Προφανής: η σχέση του Υβ Μπονφουά, που πέθανε πριν από λίγο καιρό, με τον Γιώργο Σεφέρη, τον οποίο μετέφραζε και ερμήνευε· ποιήματα του πολύ γνωστού κι αγαπημένου στην Ελλάδα Ζακ Πρεβέρ· ποιήματα του Ζαν-Μπατίστ Παρά, εντελώς άγνωστου στα καθ’ ημάς, καθότι νεότερου και παρά το γεγονός ότι περιλαμβάνεται στην Ανθολογία σύγχρονης γαλλικής ποίησης που εκδόθηκε πριν από 3 χρόνια. Υπόρρητη: δυο ποιητές γαλλοτραφείς, σε δυο διαφορετικές περιόδους της Ιστορίας, μεταφραστές και οι δύο εκ του γαλλικού, ο Κώστας Καρυωτάκης, από τη μια, κι ο Τίτος Πατρίκιος, από την άλλη. Ένα ολόκληρο συνεχές και μια ρήξη: η ελληνική ποίηση ως τη γενιά του ’70 είναι διαποτισμένη από τη γαλλική ποίηση και κουλτούρα εν γένει· λίγο μετά, τα πράγματα αλλάζουν, η γαλλική λογοτεχνία, για λόγους που έχουν να κάνουν και με την ίδια (τα έχει πει ο Τοντορόφ στο Η λογοτεχνία σε κίνδυνο) παύει να είναι κεντρικό σημείο αναφοράς, και όχι μόνο για την Ελλάδα. Το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη παίρνουν τη σκυτάλη από το Παρίσι, μετά από αιώνες συμβολικής κυριαρχίας. Κι αυτό φαίνεται και στην πρόσληψη των γαλλικών γραμμάτων – παρότι, στο επίπεδο της μεταφρασμένης λογοτεχνίας, η Γαλλία συνεχίζει να αποτελεί σημαίνον κέντρο, λόγω του όγκου αλλά και της ποικιλίας των μεταφράσεών της, σε σχέση με τον αγγλοσαξονικό χώρο.
Οι ορίζοντες προσδοκίας αλλάζουν, όμως, και η γαλλική ποίηση, παλαιότερη και νεότερη, μοιάζει να επανέρχεται στο προσκήνιο, όπως άλλωστε και άλλα κινήματα των αρχών του προηγούμενου αιώνα, όπως ο φουτουρισμός, τον οποίο εκπροσωπεί στο παρόν τεύχος ο πολύ μεγάλος Βελιμίρ Χλέμπνικοβ. Ρώσικη πρωτοπορία από τη μια· «μετεπαναστατικός λόγος», όπως ο Γιώργος Μαρκόπουλος, μιλώντας για την ποίηση του Τίτου Πατρίκιου, ονομάζει την ποίηση της α΄ μεταπολεμικής γενιάς –τι παρωχημένο εργαλείο πια η γενιά και πόσο βολικό στην κουβέντα–, υπογραμμίζοντας σωστά ότι δεν ήταν ποίηση της ήττας, αλλά της αντι-ήττας, όπως ωραία την έχει ονομάσει η Σόνια Ιλίνσκαγια στη Μοίρα μιας γενιάς. Αν συνυπολογίσει κανείς και τη σεφερική επίδραση σε όλη τη μεταπολεμική ποίηση, ως και τη γενιά του ’70, και ειδικά στον μετεπαναστικό λόγο –είναι τόσο ενδιαφέρουσα η αμφιθυμία των ποιητών αυτών απέναντί του, ανάμεσα στην απόλυτη αισθητική κατάφαση και την ιδεολογική απόρριψη–, αντιλαμβάνεται ότι το τεύχος είναι και πολιτικό – και με την πιο στενή σημασία του όρου, αφού Τα Ποιητικά θεωρούν εξ ορισμού πολιτική την τοποθέτησή τους, με την έννοια του πολιτικού στοχασμού, για τον οποίο κάνει λόγο ο Μαρκόπουλος.
