Για την ποιητική γενιά του ’70 γράφονταν πάντα πολλά, εδώ και πολλά χρόνια. Με μια διαφορά: τις περισσότερες φορές αφορούσαν το σύνολο της γενιάς, ει μη μόνο στις εισαγωγές των ουκ ολίγων ανθολογιών της, ή σε κάποιες λίγες μελέτες. Γράφονταν πολλά για την προσωπική διαδρομή των ποιητών, για συγκεκριμένες συλλογές, συγκεντρωτικές εκδόσεις και νέες συγκεντρωτικές εκδόσεις, καθώς, πανθομολογουμένως, οι ποιητές της γενιάς συνέχιζαν και συνεχίζουν ακάθεκτοι ως και σήμερα – μια μεγάλη περίοδος δημιουργίας, όπως και να έχει: αυτή ακριβώς η ζωντάνια και διαρκής παρουσία σχολιάζεται άλλωστε σε πολλές αναφορές στη γενιά την περίοδο αυτή.
Στο σημείο αυτό, ωστόσο, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ασχέτως όλων των σχημάτων της γραμματολογίας και των θεωρητικών αποφάνσεων της κριτικής, αυτό που μετράει πάντα και πάνω από όλα στην προσέγγιση της ποίησης είναι η εκ του σύνεγγυς ανάγνωση του έργου –ή έργων απλώς– των ποιητών και των ποιητριών, η οποία αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα της φωνής τους, που, καλώς ή κακώς, πάντα διαφεύγει, συνολικά ή εν μέρει, τις κάθε είδους μοντελοποιήσεις. Θα αναρωτηθεί λοιπόν κανείς: προς τι τα θεωρητικά κείμενα περί της γενιάς στο τεύχος; Από τη μια είναι η ποίηση κι από την άλλη είναι η γραμματολογία, την οποία κανείς δεν μπορεί να διαγράψει μαγικά από την εικόνα. Αντίθετα, η γραμματολογία, ως κατεξοχήν πεδίο των επαγγελματιών του χώρου, διαθέτει μεγάλη κανονιστική δύναμη. Αυτή η δύναμη, τόσο μεγάλη που μπορεί να διαγράψει από το τοπίο ονόματα και έργα, είναι ωστόσο και πάρα πολύ εφήμερη, πολύ μικρή μπροστά στον χρόνο που αποδίδει πάντα τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Με άλλα λόγια, καλή η στρατηγική υστεροφημίας που αναπτύσσουν κάποιοι ποιητές και κάποιες ποιήτριες –διότι, μην το ξεχνάμε, πολλοί και πολλές δεν φροντίζουν για το έργο τους, βρίσκει μόνο του το δρόμο του– αλλά χρειάζεται ένα ειδικό βάρος πολύ σημαντικό για να μπορέσει να αποδώσει, ένα μέγεθος όπως του Σεφέρη, για τον οποίο γράφει σ’ αυτό το τεύχος ο Γιώργος Σαραντάρης. Αλλιώς, η λυδία λίθος του χρόνου, που έφερε στο προσκήνιο του Ρομαντισμού τον Σαίξπηρ, τόσα μα τόσα χρόνια ξεχασμένο, ξεκαθαρίζει πάντα τα πράγματα.
Και η γραμματολογία; Η γραμματολογία δημιουργεί ένα πλαίσιο διασύνδεσης της ποίησης με τα λοιπά πολιτιστικά υποσυστήματα, όπως και των ποιητών μεταξύ τους και με τις προηγούμενες και τις επόμενες γενιές, ποιητικές αλλά όχι μόνο. Έτσι, η εικόνα μεγαλώνει και γίνεται πιο πολύπλοκη, χωρίς να μπορεί όμως να αποδώσει τις αποχρώσεις. Εξού και η επιλογή του περιοδικού να δημοσιεύει ποιήματα, πολλά ποιήματα, όπως και κριτικές, που συνιστούν ένα ενδιάμεσο επίπεδο, ανάμεσα στα δύο.
