Από τον Γιώργο Σεφέρη στον υπερρεαλισμό και τον ρομαντισμό και από τον Ξενόπουλο και τον Αισχύλο στην ποίηση στην εποχή της υπερνεωτερικότητας, το 31ο –αισίως– τεύχος των Ποιητικών υποδέχεται το φθινόπωρο με ζητήματα πολιτικής, αισθητικής και ηθικής της ποίησης που είναι, ή θα έπρεπε να είναι, στο επίκεντρο της συζήτησης σήμερα.
Ο Γιώργος Σεφέρης αρνείται, το 1967, την εξόχως τιμητική πρόσκληση να διδάξει στην έδρα Norton, του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, όπου είχαν διδάξει, μεταξύ άλλων πολλών και επιφανών οι T. S. Eliot, Robert Frost, Igor Stravinsky, Maurice, Bowra, E.E. Cummings, Jorge Guillén, Jorge Luis Borges, όπως σημειώνει και ο ίδιος στον κατάλογο που λαμβάνει. Η άρνησή του οφείλεται στην πολιτική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα του με τη δικτατορία, στην έλλειψη ελευθερίας έκφρασης και στην επιθυμία του να μοιραστεί την τύχη της χώρας του. Η ηθική αυτή πολιτική τοποθέτηση θα αποτυπωθεί, όπως ξέρουμε, σε λίγο με σαφήνεια στη δήλωσή του. Αξίζει να σκεφτούμε, ωστόσο, γιατί δέχεται για τρεις μήνες να εργαστεί ως ερευνητής στον Πανεπιστήμιο του Πρίνστον: η μεγάλη τιμή να καταλάβει για ένα χρόνο την έδρα Norton θα αντανακλούσε και στην Ελλάδα ως χώρα και αυτό ακριβώς αρνείται, να τιμηθεί η Ελλάδα της χούντας μέσα από το πρόσωπό του. Αντίθετα, η διαμονή του στο Πρίνστον με το συγκεκριμένο καθεστώς ήταν μια ιδιωτική υπόθεση.
Ο Φώτος Πολίτης, που θέτει το ζήτημα της στάσης ζωής του ποιητή, αναδεικνύοντας το πρότυπο του Αισχύλου –«εν αρχή ην η ζωή του Αισχύλου»– με κάποιο τρόπο απαντά στην ηθική και πολιτική χειρονομία του Σεφέρη, σχολιάζοντας και τις πρακτικές διασφάλισης υστεροφημίας των λογοτεχνών στο πρόσωπο του Γ. Ξενόπουλου – πρακτικές που με εντελώς διαφορετικούς όρους δεν ήταν ξένες και στον Σεφέρη, πάντως.
Ο Γιώργος Στογιαννίδης σχολιάζει το αισθητικό γεγονός που συνιστά ο υπερρεαλισμός και τη μετέπειτα πορεία της ποίησης, μην παραλείποντας να παραπέμψει στον Κόρσο, όταν λέει ότι ο ποιητής είναι ο φύλακας της ανθρώπινης συνείδησης, στη μακριά αλυσίδα των ποιητών που στηρίζουν την ανθρώπινη ολοκλήρωση. Και ο Θεόδωρος Βάσσης υπογραμμίζει την καταγωγική σχέση του υπερρεαλισμού με τον ρομαντισμό, τον οποίο προσεγγίζει ξεκινώντας από τον Σολωμό, τον μόνο μεγάλο ποιητή κατά τον Φώτο Πολίτη.
Από τον ρομαντισμό, στον υπερρεαλισμό, τον μοντερνισμό, στην υπερνεωτερικότητα: η Έφη Κατσουρού κάνει λόγο για μια ποίηση που συμφιλιώνει τον άνθρωπο με τη φύση και το σώμα, με τον κόσμο των αισθήσεων, συνομιλώντας λοξά και μερικώς με τη ρομαντική προβληματική περί φύσης. Έχει παρεμβληθεί ο κατεξοχήν διονυσιακός Βάρναλης στην πρώτη του περίοδο, που προηγείται της πολιτικής στράτευσης, όπως τον παρουσιάζει ωραία ο Κώστας Παπαγεωργίου και η διερώτηση της Ζέφης Δαράκη για την καινοτομία της Τέχνης καθαυτήν, πέρα από σχολές και ρεύματα – συναντώντας έτσι μέσα από παράξενα μονοπάτια τον Φώτο Πολίτη.
