός έκδοσης:
Έτος έκδοσης: 2024 (Νοέμβριος)
Πρώτη έκδοση: 2024 (Νοέμβριος)
Ενιαία Τιμή Βιβλίου: ΝΑΙ (έως Μάιος 2026)
Εκδότης: Εκδόσεις Γκοβόστη
Δέσιμο: Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις: 17x24
Σελίδες: 592
Θεματική Ταξινόμηση: ΙΣΤΟΡΙΑ (1900-1939)

[…] Ήταν πλέον ξεκάθαρο σε όλους, με εξαίρεση εκείνους που εθελοτυφλούσαν, ότι η επανάσταση βρισκόταν προ των πυλών. Το μοναδικό ερώτημα ήταν εάν αυτή θα ξεσπούσε κατά τη διάρκεια ή μετά το τέλος του πολέμου. Ο Στρατηγός Μιχαήλ Βασίλιεβιτς Αλεξέγιεφ, ο επιτελάρχης της Stavka, είχε υποβάλει μια αναφορά στον Τσάρο, με την οποία πρότεινε τη μεταφορά των εργοστασίων και των εργατών τους εκτός της πρωτεύουσας. Ο Νικόλαος Β΄ σημείωσε επάνω στην αναφορά –που είχε δακτυλογραφηθεί στο ειδικό γαλάζιο «τσαρικό χαρτί»– τα εξής: «Η παρούσα κατάσταση δεν δικαιολογεί τη λήψη του εν λόγω μέτρου, καθώς κάτι τέτοιο θα προκαλούσε πανικό και αναταραχή στα μετόπισθεν». Φυσικά, η απλοϊκή λύση που είχε προτείνει ο Αλεξέγιεφ ήταν πρακτικά ανεφάρμοστη, μιας και προέβλεπε την μετοίκηση περισσότερων από 30.000 εργατών του Πέτρογκραντ. Εκτός αυτού, ούτε ο ίδιος ούτε και ο Τσάρος δεν μπορούσαν, εκείνη την εποχή, να προβλέψουν ότι οι άνδρες του Ρωσικού Στρατού στην πρωτεύουσα αποτελούσαν παρόμοιο κίνδυνο.

Οι βαριές απώλειες στο μέτωπο είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των ανδρών του προπολεμικού στρατεύματος, την ίδια στιγμή που η πλειονότητα των στρατιωτών που υπηρετούσαν σε μονάδες εφεδρείας εμφορούταν από αντιμοναρχικά αισθήματα. «Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν πρώην φοιτητές πανεπιστημίων», έγραψε ένας αξιωματικός. «Ανάμεσά τους βρίσκονταν αρκετοί νεαροί δικηγόροι. Η ταξιαρχία είχε μετατραπεί σε φοιτητική εστία, με ομιλίες, ψηφίσματα και συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Αυτοί [οι στρατιώτες] έβλεπαν τον μόνιμο αξιωματικό τους ως κάποιου είδους προϊστορικό ον». Η αλήθεια είναι πως οι περισσότεροι νεαροί βαθμοφόροι (praporshchiki) προέρχονταν από μικροαστικές οικογένειες, έτσι είχαν ξεκινήσει από απλοί στρατιώτες και είχαν ανελιχθεί σταδιακά στην ιεραρχία. Συνεπώς, η αποστροφή που ένιωθαν για τον μέσο παραδοσιακό αλαζόνα αξιωματικό ήταν δικαιολογημένη.

Οι περισσότερο ενημερωμένοι κάτοικοι του Πέτρογκραντ δεν απέκλειαν την πιθανότητα μιας μεγάλης κλίμακας ανταρσίας εντός της πρωτεύουσας. Σε ένα δείπνο που παρέθεσε κάποια πριγκιπική ερωμένη –και στο οποίο παρευρέθησαν αρχιδούκες, ανώτατοι αξιωματικοί και ο Γάλλος πρέσβης Μορίς Παλεολόγκ– τέθηκε το ερώτημα ποια συντάγματα Φρουρών εντός της πρωτεύουσας μπορούσαν να θεωρούνται πιστά στον Τσάρο. Σχεδόν κανείς από τους παρευρισκόμενους δεν θεωρούσε πως υπήρχαν αρκετά. «Η βραδιά έκλεισε με μια πρόποση στη μακροημέρευση της Αγίας Ρωσίας», έγραψε στο ημερολόγιό του ο πρέσβης.

