[…] Ο θείος μου, ο ταγματάρχης Γιεγκόρ Ιλίτς Ροστάνεβ, μόλις υπέβαλε παραίτηση πήγε και εγκαταστάθηκε στο χωριό Στεπαντσίκοβο, που το πήρε από κληρονομιά, και άρχισε να ζει εκεί πέρα, λες και σ’ όλη του τη ζωή ήταν ένας κτηματίας που ρίζωσε και δεν έφυγε ποτέ από τον τόπο του. Υπάρχουν χαρακτήρες που μένουν ικανοποιημένοι από το καθετί και συνηθίζουν σε όλα. Τέτοιος ακριβώς ήταν και ο χαρακτήρας τού απόστρατου ταγματάρχη. Ήταν δύσκολο να φανταστείς έναν πιο ήρεμο άνθρωπο, έναν άνθρωπο που να συμφωνεί έτσι αμέσως στο καθετί. Αν του σκαρφιζόταν κανενός να τον παρακαλέσει κάπως σοβαρά να τον κουβαλήσει στην πλάτη του κάνα δυο βέρστια, αυτός δεν αποκλείεται καθόλου να του έκανε το χατίρι. Είχε τόσο καλή καρδιά, που ώρες ώρες βρισκόταν έτοιμος να τα δώσει όλα σε πρώτη ζήτηση και να μοιραστεί και το τελευταίο του πουκάμισο με τον πρώτο που θα του το γύρευε. Είχε παρουσιαστικό παραμυθένιου γίγαντα. Ψηλός και στητός, κοκκινομάγουλος με άσπρα σαν ελεφαντόδοντο δόντια, με μακρύ σκουρόξανθο μουστάκι, με φωνή βροντερή, καμπανιστή και με ανοιχτόκαρδο, τραβηχτό γέλιο. Μίλαγε γρήγορα και κοφτά. Θα ’ταν τότε καμιά σαρανταριά χρονώ και όλη του τη ζωή, από τα δεκάξι του σχεδόν, την πέρασε στους ουσάρους. Παντρεύτηκε πολύ νέος και αγαπούσε σαν παλαβός τη γυναίκα του. Η γυναίκα του όμως πέθανε, αφήνοντάς του μια άσβηστη και ευγενική ανάμνηση. Τελικά, παίρνοντας κληρονομιά το χωριό Στεπαντσίκοβο, πράγμα που αύξησε την περιουσία του στις εξακόσιες ψυχές, παραιτήθηκε από τον στρατό και όπως το είπαμε παραπάνω, εγκαταστάθηκε στο χωριό μαζί με τα παιδιά του, τον Ηλιούσα που ήταν οκτώ χρονών (πάνω στη γέννα του Ηλιούσα ήταν που πέθανε η γυναίκα του) και τη μεγαλύτερη κόρη του, τη Σάσενκα, ένα κοριτσάκι κάπου δεκαπέντε χρονών, που, από τότε που ’χε πεθάνει η μάνα του, ζούσε σε μια πανσιόν στη Μόσχα. Σε λίγο, όμως, το σπίτι του θείου μου έμοιαζε με κιβωτό του Νώε. Να πώς έγινε:
Την εποχή που πήρε την κληρονομιά και υπέβαλε την παραίτησή του, χήρεψε η μητερούλα του, η στρατηγίνα Κραχότκινα, που είχε παντρευτεί για δεύτερη φορά με τον στρατηγό εδώ και δεκάξι περίπου χρόνια, όταν ο θείος μου ήταν ακόμα σαλπιγκτής. Και εδώ που τα λέμε, άρχιζε να σκέφτεται και ο ίδιος να παντρευτεί. Η μητερούλα του όλο τρενάριζε και δεν του ’δινε την ευχή της για τον γάμο, έχυνε πικρά δάκρυα, τον κατηγορούσε για εγωισμό και αγνωμοσύνη, και έλεγε πως δεν της έχει σεβασμό. Πάσχιζε να του αποδείξει πως το κτήμα του, με τις διακόσιες πενήντα τότε ψυχές, ίσα ίσα έφτανε για να συντηρήσει την οικογένειά του, να συντηρήσει, δηλαδή, τη μαμάκα του με όλο το επιτελείο της των διαφόρων