Ψωμί
Μια μέρα, χωρίς να το πάρω χαμπάρι, βρέθηκα να δουλεύω μαζί με άλλες γυναίκες σε μια αποθήκη. Όλα ήτανε γνώριμα, λες κι ήμουνα μήνες εκεί. Ήξερα ποια ήμουν, μα δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο απ’ αυτό που κάναμε όλες, συνέχεια, ασταμάτητα, σαν εξαρτήματα μιας καλοκουρδισμένης μηχανής.
Με τον πλάστη ετούτο τον στενό και μακρύ που μου εδώκανε, δεν ημπορούσα να μαλακώσω το ζυμάρι αρκετά. Εφώναζα και τη Μυροφόρα κάποτε να πιάσει την άλλη άκρη, να σπρώξουμε μαζί. Κιλά και κιλά το ζυμάρι, εβγάζαμε μικρά, στρογγυλά ψωμάκια, εκατοντάδες κάθε μέρα.
Όλες τα εσημαδεύανε με τις λεπίδες, εγώ όμως είχα το φυλαχτό μου να χαράσσω γύρα το ζυμάρι. Ήταν ένας μικρός, στρογγυλός μαγνήτης που δεν ενθυμούμαι ακριβώς πού τον εβρήκα. Ένα πεζοδρόμιο… σε μια Ασφαλιστική κοντά, κι ο μαγνήτης καρφωμένος στην άκρη του, κοντά σε ένα πάρκινγκ… Πολλά αυτοκίνητα θυμάμαι εκεί, μια θεία… ναι, εκεί είχα μια θεία, όχι, δυο… Μου ’χανε πέσει τα κλειδιά κι είχανε κολλήσει στο πεζοδρόμιο. Τα εξεκόλλησα με δυσκολία, μου εξανάπεσαν κι εξανακόλλησαν! Αυτό το θυμάμαι καλά, τον μαγνήτη ετούτον τονε θυμάμαι σαν τίποτ’ άλλο. Είναι μια ανάμνηση λες και τα ’χα διαβάσει κάποτε σ’ ένα παραμύθι και μου κόλλησε. Έτσι όπως εφαινότανε η άκρη του έξω απ’ το τσιμέντο, ήτανε λες κι ήθελε να τον βρω. Επέρναγαν και τ’ αμάξια σαν οβίδες και κάθε που έσκυβα, εθαρρούσα πως κάποιο απ’ αυτά ξαφνικά θα μ’ εκτύπαγε. Εφαντάστηκα την ψυχή μου να βγαίνει απ’ το κορμί μου και να πετάει στον αέρα. Ετρόμαξα, δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο πολύ ετρόμαξα εκείνη τη στιγμή. Στη σκέψη μου έβαλα πως ήταν γούρι ο μαγνήτης εκείνος, αφού δεν μ’ εχτύπαγαν. Γι’ αυτό κι εδώ μέσα δεν τον αφήνω απ’ τα χέρια μου. Γιατί τονε χρειάζομαι. Κάτι δεν μου κάθεται καλά εδώ μέσα, κάτι μού μυρίζει παράξενα…
Μα, έτσι κι αλλιώς, μια χαρά τα σκίζει τα ψωμιά ο μαγνήτης κι ας μην είναι κοφτερός. Ώπα! Εχάθηκα μες στις σκέψεις μου. Η φωνή της Μυροφόρας με ξυπνάει απ’ τον λήθαργο. «Έλα, Ερατώ, βοήθα λίγο εδώ, πρέπει να ρίξουμε τη φουρνιά». Τα ψωμιά πρέπει να μπαίνουν στον φούρνο πριν από τις επτά, να ψηθούνε ως τις επτάμιση. Εκείνη την ώρα έρχεται ο διανομέας.
Το πρωί χθες άνοιξε την πόρτα μόνος του. Δεν εκτύπησε το κουδούνι. Το φθινοπωρινό φως εμπήκε απ’ την πόρτα κι εφώτισε ολάκερη την αποθήκη. Όλες μας εκοιτάξαμε προς το μέρος του, απορημένες.
