ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΩΝ ΑΡΜΕΝΙΩΝ
Η πόλη της είχε μετατραπεί σε αμφιθέατρο τρόμου. Εδώ στη δυτική Βηρυτό, που παλιά ήταν το σπίτι των φιλελεύθερων διανοούμενων και των καλλιτεχνών, όπου οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι ζούσαν πλάι ο ένας στον άλλον, οι άνθρωποι τώρα ρωτούσαν ο ένας τον άλλον για την καταγωγή και τη θρησκεία πριν να κάνουν την παραμικρή κίνηση, προτού αγοράσουν ένα τσαμπί σταφύλια ή δεχτούν απλώς να τους βοηθήσει κάποιος. Όλοι είχαν γίνει σαΐνια στους ευφημισμούς. Μεγάλη κατάπληξη θα της έκανε αν μπορούσαν ποτέ να ξαναμιλήσουν ο ένας στον άλλον με απλές και τίμιες κουβέντες. Είχαν χάσει το κολάι. Τώρα υπήρχαν κώδικες για τα πάντα. Τα εφτά χρόνια εμφυλίου αποκαλούνταν τα γεγονότα. Τα θραύσματα από βόμβα είχαν γίνει κομφετί. Τα τραύματα ήταν γρατζουνιές. Ο θάνατος ο χαμογελαστός μας φίλος.
Έτρεξε πιο μακριά μέσα στο πλήθος και χάθηκε από τα μάτια της μητέρας και της αδελφής του, κρατώντας σφιχτά τα σκουλαρίκια. Προσπάθησε να μην γυρίσει να τις κοιτάξει, πρόβατα απελπισμένα που βέλαζαν μπροστά στο αναπόφευκτο. Το πρόβατο που είχε κρατήσει ως κατοικίδιο είχε μείνει τώρα πίσω, τα εύπιστα μάτια του παραδομένα στις στάχτες. Τα στρογγυλά μάτια της Λίλιθ άνοιγαν όλο και πιο διάπλατα, λες και μόλις τώρα είχε αρχίσει να βλέπει. Το χρυσάφι στα χέρια της, μια αδιόρατη κίνηση και τα λεφτά χάθηκαν κάπου μέσα στη φούστα της.
Απομακρύνθηκε κι άλλο. Πού να κρύψει τα σκουλαρίκια. Σκέφτηκε τον μικρό του αφαλό, τον πρωκτό του, ήταν πολύ σφιχτός, ήταν αδύνατον. Δεν θα τα καταφέρω ποτέ. Η φωνή στο κεφάλι του ψιθύρισε. Τρύπησε τις ρώγες σου κάτω από το πουκάμισο. Έπιασε τα μικροσκοπικά μπουμπούκια, τα τσίμπησε με τον αντίχειρα και τον δείκτη. Θα έπρεπε να το κάνει απόψε, μέσα στο σκοτάδι. Ο Θεός να με φυλάει αν βρουν τα σκουλαρίκια πιο πριν. Έγλειψε τα χείλη του και συνειδητοποίησε πόσο πολύ πεινούσε. Τελευταία φορά είχε φάει το ξημέρωμα, το σκληρό ψωμί που του είχε δώσει η μητέρα του, αφού είχε δει τον πατέρα του να πεθαίνει. Μην σκέφτεσαι τον μπαμπά. ¶ρχισε να φαντασιώνεται φαγητά. Περπατάω αμέριμνος ανάμεσα σε πάγκους που αναδίνουν μυρωδιές από ψητό αρνί, τηγανητά κρεμμύδια και μυρωδικά.
Έσερνε τα παπούτσια του πάνω στα αγκαθωτά χαμόκλαδα και οι γάμπες του έκαιγαν από την προσπάθεια να περπατάει πολύ γρήγορα στην ανηφόρα. Οι χωροφύλακες μαστίγωναν όποιον δεν περπατούσε γρήγορα. Πίεσε τον εαυτό του να προχωρήσει πιο γρήγορα, σέρνοντας τη μαμά και τη Λίλιθ πίσω του. Έφτασαν σ’ ένα ύψωμα που έβλεπε σε αγρούς και κοιλάδες και απ’ όπου μπορούσαν να κοιτάξουν κάτω προς όλες τις κατευθύνσεις, ακόμα και προς το Βαν που ήταν πια κατεστραμμένο από τις διάσπαρτες εστίες φωτιάς. Ο καπνός έκαιγε τους λαιμούς και τα μάτια τους ακόμα κι εδώ πάνω, τόσο ψηλά.