γυναικών, που εκείνη φιλοξενούσε, των σκυλιών πεκινουά, των υπηρετών και των σιαμέζικων γατιών της, και τον καιρό ακριβώς που έκανε όλα αυτά τα παραπάνω, που τα ’βαζε μαζί του και τσίριζε, ξαφνικά, εντελώς αναπάντεχα, παντρεύτηκε η ίδια πριν από τον γάμο του γιου της και είχε κλείσει κιόλας τότε τα σαράντα δυο. Εδώ που τα λέμε, και σε αυτήν ακόμα την περίπτωση, βρήκε αφορμή να κατηγορήσει τον φτωχό μου θείο, βεβαιώνοντας πως παντρεύεται μόνο και μόνο για να ’χει μια γωνιά να μείνει στα γεράματά της, πράγμα που της το αρνιέται ο ανάξιος εγωιστής, ο γιος της, που έβαλε στον νου του μια ασυγχώρητη αποκοτιά, να φτιάξει δικό του σπιτικό. […]
[…] Τελειώνοντας το Πανεπιστήμιο έζησα ένα διάστημα στην Πετρούπολη, μην έχοντας προς το παρόν καμιά ασχολία και, όπως συμβαίνει συχνά με τους νεαρούς, ήμουνα σίγουρος πως πολύ σύντομα θα κάνω ένα σωρό αξιοπρόσεκτα, αν όχι μεγάλα, πράγματα. Δεν είχα και πολύ διάθεση να φύγω από την Πετρούπολη. Με τον θείο μου αλληλογραφούσα αρκετά αραιά και αυτό πάλι μόνον όταν είχα ανάγκη από χρήματα, που δεν μου τ’ αρνήθηκε ποτέ. Στο μεταξύ, είχα ακούσει κιόλας από έναν υποταχτικό του θείου μου, που είχε έρθει στην Πετρούπολη για κάτι υποθέσεις, πως εκεί, στο χωριό τους, στο Στεπαντσίκοβο, συμβαίνουν πράγματα καταπληκτικά. Αυτές οι πρώτες φήμες μού κίνησαν το ενδιαφέρον και με κάνανε ν’ απορήσω. Άρχισα να γράφω συχνότερα στον θείο μου. Αυτός μου απαντούσε πάντα κάπως δυσνόητα και παράξενα, και στο κάθε του γράμμα προσπαθούσε να μου κάνει λόγο για τις επιστήμες, περιμένοντας από εμένα πάρα πολλά στο επιστημονικό πεδίο και περηφανευότανε για τις μελλοντικές μου επιτυχίες.
Ξάφνου, ύστερα από μια αρκετά μεγάλη σιωπή, πήρα από τον θείο μου ένα καταπληκτικό γράμμα, που δεν έμοιαζε καθόλου με τα προηγούμενα γράμματά του. Ήταν γεμάτο με τόσο παράξενους υπαινιγμούς, με έναν τέτοιο εσμό αντιφάσεων, που στην αρχή δεν κατάλαβα σχεδόν τίποτα. Το μόνο φανερό ήταν, πως ο άνθρωπος που το ’γραψε βρισκόταν σε μια ασυνήθιστη ταραχή. Ένα πράγμα φαινόταν καθαρά από αυτό το γράμμα: ο θείος μου μού πρότεινε σοβαρά, πιεστικά, σχεδόν ικετευτικά, να παντρευτώ, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, μια πρώην αναθρεφτή του, κόρη ενός πάμφτωχου υπαλλήλου της επαρχίας, Γιεζεβίκιν το επίθετο, η οποία κόρη είχε κάνει λαμπρές σπουδές σ’ ένα μορφωτικό ίδρυμα της Μόσχας, μ’ έξοδα του θείου μου, και ήταν τώρα γκουβερνάντα των παιδιών του. Μου έγραφε πως είναι δυστυχισμένη, πως εγώ μπορώ να της χαρίσω την ευτυχία, πως θα κάνω μάλιστα μια μεγαλόψυχη πράξη, έκανε έκκληση στην ευγένεια της καρδιάς μου και υποσχόταν να της δώσει προίκα.
