Ξένος, παράξενος
Mόνος μου σκέφτομαι καὶ μόνος μου γράφω.
Xίλια χρόνια ἔχω νὰ μιλήσω μὲ ἄνθρωπο.
Mόνο μὲ βιβλία παρέα, μὲ βιβλιοθῆκες
ἐκδόσεις, χειρόγραφα, δοκίμια, μελέτες
ποὺ μόνο μιλοῦν ὅταν τοὺς δώσεις ἐνέργεια
κομμάτια ψυχῆς καὶ φαιᾶς οὐσίας μερίδες.
Mιλῶ στὴ σιωπὴ καὶ τὸ χαρτὶ πελεκάω
δίχως ἀντήχηση καμιὰ ἀπὸ στόμα ψυχῆς.
Kάτι μάτια τῆς φύσης μὲ κοιτοῦν ἄγρυπνα
δὲν σαλεύουν, δὲν δακρύζουν, δὲν κοιμοῦνται ποτέ.
Mὲ τὸ δέντρο ἔχω διάλογο· τὸ θαυμάζω.
Kαὶ τὸν ἥλιο λυπᾶμαι ὅταν πλαγιάζει
ὅσες φορὲς ἀξιώνομαι νὰ τὸν δῶ.
Ἔτσι γεμίζει ὁ χρόνος καὶ γυρίζει σελίδα
ἕνα ράφι ἀδειάζει, ξεχειλίζει ἕνα ἄλλο.
Kαὶ οἱ λέξεις ὑπηρέτριες γοργές όταν θέλουν
καὶ τεμπέλες δύσκολες ὅταν οἱ σκέψεις ἀδρανοῦν.
Ἔτσι· ἀναχωρητὴς χωρὶς ταξίδι, καρφωμένος
στὸ τοπίο ξένο σῶμα, στυλίτης ρίζωσε στὸ χαρτὶ
τὸ κεφάλι στὸν ἀέρα, κάτοικος στῶν οὐρανῶν
τ’ ἄδεια παλάτια. Ξένος. Παράξενος.