«Κοιτάξτε», είπε. «Η γειτονιά μας δεν καίγεται».
Η μητέρα και η αδελφή του τον κοίταξαν με το στόμα ανοιχτό, αλλά δεν τον ένοιαζε πλέον τι σκέφτονταν. Δεν με νοιάζει τίποτα. Μόνο μην νευριάσω τους Τούρκους. Από εκεί ψηλά, έπινε την εικόνα της λίμνης Βαν που απλωνόταν σαν μάτι που κοιτάζει προς τα επάνω αλλά δεν βλέπει τίποτα. Έβλεπε την επίπεδη άμμο να απλώνεται στον ορίζοντα και να σηματοδοτεί, όπως υπέθετε, το οδοντωτό σύνορο της βόρειας Συρίας. Τους πήγαιναν νοτιοδυτικά, πέρα από το Γκεβάς, το Μαρντίν και το Καμισλί, μέρη για τα οποία είχε ακούσει κάποιους νομάδες να μιλούν, κι από εκεί κάτω στην εκτυφλωτική καρδιά της Αραβίας. Μπροστά του η φάλαγγα των εκτοπισμένων προχωρούσε αργά, όπως ποτάμι προς την έρημο, που γυαλίζει κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο και σύντομα θα το ρουφήξει η άμμος.
Κοίταξε πίσω του. Κι άλλοι άνθρωποι ακολουθούσαν, περισσότεροι από όσους θα μπορούσε ποτέ να μετρήσει. Οι χωροφύλακες και οι στρατιώτες ήταν ανεβασμένοι πάνω σε άλογα, οι ξιφολόγχες τους ήταν μυτερές και γυάλιζαν στο λιοπύρι, δόρατα εκτυφλωτικού φωτός. Τα βουνά και οι πράσινοι λόφοι της Αρμενίας τον καλούσαν βασανιστικά πίσω. Μπροστά του όμως απλωνόταν η έρημος, ακίνητη και δυσοίωνη σαν καθρέφτης μέσα στη νύχτα.
Δεν ένιωθε πλέον τις μέρες να περνούν τόσο έντονα. Η επιβίωση τού είχε γίνει εμμονή. Ήταν σαν να υπνοβατεί, έβλεπε τα παπούτσια του να πέφτουν από τα πληγιασμένα πόδια του σαν να άνηκαν σε κάποιον άλλον. Έσερνε τα βήματά του δίπλα στη μητέρα και στην αδελφή του μέσα σ’ ένα σεληνιακό τοπίο με άσπρες πέτρες και στεγνά κόκκαλα ζώων, θάμνους της ερήμου, που έμαθε να τους κάνει καλά και να ρουφάει το λιγοστό υγρό τους. Γαβάθες με κεράσια και τυρί λευκό σαν μαλλί προβάτου, τυλιχτά ψωμάκια και μπράντι από ροδάκινα. Μερικές φορές κρατούσε το φυτό ψηλά πάνω από το κεφάλι του και δεν το μοιραζόταν με τη Λίλιθ ή τη μητέρα του. Σύντομα σταμάτησαν να του ζητούν και τον άφηναν να περπατάει μπροστά.