Να λέω την αλήθεια, για την προίκα μιλούσε μ’ έναν τρόπο όλο μυστήριο, φοβισμένα, και τελειώνοντας το γράμμα, με ικέτευε να τα κρατήσω όλα αυτά απολύτως μυστικά. Τόσο μεγάλη ήταν η έκπληξή μου όταν διάβασα εκείνο το γράμμα, που τελικά, ένιωσα το κεφάλι μου να γυρίζει. Μα και ποιον νέο που, όπως εγώ, μόλις είχε βγει από τ’ αυγό του, δεν θα εντυπωσίαζε μια τέτοια πρόταση, έστω και από τη ρομαντική της πλευρά λόγου χάρη; Εγώ, επιπλέον, είχα ακούσει πως αυτή η νεαρή γκουβερνάντα ήταν πολύ όμορφη. Δεν ήξερα ωστόσο τι ν’ αποφασίσω, με όλο που έγραψα αμέσως στον θείο μου πως αναχωρώ χωρίς χρονοτριβή για το Στεπαντσίκοβο. Ο θείος μού ’χε στείλει με το ίδιο εκείνο γράμμα και λεφτά για το ταξίδι. Παρ’ όλα αυτά, καθυστέρησα στην Πετρούπολη τρεις βδομάδες, μέσα σ’ αμφιβολίες, ακόμη και ταραχή. Ξάφνου, συναντάω τυχαία έναν πρώην συνάδελφο του θείου μου που, γυρίζοντας από τον Καύκασο στην Πετρούπολη, είχε περάσει από το Στεπαντσίκοβο. Ήταν ένας ηλικιωμένος και λογικός άνθρωπος, φανατικός εργένης. Μου μίλησε με αγανάκτηση για τον Φομά Φόμιτς και μου ’κανε γνωστό ένα περιστατικό, για το οποίο, ως τα τότε, δεν είχα ιδέα και, συγκεκριμένα, πως ο Φομά Φόμιτς και η στρατηγίνα σκέφτηκαν και αποφάσισαν να παντρέψουνε τον θείο μου με μια πολύ παράξενη κοπέλα, υπερώριμη και σχεδόν μισοπάλαβη, με μια ασυνήθιστη βιογραφία και σχεδόν μισό εκατομμύριο προίκα. Πως η στρατηγίνα είχε προφτάσει κιόλας να πείσει αυτήν την κοπέλα πως είναι συγγενείς και να τη φέρει σπίτι της. Πως φυσικά ο θείος μου είναι απελπισμένος, φαίνεται όμως, πως τελικά θα παντρευτεί το δίχως άλλο το μισό εκατομμύριο την προίκα. Πως τελικά, οι δύο αχαλιναγώγητες κεφαλές, ο Φομά Φόμιτς και η στρατηγίνα, βάλθηκαν να μην αφήσουν σε χλωρό κλαρί τη φτωχή και απροστάτευτη γκουβερνάντα των παιδιών του θείου μου, βάζοντας τα δυνατά τους να τη διώξουν από το σπίτι, επειδή φοβούνται, καθώς φαίνεται, μην τύχει και την ερωτευτεί ο ταγματάρχης ή, ίσως, επειδή έχει προφτάσει κιόλας να την ερωτευτεί.
Αυτά τα τελευταία λόγια με άφησαν σύξυλο. Εδώ που τα λέμε, όσο κι αν ρώταγα μήπως είναι πραγματικά ερωτευμένος ο θείος μου, ο αφηγητής μου δεν μπορούσε, ή δεν ήθελε να μου δώσει μια συγκεκριμένη απάντηση, μα γενικά μου τα είπε όλα, λες και τσιγκουνευότανε τα λόγια του, ανόρεχτα, και ήταν φανερό πως απέφευγε τις λεπτομερειακές εξηγήσεις.