Ποιήματα ελληνικά και ποιήματα μεταφρασμένα, άρα πάλι ελληνικά, ειδικά όταν το έργο ενός ποιητή ριζώνει και γονιμοποιεί την ελληνική ποίηση. Αν ο Μπωντλέρ και ο Ρεμπώ παραμένουν διαρκείς αναφορές, δεν είναι λίγοι οι ποιητές και οι ποιήτριες που άφησαν το στίγμα τους σε μια εποχή και ύστερα χάθηκαν, για να ξαναεμφανιστούν, ποιος ξέρει πότε και γιατί. Να θυμίσουμε τον Μαγιακόφσκι, που για πάνω από είκοσι χρόνια ήταν στη σκιά και επανήλθε ως σημείο αναφοράς στη νέα ποίηση, όπως και με πολλές μεταφράσεις.
ΣΕΛΙΔΕΣ: 32 , ISSN: 1792-8877, ΣXHMA: 24,5×34,5 cm
Τιμή: €5,00, Ετήσια συνδρομή: €20,00
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Αποτιμήσεις όσον αφορά στη θέση συγκεκριμένων συλλογών, αλλά και του συνολικού ποιητικού έργου Ελλήνων και ξένων στην ιστορία και την τρέχουσα πραγματικότητα.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Η ποιητική παραγωγή, ελληνική και ξένη, μέσα από τα ποιήματα καθαυτά, σε ένα πλαίσιο που επιδιώκει να προβάλει τόσο τη συνέχεια όσο και τη ρήξη.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Ο δημιουργός στη σχέση του με τον κόσμο και τις λέξεις.
ΣΕΛΙΔΕΣ ΠΑΛΙΑΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύντομες παρουσιάσεις ποιητικών βιβλίων, σε μια προσπάθεια ανοίγματος του περιοδικού σε όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές της ποιητικής παραγωγής.
ΔΕΙΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ
Ανθολόγηση ποιημάτων από δημοσιευμένες συλλογές.
EDITORIAL
Σελίδες παλιάς κριτικής
Γιώργος Σαραντάρης ((1908-1941)
Γιώργος Σεφέρης
Με το Μυθιστόρημα ο Σεφέρης εγκαταλείπει την προσπάθειά του να εκφράσει λυρικά τον κόσμο του, ό,τι έχει να πει. Ο Ερωτικός λόγος κ’ η Στέρνα ήταν ποιήματα όπου ο ποιητής, υπακούοντας σε μια τεχνική φανερή και στον αμύητο αναγνώστη, σε μια τεχνική τραγουδιού, έδειχνε την έκδηλη πρόθεση να συνθέσει λυρικά την έμπνευσή του. Ο λυρισμός του ήταν δεμένος με μια εκλεπτυσμένη τεχνική τραγουδιού. Το Μυθιστόρημα ήρθε σαν προσπάθεια προς άλλη κατεύθυνση, ν’ αποδείξει έμμεσα ό,τι ένας κριτικός αρκετά οξυδερκής μπορούσε να είχε κιόλας καταλάβει διαβάζοντας τον Ερωτικό λόγο και τη Στέρνα∙ την αδυναμία του Σεφέρη να λύσει προσωπικά, με μια τεχνική και μια μορφή ολότελα δικές του, το λυρικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η αναφορά του μέσα στη νεοελληνική ποίηση στον Παλαμά και στον Κορνάρο, μέσα στην ξένη στον Βαλερύ, μπορεί να μην έβλαπτε, πάντως δεν αρκούσε για να βγει από τους στίχους του εκείνος ο τόνος που αναζητούμε σε κάθε νέο ποιητή για να τον χαιρετήσουμε τέτοιο.