Την επόμενη ημέρα, ο Παλεολόγκ πληροφορήθηκε, απογοητευμένος αλλά όχι και έκπληκτος, ότι η Τσαρίνα αρνούταν πεισματικά να αποδεχθεί την ύπαρξη ενός ορατού κινδύνου για τη μοναρχία. «Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο», είχε απαντήσει στη Μεγάλη Δούκισσα Βικτόρια Φεοντόροβνα. «Γνωρίζω πλέον, με μεγάλη μου ικανοποίηση, πως ολόκληρη η Ρωσία, η πραγματική Ρωσία, η Ρωσία των καθημερινών ανθρώπων και των χωρικών, βρίσκεται στο πλευρό μου». Η πεποίθηση της Τσαρίνας βασιζόταν αποκλειστικά στις δουλοπρεπείς –ενδεχομένως και ψευδείς– επιστολές που λάμβανε καθημερινά από την Οχράνα (Μυστική Αστυνομία), κατόπιν εντολής του Υπουργού Εσωτερικών Αλεξάντρ Προτοπόποφ. Ο τελευταίος είχε διορισθεί στο υπουργείο με πρωτοβουλία του Ρασπούτιν και, σύμφωνα με φήμες, ήταν ψυχικά ασταθής επειδή έπασχε από σύφιλη σε προχωρημένο στάδιο.

Το αυτοκρατορικό ζεύγος δεν δίστασε να ζητήσει ακόμη και την απομάκρυνση από τα ανάκτορα της αδελφής της Αλεξάνδρας –που ήταν ηγουμένη στη Μονή Μάρθας και Μαρίας (Μονή Μάρφο-Μαριίνσκι)–, επειδή τόλμησε να αναφερθεί στην «ολοένα και μεγαλύτερη αγανάκτηση που νιώθουν οι κάτοικοι της Μόσχας». Εντούτοις, πολλά από τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας των Ρομανόφ ήταν επίσης θορυβημένα εξαιτίας της άρνησης του Τσάρου και της Τσαρίνας να αποδεχθούν την πραγματικότητα, εξ ου και αποφάσισαν να συγκεντρωθούν και να συντάξουν μια κοινή επιστολή προκειμένου να τους μεταπείσουν. […]

 

 

 

[…] Κατά το δεύτερο ήμισυ του Μαρτίου, σε διάφορα σημεία της υπαίθρου, άρχισαν να σημειώνονται περιστατικά ανεξέλεγκτης βίας, υποκινούμενα από σκληροπυρηνικούς λιποτάκτες που είχαν εγκαταλείψει το μέτωπο. Πολλοί χωρικοί –ιδιαιτέρως σε περιοχές που βρίσκονταν στις όχθες του Βόλγα και σε περιφέρειες της Κεντρικής Μαύρης Γης– άρχισαν να κλέβουν τα μηχανήματα και τα εργαλεία των γαιοκτημόνων, να εκμεταλλεύονται τους βοσκότοπους, να καταλαμβάνουν ακαλλιέργητες εκτάσεις, να υλοτομούν παράνομα και να κατάσχουν τους σπόρους των σιτηρών, θεωρώντας ότι η επανάσταση τούς έδινε το δικαίωμα να συμπεριφέρονται όπως ήθελαν και να λαμβάνουν την εκδίκησή τους για την πολυετή καταπίεση που είχαν υποστεί. Ο Στρατηγός Αλεξέι Αλεξέγιεβιτς Μπρουσίλοφ –ο οποίος είχε διευθύνει την περίφημη επίθεση του 1916 και αργότερα είχε ενταχθεί στον Κόκκινο Στρατό– έγραψε: «Οι στρατιώτες επιθυμούσαν μόνο ένα πράγμα: τη σύναψη ειρήνης, ώστε να επιστρέψουν στα σπίτια τους, να ληστέψουν τους γαιοκτήμονες και να ζήσουν ελεύθεροι, χωρίς να χρειαστεί ποτέ να πληρώσουν φόρους ή να αποδεχθούν οποιαδήποτε μορφή εξουσίας».