«Άλλαξε κάτι;» αποφάσισα να τον ρωτήσω για πρώτη φορά.
«Δηλαδή ξέρεις ακριβώς τι συμβαίνει εδώ, και με ρωτάς, γυναίκα; Και θα καταλάβεις και την αλλαγή, δηλαδή;» μου απάντησε ειρωνικά. «Γιατί εγώ ακόμη δεν κατάλαβα».
«Καλά, ωρέ λεβέντη μου, πού το πας τόσο ψωμί κάθε πρωί;» Είχα αποφασίσει να το τραβήξω όσο πάει ετούτη τη φορά. Να μάθω. Να καταλάβω γιατί μας εκλείσανε τόσους μήνες μέσα στην αποθήκη και δεν μας λένε τίποτα. Δεν έρχεται κανείς, μόνο η Δήμαρχος καμιά φορά για να βοηθήσει. Ούτε κι αυτή δεν μας λέει –δεν πρέπει να μας πει, τάχατες– κινδυνεύει, λέει, όποιος γνωρίζει. Απόκριση δεν πήρα απ’ τον διανομέα. Επήρε δυο φορτία με το καρότσι το μεγάλο στο φορτηγό του κι έκλεισε την πόρτα απέξω.
Δεν νιώθω καλά σήμερα. Ο διανομέας άλλαξε. Τον άλλον ίσως τον φάγανε που μου μίλησε έστω και λίγο, τις προάλλες, δεν ξεύρω. Ίσως ο καινούριος σταθεί πιο άντρας και μου απαντάει όταν τον ρωτάω. Στάσου, βρε, στο ύψος σου! Μη μας έχεις έτσι εδώ, στο σκοτάδι μας, σαν σκλάβες! Πες μας τι γίνεται, ποιον υπηρετείς, πού το πας τόσο ψωμί κάθε μέρα;
«Καλημέρα».
«Πού την είδες;» μου απάντησε αυτός κι η Μυροφόρα με σκούντηξε να δω στο μπράτσο του το τατουάζ – μια σβάστικα. Σώπασα αμέσως και πασπάλισα ακόμη λίγο αλεύρι στα ψημένα ψωμιά.
«Είναι καλύτερα με επιπλέον αλεύρι. Κρατάνε μυρωδιά», του είπα κι αυτός έφυγε με το φορτίο κοιτάζοντάς μας όλες καχύποπτα.
Η Δήμαρχος εκτύπησε την πόρτα το απόγευμα. Πρώτη φορά απόγευμα. Εμείς εκάτσαμε εξουθενωμένες στα κιβώτια με το αλάτι. Οι καρποί μου επονούσανε άσχημα. Εκείνη την ώρα η κυρα-Στρατούλα απήγγελλε Σαπφώ. Σταμάτησε απότομα με το γνέψιμο της Δημάρχου. Οι στίχοι εκολλήσανε στα χείλη της σαν το ζυμάρι στα μαλλιά μου και στις σόλες μου που δεν εξεκολλούσε με τίποτα όλους αυτούς τους μήνες.
«Πρέπει ν’ αυξήσουμε την παραγωγή. Δεν σταματάνε να έρχονται. Κι είναι γυναίκες και μωρά, μα πιο πολύ άντρες πεινασμένοι και μπαϊλντισμένοι* απ’ τη θάλασσα. Φτιάξτε κι άλλο προζύμι, πιο πολύ να βάζετε στη δόση, μάτια μου, να φουσκώνει το ζυμάρι, να βγάζουμε πιο πολλά καρβέλια με κάθε δόση, δεν θα μας φτάσει το αλεύρι, πεινάνε κι οι δικοί μας πια».
«Ποιοι δεν σταματάνε να έρχονται; Από πού κρατάνε;» Καμιά άλλη δεν μίλαγε. Μόνο εγώ.
«Μπορείς να φύγεις όποτε θέλεις!» μου απάντησε η Δήμαρχος κι εγύρισε να φύγει. Χαρούμενη δεν ήτανε πάντως.
