Τον Σεπτέμβριο του 1930, το ποσοστό σε ψήφους του Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ανέβηκε από το 2,5 τοις εκατό στο 18,3. Η συντηρητική δεξιά στη Γερμανία, η οποία έτρεφε ελάχιστο σεβασμό για τη δημοκρατία, κατέστρεψε αποτελεσματικά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, και έτσι άνοιξε την πόρτα για τον Χίτλερ. Υποτίμησαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη σκληρότητα του Χίτλερ και θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν σαν μαριονέτα λαϊκισμού προκειμένου να προασπίσουν τη δική τους ιδέα για τη Γερμανία. Ωστόσο, εκείνος γνώριζε ακριβώς τι ήθελε, ενώ αυτοί όχι. Στις 30 Ιανουαρίου του 1933 ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος και ενήργησε ταχέως για να εξουδετερώσει κάθε πιθανή αντιπολίτευση.
Η τραγωδία για τα επακόλουθα θύματα της Γερμανίας ήταν πως μια σημαντική μάζα του πληθυσμού, πεινασμένη για τάξη και σεβασμό, ήταν πρόθυμη να ακολουθήσει τον πιο παράτολμο εγκληματία που γνώρισε ποτέ η Ιστορία. Ο Χίτλερ κατάφερε να αγγίξει τα χειρότερα ένστικτά τους: μνησικακία, μισαλλοδοξία, αλαζονεία και, το πιο επικίνδυνο από όλα, μια αίσθηση φυλετικής ανωτερότητας. Οποιαδήποτε πίστη απέμενε στην έννοια του Rechtsstaat, δηλαδή του έθνους που βασίζεται στον σεβασμό του κράτους δικαίου, κατέρρευσε μπροστά στην επιμονή του Χίτλερ ότι το δίκαιο πρέπει να είναι ο υπηρέτης της νέας τάξης. Οι δημόσιοι θεσμοί –τα δικαστήρια, τα πανεπιστήμια, το γενικό επιτελείο και ο Τύπος– υποκλίθηκαν στο νέο καθεστώς. Οι πολιτικοί αντίπαλοι απομονώθηκαν και κατηγορήθηκαν με προσβλητικό τρόπο ως προδότες του νέου ορισμού της Πατρίδας, όχι μόνο από το ίδιο το καθεστώς, αλλά επίσης και από όλους όσοι το υποστήριζαν. Αντίθετα με τη NKVD, τη μυστική αστυνομία του Στάλιν, η Γκεστάπο ήταν παραδόξως αδρανής. Οι περισσότερες από τις συλλήψεις της ήταν αποτέλεσμα καταγγελιών ανθρώπων από Γερμανούς συμπατριώτες τους.
Το σώμα των αξιωματικών, το οποίο υπερηφανευόταν για απολιτική παράδοση, αφέθηκε επίσης να εντυπωσιαστεί από την υπόσχεση της αύξησης των στρατιωτικών δυνάμεων και του τεράστιου επανεξοπλισμού, έστω και αν απεχθανόταν έναν τόσο χυδαίο και απεριποίητο επίδοξο μνηστήρα. Ο καιροσκοπισμός βάδιζε χέρι χέρι με τη δειλία απέναντι στην εξουσία. Κάποτε ο Όττο φον Μπίσμαρκ, καγκελάριος της Γερμανίας τον 19ο αιώνα, σχολίασε πως το ηθικό θάρρος ήταν μια σπάνια αρετή στη Γερμανία, αλλά εγκατέλειπε εντελώς τον Γερμανό τη στιγμή που φορούσε στολή.5 Χωρίς να προκαλεί έκπληξη, οι Ναζί ήθελαν να ντύσουν σχεδόν τους πάντες με στολή, ακόμη και τα παιδιά.
Το μεγαλύτερο ταλέντο του Χίτλερ ήταν να εντοπίζει και να εκμεταλλεύεται την αδυναμία των αντιπάλων του. Η αριστερά στη Γερμανία, άσπονδα διαιρεμένη ανάμεσα στο Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τους Σοσιαλδημοκράτες, δεν αποτελούσε καμία πραγματική απειλή. Ο Χίτλερ χειραγώγησε εύκολα τους συντηρητικούς που πίστευαν, με αφελή αλαζονεία, ότι θα μπορούσαν να τον ελέγξουν. Αμέσως μόλις εδραίωσε την εξουσία του στο εσωτερικό με πολλαπλά διατάγματα και μαζικές φυλακίσεις, έστρεψε την προσοχή του στην παραβίαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Η στρατολόγηση επανήλθε το 1935, οι Βρετανοί συμφώνησαν σε αύξηση του γερμανικού ναυτικού και η Λουφτβάφε συστάθηκε επισήμως. Η Βρετανία και η Γαλλία δεν προέβησαν σε καμία σοβαρή διαμαρτυρία για το επιταχυνόμενο πρόγραμμα επανεξοπλισμού της Γερμανίας.