Όλες αυτές οι εποχές και οι στοχασμοί εκβάλλουν μέσα από διαφορετικές διαδρομές στη σημερινή μας συζήτηση, και συχνά απορία, σχετικά με τον ρόλο της ποίησης και του ποιητή, με τη φύση του αισθητικού γεγονότος, με τη θέση της φύσης στην εποχή της ραγδαίας υποβάθμισης και καταστροφής της, τη βαρύτητα της προσωπικής επιλογής σε σχέση με το πραγματωμένο έργο σε μια εποχή φθοράς των αξιών και κατίσχυσης των νόμων της τεχνολογίας με τον πλέον αλλοτριωτικό τρόπο, σε μια εποχή επανάκαμψης της πολιτικής ποίησης. Ποια η θέση των ισχυρών προτύπων και ποια η ισχύς τους σήμερα; Έχει θέση ο ρομαντισμός και ποιος ρομαντισμός στη σύγχρονη ποιητική δημιουργία; Λειτουργεί η ριζοσπαστικότητα των πρωτοποριών εκτός του πλαισίου γένεσής τους; Ο Στογιαννίδης απαντά αρνητικά, αλλά είναι έτσι; Ή μήπως έχει δίκιο ο Μικαέλ Λεβύ, που ισχυρίζεται το ακριβώς αντίθετο; Τίθεται σήμερα το ζήτημα της πολιτικής ηθικής στην ποίηση και αν ναι με ποιους αισθητικούς όρους;
Όλα αυτά τα ερωτήματα μένουν ανοιχτά και περιμένουν τη συνεργασία του αναγνώστη –και των ποιητών, φυσικά– για να απαντηθούν. Ποιητών που μιλούν όλες τις γλώσσες του κόσμου και μετέρχονται όλους τους δυνατούς τρόπους για να μιλήσουν για την ανθρώπινη συνθήκη στον καιρό της. Όπως η εξαιρετική Χίλντα Ντόμιν, που μας συστήνει ο Θεοδόσης Κοντάκης, η ποιήτρια της εξορίας που με λόγια απλά προσεγγίζει το βάθος του πόνου της. Σιωπή και εξορία. Συνθήκες ζωής για τόσους ανθρώπους σήμερα, δίπλα μας και μακριά μας. Συνθήκες που αναδεικνύουν περισσότερο παρά ποτέ τη συζήτηση για την ποίηση. Καλό φθινόπωρο.
Από τότε που εισέβαλλε ο υπερρεαλισμός και η ψυχανάλυση η ποίηση άλλαξε πρόσωπο. Όσοι είχαν την τόλμη να τη δεχτούν πρώτοι, νιώσαν τη σαγηνευτική αίσθηση του καινούργιου, του «καινοφανούς αισθητικού γεγονότος». Αυτή η «χάρη, είναι κάτι που δε δίνεται συχνά στις ιστορίες της ποίησης του κάθε λαού», σημείωνε ένας θεωρητικός εκπρόσωπός της.
Τούτη τη χάρη, αυτή τη σαγηνευτική αίσθηση του καινούργιου, την ένιωσα κι εγώ, όταν νέος ζητούσα ένα αισθητικό άνοιγμα που θα μ’ έβγαζε στη «χώρα των παραμυθιών». Από τότε κύλησαν σαράντα τόσα χρόνια και το εφηβικό πρόσωπο της νεότροπης ποίησης έχασε τη λάμψη του.
Δεν ήταν μόνο η φυσιολογική φθορά που ο χρόνος επέβαλε, ήταν κι οι πολλαπλές δοκιμασίες, ο πόλεμος, η κατοχή, η αντίσταση, ο εμφύλιος και άλλα δεινά που ακολούθησαν. Παρ’ όλ’ αυτά τα ίχνη των πρώτων διδαξάντων εξακολουθούν να είναι αναγνωρίσιμα. Όμως εκείνη η «χάρη» δεν είναι δυνατό να μεταγγισθεί.
