Ξαναπιάνουν οι δώδεκα το
ρωμαλέο ρυθμό
της πορείας τους. Μόνο ο φτωχός
δολοφόνος βαδίζει βουβός, σκυθρωπός, σκοτεινός...
Προχωρά νευρικά, σαν να θέλει να φύγει·
στον λαιμό το μαντίλι τον πνίγει·
το τραβάει να το λύσει –
θέλει μα δεν μπορεί να λησμονήσει...
― Τι έγινε, ρε σύντροφε· πού πας;
― Ρε, φιλαράκο, γιατί δεν μιλάς;
― Ρε Πετρούχα, λυπάσαι την Κάτια; Ντροπή!
―Ψηλά το κεφάλι, ρε συ!
― Αχ, αδέρφια, σύντροφοί μου,
το αγαπούσα το κορίτσι – ήταν δική μου...
Πόσα βράδια σκοτεινά στην αγκαλιά της,
μέθυσα με τα φιλιά της...
― Για μια λάμψη ειρωνική
στο φλογερό της βλέμμα·
για ένα σημάδι πορφυρό
στον ώμο της τον δεξιό,
της πήρα ο άθλιος την ζωή,
την έπνιξα, ο τρελός, στο αίμα!
― Άσε τα κλαψουρίσματα, ρε Πέτια! Είσαι καμιά
Λιπόψυχη, πορδόλυσσα, γριά;
Χάζεψες, ρε ζωντόβολο; Λυπήσου την ψυχή σου!
Σταμάτα να την σκέφτεσαι – ξύπνα! Έλεος πια!
― Θάρρος, μωρέ: στήθος μπροστά, μέσα η κοιλιά σου!
― Δείξε το ανάστημά σου!
― Δεν μας παίρνει
να νταντεύουμε κανένα, τέτοιαν ώρα!
Μας κολλάει, μας μποδάει, μας βαραίνει,
σύντροφε – κατάλαβέ το, πάρε ανάσα και προχώρα!
Ο Πετρούχα κοντοστέκεται κι αρχίζει
να βαδίζει με ρυθμό κανονικό...
Το κεφάλι ψηλά, το ηθικό
ακμαιότατο... Βρήκε το κέφι του πάλι...
Βρε, άντε από κει!
Δεν είναι ντροπή να γλεντάς την ζωή!
Κλείστε δώμα και κατώγι·
έρχονται οι πλιατσικολόγοι!
Ντου στου κελαριού το έμπα –
να το τσούξει και η πλέμπα!
Αν ο Μαγιακόβσκη [Владимир Владимирович Маяковский, 1893-1930] θεωρείται «ο ποιητής» της ρωσικής επανάστασης, οι Δώδεκα [Двенадцать] του Αλέξανδρου Μπλοκ[1] θεωρούνται «το ποίημά» της. Παρά τον ποιητικό και ιδεολογικό σεισμό που προκάλεσε, κάνοντας κομμουνιστές και αντικομουνιστές να μην ξέρουν αν οι λόγοι για τους οποίους το αποδέχονταν ή το απέρριπταν τους αφορούσαν πραγματικά, επιβλήθηκε τόσο ως επαναστατικό όσο και ως αντεπαναστατικό έργο, τόσο ως έμβλημα της επανάστασης των μπολσεβίκων όσο και ως σημείο αναφοράς των εκπατρισμένων αντικαθεστωτικών. Το γεγονός πως ένας ποιητής διεκδικήθηκε στην βάση μιας αιματηρής πολιτικής αντιπαλότητας, πρόκειται για μια από τις όχι τόσο σπάνιες όσο νομίζουμε παραδοξότητες της Ιστορίας.
[...]
Πετρούπολη, χειμώνας του 1917-18, νύχτα. Η πόλη είναι βυθισμένη στη δίνη της λαϊκής εξέγερσης. Οι μπολσεβίκοι έχουν εδραιώσει τον έλεγχό τους στην πόλη, διαλύοντας την Συντακτική Συνέλευση και αφαιρώντας την εξουσία από την προσωρινή αστικοδημοκρατική κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Κερένσκη [Алексaндр Фёдорович Кeренский, 1881-1970]. Οι ενέργειες αυτές –ιδίως η διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης– πυροδότησαν αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των κομμουνιστών και των τσαρικών, οι οποίοι είχαν την υποστήριξη ενός όχι ασήμαντου μέρους των κατοίκων της Πετρούπολης.
Σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα εγκληματικότητας, εξαχρείωσης, πείνας, καχυποψίας και τρομοκρατίας – κι ενώ μαίνεται η χειρότερη χιονοθύελλα, μια ομάδα δώδεκα κομμουνιστών πολιτοφυλάκων περιπολεί στους μισοέρημους δρόμους. Πρόκειται για ανθρώπους απλοϊκούς στη σκέψη και τραχείς στους τρόπους: άνεργοι ή εργάτες, μάλλον χαρακτηριστικά μέλη εκείνης της κοινωνικής ομάδας την οποία ο Μαρξ είχε ονομάσει «Λούμπεν Προλεταριάτο» – περιθωριακοί τύποι. Ωστόσο, φαίνεται πως διαθέτουν κάποιες ακατέργαστες ευαισθησίες και πως έχουν «περάσει» από στοιχειώδη «διαφώτιση» – πράγματα που τους επιτρέπουν να έχουν συναίσθηση των επαναστατικών καθηκόντων τους: θάρρος, μίσος για τους «μπουρζουάδες», αυστηρή πειθαρχία και ίσως ένα είδος συνείδησης του ιστορικού ρόλου τους.
Στην πορεία τους μέσα στην πόλη συναντούν πρόσωπα χαρακτηριστικά των τάξεων που συνέθεταν την προεπαναστατική κοινωνία: μια ευσυγκίνητη, θεοφοβούμενη, μαθημένη να μπαλώνει όπως-όπως τη ζωή της, γριά· δύο μικροαστές νεαρές, έναν εστέτ διανοούμενο, έναν «μπουρζουά», την Κάτια: μια πόρνη η οποία κατηγορείται για τη δολοφονία ενός αξιωματικού και τον Βάνια: έναν τυχοδιώκτη που υπήρξε κομμουνιστής, αλλά τώρα υπηρετεί στον στρατό των «μπουρζουάδων». Στη διάρκεια ενός «θερμού» επεισοδίου με τον τυχοδιώκτη, ο Πέτια, ένας από τους δώδεκα πολιτοφύλακες, πυροβολεί, αλλά η σφαίρα βρίσκει την πόρνη, την οποία συνοδεύει ο τυχοδιώκτης. Ο πολιτοφύλακας δείχνει να συγκλονίζεται από το αθέλητο λάθος του και αναγκάζεται να εξομολογηθεί στους συντρόφους του πως ήταν ερωτευμένος με την πόρνη. Οι σύντροφοί του προσπαθούν να τον επαναφέρουν στην συναισθηματική τάξη, με «αντρίκιες κουβέντες». Ο Πέτια δεν αργεί να ξαναβρεί το κέφι του και η περιπολία συνεχίζεται. Στο μεταξύ η θύελλα αγριεύει και οι δώδεκα πολιτοφύλακες «αγριεύονται» από τη γεμάτη απόκοσμες σκιές ατμόσφαιρα. Η πρώτη προσπάθειά τους να επιβάλουν την τάξη –ξετρυπώνοντας κάποιον σκιώδη εχθρό, που κινείται αθέατος μπροστά τους– αποδίδει ένα πεινασμένο, ψωραλέο, παγωμένο σκυλί, που είναι γι’ αυτούς η εικόνα του παλιού κόσμου των «μπουρζουάδων». Η δεύτερη προσπάθεια, αποδίδει το φάσμα του Χριστού, το οποίο τίθεται στο εξής στην κεφαλή της πορείας τους. Ο Ιησούς Χριστός επικεφαλής μιας ομάδας ακαλλιέργητων μπολσεβίκων! Αλλά ένας Χριστός κάπως περίεργος. Φοράει έναν άσπιλο, λευκό χιτώνα και στο κεφάλι έχει στεφάνι με άσπρα τριαντάφυλλα. Για την ακρίβεια, αυτό το στεφάνι [венчик] είναι μια κορδέλα από ύφασμα ή χαρτί με στάμπες του Χριστού, της Παναγίας, του Ιωάννη του Βαπτιστή και σε ορισμένες περιπτώσεις την επιγραφή: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς». Την κορδέλα αυτή οι Ρώσοι, ακολουθώντας τα παραδοσιακά ταφικά έθιμά τους, την δένουν στο μέτωπο του νεκρού. Στην προκειμένη περίπτωση, οι στάμπες αυτές είναι λευκά τριαντάφυλλα. Το λευκό τριαντάφυλλο είναι παραδοσιακό σύμβολο της παρθενίας και της αθωότητας – κάτι που παραπέμπει στην Παναγία και όχι στον Χριστό, ο οποίος εδώ μοιάζει περισσότερο με παγανιστή ιερέα.
