Προς το Λυκόφως
της Εποχής
του Ειρηνισμού;
Στη γεωπολιτική οι άνθρωποι σπανίως αντιλαμβάνονται μια τεκτονικής φύσεως μεταβολή τη στιγμή που αυτή λαμβάνει χώρα. Ακριβώς αυτό είναι το ελάχιστα εμφανές σημείο καμπής που σηματοδοτεί η δεδηλωμένη πρόθεση ενίσχυσης των στρατιωτικών δυνατοτήτων Γερμανίας και Ιαπωνίας – δύο χωρών με ισχυρά φιλειρηνικά κινήματα και στρατιωτική εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά το γεγονός ότι αμφότερες διαθέτουν την ευχέρεια να αναπτύξουν σημαντική στρατιωτική ισχύ, οι ικανότητες των Ενόπλων Δυνάμεών τους είναι σημαντικά υποδεέστερες από την οικονομική τους ευμάρεια, ενώ εμφανίζουν απροθυμία χρήσης αυτών –σε σημείο φοβικού συνδρόμου– πέρα από τα σύνορά τους.
Σε διάστημα μόλις ενός μηνός, από τα μέσα Δεκεμβρίου του 2022 έως τα μέσα Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους, η Ιαπωνία αναμόρφωσε μεγάλο μέρος του μεταπολεμικού δόγματος ασφαλείας της. Κύρια σημεία της αναθεωρημένης πολιτικής είναι η πρόθεση αύξησης των στρατιωτικών δαπανών σε βάθος πενταετίας στο 2% του ΑΕΠ –ποσοστό που για πολιτικούς λόγους παραμένει από τη δεκαετία του 1970 στο 1%–, η ενίσχυση των πυραυλικών δυνατοτήτων της, η ενδυνάμωση των ικανοτήτων στους τομείς της κυβερνοασφάλειας και της συλλογής πληροφοριών, αλλά και η δημόσια και απενοχοποιημένη πλέον αναφορά στην ανάγκη υπεράσπισης των συμφερόντων της χώρας και εκτός των ιαπωνικών νήσων. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η μεταστροφή αυτή χαίρει της υποστήριξης της κοινής γνώμης, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να άρει τους μεταπολεμικούς συνταγματικούς περιορισμούς. Την ίδια στιγμή, η Γερμανία επίσης αυξάνει τις αμυντικές της δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ και προτίθεται να διαθέσει περί τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ μέσω της δημιουργίας ειδικού ταμείου για την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ προμηθεύει ήδη με σύγχρονα οπλικά συστήματα τις αντίστοιχες της Ουκρανίας.
Καθώς η Ιστορία ανέκαθεν παρείχε χρήσιμα τετελεσμένα, η παρούσα συγκυρία μπορεί να εξετασθεί υπό το πρίσμα τριών χαρακτηριστικών περιόδων έντονου και ανταγωνιστικού χερσαίου εξοπλιστικού πυρετού που έλαβε χώρα στην ηπειρωτική Ευρώπη: την περίοδο 1866-1870, η οποία προηγήθηκε του Γαλλοπρωσικού Πολέμου, τον Ιούλιο του 1870· την περίοδο 1887-1893, η οποία οδήγησε σε στρατιωτική ισορροπία· και την περίοδο 1910-1914. Σε όλες τις περιόδους αυτές η γερμανική στρατιωτική ανωτερότητα θεωρήθηκε ως απειλή από τη Γαλλία ή τις εκάστοτε συμμαχίες και κατέστη σκοπός η ανατροπή της. Οι ανταγωνισμοί των ετών 1866-1870 και 1910-1914 διαμορφώθηκαν ταχέως, ενώ της περιόδου 1887-1893 περισσότερο γραμμικά, και με οικονομικούς όρους, οι έξι Μεγάλες Δυνάμεις αύξησαν τις στρατιωτικές τους δαπάνες κατά 50% μόνο κατά την περίοδο 1908-1913. Επίσης, πολλά διάσημα οπλικά συστήματα εμφανίσθηκαν την περίοδο 1887-1893, όπως το αυστριακό Mannlicher (1888), το ρωσικό Mosin-Nagant (1891) και το βρετανικό Lee-Enfield (1895). Το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι το πλήθος των νομοθετημάτων και μέτρων που υιοθετήθηκε και αφορούσε τις ένοπλες δυνάμεις, ευρισκόμενα σε άμεση συσχέτιση με τους στρατηγικούς σχεδιασμούς.