Το Μυθιστόρημα πάει αλλού. Ο ποιητής δεν γυρεύει εδώ το ιδανικό του στίχου, που έθεσε πρώτα ο Μαλλαρμέ, και ύστερα οι θεωρητικοί της άδολης ποίησης. Δεν έχει πια στο νου του έναν ύμνο, όπως όταν έγραφε τον Ερωτικό λόγο. Η αντιδιαστολή που προσπαθώ να χαράξω είναι πολύ λεπτή, τόσο λεπτή που περνάει βέβαια απαρατήρητη σε όσους δεν έχει ανησυχήσει ποτέ το πρόβλημα της ποίησης και του λυρισμού∙ πάντως, σκέπτομαι, οφείλει να τονιστεί, αν θέλουμε να γνωρίσουμε με κάποια διαύγεια τη σημερινή ποίηση∙ ο Σεφέρης μου δίνει αφορμή για μιαν ανάπτυξη που έχει, αν θέλει κανείς, ευρύτερη σημασία. Στο Μυθιστόρημα ο Σεφέρης περιγράφει∙ αλλά όχι σα μυθιστοριογράφος∙ η ποιητική του εμπειρία του έμαθε μια λιτότητα στο ήθος και στην αρχιτεκτονική των συνθέσεών του, που ο πεζογράφος δεν μπορεί να ξέρει, γιατί αγνοεί τη χρησιμότητα ενός τέτοιου ρυθμού. Η πρόθεση του Σεφέρη είναι να συγκεφαλαιώσει μια πείρα ζωής∙ ποιητικά να πει τη γνώμη του πάνω στα πράματα του εσωτερικού του κόσμου, αλλά και ενός εξωτερικού αγαπημένου του κόσμου∙ ο εαυτός του και η γη του∙ η πατρίδα, η Ελλάδα. Ποιητικά ναι, αλλά όχι λυρικά <9μήπως έχει επίγνωση πως δεν είναι ικανή η πνοή του;). Όχι λυρικά, ίσως επικά (ένα έπος όμως τόσο διαφορετικό από το αρχαίο…). Με τα δικά του μέσα ο Σεφέρης αναζητά εκείνο το έπος, όπου στρέφονται σε άλλες χώρες ένας Κλωντέλ, ένας Έλιοτ.
Το ύφος του Σεφέρη είναι κλασικό (δεν μπορούμε ακριβέστερα να το διατυπώσουμε)∙ τούτο φαίνεται τόσο στον Ερωτικό λόγο όσο και στη Στέρνα. Χρειάζεται όμως το Μυθιστόρημα για να εκτιμήσουμε πλατιά τη σημασία εκείνου που λέγουμε, κλασικισμός του Σεφέρη. Μπορούμε να πούμε πως βρίσκουμε στο Μυθιστόρημα περισσότερη επιθυμία ειλικρίνειας απ’ όση είχαμε απαντήσει στα προηγούμενα έργα του ίδιου ποιητή∙ οι συνθέσεις εδώ γυρεύουν σ’ ένα απλούστερο σχέδιο περιεκτικότερα σύμβολα∙ εκείνη που είναι η αγωνιώδης προσπάθεια της καλύτερης ποίησης των ημερών μας, θα ’θελε να συμβαδίσει στο Σεφέρη με τον κλασικισμό του, που γίνεται στο Μυθιστόρημα πιο καθαρός, πιο θαρραλέος, και αρχίζει να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Αν τ’ όνομα του κλασικού ταιριάζει σήμερα στην Ελλάδα σ’ έναν ποιητή, ταιριάζει περισσότερο παρά σε όποιον άλλο στο Σεφέρη.
Αλλά για να κατανοήσει κανείς την ποίηση του Σεφέρη στα όριά της, οφείλει να ξεκινήσει από τον Ερωτικό λόγο, τούτο το πιο αυθόρμητο και το πιο σφριγηλό από τα έργα του∙ είναι ποίημα μιας ολάκερης ζωής, αλλά ζωής που σε μας δίνεται, που εμείς δεχόμαστε σαν ηδονή, σα μόνη χαρά όλων των αισθήσεων∙ το δώρο, ρόδο της μοίρας, ο δωρητής είναι η Τύχη (le Hasard όπως θα ’γραφε ο Μαλλαρμέ, αλλά με πρόσθετη μια ανησυχία, ένα ακόμα και ψυχικό ρίγος που δε βρίσκουμε στο Σεφέρη). Χρειάζεται κανείς να προσέξει και να μην αφαιρεθεί πίσω απ’ τις χυμώδεις εικόνες που απαντά τις διάφορες μορφές που παίρνει η ηδονή στους στίχους του Ερωτικού λόγου.
…Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια,
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχύνεται στον αφρό
Και διαβάζεις την ηδονή της θέας, και πίσω από τη θέα κρυμμένες (πίσω από την επιφάνεια της θάλασσας), αλλά όχι τόσο που να χάνονται στο νου μας, αγναντεύεις αισθήσεις έτοιμες, αισθήσεις άρτιες. Αναγνωρίζεις το ελληνικό τοπίο, οφείλουμε να ομολογήσουμε προς τιμήν του ποιητή, και για να τονίσουμε μια άποψη της ποίησης, που δεν πρέπει ποτέ να λησμονάει ο Έλληνας κριτικός.
Αλλού διαβάζεις την ηδονή σε πιο άμεση σχέση με την ίδια μας υπόσταση:
…Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα…
«Σκοτεινό» όχι μονάχα γιατί τέτοιο είναι όποιο σκίρτημα της σάρκας μας, αλλά γιατί κάθε καινούργιο γεγονός της σάρκας του δείχνεται σκοτεινό στον ηδονιστή!
… Αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδι αυλού…
Εδώ πιο δύσκολα διακρίνεις την ηδονή γιατί εξαϋλώνεται, αλλά ακουμπάει στην ίδια υφή των λέξεων (μέσα στον τόνο της εικόνας που, ίσως χωρίς να το θελήσει ο ποιητής, είναι διακοσμητικό), και «γράφεται σαν το τραγούδι αυλού». Αλλού η ηδονή είναι πιο πλούσια, μοιάζει να επαρκεί στον εαυτό της, γεμίζει την εικόνα.
…κι ας γύρει ο πόθος σου βαθύς σας ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς…
Θα μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει όλο το ποίημα και συνεχώς πιο πέρα από το στίχο ν’ αναγνωρίζει τη διάθεση που αναφέρω, και που ο ίδιος ο ποιητής, χωρίς να υπολογίζει τη σημασία της, χωρίς να το φανερώνει να τον ανησύχησε ποια η πιθανή σημασία της για τον άνθρωπο, εκδηλώνει. Η ηδονή είναι ένα γεγονός για το Σεφέρη, γίνεται στην ποίησή του το μόνο γεγονός. Εδώ το σημείο όπου ήθελα να φτάσω∙ εκείνο που λείπει στην ποίηση του Σεφέρη με περιεχόμενο αληθινά μέσα στα όρια του λυρισμού του και καθιστά τούτον απροσάρμοστο στη σύγχρονη ψυχή, είναι ένα κάποιο ηθικό χρέος, που να υποτάσσει την ηδονή. Και όχι μονάχα τούτο∙ αλλά λείπει και η λαχτάρα προς απόκτηση ενός ηθικού χρέους απηλλαγμένου από ηδονισμό. Ό,τι είπα για τον Ερωτικό λόγο αφορά και τ’ άλλα ποιήματα της Στροφής και τη Στέρνα και το Μυθιστόρημα. Αν ανάμεσα στον Ερωτικό λόγο και στο Μυθιστόρημα είναι έκδηλη μια διαφορά ως προς εκείνη την ουσία που μας ενδιαφέρει, θ’ αρκεστώ να προσθέσω πως στο Μυθιστόρημα πρόκειται ακόμα για ηδονή, αλλά για αποσταμένη ηδονή. Αισθητικά το Μυθιστόρημα παρέχει περισσότερη άνεση στον κριτικό να εισδύσει στον κόσμο της έμπνευσης του Σεφέρη∙ και τούτο γιατί ο ηδονισμός του ποιητή πήρε την κατιούσα, κι έτσι του επιτρέπει να χαρίσει ένα βλέμμα πάνω σ’ έναν άλλο κόσμο, να τολμήσει ένα συλλογισμό πάνω στα πράματα, βλέμμα και συλλογισμό που, τουλάχιστο ως προς μια ελάχιστη κρυφή του επιθυμία, δεν είναι φιλήδονα. Και τότε, τα εγγίζεις τα όρια της έμπνευσης του Σεφέρη. Λέει «Δώσε μας, έξω από τον ύπνο, τη γαλήνη». Είναι όμως μια γαλήνη, που δεν πέρασε από τη λυτρωτική πείρα του Χριστιανισμού∙ ανέφικτη γαλήνη των αισθήσεων. Αλλά το πιο διδακτικό ποίημά του από αυτή την άποψη, είναι τούτο:
Εμείς που ξεκινήσαμε για το προσκύνημα τούτο
κοιτάζαμε πολύ κοντά τα σπασμένα αγάλματα,
ξεκινήσαμε και είπαμε πως δε χάνεται η ζωή τόσο εύκολα,
πως έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους
και μια δική του δικαιοσύνη,
πως όταν εμείς ορθοί στα πόδια μας πεθάνουμε
μέσα στην πέτρα αδερφωμένοι,
ενωμένοι με τη σκληρότητα και την αδυναμία,
οι παλαιοί νεκροί ξεφύγαν απ’ τον κύκλο και αναστήθηκαν
και χαμογελάνε μέσα σε μια παράξενη ησυχία.