Αυτή η θέση μάλιστα ερμηνεύει και την επιλογή να παρακολουθεί το περιοδικό τόσο στενά την τρέχουσα παραγωγή – υποσχόμαστε μάλιστα να διευρύνουμε το πεδίο αναφοράς μας στο άμεσο μέλλον. Να την παρακολουθεί δε από ποικίλες σκοπιές, με λόγο περί λογοτεχνικών έργων, κατά τη διάκριση του Ουμπέρτο Έκο στο Περί λογοτεχνίας, προσεγγίσεις δηλαδή εξωτερικές του έργου, από διαφορετικές επιστημονικές, αλλά και κριτικές, τον κατεξοχήν λόγο περί του έργου. Αυτός είναι και ο καλύτερος τρόπος, η κριτική, να αντιπαλέψει κανείς τα σχήματα που δημιουργούνται για την ποίηση ερήμην της – και ουκ ολίγα τέτοια έχουμε δει, τα οποία μάλιστα, για λίγο καιρό, προκόβουν. Μετά ο χρόνος τα παρασέρνει και μένει στο προσκήνιο μόνο η δύναμη της ποίησης. Στην περίπτωση του Καρυωτάκη, που ήταν μόνο κάποια χρόνια πιο μικρός από τον Σεφέρη, αδιαμφισβήτητος εισηγητής του μοντερνισμού στην ποίηση και βρέθηκε στη σκιά για πολλά χρόνια, αυτό αποδεικνύεται περίτρανα. Όπως αποδεικνύεται και κάτι ακόμη, ότι η συγχρονική κριτική, όπως αυτή του Δημαρά, κρίνεται σε βάθος χρόνου εντέλει και οι κάθε λογής θεσμοί λειτουργούν στη συγχρονία και μόνο – εκεί ανεβοκατεβάζουν, εντελώς προσωρινά, ποιητικές κυβερνήσεις. Α, ναι, και κάτι ακόμη, αυτοί οι νέοι και αγράμματοι, όπως τους λέει ο Παπανικολάου, ποιητές που αλάλαζαν για την ποίηση του Καρυωτάκη, κάτι είχαν νιώσει, αν όχι διαπιστώσει λογικά, που άξιζε τον κόπο. Το τι είναι βέβαια κριτική είναι ένα ζήτημα μονίμως ανοιχτό, όπως και το τι είναι ποίηση. Μπορούμε σίγουρα να πούμε τι δεν είναι κριτική: η σημειωματογραφία που αναπαράγει τα δελτία τύπου ή τα πιο κοινότοπα κλισέ, μακριά από το έργο καθαυτό (τις κάθε λογής σκοπιμότητες τις αφήνουμε στην άκρη). Καλό φθινόπωρο με το βραβείο «Άρης Αλεξάνδρου» για μεταφράσεις του 2015 στις 10 Οκτωβρίου. Κοντά-κοντά τα δυο βραβεία, ακόμη καλύτερα: πολλή, καλή μεταφρασμένη ποίηση.
Είδος:
Αλλο
Αριθμός έκδοσης:
1η
Έτος έκδοσης:
2016
Πρώτη έκδοση:
2016
Δέσιμο:
Αγνωστο δέσιμο
Διαστάσεις:
33 x 22,5
Σελίδες:
32
Σειρά:
Τα Ποιητικά
Α/Α σειράς:
23
Εικονογράφηση:
Θεματική Ταξινόμηση:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Βάρος:
120 γρ.
Τίτος Πατρίκιος
Από τις ιαχές της επανάστασης
στους χαμηλούς τόνους της εσωτερικής μας φωνής
―Γιώργος Μαρκόπουλος―
ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ
Ποιήματα
―Μετάφραση: Γιώργος Βέης―
ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙΣ
ΠΙΟ ΒΑΘΙΑ ΚΑΙ ΠΙΟ ΜΑΚΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ»
Συζήτηση με τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, με αφορμή την αναμενόμενη έκδοση
του ποιητικού βιβλίου Φιλί της Ζωής από τις Εκδόσεις Κίχλη
ΜΠΟΝΦΟΥΑ ΚΑΙ ΣΕΦΕΡΗΣ:
Στον απόηχο μιας φιλίας
―Μαρία Λιτσαρδάκη―
Jean-Baptiste Para
Ποιήματα
―Εισαγωγή-Μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια―
ΒΕΛΙΜΙΡ ΧΛΕΜΝΙΚΟΒ
Για την ποίηση1
―Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας―
Κ. Γ. Καρυωτάκης
ο ποιητής μιας γενιάς
―Μήτσος Παπανικολάου (1900-1943)―
Editorial
ΚΡΙΤΙΚΕΣ:
Γιώργος Βέης, Για ένα πιάτο χόρτα, εκδ. Ύψιλον / Βιβλία, Αθήνα 2016
-Βαγγέλης Δημητριάδης-
ΕΛΕΝΗ ΝΤΟΥΞΗ, Μείον δεκάξι, Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 20