Ευτυχώς υπάρχουν οι αιρετικοί σαν τον Σαχτούρη, τη Βακαλό, τον Καρούζο, τον Σινόπουλο, την Αραβαντινού, που με τα αλλεπάλληλα ρήγματα προκαλούν ένα άνοιγμα που τη βοηθούν να βγει απ’ το αδιέξοδό της.
Η ποίηση είναι γλώσσα. Κι οι παραπάνω ποιητές έχουν την προσωπική τους γλώσσα, που πλουτίζει το χώρο της ποίησης και τη διαφοροποιεί. Δεν συμπεριλαμβάνω τις όψιμες κι ανεξήγητες αναβιώσεις του υπερρεαλισμού, οι οποίες σήμερα σκοπεύουν κάπως έξω από το στόχο τους.
Ο Εμπειρίκος βγαίνοντας απ’ ευθείας από τον υπερρεαλισμό και την ψυχανάλυση σε μια εποχή που ο παραδοσιακός στίχος δεν είχε ακόμη εγκαταλείψει τα οχυρά του, δεν είχε κατορθώσει να στρατολογήσει οπαδούς. Η αυτόματη γραφή του προκαλούσε δυσπιστία και θυμηδία. Χρειάστηκε να εξαντληθεί μια μεγάλη πίστωση χρόνο κι όταν οι μεταπολεμικοί νέοι έβγαιναν από τη δοκιμασία του πολέμου, δηλαδή σε χρόνο εντελώς ανύποπτο, για να γίνει αποδεκτός.
Η φιλοπαίγμων φαντασία του κι η έξαρση του ερωτικού στοιχείου σκανδάλισαν ίσως τους νέους, ώριμους κατά τ’ άλλα. Έτσι «συνέπλευσαν δίχως τύψεις», «κυνηγητές της γοητείας και των ονείρων».
Αλλ’ ας επιστρέψω στους πρώτους «διδάξαντας». Η έτοιμη γλώσσα που παρέλαβαν τους απάλασσε από το πρόβλημα της μορφής. Ο ελεύθερος στίχος ήταν μπροστά τους ανοιχτός σαν ένας ελεύθερος δρόμος. Αυτό όμως τους υποχρέωνε να στραφούν στην εφεύρεση ενός άλλου τρόπου επικοινωνίας, να δημιουργήσουν μι α γλώσσα μέσα στη γλώσσα που θα τους εδικαίωνε σαν συνεχιστές. Αυτό το «κάτι» άλλο αναδύθηκε μέσα από την τριβή και τη δοκιμασία από ένα σύνολο ποιητών. Δεν αποτελεί προνόμιο ενός ποιητή. Δεν είναι η ξεχωριστή φωνή που θα συνεγείρει. Ίσως τη «χάρη» εκείνη να μην τη ξανανιώσουμε. Η ανανέωση που επιχειρείται σήμερα στην ποίηση δεν είναι εντυπωσιακή.
Ο σημερινός ποιητής «επιχειρεί έναν αγώνα μέσα στο ίδιο το ποίημα που έχει σκοπό ν’ ανακαλύψει αυτό που κρύβουν οι λέξεις, ν’ αγγίξει τα πράγματα μέσα απ’ αυτές». Ακόμα, όπως πολύ σωστά παρατηρεί κριτικός μου αναφερόμενος στο τελευταίο μου βιβλίο, «να διαρρήξει τα στεγανά του ποιήματος», για ν’ αποκαλύψει πίσω από ένα «αστραφτερό» κι ωστόσο επικίνδυνο παιχνίδι «με σπαθιά και μαχαίρια» αυτό που συντελείται στα έγκατά του. Η πράξη αυτή τον οδηγεί και στην απόλυτη ελευθερία του.