(Μυθιστόρημα)
«και είπαμε πως δε χάνεται η ζωή τόσο εύκολα»∙ πιστή εικόνα της επιπόλαιης αισιοδοξίας του ηδονιστή. Αλλά το ποίημα τούτο, στο σύνολό του, είναι απ’ τα ελάχιστα του Σεφέρη με περιεχόμενο αληθινά ανθρώπινο∙ είναι ξερό, σχεδόν χωρίς διάκοσμο (αν είχε κατορθώσει ν’ απαλλαχτεί από τη γοητεία του αγαπημένου του συμβόλου, του κύκλου, ίσως μπορούσε να επιτύχει κάτι τέλειο)∙ όμως τώρα μονάχα ο ποιητής αυτός πλησιάζει προς μια βαθύτερη πραγματικότητα (έστω κι αν δεν πλησιάζει προς την αλήθεια)∙ ατενίζει το θάνατο.
Ο ηδονισμός του Σεφέρη, όπως ο καθένας καταλαβαίνει, δεν έχει την ίδια αισθητική σημασία του ηδονισμού του Καβάφη∙ τον νιώθεις καλύτερα όταν τον συγκρίνεις με τον ηδονισμό της ποίησης του Βαλερύ ή του Απογεύματος ενός Φαύνου του Μαλλαρμέ, και με τον ηδονισμό ορισμένων ποιημάτων του Παλαμά. Χαρακτηριστικό, κατά την αντίληψή μου, το ότι ο Σεφέρης, παρ’ όλη την άμεσή του σχέση με τη γαλλική ποίηση, δεν παίρνει τίποτε, δεν μαθαίνει τίποτε το ουσιαστικό από το Ρεμπώ. Ο Σεφέρης παραδέχεται τη ζωή που έτυχε να ζήσει∙ πάει να τη ζήσει πλέρια∙ κι όταν θα νιώσει στεναχώρια ή μελαγχολία, τούτο δεν συμβαίνει γιατί οραματίζεται μια ζωή διαφορετική, αλλά γιατί αυτή την ανεξέλεγκτη ζωή που του ανήκει δεν μπορεί να ζήσει, όπως ο ηδονισμός του θα ήθελε!
«Νεοελληνικά Γράμματα, 25.6.1938)
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:
* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€
Στις 12 Νοεμβρίου απονεμήθηκε για πρώτη φορά το βραβείο μεταφρασμένης ποίησης Άρης Αλεξάνδρου, που έχει θεσμοθετήσει το περιοδικό Ποιητικά των εκδόσεων...
Ο πόλεμος δεν έπαψε ποτέ στον πλανήτη μας. Πότε κοντά και πότε μακριά μας. Κι αν δεν ακούμε τον αχό του, τον διαβάζουμε στα μάτια όλων όσων τρέχουν μακριά...
Πάντα ήτανε λίγοι οι ποιητές. Οι άλλοι κάτι φιόγκοι, που λέει κι ο Χάκκας, «που γράφουνε ανούσια ποιήματα, χάνονται μέσα στις λέξεις, γιατί δε δώσανε...