Το σχόλιο του Μπρουσίλοφ ήταν κάθε άλλο παρά υπερβολικό. «Οι περιπτώσεις λιποταξίας στο στράτευμα έχουν αυξηθεί δραματικά», παρατήρησε ο δρ. Κράβκοφ. «Όλοι οι στρατιώτες επιδιώκουν να εκμεταλλευθούν τη συγκυρία προκειμένου να καταλάβουν ένα τμήμα γης από τους γαιοκτήμονες». Οι υπηρεσίες λογοκρισίας του Ρωσικού Στρατού παρατήρησαν πως οι περισσότεροι στρατευμένοι είχαν το ίδιο σκεπτικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσε η επιστολή που έστειλε ένας εξ αυτών από το Δυτικό Μέτωπο προς τους οικείους του: «Όλοι εδώ εύχονται να επιτευχθεί η σύναψη ειρήνης – με κάθε κόστος. Στο κάτω κάτω, για ποιο λόγο χρειάζεται να πολεμάμε εδώ, όταν απλώς μπορούμε να επιστρέψουμε και να λάβουμε το μερίδιό μας από τα εδάφη του Τσάρου και των γαιοκτημόνων; Οι “μπουρζουάδες” δεν μπορούν να μας ξεγελάσουν. Εμείς θα επιστρέψουμε οπλισμένοι και θα πάρουμε ό,τι μας ανήκει».

Η κατάρρευση των τσαρικών Αρχών στην ύπαιθρο –και ιδιαιτέρως η αποχώρηση των τοπικών αξιωματούχων που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της υψηλής κοινωνίας– επέτρεψε στους αγρότες να ιδρύσουν τα δικά τους τοπικά συμβούλια. Μάλιστα, θέσπισαν και δικούς τους νόμους –τα λεγόμενα «διατάγματα»– προκειμένου να προσδώσουν κάποιο βαθμό επισημότητας στις αποφάσεις τους. Οι Σοσιαλεπαναστάτες παρότρυναν τους οπαδούς τους να αναμένουν την ανακοίνωση των μεταρρυθμίσεων από τη Συντακτική Συνέλευση, όμως η υπομονή των τελευταίων εξαντλήθηκε πολύ σύντομα. Σε κάποιο κεντρικό συμβούλιο αγροτών στη Σαμάρα, ένας αντιπρόσωπος προειδοποίησε τους παρευρισκόμενους να μην εμπιστεύονται τους ηγέτες του Κόμματος. «Θα είναι άραγε καλύτερο να περιμένουμε τις αποφάσεις της Συντακτικής Συνέλευσης σχετικά με την επίλυση του ζητήματος των αγροτεμαχίων;» δήλωσε. «Όσες φορές στο παρελθόν η κυβέρνηση έλαβε αποφάσεις για εμάς, το αποτέλεσμα ήταν πάντοτε να καταλήγουμε σκλάβοι. Τώρα, η κυβέρνηση λέει πως πρέπει πρώτα να αναμένουμε την αποκατάσταση της τάξης. Το μόνο που ακούμε συνεχώς είναι: “Αργότερα, αργότερα, όχι τώρα, όχι πριν από τη σύσταση της Συντακτικής Συνέλευσης”». […]

 

 

 

[…] Η 23η Φεβρουαρίου, Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, σηματοδότησε την έναρξη μιας ξεκάθαρα επαναστατικής περιόδου. Ο καιρός είχε καλυτερεύσει ξαφνικά και η ηλιοφάνεια ώθησε τους κατοίκους του Πέτρογκραντ να κατακλύσουν τους δρόμους της πόλης, έπειτα από αρκετές εβδομάδες ψύχους και πυκνών νεφώσεων. Ανάμεσα στο πλήθος υπήρχαν, έτσι όπως είχε προσχεδιαστεί, και αρκετές γυναικείες οργανώσεις. Οι περισσότερες διαμαρτύρονταν για τις ελλείψεις σε τρόφιμα και απλώς φώναζαν ρυθμικά: «Ψωμί! Ψωμί! Ψωμί!». Όμως, μια εξ αυτών ήταν και το Ρωσικό Κίνημα για τη Γυναικεία Ισότητα, που είχε οργανώσει συγκέντρωση στην Πλατεία Ζναμένσκαγια (σημερινή Πλατεία Βοστάνιγια). Ο αγώνας των γυναικών της Ρωσίας για δικαίωμα ψήφου είχε ξεκινήσει πριν από εννέα χρόνια, εντούτοις, σε διάστημα μόλις τεσσάρων εβδομάδων –και έπειτα από μια γιγάντια διαδήλωση, στην οποία συμμετείχαν 40.000 άτομα–, η μελλοντική Προσωρινή Κυβέρνηση της χώρας επρόκειτο τελικά να αποδεχθεί το εν λόγω αίτημα. Έτσι, η Ρωσία έδωσε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες έναν χρόνο νωρίτερα από τη Βρετανία, τρία χρόνια νωρίτερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και είκοσι επτά χρόνια νωρίτερα από τη Γαλλία.