Εγώ βυθίστηκα σε σκέψεις. Τα νέα που έμαθα ερχόντουσαν σε πλήρη αντίφαση με το γράμμα του θείου μου και την πρότασή του!… Όμως, δεν υπήρχε λόγος να καθυστερώ. Αποφάσισα να πάω στο Στεπαντσίκοβο, θέλοντας όχι μόνο να λογικέψω τον θείο μου και να τον παρηγορήσω, μα να τον σώσω κιόλας όσο ήταν δυνατό, να διώξω δηλαδή τον Φομά, να χαλάσω το μισητό γάμο με την υπερώριμη κοπέλα και, τελικά, μια και είχα καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο έρωτας του θείου μου δεν ήταν παρά μια κακόβουλη φαντασία του Φομά Φόμιτς, να χαρίσω την ευτυχία στη δυστυχισμένη, μα, αυτό εννοείται, χαριτωμένη κοπέλα, προτείνοντάς της το χέρι μου, κ.λπ., κ.λπ.
Λίγο λίγο ενθουσίασα και κούρντισα τόσο πολύ τον εαυτό μου που, λόγω του νεαρού της ηλικίας μου και επειδή δεν είχα τι άλλο να κάνω, πέρασα από τις αμφιβολίες στο εντελώς αντίθετο άκρο. Άρχισα να φλέγομαι από την επιθυμία να κάνω, όσο το δυνατό γρηγορότερα, κάθε λογής θαύματα και κατορθώματα. Μου φαινόταν μάλιστα πως δείχνω μια ασυνήθιστη μεγαλοψυχία, θυσιάζοντας ευγενικά τον εαυτό μου, για να χαρίσω την ευτυχία σ’ ένα αθώο και υπέροχο πλάσμα – με δυο λόγια, θυμάμαι πως σε όλο το ταξίδι ήμουνα πολύ ευχαριστημένος από τον εαυτό μου. Ήταν Ιούλιος, ο ήλιος έλαμπε γύρω μου. Ως εκεί που έβλεπε το μάτι σου, απλώνονταν τα χωράφια με τα σχεδόν κίτρινα στάχυα… και εγώ είχα μείνει τόσον καιρό εγκλωβισμένος στην Πετρούπολη, που μου φαινόταν πως μόλις τώρα είδα επιτέλους τον κόσμο του Θεού! […]
[…] Δεν ξέρω αν ήταν το μελαγχολικό πρόσωπο του Γαβρίλα, καθώς πρόφερε τη γαλλική φράση, που στάθηκε αιτία ή αν είχαν μαντέψει την επιθυμία του Φομά να γελάσουν όλοι, πάντως σκάσανε όλοι τους στα γέλια, μόλις ο Γαβρίλα άνοιξε το στόμα του. Ακόμα και η στρατηγίνα ευδόκησε να γελάσει. Η Ανφίσα Πετρόβνα πέφτοντας στη ράχη του ντιβανιού, ξεφώνιζε και κρυβόταν πίσω από τη βεντάλια. Πιο αστείο απ’ όλα τους φάνηκε το γεγονός πως ο Γαβρίλα βλέποντας σε τι πάει να μεταβληθεί η εξέταση, δεν κρατήθηκε, έφτυσε και πρόφερε παραπονιάρικα: «Για κοίτα πού κατάντησα τώρα στα γεράματα».
Ο Φομά Φόμιτς αναταράχτηκε.
«Τι; Τι είπες; Έχουμε και αναίδειες τώρα;»
«Όχι, Φομά Φόμιτς», απάντησε με αξιοπρέπεια ο Γαβρίλα, «δεν είναι αναίδεια τα λόγια μου και ούτε μου πάει εμένα του χωριάτη να σου κάνω αναίδειες, εσένα που είσαι κύριος από γεννησιμιού σου. O κάθε άνθρωπος, όμως, έχει απάνω του την εικόνα του Θεού, την εικόνα του και την ομοίωσή του. Είμαι κιόλας εξηντατριώ χρονών. Ο πατέρας μου θυμάται το τέρας, τον Πουγατσώβ* και τον θείο μου, μαζί με τον αφέντη, το Ματβέι Νικίτιτς –ο Θεός ν’ αναπαύσει τις ψυχές τους– ο Πουγατσώβ τους κρέμασε στην ίδια λεύκα και γι’ αυτό ο αφέντης, ο Αφανάση Ματβέιτς, τίμησε τον πατέρα μου όσο κανέναν άλλον. Ήταν αρχιυπηρέτης του και έκλεισε τα μάτια του στη δούλεψη του αφεντικού του. Όσο για μένα, ευγενέστατε κύριε Φομά Φόμιτς, μ’ όλο που ’μαι δούλος, τέτοιας λογής ντροπή δεν την έχω ματαδεί από τότες που γεννήθηκα!»