Η κυβέρνηση του Neville Chamberlain, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του βρετανικού πληθυσμού, ήταν διατεθειμένη να αποδεχθεί μια επανεξοπλισμένη και αναγεννημένη Γερμανία. Πολλοί συντηρητικοί έβλεπαν τους Ναζί σαν ασπίδα προστασίας από τον Μπολσεβικισμό. Ο Λόρδος Chamberlain, πρώην δήμαρχος του Birmingham, θεώρησε, εντελώς λανθασμένα, ότι οι άλλες πολιτικές προσωπικότητες θα συμμερίζονταν τόσο τις αξίες του όσο και την αποστροφή του για τον πόλεμο. Υπήρξε ικανότατος υπουργός και πολύ αποτελεσματικός υπουργός των Οικονομικών, αλλά δεν γνώριζε τίποτα από εξωτερική πολιτική ή από αμυντικά ζητήματα. Φορώντας πουκάμισο με ψηλό γιακά, το εδουαρδιανό μουστάκι του και την κλειστή ομπρέλα του, αποδείχτηκε τελείως ανεπαρκής όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με την αδίστακτη συμπεριφορά του ναζιστικού καθεστώτος.
¶λλοι, ακόμη και εκείνοι που συμπαθούσαν τους αριστερούς, ήταν επίσης απρόθυμοι να έρθουν αντιμέτωποι με το καθεστώς του Χίτλερ, γιατί ήταν πεπεισμένοι πως η Γερμανία είχε υποστεί πολύ άδικη μεταχείριση στη διάσκεψη των Βερσαλλιών. Επίσης, δεν διαφωνούσαν με τη δεδηλωμένη επιθυμία του Χίτλερ να ενσωματώσει στο Ράιχ τις γερμανικές μειονότητες που κατοικούσαν σε όμορες χώρες, όπως εκείνες στη Σουδητία* της Τσεχοσλοβακίας. Αυτό που είχε πολύ μεγάλη σημασία ήταν το γεγονός ότι οι Βρετανοί και οι Γάλλοι ήταν τρομοκρατημένοι με την ιδέα ενός άλλου ευρωπαϊκού πολέμου. Το να επιτρέψουν στη ναζιστική Γερμανία να προσαρτήσει την Αυστρία τον Μάρτιο του 1938, φαινόταν μικρό τίμημα για την παγκόσμια ειρήνη, ιδιαίτερα όταν το 1918 η πλειοψηφία των Αυστριακών είχε ψηφίσει για την ένωση (Anschluss) με τη Γερμανία, και είκοσι χρόνια αργότερα καλωσόρισαν την έλευση των Ναζί. Στο τέλος του πολέμου οι ισχυρισμοί των Αυστριακών, ότι ήταν το πρώτο θύμα του Χίτλερ, ήταν εντελώς ψευδείς.
Στη συνέχεια ο Χίτλερ αποφάσισε να εισβάλει στην Τσεχοσλοβακία τον Οκτώβριο.8 Η ημερομηνία της εισβολής ορίστηκε πολύ αργότερα αφότου οι Γερμανοί αγρότες θα είχαν μαζέψει τη σοδειά, επειδή οι Ναζί υπουργοί φοβούνταν κάποια κρίση όσον αφορά την επάρκεια τροφίμων σε εθνικό επίπεδο. Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του Μονάχου τον Σεπτέμβριο, ο Chamberlain και ο Γάλλος ομόλογός του, Édouard Daladier, προσέφεραν στον Χίτλερ τη Σουδητία με την ελπίδα να διατηρηθεί η ειρήνη. Η απόφαση αυτή προκάλεσε την οργή του Χίτλερ, αφού του στέρησε τον πόλεμό του, αλλά του επέτρεψε τελικά να αποκτήσει τον έλεγχο ολόκληρης της χώρας χωρίς ένοπλη βία. Επίσης, ο Chamberlain διέπραξε ένα θεμελιώδες σφάλμα με το να αρνηθεί να συμβουλευτεί τον Στάλιν. Αυτό επηρέασε την απόφαση του Σοβιετικού δικτάτορα τον επόμενο Αύγουστο όταν σύναψε συμφωνία με τη ναζιστική Γερμανία. Ο Chamberlain τυφλωμένος από την αυταρέσκειά του διέπραξε το ίδιο λάθος που λίγο αργότερα θα διέπραττε και ο Φράνκλιν Ρούσβελτ με τον Στάλιν: ήταν πεπεισμένος ότι θα μπορούσε να πείσει τον Χίτλερ πως οι καλές σχέσεις με τους δυτικούς Συμμάχους ήταν και προς το συμφέρον της Γερμανίας.
Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι, αν η Βρετανία και η Γαλλία ήταν προετοιμασμένες να πολεμήσουν το φθινόπωρο του 1938, τα γεγονότα ίσως να εξελίσσονταν πολύ πιο διαφορετικά. Ασφαλώς αυτό να ήταν πιθανό κατά τη γερμανική άποψη. Το γεγονός παραμένει πως ούτε ο βρετανικός ούτε ο γαλλικός λαός ήταν ψυχολογικά προετοιμασμένοι για πόλεμο, κυρίως επειδή είχαν παραπληροφορηθεί από πολιτικούς, διπλωμάτες και τον Τύπο. Όποιος προσπαθούσε να προειδοποιήσει για τα σχέδια του Χίτλερ, όπως ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, θεωρούνταν ως υποκινητής πολέμου.
Το ¶ουσβιτς –ή Οσβιέτσιμ, όπως το αποκαλούσαν οι Πολωνοί– ήταν μια Σιλεσιανή πόλη κοντά στην Κρακοβία, η οποία διέθετε έναν στρατώνα ιππικού του 19ου αιώνα, δηλαδή από τα χρόνια της Αυστρο-Ουγγρικής Αυτοκρατορίας. Το 1940, ο στρατώνας χρησιμοποιήθηκε από τα SS ως στρατόπεδο συγκέντρωσης για Πολωνούς αιχμαλώτους. Έγινε γνωστό ως ¶ουσβιτς Ι. Τον Σεπτέμβριο του 1941, διεξήχθησαν εκεί οι πρώτες δοκιμές του Zyklon B –δηλαδή σφαιριδίων υδροκυανίου, σχεδιασμένων για την εξόντωση παρασίτων– επάνω σε Σοβιετικούς και Πολωνούς αιχμαλώτους πολέμου.
Στα τέλη του 1941, στο κοντινό Birkenau, άρχισαν οι εργασίες για το ¶ουσβιτς ΙΙ. Επρόκειτο για δυο αγροτικές οικίες που μετετράπησαν σε αυτοσχέδιους θαλάμους αερίων, οι οποίοι τέθηκαν σε χρήση τον Μάρτιο του 1942. Οι μαζικές δολοφονίες ξεκίνησαν δυο μήνες αργότερα, τον Μάιο, όμως μέχρι τον Οκτώβριο είχε γίνει πλέον ξεκάθαρο στον διοικητή των SS, Rudolf Höss, ότι οι εγκαταστάσεις ήταν εντελώς ανεπαρκείς και ότι η μαζική ταφή των πτωμάτων μόλυνε τα υπόγεια ύδατα. Έτσι, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, δημιουργήθηκε ένα νέο σύστημα θαλάμων αερίων, σε συνδυασμό με ειδικούς φούρνους αποτέφρωσης.
Το ¶ουσβιτς βρισκόταν σε μια σχετικά απομονωμένη τοποθεσία –γεμάτη βάλτους, ποτάμια και δασώδεις εκτάσεις– όμως είχε καλή πρόσβαση μέσω σιδηροδρομικών αμαξοστοιχιών. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους η χημική κοινοπραξία IG Farben ενδιαφέρθηκε να εγκαταστήσει εκεί ένα εργοστάσιο για την παραγωγή buna, δηλαδή συνθετικού καουτσούκ. Ο Χίμλερ, που ήθελε να «γερμανοποιήσει» την περιοχή, προώθησε την ιδέα με ενθουσιασμό, όντας μάλιστα διατεθειμένος να προσφέρει κρατουμένους από το στρατόπεδο συγκέντρωσης ως εργατικό δυναμικό. Ενημέρωσε προσωπικά τον Höss και ξεκίνησε συνομιλίες με εκπροσώπους της IG Farben. Ο Χίμλερ, έκπληκτος από το τεράστιο μέγεθος του έργου, αλλά και τον μεγάλο αριθμό εργατών-σκλάβων που απαιτούσε, είπε στον Höss ότι θα έπρεπε να τριπλασιάσει το μέγεθος του στρατοπέδου του ώστε να χωρέσει πολλούς περισσότερους από 10.000 κρατούμενους που είχε έως τότε. Τα SS θα λάμβαναν μέχρι και τέσσερα μάρκα (Reichsmark) ημερησίως για κάθε σκλάβο που θα παρείχαν στην IG Farben. Σε αντάλλαγμα, θα έπρεπε να επιλέξουν, ανάμεσα στους εγκληματίες φυλακισμένους, τους πιο βίαιους και αδίστακτους kapos, οι οποίοι θα αναλάμβαναν να χτυπούν τους Εβραίους σκλάβους ώστε να δουλεύουν περισσότερο.