Οι δύο μεγαλύτερες πορείες εκείνης της ημέρας κατευθύνθηκαν, από διαφορετικά σημεία, προς τη Λεωφόρο Νιέφσκι. Σημειώθηκαν κάποιες μικρής κλίμακας αναταραχές, που κατέληξαν στη θραύση μερικών παραθύρων των διερχόμενων τραμ, αλλά, σε γενικές γραμμές, τα αποσπάσματα Κοζάκων και οι ομάδες των αστυνομικών με τις μαύρες στολές κατόρθωσαν να επιβάλλουν σχετικά εύκολα την τάξη. Ωστόσο, οι άνδρες της Οχράνα παρατήρησαν μια πρωτοφανή αλλαγή στη στάση που τηρούσαν οι Κοζάκοι, οι οποίοι έδειχναν πως ήθελαν να αποφύγουν οποιαδήποτε σύγκρουση με το πλήθος. Αργότερα, και ενώ οι τελευταίοι βρίσκονταν πλέον πίσω στους στρατώνες τους για φαγητό, κάποιοι στρατιώτες άρχισαν να τους προκαλούν, λέγοντας: «Σκέφτεστε πάλι να μαστιγώσετε και να πυροβολήσετε τόσο τους εργάτες όσο και τους στρατιώτες που θα ταχθούν στο πλευρό τους, έτσι όπως κάνατε το 1905;» Η αντίδραση των Κοζάκων ήταν απροσδόκητη. «Η απάντησή τους μας άφησε άφωνους: “Όχι! Το 1905 δεν θα επαναληφθεί ποτέ ξανά! Δεν θα στραφούμε εναντίον των εργατών. Γιατί να το κάνουμε; Για αυτή την άθλια σούπα με φακές και μερικές σάπιες ρέγγες;” είπαν, δείχνοντας με αηδία τα πιάτα τους».

Την Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου, το κλίμα ήταν διαφορετικό. Περισσότεροι από 150.000 εργάτες και εργάτριες –κάποιοι υποστηρίζουν ότι έφθαναν τις 200.000– προκήρυξαν απεργία και, αμέσως μετά, τα καταστήματα έκλεισαν ερμητικά. Περίπου 10.000 διαδηλωτές από την περιφέρεια Βίμποργκ συγκεντρώθηκαν στη βόρεια όχθη του Νέβα, όπου και ανακάλυψαν πως οι Αρχές είχαν στήσει οδοφράγματα στις γέφυρες. Αρκετοί από τους διαδηλωτές, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ο ποταμός είχε παγώσει, μετέβησαν πεζή στην αντίπερα όχθη –παρακάμπτοντας τα μπλόκα των Κοζάκων και των αστυνομικών–, ενώ οι πιο τολμηροί κινήθηκαν προς τα οδοφράγματα. Σύντομα παρατήρησαν ότι οι Κοζάκοι δεν έφεραν τα θανατηφόρα μαστίγιά τους (τα περίφημα nagaika από δέρμα ταύρου), έτσι άρχισαν να περνούν ανενόχλητοι δίπλα και κάτω από τα άλογά τους. […]

 

 

 

[…] Η διάχυτη διαφθορά που επικρατούσε στην πρωτεύουσα ενοχλούσε ιδιαιτέρως τους νεαρούς ιδεαλιστές αξιωματικούς στο μέτωπο. Όταν η μνηστή ενός αξιωματικού του Ιππικού, ο οποίος υπηρετούσε στην 7η Στρατιά, τον ενημέρωσε ότι κατέβαλε προσπάθειες να τον μεταθέσει σε κάποιο ασφαλές πόστο στα μετόπισθεν, εκείνος της έγραψε: «Όλοι γνωρίζουν πως μόνο οι απατεώνες αυλικοί της Μεγάλης Δούκισσας Μαρίας Πάβλοβνα εξασφαλίζουν, μέσω δωροδοκίας, ασφαλή πόστα στο στράτευμα. Γι’ αυτό και σε εκλιπαρώ για το εξής: ό,τι και να γίνει μην δωροδοκήσεις κανέναν. Επιθυμώ να ζήσω και να πεθάνω έχοντας διατηρήσει την αξιοπρέπειά μου».