Λένε πως η ποίηση πρέπει να είναι κατανοητή. Όπως μια επιγραφή στον δρόμο, που λέει απλά και καθαρά: «Πωλείται…», αλλά δεν είναι ποίηση, παρόλη την σαφήνειά της. Από την άλλη, γιατί μας γοητεύουν τόσο εκείνοι οι κατάδεσμοι και οι επωδοί, που ονομάζουμε μαγικά λόγια, η ιερή γλώσσα του παγανισμού, αυτά τα «σαντάμ, μαγκαντάμ, βιγκαντάμ, πιτζ, πατζ, πατζού» – ακολουθίες συλλαβών, για τις οποίες η έλλογη σκέψη δεν μπορεί να πει τίποτα και συγκροτούν μιαν απόκρυφη γλώσσα στο εσωτερικό μιας εθνικής γλώσσας;
Κι όμως σ’ αυτές τις ακατανόητες λέξεις, σ’ αυτούς τους μαγικούς καταδέσμους αποδίδεται τεράστια δύναμη πάνω στον άνθρωπο, δύναμη που έχει επιπτώσεις στο πεπρωμένο του. Έχουν μαγικές δυνάμεις. Απαιτούν να ελέγξουν το καλό και το κακό και να διαχειριστούν τα του έρωτα. Οι προσευχές πολλών λαών έχουν γραφτεί σε μια γλώσσα ακατανόητη για το εκκλησίασμα. Καταλαβαίνει ένας Ινδός τις Βέδες; Οι Ρώσοι δεν καταλαβαίνουν τα σλαβονικά της Παλιάς Εκκλησίας. Ούτε οι Πολωνοί και οι Τσέχοι καταλαβαίνουν τα λατινικά. Αλλά μια προσευχή που γράφτηκε στα λατινικά δεν ενεργεί λιγότερο έντονα από την πινακίδα. Έτσι η γλώσσα των μαγικών καταδέσμων και επωδών δεν περιμένει να κριθεί από τον καθημερινό κοινό νου.
Η παράξενη σοφία της διασκορπίζεται στις αλήθειες που περιέχονται στους επιμέρους ήχους: σ, μ, β, ι, κλπ. – ήχους και αλήθειες που δεν καταλαβαίνουμε ακόμα. Ας είμαστε ειλικρινείς. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτές οι διαδοχές ήχων περνούν σαν αστραπή μέσα στο λυκόφως της ψυχής μας. Αν υποθέσουμε πως η ψυχή είναι ένα ρήγμα ανάμεσα στην κυβέρνηση της έλλογης σκέψης και το ταραγμένο πλήθος των συναισθημάτων, οι επωδοί και η απόκρυφη γλώσσα απευθύνονται άμεσα, πάνω από το κεφάλι της κυβέρνησης, στο πλήθος των συναισθημάτων: ένα βροντώδες σύνθημα μέσα στο λυκόφως της ψυχής ή ένα υψηλό παράδειγμα δημοκρατίας στην ζωή της γλώσσας και της έλλογης σκέψης, μια απολύτως νόμιμη τακτική, φυλαγμένη για εξαιρετικές περιπτώσεις.
Να ένα άλλο παράδειγμα: η Σοφία Κοβαλέβσκαγια οφείλει το ταλέντο της στα μαθηματικά –όπως η ίδια επισημαίνει στα απομνημονεύματά της– στο γεγονός πως οι τοίχοι του παιδικού δωματίου της είχαν μια πολύ παράξενη ταπετσαρία, φτιαγμένη από σελίδες ενός βιβλίου Εισαγωγής στην Μαθηματική Ανάλυση, που είχε γράψει ο θείος της. Πρέπει να πούμε πως ο κόσμος των μαθηματικών είναι απαγορευμένος για το θηλυκό μισό της ανθρωπότητας. Η Κοβαλέβσκαγια ένας από τους λίγους θνητούς που μπήκε σ’ αυτόν τον κόσμο. Θα μπορούσε ένα επτάχρονο παιδί να κατανοήσει πραγματικά το ίσον, τις δυνάμεις, τις παρενθέσεις και όλα εκείνα τα μαγικά σύμβολα των προσθέσεων και των αφαιρέσεων; Όχι βέβαια. Κι όμως καθόρισαν αποφασιστικά το μέλλον της. Μια ασυνήθιστη ταπετσαρία παιδικού δωματίου την έκανε σπουδαίο μαθηματικό.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους κατάδεσμους. Η μαγεία τους παραμένει μαγεία και μας γοητεύει είτε τα καταλαβαίνουμε είτε όχι. Τα ποιήματα μπορεί να είναι κατανοητά ή να προκαλούν σύγχυση. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, όμως, οφείλουν να είναι καλά, να είναι ειλικρινή.