Αυτός ο Χριστός υπήρξε μια ποιητική φαντασμαγορία, που σχεδόν αμέσως μετατράπηκε σε ιδεολογικό βομβαρδισμό. Μετά την δημοσίευση του ποιήματος στο φύλλο της 3ης Μαρτίου 1918 της εφημερίδας Знамя Труда [Εργατικό Λάβαρο] του Κόμματος των Σοσιαλεπαναστατών (σε βιβλίο εκδόθηκε τον Μάιο της ίδιας χρονιάς) οι διανοούμενοι με τους οποίους διατηρούσε πνευματικές και φιλικές σχέσεις ο ποιητής αντέδρασαν άσχημα, καταγγέλλοντάς τον για δουλικότητα απέναντι στο νέο καθεστώς των μπολσεβίκων και κατάφωρη προδοσία των ιδανικών του – ιδανικών που υπέθεταν πως σχετίζονταν με τον αριστοκρατικό αισθητισμό και την ορθόδοξη χριστιανική ευσέβεια. Οι Δώδεκα φάνταζαν στα μάτια τους βλασφημία, προσβολή του ανθρωπισμού, τυφλή αποδοχή του κομμουνιστικού καθεστώτος, μια παταγώδης αποτυχία, που εξέφραζε μίσος για τους διανοουμένους και τους ευυπόληπτους πολίτες· οι στίχοι του ήταν γελοίοι, αφελείς, φθηνοί, τραχείς, αδέξιοι, στην υπηρεσία του Αντίχριστου. Μετά τον θάνατο του Μπλοκ –ο οποίος δεν άργησε– οι τόνοι έπεσαν από την πλευρά των αντικομουνιστών, δεδομένου ότι δεν μπορούσαν να αρνηθούν πως ήταν αναμφίβολα ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Ρωσίας. Κατέφυγαν στην προσωπικότητά του. Ο Μπλοκ, είπαν, ήταν περίεργο άτομο, με μυστικιστικά ενδιαφέροντα, όχι ιδιαίτερα ευφυής ούτε κανένα τέρας ηθικής συγκρότησης. Ενθουσιαζόταν εύκολα και μιλούσε ακατάσχετα και πολλές φορές ακατάληπτα. Μπορεί να πίστεψε πραγματικά πως η Ρωσία για να σωθεί χρειαζόταν μια μεγάλη καταστροφή. Εξάλλου η πορεία της επανάστασης των μπολσεβίκων τον απογοήτευσε, σταμάτησε να γράφει, έπινε, τριγύριζε στα πορνεία, είχε ξεσπάσματα αναίτιας και ανεξέλεγκτης οργής και παραισθήσεις με δαίμονες και φαντάσματα που τον κυνηγούσαν. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίον τον παρουσιάζει ο Μπερντιάεβ [Николaй Алексaндрович Бердяев, 1874-1948] σε ένα κείμενο του 1931 με τον τίτλο Για την Υπεράσπιση του Α. Μπλοκ. «Ο {Θείος} Λόγος», γράφει, «απουσίαζε παντελώς από τον λόγο του. Για τον Μπλοκ, ο μόνος τρόπος υπέρβασης και φωτισμού του συναισθηματικού του χάους ήταν η λυρική ποίηση. Στον καθημερινό λόγο του δεν διαφαινόταν η εξαίσια υπέρβαση του χάους, την οποία πραγματοποιούσε στους στίχους του. Η συζήτηση μαζί του σε έθετε μπροστά σ’ έναν λόγο δίχως συγκρότηση, δίχως κατεύθυνση, δίχως μορφή σπαράγματα ακόμα πιο σπαρακτικών συναισθηματικών εμπειριών. Ο Μπλοκ δεν θα μπορούσε να μετατρέψει το χάος της ψυχής του, είτε πνευματικά –μέσω της σκέψης και της γνώσης– είτε θρησκευτικά –μέσω της πίστης– είτε μυστικά –μέσω της ενατένισης του Θείου Φωτός– ή ηθικά – με την ηθική διάκριση και την αξιολόγηση· τα μετέτρεπε όλα σε λυρική ποίηση. Και ήταν ένας απελπισμένος λυρισμός. Είχα πάντα την εντύπωση πως του έλειπε το πνευματικό στοιχείο, πως ήταν ο πιο μη-διανοητικός Ρώσος ποιητής». Παρά την υπερβολική κρίση του φιλοσόφου για την απουσία του πνευματικού στοιχείου από τον Μπλοκ, ίσως η περιγραφή αυτή να έχει καίρια σημασία για την «ερμηνεία» των Δώδεκα.