Η ισχυρογνωμοσύνη του Τσάρου είχε γεμίσει με απόγνωση ακόμη και τους πλέον ένθερμους οπαδούς της μοναρχίας. Φυσικά, κανείς δεν γνώριζε πως αυτή πήγαζε σχεδόν εξολοκλήρου από την αδυναμία του χαρακτήρα του. Έπειτα από τις καταστροφικές υποχωρήσεις του 1915, ο Νικόλαος Β΄ είχε επιμείνει, αγνοώντας όσους τον συμβούλευαν για το αντίθετο, να αναλάβει τη διοίκηση του στρατού, παραμερίζοντας τον ξάδελφό του, Μέγα Δούκα Νικολάι Νικολάγιεβιτς τον νεότερο. Ο Μέγας Δούκας ήταν ένας πανύψηλος αριστοκράτης, για τον οποίο ο Ουέιβελ είχε δηλώσει: «Ήταν ο ομορφότερος και ο πλέον εντυπωσιακός άνδρας που έχω γνωρίσει. Δεν διέθετε ιδιαίτερα μεγάλη ευφυΐα ή εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, διέθετε όμως κοινή λογική και δυναμικό χαρακτήρα». Δυστυχώς, ο Νικόλαος Β΄ στερούταν τόσο κοινής λογικής όσο και δυναμικού χαρακτήρα και, όπως παρατήρησε ο Σούλγκιν, «το να έχεις μοναρχία χωρίς μονάρχη είναι σκέτη καταστροφή».

Ο Τσάρος είχε επιλέξει να γίνει επικεφαλής της Stavka, στο Μόγκιλεφ, επειδή προτιμούσε να συναναστρέφεται με πιστούς αξιωματικούς και όχι με επικριτικούς πολιτικούς. Αυτός ήταν άλλωστε και ο βασικός λόγος που άφησε τη διακυβέρνηση της χώρας στην Τσαρίνα Αλεξάνδρα και τον Ρασπούτιν, αρνούμενος αποφασιστικά να διορίσει μια κυβέρνηση αποτελούμενη από υπουργούς της Δούμα. Εντούτοις, η παρουσία του στη Stavka ήταν μάλλον συμβολική, αφού η κουστωδία που τον περιέβαλλε φρόντιζε ώστε οι επιλεκτικές επιθεωρήσεις του στο μέτωπο να προσομοιάζουν περισσότερο σε οργανωμένες περιοδείες. […]

Ένα εξαίρετο και συνάμα συγκλονιστικό βιβλίο από τον Sir Antony Beevor. Ο συγ­­­γραφέας κατορθώνει να αναμείξει αριστοτεχνικά την ευρύτερη εικόνα εκείνης της περιόδου, σε πολιτικό και στρατηγικό επίπεδο, με την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων της Ρωσίας.

Daily Mail

 

Ο Beevor είναι ένας ικανότατος «εικονολήπτης», ο οποίος έχει τη δυνατότητα να εστιάζει τον «φακό» του πότε σε λεπτομέρειες και πότε στην ευρύτερη εικόνα.

Sara Wheeler

The Spectator

 

Το επίπεδο της βίας που εξαπολύθηκε κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου, όπως καταγράφεται από τον Beevor, ξεπερνά κάθε φαντασία ως προς την αγριότητά του, με θηριωδίες που διαπράχθηκαν εκατέρωθεν, τόσο μεταξύ των στρατιωτών όσο και μεταξύ των πολιτών. Οι εχθροπραξίες κλιμακώθηκαν γρήγορα, όπως και η φρίκη, καθώς κάθε πλευρά προέβαινε σε αντίποινα για τις βιαιότητες των αντιπάλων της. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι μηχανισμοί μαζικής σφαγής, οι οποίοι επινοήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, επηρέασαν τα ναζιστικά Τάγματα Θανάτου (Einsatzgruppen) που έδρασαν σε παρόμοιες γεωγραφικές τοποθεσίες, μόλις δύο δεκαετίες αργότερα. Ο Beevor παραθέτει τη διαφωτιστική περιγραφή μίας εκ των πιο σκοτεινών και ακατανόητων περιόδων της ιστορίας του 20ού αιώνα. Αυτό το έργο θα πρέπει να αποτελέσει θεμελιωδώς απαραίτητο ανάγνωσμα για όποιον ενδιαφέρεται να μελετήσει ενδελεχώς την ιστορία της Σοβιετικής Ρωσίας.