Ο αέρας της πόρτας που έκλεισε απότομα έσβησε ένα φυτίλι. Εσκοτείνιασε το πρόσωπο της κυρα-Στρατούλας.
Μπορείς να φύγεις όποτε θέλεις.
Γιατί μου το ’πε αυτό; Κόβω το κεφάλι μου πως εννοούσε ότι αν εξεμυτούσα απ’ την πόρτα θα μ’ εσκοτώνανε. Δεν κρατάς ένα άνθρωπο μήνες κλεισμένο να σου ζυμώνει ψωμί και μετά τον αφήνεις έτσι απλά να φύγει. Μας εδοκιμάζανε. Κάτι φοβερό εσυνέβαινε απέξω… Έπεσε πείνα άγρια. Και κάποιοι, λέει, ερχόντουσαν από μακριά. Μα ποιοι; Από πού;
«Ποιοι έρχονται στο ψωρονήσι μας και μας τρώνε το ψωμί; Αρκετοί δεν ήμασταν; Μόλις που εζούσαμε μ’ αυτά που είχαμε…»
«Τι σιγοψιθυρίζεις, Ερατώ;» με ρώτησε η Μυροφόρα.
«Τίποτα, με πονάν τα χέρια, δεν αντέχω, και θέλουνε κι άλλο, πιο πολύ ψωμί, πρέπει ν’ αρχίσουμε νωρίτερα, και πώς να ξυπνήσω απ’ τις τέσσερις αύριο, που όρεξη δεν έχω για να κοιμηθώ;»
Δεν αποκρίθηκε ξανά πίσω. Θα σκεφτότανε τα ίδια και χειρότερα. Τουλάχιστον εγώ δεν είχα παιδιά ακόμη. Αυτή άφησε έξω τρία κοριτσάκια όταν την εκλείσανε με το ζόρι εδώ μέσα και της δώσανε για πανωπροίκι έναν μακρύ πλάστη και μια ποδιά ζωγραφισμένη με ψάρια. Εκατόν πενήντα σακούλες αλεύρι έχουνε απομείνει. Θα φέρουνε κι άλλο, σίγουρα, να φτάσει για τον χειμώνα. Τι να κάνω; Τι να κάνω για να τελειώσει αυτό το μαρτύριο; Δεν αντέχω να ξυπνήσω ούτε μία ακόμη μέρα για να ζυμώσω κι άλλο ψωμί!
Όπα! Κάλλιο να εδάγκωνα τα χείλη μου… Λες κι ακούσανε τις σκέψεις που μουρμούριζα κι αποφάσισαν να με τιμωρήσουν γι’ αυτές. Η πόρτα άνοιξε και πριν καταλάβω τι γίνεται και ποιος είναι, έριξαν στον σωρό άλλες δεκαοκτώ σακούλες. Άλλες μικρές, άλλες μεγάλες. Αμέσως εσκούντηξα τη Μυροφόρα. Ποτέ δεν ξέραμε από πριν πότε θ’ άνοιγε κάθε φορά αυτή η πόρτα για ανατροφοδότηση. Άλλοτε πέρναγε μήνας, άλλοτε φέρνανε σακούλες καθημερινά. Φανταζόμουνα έξω τους μύλους να δουλεύουνε σαν τους μπεκρήδες, ν’ αλέθουνε μόνο άμα τα πίνανε, κι ό,τι βγάζανε, βγάζανε.
Δεν θα κοιμηθώ απόψε. Ψωμί θέλουν; Ψωμί θα πάρουν.
Πού είναι ο μαγνήτης που σημαδεύεις τα ψωμιά, Ερατώ; Ααα, να τος! Πάρ’ τον τώρα!
Απόψε θα σκίσω όλους τους σάκους με τ’ αλεύρι. Όλους!