Και με τα τελευταία λόγια ο Γαβρίλα άνοιξε τα χέρια του και χαμήλωσε το κεφάλι. Ο θείος τον παρακολουθούσε μ’ ανησυχία.
«Ε, φτάνει, φτάνει, Γαβρίλα!» φώναξε. «Τι τα θες τα πολλά λόγια… Φτάνει!»
«Δεν πειράζει, δεν πειράζει», πρόφερε ο Φομά, χλομιάζοντας ελαφρά και χαμογελώντας βιασμένα. «Ας μιλήσει. Όλα αυτά εξάλλου είναι δικοί σας καρποί…»
«Όλα θα τα πω», συνέχισε ο Γαβρίλα με ασυνήθιστη έξαψη, «τίποτις δεν θα κρύψω! Και τα χέρια να μου δέσουν, η γλώσσα θ’ απομείνει λυτή! Το πως είμαι κατώτερος άνθρωπος μπροστά σου, Φομά Φόμιτς, αυτό να λέγεται. Είμαι σκλάβος, το λέω και δεν ντρέπουμαι! Πάντοτες και την κάθε ώρα έχω το καθήκον να ’μαι στη δούλεψή σου και να κάνω καταπώς με προστάζεις, επειδή η σκούφια μου κρατάει από σκλάβους και το ’χω υποχρέωση να υπακούω πάντα, τρέμοντας από φόβο. Αν κάτσεις να γράψεις κάνα βιβλίο, εγώ το ’χω υποχρέωση να μην αφήνω κανέναν να σ’ ανησυχήσει. Αυτό είναι το καθήκον μου και το δέχουμαι. Αν χρειαστεί να σου κάνω όποια λογής υπηρεσία, με μεγάλη μου ευχαρίστηση. Μα μήτε και ο Θεός δεν θέλει να γαυγίζω σαν τους ξένους και να ντροπιάζουμαι μπροστά στους ανθρώπους! Μα τώρα πια, μήτε στα δωμάτια των υπηρετών δεν μπορώ να κατέβω: “Είσαι Γάλλος”, μου λένε, “Γάλλος!” Όχι, ευγενέστατε κύριε, Φομά Φόμιτς, δεν είμαι μόνο εγώ ο βλάκας, μα και οι μυαλωμένοι άνθρωποι αρχενέψαν κιόλας να το λένε με μια φωνή, πως εσείς γίνατε τώρα τελευταία κακός σαν την χολή και πως τ’ αφεντικό μας κάθεται μπροστά σας, ίδιο και απαράλλαχτο, σαν μικρό παιδάκι. Πως εσείς, μ’ όλο που από ράτσα μπορεί να ’στε γιος στρατηγού και του λόγου σας ίσως λίγο έλειψε να φτάσετε και να γενείτε στρατηγός, μα είσαστε τόσο κακός όσο θα πρέπει να ’ναι ένας εξαποδώ με τα όλα του».
Ο Γαβρίλα τέλειωσε. Εγώ ήμουνα κατενθουσιασμένος. Ο Φομά Φόμιτς καθόταν χλομός από το κακό του, μέσα στο γενικό σάστισμα και θα ’λεγε κανείς πως δεν μπορούσε ακόμα να συνέλθει από την αναπάντεχη επίθεση του Γαβρίλα. Φαινόταν σαν να το αναμετρούσε ακόμα. Μέχρι ποιο σημείο θα ’πρεπε να θυμώσει; Τελικά, επακολούθησε η έκρηξη.
«Πώς! Τόλμησε να με εξυβρίσει! Εμένα! Μα αυτό είναι ανταρσία!» ούρλιαξε ο Φομά και πετάχτηκε από την καρέκλα του.
Η στρατηγίνα πετάχτηκε και εκείνη όρθια το κατόπι του και χτύπησε τα χέρια της. Έγινε φασαρία. Ο θείος όρμησε να διώξει με σπρωξιές τον εγκληματικό Γαβρίλα.