Όσο για τους κομμουνιστές, πραγματικά μπερδεύτηκαν. Βρέθηκαν μπροστά σε ένα ποίημα που έπαιρνε πίσω αμέσως ό,τι τους χάριζε, με διφορούμενο τρόπο. Κάποιοι θύμωσαν επειδή παρουσίαζε τους μπολσεβίκους σχεδόν σαν περιθωριακούς τύπους, τελειώνοντας με το σύμβολο της παλιάς, αυτοκρατορικής, θρησκόληπτης Ρωσίας: τον Χριστό και μάλιστα στην πιο λαϊκή εκδοχή του – ως «Ι’σού Χριστό», ως τον Χριστό που φυλάει τους κολίγους. Άλλοι έσπευσαν να αξιοποιήσουν ό,τι θετικό υπήρχε στο ποίημα. Ο επίτροπος πολιτισμού Λουνατσάρσκη [Анатолий Васильевич Луначарский, 1875-1933] δήλωσε απερίφραστα πως οι Δώδεκα ήταν το σημαντικότερο έργο εκείνης της εποχής, για να ασχοληθεί εκτενέστερα στο βιβλίο Για τη Λογοτεχνία και την Τέχνη, το 1932, κάνοντας ουσιαστικά μια επισκόπηση της στάσης των κομμουνιστών απέναντι στον ποιητή: «Φυσικά, οι Δώδεκα έγιναν δεκτοί στους κύκλους των μπολσεβίκων με κάποιες επιφυλάξεις. Καταρχάς, ήταν σαφές πως ο Μπλοκ είχε πλησιάσει την επανάσταση από λάθος γωνία. Οι ήρωές του ήταν καθαρά στοιχειακοί φορείς της επαναστατικής αρχής. Το επαναστατικό στοιχείο τούς σηκώνει πολύ ψηλότερα από την πραγματική πληβεία «εμπροσθοφυλακή» της επανάστασης, αλλά, σύμφωνα με τον Μπλοκ, το στοιχείο αυτό είναι καταλασπωμένο από τις περιθωριακές τάσεις τους, που πλησιάζουν τον υπόκοσμο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τέτοια στοιχεία υπήρχαν κατά καιρούς στην επανάσταση και ίσως κάπου-κάπου να ξεχώριζαν, αλλά φυσικά δεν την αντιπροσώπευαν. Οι Δώδεκα δεν θα μπορούσαν να είναι πιο μακριά από το πνεύμα του Κομμουνιστικού Κόμματος, γιατί ο Μπλοκ αισθανόταν την υποταγή στο κόμμα σαν κάτι πολύ αντεπαναστατικό, κάτι απολύτως ξένο προς την νοοτροπία του, ενώ στην πραγματικότητα, όπως απέδειξε η ίδια η ζωή, ήταν το πραγματικό θεμέλιο της επανάστασης. Εκτός τούτου, η ξαφνική –σαν κεραυνός εν αιθρία– εμφάνιση του Χριστού στην κεφαλή των πολιτοφυλάκων ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το κατανοήσει ούτε ο ίδιος ο Μπλοκ, ο οποίος απαντώντας στην παρατήρηση του ποιητή Γκουμιλιόβ [Николaй Степaнович Гумилёв, 1886-1921] πως το τέλος των Δώδεκα έχει κάτι βεβιασμένο, επίπλαστο, είπε: “Ναι, το τέλος δεν μου αρέσει. Μακάρι να ήταν διαφορετικό. Με εξέπληξε κι εμένα. Γιατί ο Χριστός; Ήταν πραγματικά ο Χριστός; Αλλά όταν πιο κοίταξα από πιο κοντά είδα πεντακάθαρα πως ήταν ο Χριστός!” Έχω την εντύπωση πως ο Χριστός του Μπλοκ δεν ήταν ένα απολύτως συνειδητό δημιούργημα, αλλά κάποιο είδος αποκάλυψης. Ίσως η κύρια κινητήρια δύναμη να ήταν ένας συνδυασμός παιδικών αναμνήσεων και ουτοπικών οραμάτων, όπως αυτά που συναντάμε στον Ντοστογιέβσκη [Фёдор Михaйлович Достоeвский, 1821-1881] ο οποίος ήταν αγαπημένος του συγγραφέας. Τουλάχιστον είναι σαφές πως στους Δώδεκα θέλησε να δώσει μια πραγματική εικόνα της ουσιαστικής δύναμης της επανάστασης».