Ορίστε, να, πάρε μια, να κι άλλη μια. Πόσο νερό να ρίξω; Έναν, δυο κουβάδες, τρεις, κι άλλους, άσε με, Μυροφόρα, όχι, δεν θα σου μιλήσω άλλο, όχι, δεν θα ηρεμήσω! Ρίχνε κι εσύ νερό, όλο το ζυμάρι να το κάνουμε μεμιάς. Πού είναι το προζύμι; Όχι έτσι, να, όλο μια φορά!
«Ανακατέψτε παντού, με πόδια και χέρια, μπείτε, βρε, μες στο ζυμάρι, ελάτε έμορφές μου, χορέψτ’ αυτού για όσα από ’κεί έξω σας εστερήσανε, χορέψτε να φουσκώσει το ζυμάρι, ν’ ανέβει στο ταβάνι, η αποθήκη να γεμίσει, χορέψτε εσείς, να δούνε αυτοί ψωμιά που θα τους φτιάξουμε απόψε».
[…]
Γιατί δεν μιλάει καμιά σας; Δεν μ’ ακούτε; Άσε με κι εσύ, κυρα-Στρατούλα, μη μ’ αρπάζεις, στα γόνατα μαζί μου κάτσε – ζύμωνε, ζύμωνε, έτσι, τα χέρια μας να ξεχαρβαλωθούνε, ψυχή μου.
«Ανάψτε τους φούρνους, όλους μαζί, απόψε τα ψωμιά θα ’ναι τεράστια, θα ’χουνε μέσα και χώμα κι άχυρο και χαρτί και μολύβια, και τα ρούχα μας θα βάλουμε, άμα χωράνε! Φέρτε όλες τους πλάστες σας. Μην καθυστερείτ’, αμάν! Τι φοβηθήκατε; Τελειώνετε! Αυτοί που ’ρχονται κι αυτοί που μείναν θα φάν’ να χορτάσουνε καλά».
[…]
Πάει, δεν μ’ ακούνε αυτές. Εσάς όμως θα σας ξεμπροστιάσω, βρε! Τρεις η ώρα το πρωί και ζύμωμα στο ζύμωμα, η τόση αγρύπνια η άξαφνη, πρώτη φορά μού άνοιξε τα μάτια. Κι είδα! Ωιμέ, τι είδα! Ξετυφλώθηκα κι εκατάλαβα πού ήμασταν όλες μας χωμένες κι αναψοκοκκινισμένες τόση ώρα, τόσους μήνες και τι ακριβώς εκάναμε εκεί μέσα κλεισμένες…
Τα ’χασα.
Όχι, δεν τα ’χασες. Τα βρήκες, μάλλον, τα συγκαλά σου εκείνη τη στιγμή.
Δ… δεν ξέρω. Ίσως έχεις δίκιο. Πάντως, είδα. Ποιος είσαι του λόγου σου; Τι κάνω εδώ; Τι είν’ εδώ; Παναγιά μου!
[…]
Δεν μ’ απάντησε. Μα την εξέχασα αμέσως αυτήν την αρσενική φωνή τη μυστήρια. Έπρεπε να φύγω από εδώ μέσα! Σηκώθηκα απότομα επάνω κι όπως αντίκρισα τη φρίκη κατάματα, πιότερο αλαφιάστηκα η άμοιρη. Ζαλίστηκα κι έπεσα επάνω στη Μυροφόρα κι έσκουξε.
Μα μη θαρρείς ούτε στιγμή πως επαραφρόνησα, τ’ αντίθετο! Εβρήκα τα σύγκαλά μου, πρώτη φορά, εκεί πάνω στο αποτσίμπλημα*.
Την εκοίταξα τη Μυροφόρα να δω αν είχε πάρει χαμπάρι τι εγινότανε. Πού πραγματικά ευρισκόμασταν. Μα αυτή ζύμωνε, όλο ζύμωνε… Αααχ, και πού να ’ξερε τι ζύμωνε η άμοιρη! Γιατί ζυμάρι δεν ήτανε αυτό που επλάθαμε…
«Ααχ, βαχ, τι κάν’ς αυτού, Μυροφόρα μου; Κι εσύ, κυρα-Στρατούλα, άσε με, μη με σκουντάς για να συνέλθω, εσύ να συνέλθεις, μη φωνάζεις, ποιος να σ’ ακούσει, ποιος να μας λυπηθεί; Κάποιοι άλλοι μας επήρανε τα πάντα, μας επήραν το νησί, μου επήρανε τον άντρα, μου εκλέψαν την ψυχή, και μας εβάλαν να θαρρούμε πως πλάθουμε ψωμί!»