«Στα σίδερα, μ’ αλυσίδες να τον δέσουν!» φώναζε η στρατηγίνα. «Τώρα αμέσως να τον πάνε στην πολιτεία και να τον στείλεις φαντάρο, Γιεγκόρουσκα! Αλλιώς, δεν θα ’χεις την ευχή μου. Τώρα αμέσως να τον δέσεις και να τον στείλεις φαντάρο!»
«Πώς!» φώναξε ο Φομά, «ένας σκλάβος, ένας Φαρισαίος, ένας τιποτένιος! Τόλμησε να με εξυβρίσει! Αυτός, αυτός, το υποπόδιο των ποδιών μου! Τόλμησε να με πει εξαποδώ!»
Εγώ έκανα ένα βήμα μπροστά, με ασυνήθιστη αποφασιστικότητα:
«Ομολογώ πως σ’ αυτή την περίπτωση συμφωνώ απολύτως με τη γνώμη του Γαβρίλα», είπα κοιτάζοντας τον Φομά Φόμιτς κατάματα και έτρεμα από την ταραχή μου.
Αυτός απόρησε τόσο πολύ με τα λόγια μου, που φαίνεται πως την πρώτη στιγμή δεν πίστευε στ’ αυτιά του.
«Τι σημαίνει πάλι αυτό;» φώναξε τέλος, βάζοντάς τα μαζί μου παράφορα και καρφώνοντας πάνω μου το βλέμμα των μικρών του ματιών που τα ’χε πλημμυρίσει το αίμα. «Και ποιος είσαι συ;»
«Φομά Φόμιτς», έκανε να πει ο θείος μου που τα ’χε εντελώς χαμένα, «είναι ο Σεριόζα, ο ανεψιός μου…»
«Ο σπουδαγμένος!» ούρλιαξε ο Φομά. «Ώστε αυτός, λοιπόν, είναι ο σπουδαγμένος; Liberté, Egalité, Fraternité… Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη («Zournal de Débats»)*. Όχι, αδερφέ μου, σε γελάσανε! Πέρασες, μα δεν ακούμπησες! Εδώ δεν είναι Πετρούπολη, δεν μας τη σκας! Στα παλιά μου τα παπούτσια η ντε ντεμπά σου! Εσύ μπορείς να λες ντε ντεμπά, εμείς όμως το λέμε “όχι αδερφέ μου, δεν μας σκιάζεις, α, μπα!” Σπουδαγμένος! Μα απ’ όσα ξέρεις εσύ, εγώ έχω ξεχάσει κιόλας επτά φορές τόσα! Να τι λογής σπουδαγμένος είσαι!»
Αν δεν τον συγκρατούσανε, μου φαίνεται πως θα ορμούσε απάνω μου να με χτυπήσει με γροθιές.
«Μα αυτός είναι μεθυσμένος», πρόφερα εγώ, κοιτάζοντας κατάπληκτος γύρω μου.
«Ποιος; Εγώ;» φώναξε ο Φομά με αλλαγμένη φωνή.
«Ναι, εσείς!»
«Μεθυσμένος;»
Αυτό δεν μπόρεσε να το υποφέρει ο Φομά. Ούρλιαξε, λες και είχαν αρχίσει να τον σφάζουν και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο. Η στρατηγίνα θέλησε, αν δεν κάνω λάθος, να πέσει λιπόθυμη, το σκέφτηκε, όμως, καλύτερα το πράγμα και αποφάσισε να τρέξει πίσω από τον Φομά Φόμιτς. Πίσω της τρέχανε και όλοι οι άλλοι και πίσω από τους άλλους ο θείος μου. Όταν συνήλθα και κοίταξα γύρω μου, είδα στο δωμάτιο μόνο τον Γιεζεβίκιν. Χαμογέλαγε και έτριβε τα χέρια του.
«Πριν από λίγο υποσχεθήκατε να μου πείτε για τον ιησουιτάκο», πρόφερε αυτός με ύπουλη φωνή.
«Τι;» ρώτησα εγώ, μην καταλαβαίνοντας τι τρέχει.
«Για τον ιησουιτάκο, μου υποσχεθήκατε πριν από λίγο να μου διηγηθείτε… ένα ανεκδοτάκι…»
Βγήκα τρέχοντας στη βεράντα και από ’κεί στον κήπο. Το κεφάλι μου γύριζε… […]