Το παράδειγμα των αλγεβρικών συμβόλων στην ταπετσαρία του παιδικού δωματίου της Κοβαλέβσκαγια –σύμβολα που καθόρισαν αποφασιστικά το μέλλον της– και το παράδειγμα των καταδέσμων μας λένε πως δεν μπορούμε να απαιτούμε από την γλώσσα να είναι πάντα «σαφής όπως μια πινακίδα στον δρόμο». Αυτή η ανώτερη νοημοσύνη, έστω κι ακατανόητη, ρίχνει μερικούς σπόρους στο πλούσιο χωράφι του πνεύματος και μόνο πολύ αργότερα, άγνωστο πώς, πετιούνται τα βλαστάρια. Καταλαβαίνει η γη τα γράμματα που σπέρνει ο ζευγολάτης; Όχι. Μ’ ακόμα κι έτσι, ο καρπός μεστώνει το φθινόπωρο σε απάντηση του σπόρου. Ωστόσο, δεν θέλω να πω πως κάθε ακατανόητο κείμενο είναι όμορφο. Θέλω να πω πως δεν πρέπει να απορρίπτουμε ένα κείμενο επειδή είναι ακατανόητο για κάποιαν ομάδα αναγνωστών.
Κάποιοι ισχυρίζονται πως μόνο όσοι δουλεύουν στα εργοστάσια μπορούν να φτιάξουν ποιήματα με θέμα την δουλειά. Είναι όντως έτσι; Δεν είναι στην φύση του ποιήματος ν’ αποσύρεται από τον ίδιο του τον εαυτό, απ’ το σημείο επαφής με την καθημερινή πραγματικότητα; Δεν είναι το ποίημα ένα είδος απόδρασης από το εγώ – σαν να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί, για να διασχίσει με την γλώσσα του όσο περισσότερες κι ευρύτερες περιοχές εικόνων και των σκέψεων μπορεί;
Αν δεν βγεις από τον εαυτό σου, πώς θα προχωρήσεις;
Η έμπνευση αλλοιώνει πάντα την προέλευση του ποιητή. Οι ιππότες του Μεσαίωνα έγραφαν για άξεστους βοσκούς, ο Λόρδος Βύρων για πειρατές, ο Βούδας –γιος βασιλιά– υμνούσε την φτώχεια. Αντίθετα, ο Σαίξπηρ, που είχε καταδικαστεί για κλοπή, έγραφε στην γλώσσα των βασιλιάδων, όπως και ο Γκαίτε, γιος ενός ασήμαντου ανθρωπάκου – την ζωή της Αυλής αποτυπώνουν τα έργα τους. Στην τούνδρα της Πετσόρα, δεν γνώρισαν τον πόλεμο ποτέ κι όμως διατηρούν τα έπη τους για τον Βλαδίμηρο και τους ηρωικούς ιππότες του, που έχουν ξεχαστεί από καιρό στον Δνείπερο.
Αν θεωρήσουμε την δημιουργικότητα ως την μέγιστη απόκλιση της χορδής της σκέψης από τον άξονα της ζωής του δημιουργού, ως απόδραση από τον εαυτό του, τότε έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πως ακόμα κι ένας άνθρωπος που δεν πέρασε ποτέ ούτε καν έξω από εργοστάσιο, μπορεί να γράψει ποιήματα για την γραμμή παραγωγής.
Κι από την άλλη, άπαξ και ξεφύγει από την γραμμή παραγωγής, τανύζοντας την χορδή της ψυχής του όσο περισσότερο μπορεί, ο ποιητής της γραμμής παραγωγής θα περάσει είτε στο κόσμο της επιστημονικής φαντασίας, των αλλόκοτων επιστημονικών οραμάτων, στο μέλλον του πλανήτη Γη, όπως ο Γκάστεβ, ή στον κόσμο των ανθρωπίνων αξιών, όπως ο Αλεξανδρόβσκη, στην εξευγενισμένη ζωή της καρδιάς.
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:
* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€
Πάντα ήτανε λίγοι οι ποιητές. Οι άλλοι κάτι φιόγκοι, που λέει κι ο Χάκκας, «που γράφουνε ανούσια ποιήματα, χάνονται μέσα στις λέξεις, γιατί δε δώσανε...