Jonathan Eaton

Military History Matters Magazine

 

Ο συγγραφέας αφήνει τα αδιάσειστα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει να μιλήσουν από μόνα τους, ενώ ο ίδιος περιορίζεται απλώς στην καταγραφή τόσο της πορείας όσο και της απεριόριστης βαρβαρότητας αυτής της ανελέητης σύρραξης. Πρόκειται για την πιο φρικιαστική ιστορία πολέμου που έχω διαβάσει ποτέ. Αναρωτιέται κανείς πώς κατάφερε η Ρωσία να αντεπεξέλθει σε όλα αυτά τα δεινά.

Gerard DeGroot

The Times

 

Μια συναρπαστική αφηγηματική ιστορία ενός εκ των πιο σύνθετων επεισοδίων της σύγχρονης ρωσικής ιστορίας... Αυτό που κάνει το συγκεκριμένο βιβλίο του Beevor τόσο εντυπωσιακό είναι η πλούσια ποικιλία των πηγών του – σε αυτές περιλαμβάνονται, εκτός των άλλων, καταγραφές ορισμένων από τις πλέον σκληρές λεκτικές εσωκομματικές συγκρούσεις κατά τη διάρκεια συνεδρίων των Μπολσεβίκων του Λένιν, καθώς και αναφορές για κοκαϊνομανείς αξιωματικούς των Λευκών... Αυτό που κάνει τον συγγραφέα να ξεχωρίζει ως ιστορικός είναι η ικανότητά του να περιγράφει τα γεγονότα με σαφήνεια και συναρπαστικότητα, χωρίς ποτέ να αποφεύγει να αναφερθεί στο πλέον κρίσιμο και «ευαίσθητο» ζήτημα: τις ανθρώπινες βιαιοπραγίες.

Misha Glenny

Sunday Times Culture

Beevor, Antony

Ο Antony Beevor σπούδασε στο Winchester και το Sandhurst. Ως μόνιμος Αξιωματικός της 11ης Ίλης Oυσάρων υπηρέτησε στη Γερμανία και την Aγγλία μέχρι που παραιτήθηκε από τον στρατό μετά από πέντε χρόνια υπηρεσίας.

Eίναι παντρεμένος με την Artemis Cooper, σε συνεργασία με την οποία έγραψε το Paris after the Liberation, 1944-1949. Kαι οι δύο έχουν ανακηρυχθεί Chevalier de l' Ordre des Arts et des Lettres από τη Γαλλική Kυβέρνηση.

Στα έργα του περιλαμβάνονται τα: Κρήτη: Η Μάχη και η Αντίσταση (Βραβείο Runciman), Βερολίνο: Η Πτώση 1945 (Βραβείο Longman-History Today Trustees), Στάλινγκραντ (Βραβείο Samuel Johnson, Βραβείο Ιστορίας Wolfson και Βραβείο Λογοτεχνίας Hawthornden), Το μυστήριο της Όλγας Τσέχοβα, Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, 1936-1939 (Βραβείο La Vanguardia), D-Day: Η Απόβαση στη Νορμανδία (Βραβείο Henry Malherbe και Μετάλλιο RUSI Westminster) και Ένας Συγγραφέας στον Πόλεμο: Ο Βασίλι Γκρόσμαν με τον Κόκκινο Στρατό, 1941-1945.

Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες και έχουν πουλήσει περισσότερα από έξι εκατομμύρια αντίτυπα.

Έχει διατελέσει πρόεδρος του Society of Authors, ενώ είναι επίτιμος διδάκτορας στα πανεπιστήμια του Kent, του Bath και της East Anglia και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Kent. Το 2014, στις Ηνωμένες Πολιτείες, του απονεμήθηκε το Βραβείο Λογοτεχνίας Pritzker για τη συνολική προσφορά του στη Στρατιωτική Ιστορία.

Ο Beevor ζει στην Αγγλία.

 

Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:

* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€

Στείλτε μας την απορία σας για το προϊόν.
 

Δείτε επίσης