Το ποίημα για τον σύγχρονο ποιητή δεν είναι απλά λέξεις που φορτίζονται από μέσα, αλλά ένας ζων οργανισμός που για την κατάκτηση και την τελείωσή του πρέπει να τον παλέψεις. Φαίνεται πως εκεί κάτω στα ύφαλά του μυστικές και αθόρυβες μετακινήσεις συντελούνται. Βοηθούν, θα έλεγε κανείς, σε μια αναδίπλωση, σε ένα ξεμούδιασμα. Όμως αυτό δε συμβαίνει με όλους τους ποιητές. Μια νέα ποιήτρια εξομολογείται: «Τίποτα δεν μπορώ να σας αποκαλύψω. Όλα θα τ’ ανεβάσετε εσείς απ’ το βυθό».
Με λίγα λόγια η συνεργασία με τον αναγνώστη είναι απαραίτητη. Ο Σεφέρης παλαιότερα ευχήθηκε να μιλήσει απλά αλλά τα Τρία κρυφά ποιήματα τον διέψευσαν. Ο Παπαδίτσας εγκατέλειψε τον υπερρεαλισμό για να προσχωρήσει στον μυστικισμό.
Η ποίηση διαθέτει ένα χώρο ευρύ. Δέχεται και καλωσορίζει κάθε νέο στοιχείο. Φτάνει να διαθέτει την ανάλογη ικανότητα ο ποιητής. Η ποίηση δεν έχει απαγορεύσεις∙ είναι ανοιχτή για ένα θαύμα, για μια «χάρη. Θα ’λεγα εδώ πως βρίσκεται σ’ ένα στάδιο αναμονής. Όσο για τον κοινωνικό της ρόλο και βέβαια υπάρχει. Φτάνει να μην προδίνει αυτή την ποίηση. Γιατί ένα κόσμος δίχως ποίηση είναι ένας κόσμος δίχως «παράθυρα».
Ο ποιητής παραμένει απλά ένας άνθρωπος, όπως είπε το 1966 ο Corso, «ένας άνθρωπος που νιώθει ότι δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ο φύλακας της ανθρώπινης συνείδησης που όταν πεθάνει, κάποιος άλλος ποιητής θα πάει στη βάρδια του για να τελειοποιηθεί η συνείδησή του ακόμη περισσότερο, για να γίνει ο άνθρωπος και η ζωή πιο ολοκληρωμένη».
Ο κόσμος είναι ωραίος και διαβάζει κανείς και σήμερα θαυμάσια ποιήματα σε μια γλώσσα τρέχουσας καθημερινότητας. Στο φυλλάδιο που κυκλοφόρησε σα μνημόσυνο στη μνήμη της Αμαλίας Τσακνιά η Εταιρεία Συγγραφέων (Αμαλία Τσακνιά, 1932-1984. Μνημόσυνο, 1984), αυτής της θαυμάσιας ποιήτριας που έφυγε τόσο γρήγορα από τον κόσμο, διάβασα ένα συγκλονιστικό ποίημά της, μ’ έναν χαριτωμένο τρόπο γραμμένο.
Αυτή η παιγνιώδης αντιμετώπιση του θανάτου από έναν νέο ποιητή μας υπενθυμίζει πως η ποίηση έχει πολλούς δρόμους δικούς της για να επιβιώνει και να αιφνιδιάζει.
[1985]
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:
* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€
¶λλο ένα περιοδικό για την ποίηση, μέσα στην κρίση, μέσα σε μια εποχή μεταιχμιακή, που βλέπει να γκρεμίζονται βεβαιότητες δεκαετιών, νΆ αλλάζει το πρόσωπο...
Το 1943, ο Στράτης Μυριβήλης σε μια επιστολή του στη «Φιλολογική Κυριακή», που παρατίθεται στο βιβλίο Φωνητική γραφή (εκδ. Κάλβος), έγραφε: «Όμος γενικά...
Πάντα ήτανε λίγοι οι ποιητές. Οι άλλοι κάτι φιόγκοι, που λέει κι ο Χάκκας, «που γράφουνε ανούσια ποιήματα, χάνονται μέσα στις λέξεις, γιατί δε δώσανε...
Από τον Γιώργο Σεφέρη στον υπερρεαλισμό και τον ρομαντισμό και από τον Ξενόπουλο και τον Αισχύλο στην ποίηση στην εποχή της υπερνεωτερικότητας, το 31ο...