Η κατασκευή του τεράστιου εργοστασίου (Buna-Werke) ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1941, τη στιγμή που οι γερμανικές μεραρχίες στα ανατολικά θριάμβευαν ακόμη επί των αντίστοιχων σοβιετικών. Τον Οκτώβριο, ο Χίμλερ, ο οποίος είχε έλλειψη επαρκούς εργατικού δυναμικού, ζήτησε από τη Βέρμαχτ να του παραδώσει 10.000 αιχμαλώτους του Κόκκινου Στρατού. Ο Höss περιέγραψε, πριν από την εκτέλεσή του για εγκλήματα πολέμου, την κακή κατάσταση των Σοβιετικών στρατιωτών που κατέφθασαν: «Δεν τους παρείχαν καθόλου τροφή κατά τη διάρκεια της πορείας· όποτε έκαναν κάποια στάση, τους οδηγούσαν στα κοντινά χωράφια και τους έλεγαν να “βοσκήσουν” σαν γελάδια, να φάνε ό,τι μπορέσουν να βρουν»3. Οι εξαντλημένοι, άρρωστοι και πεινασμένοι κρατούμενοι δούλευαν ασταμάτητα καταμεσής του χειμώνα. Είχαν ελάχιστο ρουχισμό και, σε μερικές περιπτώσεις, προέβαιναν ακόμη και σε πράξεις κανιβαλισμού. «Πέθαιναν σαν τις μύγες», έγραψε ο Höss. «Δεν ήταν πλέον ανθρώπινα πλάσματα. Είχαν μετατραπεί σε ζώα που έψαχναν μόνο τροφή»4. Το γεγονός ότι αυτοί οι εργάτες κατόρθωσαν να κατασκευάσουν μόλις δύο κτηριακά συγκροτήματα, έναντι των είκοσι οκτώ που είχαν προϋπολογιστεί, δεν αποτελεί έκπληξη.
Στις 25 Απριλίου, οι στρατιώτες της 69ης Αμερικανικής Μεραρχίας Πεζικού και της 58ης Σοβιετικής Μεραρχίας Τυφεκιοφόρων Φρουρών συναντήθηκαν στο Torgau στον Έλβα. Τα νέα πως το Ναζιστικό Ράιχ είχε κοπεί στα δύο κυκλοφόρησαν σε όλον τον πλανήτη. Ο Στάλιν, παρόλο που ήταν πλέον βέβαιος πως οι Αμερικανοί δεν εξορμούσαν για το Βερολίνο, παρότρυνε τους διοικητές της πρώτης γραμμής να προωθηθούν σε οποιοδήποτε σημείο του Έλβα μπορούσαν. Ο Στρατηγός Serov της NKVD προώθησε τρία συντάγματα συνοριοφυλάκων, με σκοπό να εμποδίσουν τους Γερμανούς αξιωματικούς να διαφύγουν από την πόλη, ενώ οι επίλεκτοι του Μπέρια ετοιμάστηκαν να ακολουθήσουν την 3η Τεθωρακισμένη Στρατιά Φρουρών στο Dahlem, προκειμένου να εξασφαλίσουν τις εγκαταστάσεις πυρηνικών ερευνών.