[…]
Ξυπνάτε, δεν με ακούτε; Γιατί δεν με ακούτε, γυναίκες;
Δεν σε ακούνε, Ερατώ, δεν καταλαβαίνουν.
Δεν καταλαβαίνετε; Εμείς δεν ζούμε μες στην αποθήκη. Έξω είμαστε. Εδώ μέσα βρίσκονται όλοι εκείνοι που έρχονται στο νησί. Τους κλείνουνε εδώ μέσα, τους στοιβάζουνε σαν τα τσουβάλια με το αλεύρι, κι εμείς ερχόμαστε κάθε πρωί, ανάβουμε τους φούρνους και… και… όλο λιγοστεύουνε οι σάκοι… Και πάμε πάλι σπίτια μας. Κάθε φορά που μπαίνουμε εδώ μέσα, ξεχνάμε το έξω, νομίζουμε πως είμαστε κλεισμένες εδώ μόνιμα, νομίζουμε πως ψήνουμε ψωμιά, νομίζουμε πως μένουμε πάντοτε εδώ, κι όταν είμαστε έξω έχουμε μια κανονική ζωή και ξεχνάμε τι γίνεται εδώ μέσα στην αποθήκη. Ακούτε; Με ακούτε, γυναίκες;
Κι είμαστε και μέσα κι έξω, χωρίσαν το μυαλό και την ψυχή μας στα δυο οι άτιμοι! Τα ρεμάλια. Οι σατανάδες!
Νιώθω κάποιον να με κοιτάει. Ποιος είναι; Δεν είν’ η φωνή που μίλησε πριν. Άλλος είναι, έξ’ απ’ την αποθήκη.
«Ποιος είσαι; Τι θέλεις; Πώς μπήκες εδώ μέσα;»
[…]
Ούτ’ αυτός αποκρίνεται; «Άνοιξε τα μάτια σου κι εσύ, σαν κι εμένα, μη με κοιτάς έτσι, δεν είμαι τρελή σου λέω, μην κάνεις πως δεν κατάλαβες, άκου με, αφουγκράσου, γροίκα τριγύρω σου».
[…]
«Θα μείνεις εκεί να στέκεσαι και να με κοιτάς; Έλα, ρίξε την αποθήκη πάνω μου να με πλακώσει, αλλιώς μείνε εκεί που είσαι, στη δική σου αποθήκη, άναψε τον φούρνο σου κι εσύ, ρίξε κι αυτό το ψωμί μέσα, ρίξε κι εκείνο, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σου λέω, πως δεν αντιλαμβάνεσαι τι γίνεται. Έτσι θέλεις; Έτσι θα γλιτώσεις απ’ αυτούς που σ’ ανάγκασαν να ψήνεις; Απ’ αυτούς που σ’ εφυλάκισαν; Αν δείξεις πρόθυμος;»
«Ερατώ μου, σύνελθε, κατέστρεψες όλο το αλεύρι…»
Αγνόησέ την.
… Θα αφήσω τη Μυροφόρα να φωνάζει, δεν ξέρει τίποτα αυτή, έλα εσύ, νεοφερμένε, άγνωστε φίλε, έλα σου λέω, ο διανομέας θα ’ρθει νωρίτερα αύριο το πρωί, αν θες να τον συναντήσεις...
«ΕΡΑΤΩ!»
Ζήτα του να σε βοηθήσει.