[…]
Οι Δώδεκα είναι ένα έργο γραμμένο σε γλώσσα λαϊκή ή μάλλον στη γλώσσα του κοινωνικού περιθωρίου, σαν μπαλάντα του Βιγιόν [François Villon, 1431-1463], στη γλώσσα του γαλλικού υπόκοσμου ή σαν θεατρική επιθεώρηση. Έχει συχνά επισημανθεί η σχέση του Μπλοκ με τον διάσημο εκείνη την εποχή κωμικό ηθοποιό, τραγουδοποιό και μίμο Μιχαήλ Σαβογιάροβ [Михаил Николaевич Савояров, 1876-1941]. Ο αναγνώστης που θα προσπαθήσει να διαβάσει το ποίημα από την άποψη του συμβολισμού –ιδίως του διακατεχόμενου από μυστικιστικές ιδέες συμβολισμού του Μπλοκ– θα βρεθεί μπροστά σε σύμβολα ασαφή, αντιφατικές ιδέες και αναπάντητα ερωτήματα. Ο αναγνώστης που θα το προσεγγίσει με μόνη προϋπόθεση την παραδοχή πως διαβάζει ένα ποίημα και ως εκ τούτου ένα κείμενο που ναι μεν λέει περισσότερα απ’ όσα λέει, αλλά όχι από το ύψος του «θείου γνόφου», θα βρεθεί μπροστά στην σαρκαστικά πικρή περιγραφή ενός αιματηρού καρναβαλιού, μιας θλιμμένης σάτιρας των πάντων. Ο αναγνώστης που θα βγει πραγματικά κερδισμένος είναι αυτός που θα αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο να κινείται μαζί με τη γλώσσα, επιλέγοντας ή αφήνοντας τους στίχους να επιλέγουν για λογαριασμό του τη θέση από την οποία θα βλέπει κάθε φορά τα τεκταινόμενα. Διότι το ίδιο το ποίημα μοιάζει πότε με σουπρεματιστικό ή κονστρουκτιβιστικό πίνακα, πότε με νούμερο επιθεώρησης, πότε με κολάζ, πότε με ταινία του Τζίγκα Βερτόβ [Давид Aбелевич Кaуфман, 1896-1954, πότε με λαϊκό τραγούδι, πότε με προδρομικό έργο σοσιαλιστικού ρεαλισμού, πότε με λιμπρέτο για καντάτα του Λούρια [Наум Израилевич Лурья, 1892-1966] και πότε για –ανορθόδοξο, φυσικά– συμβολιστικό ποίημα. Οι Δώδεκα παραβίασαν την ποιητική συνθήκη της εποχής τους, ίδρυσαν μια καινούργια συνθήκη, η οποία απαιτούσε καινούργιες αναγνωστικές συνειδήσεις – και συνεχίζει να απαιτεί, αφού το ποίημα ταξιδεύοντας μέσα στον χρόνο αποκαλύπτει όλο και περισσότερες πλευρές της ανορθοδοξίας του, η οποία επιμένει πίσω κι ανάμεσα στις λέξεις: «Όλη η εξουσία στον αναγνώστη!»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