Ένα από τα συμπεράσματα που μπορούν να προκύψουν από τις τρεις αυτές περιόδους είναι ότι οι εξοπλιστικοί ανταγωνισμοί δύναται να καταστούν παράγοντας αποσταθεροποίησης, όταν μια δύναμη εκλάβει ως απειλή τις ενέργειες μιας άλλης. Το σημείο-κλειδί είναι το οριακό σημείο ισορροπίας που η κάθε χώρα θεωρεί ως αποδεκτό, εξ ου και η ρήση τού Βίσμαρκ ότι «ο πόλεμος δεν ξεσπά ποτέ σαν αστραπή: πάντοτε προηγείται σοβαρός ανταγωνισμός». Οι εξοπλισμοί πρέπει πάντα να εξετάζονται εντός του πολιτικού πλαισίου της εποχής, καθώς μπορούν να εξηγήσουν εν μέρει –αλλά όχι εν όλω– γιατί ξεσπά μια σύγκρουση. Επίσης, οι τρεις αυτές περίοδοι έδειξαν ότι περιφερειακές κρίσεις πυροδότησαν εξοπλιστικούς ανταγωνισμούς, χωρίς κατ’ ανάγκη να καταλήξουν σε ένοπλη σύγκρουση, αλλά στην παγίωση ενός νέου επιπέδου στρατιωτικής ισορροπίας. Αποδείχθηκε ακόμη ότι και τοπικά επεισόδια με πρωταγωνιστές δευτερεύουσες δυνάμεις ενδεχομένως να επιφέρουν γεωπολιτικές ανασφάλειες στους ισχυρούς της εποχής, ωθώντας τους στη δημιουργία συνασπισμών, στοιχείο που είχε ήδη καταγράψει ο Θουκυδίδης. Και στις τρεις περιπτώσεις, οι εξοπλιστικοί ανταγωνισμοί είχαν τεχνολογικό και ποιοτικό χαρακτήρα, κυρίως αυτός του 1866-1870 και σε πολύ μικρό βαθμό του 1910-1914. Αυτό το στοιχείο ενδεχομένως να αναιρεί εν μέρει τον ισχυρισμό του Σάμιουελ Χάντιγκτον ότι οι ποιοτικοί εξοπλιστικοί ανταγωνισμοί είναι οι πλέον επικίνδυνοι.
Η μελέτη της Ιστορίας ανέκαθεν διευκόλυνε τη διατύπωση προβλέψεων για τη μελλοντική πορεία μιας σύγκρουσης. Με την πρόσφατη ανακοίνωση της Ρωσίας για αποχώρηση από τη συμφωνία περιορισμού των πυρηνικών όπλων START II, τη γενικότερη στάση της Κίνας να παραμένει ερωτηματικό, τον επανεξοπλισμό περιφερειακών δυνάμεων, όπως η Αυστραλία, και την εξέλιξη της στήριξης της Ουκρανίας από τα οπλοστάσια και τις κυβερνήσεις των δυτικών δυνάμεων, μένει να αποδειχθεί πού θα οδηγήσει η εξοπλιστική αφύπνιση των εν υπνώσει γεωπολιτικών παικτών. Η δεδηλωμένη θέση της Ουκρανίας ότι δεν θα δεχθεί τίποτα λιγότερο από την πλήρη αποχώρηση της Ρωσίας από τα εδάφη της –συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας– και ο πόλεμος φθοράς που επικρατεί τους τελευταίους μήνες στο ουκρανικό μέτωπο, εν αναμονή των εαρινών επιχειρήσεων, δεν προμηνύουν γρήγορη απεμπλοκή από την υφιστάμενη κατάσταση. Το κρίσιμο, λοιπόν, ερώτημα είναι εάν ο σύγχρονος κόσμος βρίσκεται προ των πυλών της εγκατάλειψης του ειρηνισμού και της επικράτησης φιλοπολέμων αντιλήψεων.
Ο κ. Γεώργιος Γουναρόπουλος είναι απόφοιτος του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών της Διοίκησης Ανθρωπίνων Πόρων.