Ο John Rabe, ο Γερμανός χρονικογράφος που είχε καταγράψει τα γεγονότα της Σφαγής του Nanking, βρισκόταν τώρα στη Siemensstadt στο βορειοδυτικό άκρο του Βερολίνου. Οι Ρώσοι στρατιώτες «είναι πολύ φιλικοί, μέχρι στιγμής τουλάχιστον», σημείωσε. «Δεν μας ενοχλούν. Είναι μάλιστα πρόθυμοι να μας προσφέρουν ένα μέρος από τα τρόφιμά τους. Βέβαια, κάνουν σαν τρελοί για κάθε είδους αλκοολούχο ποτό, ενώ γίνονται απρόβλεπτοι όταν μεθύσουν». Όμως, σύντομα ξεκίνησε η συνήθης σοβιετική τακτική της κατάσχεσης ρολογιών και της αρπαγής γυναικών, έτσι ο Rabe άρχισε να γράφει για ανθρώπους που είχαν αυτοκτονήσει, αφού πρώτα είχαν σκοτώσει τα παιδιά τους, για τον «βιασμό, και αργότερα την εκτέλεση ενός κοριτσιού ηλικίας δεκαεπτά ετών από πέντε στρατιώτες» και για τον «βιασμό γυναικών σε ένα καταφύγιο του Quell Weg μπροστά στα μάτια των συζύγων τους που εξαναγκάστηκαν να παρακολουθούν».21
Οι εκδηλώσεις βίας και σαδισμού στο Βερολίνο δεν ήταν τόσο τυφλές και εκδικητικές όσο στην Ανατολική Πρωσία, αφού οι Σοβιετικοί στρατιώτες έδειχναν περισσότερο επιλεκτικοί ως προς τα θύματά τους. Κατέβαιναν στα κελάρια και τα καταφύγια, κρατώντας φανάρια, και διάλεγαν προσεκτικά τις γυναίκες που θα κακοποιούσαν, εξετάζοντας πρώτα τα πρόσωπά τους. Πολλές μητέρες προσπαθούσαν να κρύψουν τις κόρες τους στις σοφίτες των σπιτιών, παρά το γεγονός ότι εκεί κινδύνευαν περισσότερο από τα βλήματα. Ωστόσο, αρκετές φορές οι γειτόνισσες τις κατέδιδαν, προσπαθώντας να στρέψουν την προσοχή των στρατιωτών τόσο από τις ίδιες όσο και από τις δικές τους κόρες. Ούτε καν οι Εβραίες δεν ήταν ασφαλείς, αφού οι άνδρες του Κόκκινου Στρατού αγνοούσαν παντελώς τις διώξεις των Εβραίων από τους Ναζί, τις οποίες είχε επιμελώς αποκρύψει η σοβιετική προπαγάνδα. Η λογική των Σοβιετικών ήταν απλή: «Frau ist Frau» («Όλες οι γυναίκες είναι ίδιες»)22. Όσες Εβραίες είχαν παραμείνει στο στρατόπεδο μεταγωγών Schulstrasse στο Wedding μετά την εξαφάνιση των δεσμοφυλάκων τους, βιάστηκαν ομαδικά από τους άνδρες του Κόκκινου Στρατού.
Τα δύο μεγαλύτερα νοσοκομεία του Βερολίνου, το Charité και το Kaiserin Auguste Viktoria, υπολόγισαν πως ο αριθμός των κακοποιημένων γυναικών στην πόλη κυμάνθηκε ανάμεσα στις 95.000 και τις 130.000. Οι περισσότερες είχαν βιαστεί κατ’ επανάληψη. Ένας γιατρός εκτίμησε πως περίπου 10.000 από αυτές είτε πέθαναν κατά τη διάρκεια κάποιου ομαδικού βιασμού είτε αυτοκτόνησαν αργότερα. Πολλοί πατεράδες είχαν παροτρύνει τις κακοποιημένες κόρες τους να αυτοκτονήσουν, προκειμένου να «ξεπλύνουν την ατίμωση». Συνολικά, σε ολόκληρη τη γερμανική επικράτεια, υπολογίζεται πως βιάστηκαν περίπου 2.000.000 γυναίκες, ακόμη και νεαρά κορίτσια. Ωστόσο, η Ανατολική Πρωσία είχε βιώσει, χωρίς αμφιβολία, τις μεγαλύτερες φρικαλεότητες, σύμφωνα με τις αναφορές των διοικητών της NKVD προς τον Μπέρια.23
Στο Βερολίνο, ακόμη και οι σύζυγοι και οι κόρες των κομμουνιστών που προσφέρθηκαν να βοηθήσουν στις καντίνες και τα πλυντήρια του Κόκκινου Στρατού, υπέστησαν την ίδια μοίρα με τις υπόλοιπες Γερμανίδες. Πολλά άλλα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας (KPD), που έσπευσαν να χαιρετήσουν τους απελευθερωτές τους, συνελήφθησαν ως «κατάσκοποι», αφού η NKVD θεώρησε την αποτυχία τους να βοηθήσουν τη Μητέρα Πατρίδα ως προδοσία. «Γιατί δεν πήγατε με τους αντάρτες;» τους ρωτούσαν οι άνδρες της NKVD, ακολουθώντας τις εντολές που είχαν λάβει από τη Μόσχα.