…Αν θες να βοηθήσεις, θα ’μαστε έτοιμες, με τον φούρνο πυρωμένο. Θα ρίξουμε τον διανομέα μέσα, και την κυρία Δήμαρχο, έλα κι εσύ μαζί μας…
«Ααχ, Ερατώ…»
* * *
«Κύριε διανομέα, ήρθατε;»
«Σε ποιον μίλαγε πριν καταρρεύσει, κυρία Μυροφόρα;»
«Έλα σε παρακαλώ, καλέ μου κύριε διανομέα, εσείς φαίνεστε δυνατός, βοήθα να τη σηκώσουμε, όχι, δεν κατάλαβα σε ποιον μίλαγε, κύριέ μου, πού να καταλάβω κι εγώ η αμόρφωτη τους γραμματισμένους;»
Σε ποιον μίλαγε πριν καταρρεύσει, κυρία Μυροφόρα;
«Εγώ απλά καθαρίζω το Υπουργείο. Έλα, βοήθα τώρα να την πάμε πίσω στο γραφείο. Λιποθύμησε εδώ, στην αποθήκη με τα αρχεία. Τη βρήκα να σκίζει αιτήσεις μ’ έναν μικρό μαγνήτη, σαν μανιακή, χαμένη ανάμεσα στις φωτογραφίες για τα διαβατήρια. Λίγο ακόμη και θα ’ριχνε τα ράφια επάνω της. Πάσκισα να τη σταματήσω, μα ούρλιαζε. Ευτυχώς που λιποθύμησε. Εσύ, δηλαδή, άκουσες τι έλεγε;»
Σε ποιον μίλαγε πριν καταρρεύσει, κυρία Μυροφόρα;
«Κύριε διανομέα; Μα πού είσαι; Αφού μόλις τώρα άκουσα τη φωνή σου, λες κι ήταν μέσα στο κεφάλι μου! Πού χάθηκες; Εδώ ήσουνα τώρα. Απέναντί μου στεκόσουνα, και σου μίλαγα! Με ρώταγες σε ποιον μίλαγε η Ερατώ, μου μιλούσες με τ’ όνομά μου! Πώς ήξερες τ’ όνομά μου;»
[…]
«Πού είσαι;»
[…]
«Πώς ήξερες τ’ όνομά μου;»
[…]
«Μα πού πήγανε τ’ αρχεία; Πού βρίσκομαι; Δεν είμαι πια στο Υπουργείο; Η αποθήκη, μ… μεγάλωσε. Ερατώ μου, ξύπνησες; Τ… τι είναι όλο αυτό το αλεύρι;»
Καλημέρα, Μυροφόρα μου. Εξύπνησες, του λόγου σου; Ούτ’ αλεύρι ούτε χαρτί. Κι ούτε ψωμί. Όλα είναι μια μεγάλη παραίσθηση.
«Τι μας έχει συμβεί; Κάπου αλλού βρισκόμαστε. Μήτ’ αποθήκη είν’ εδώ, μήτε το Υπουργείο!»
Πες της να έρθει μαζί σου. Τη χρειάζεσαι.
Έλα, καλέ Μυροφόρα μου. Έλα μαζί μου. Μ’ εμπιστεύεσαι τώρα, το νιώθω. Ξεύρεις πια πως δεν είσαι σίγουρη γι’ αυτό που βλέπεις. Καλό είν’ αυτό! Έφτασε η στιγμή να κατανοήσεις όλα αυτά που σου ήταν ανεξήγητα τόσα χρόνια. Το φως δεν είναι εκεί έξω. Είναι μέσα μας. Είκοσι δύο χρόνια φυλάω βαθιά τον πόνο μέσα μου κι ούτε απέξω δεν περνάω απ’ το γραφείο του από τότε που εχάθηκε στην έκρηξη στην ΕΞΠΟ. Τη θυμάσαι; Εκεί έχασα και τη γιαγιά. Μα δεν επίστεψα ποτέ ότι έφυγαν έτσι απλά. Κάπου αλλού επήγαν. Τώρα γνωρίζω πού. Και θα τους βρω. Θα τους βρούμε μαζί. Πάμε. Θα δεις. Δεν είναι αληθινό το σκοτάδι εδώ. Είναι το σκοτάδι του πνεύματος. Κι εσύ είσαι έτοιμη να δεις.