Έπαιζε μετρώντας πόσα ματωμένα χνάρια μπορούσε ν’ αφήνει κάθε μέρα. Τα σκασμένα χείλη της Λίλιθ και το καμένο από τον ήλιο πρόσωπό της τον έκαναν να αποστρέφει το βλέμμα του. Δεν ήθελε να τη λυπάται. Ωστόσο, ταυτόχρονα ένιωθε κατάπληξη με την αποφασιστική της ηρεμία. Μόνο τα χέρια της πρόδιδαν το μαρτύριό της. Γύριζαν και τραβούσαν το ένα τ’ άλλο λες και προσπαθούσε να τα ξεκολλήσει από το σώμα της, ν’ αντικαταστήσει έναν πόνο μ’ έναν άλλο. Κάτω από τη φλόγα του ήλιου το κόψιμο στο μέτωπο της μητέρας μολύνθηκε και ο Μίνας είπε στη Λίλιθ να μην ασχολείται, όταν προσπάθησε να το καθαρίσει με το σάλιο της. Γύριζε τα σκουλαρίκια στις θηλές του και άνοιγε τακτικά τις πληγές που είχε κάνει. Πίστευε πως το φρέσκο αίμα θα εμπόδιζε τη μόλυνση γι’ αυτό και συνέχιζε να τα γυρίζει αργά κάθε μέρα μορφάζοντας από τον πόνο. Μερικά πρωινά ξυπνούσε πριν από το ξημέρωμα με τους χωροφύλακες, ξεκινούσε μαζί τους και περπατούσε μόνος στην κορυφή της πομπής κοντά στα άλογα.
Τώρα ο Σελίμ άρχισε πάλι να περπατάει, γνωρίζοντας πως κάποιοι από τους άντρες του τον κοιτούσαν περίεργα. Συνήθως αυτός ήταν από τους πρώτους που υποκινούσαν, που ωθούσαν τους νεαρούς στρατιώτες σε μεγαλύτερο και αγριότερο παροξυσμό. Συνήθως φαντασιωνόταν τους σταυροφόρους προγόνους του, στριμωγμένους στη μεσαιωνική τους πανοπλία, να τον επευφημούν. Αλλά σήμερα ένιωθε περιέργως να ανακατεύεται. Πίεσε τον εαυτό του να πάει από παράγκα σε παράγκα για να ελέγξει πόσο γρήγορα εκκαθαριζόταν το στρατόπεδο, να δει τους πυροβολισμούς και τα μαχαιρώματα από μακριά, να φροντίσει για τον ρυθμό και τον σχεδιασμό. Έκανε πως δεν άκουγε τον οδυρμό, τα ουρλιαχτά, τις κατάρες. Πάντα ακούγονταν κατάρες και από τις δύο πλευρές. Τοποθέτησε καλύτερα τα γυαλιά ηλίου του μπροστά στα μάτια του. Τρομοκράτες. Πρόσφυγες. Ένα και το αυτό. Ποτέ δεν σκέφτηκε τον εαυτό του ως πρόσφυγα^ ήταν Λιβανέζος πολίτης. Γεννήθηκε στη Βηρυτό. Ήταν Λιβανέζος, ενώ αυτοί όχι. Βρωμομουσουλμάνοι. Βρωμάνε ιδρώτα. Τι δουλειά έχουν εδώ έτσι κι αλλιώς, να ζουν από τη γη μας;
Σταμάτησε ξανά στη μέση του δρόμου. Φυσικά και θεωρούσε τον εαυτό του πρόσφυγα. Και μάλιστα, κάθε μέρα. Στο σχολείο, στο κοσμηματοπωλείο του πατέρα του, στους σκληρόδετους τόμους που τον ανάγκαζαν να διαβάζει για τη γενοκτονία. Τις Κυριακές περνούσε τ’ απογεύματα κοιτώντας γυαλιστερές φωτογραφίες σ’ εκείνα τα βαριά, ακριβά βιβλία, ένας απρόθυμος ηδονοβλεψίας. Σασούν, Μπιτλίς, Καρς. Νεκροί Αρμένιοι που κρέμονταν από τσιγκέλια. Περιποιημένοι Τούρκοι με φέσια κοιτούσαν και χαμογελούσαν στη φωτογραφική μηχανή. Κρανία πάνω στα τραπέζια. Κεφάλια από ανθρώπους που μόλις είχαν σκοτώσει καρφωμένα σε παλούκια, με την ίδια έκφραση αγριεμένης πρόκλησης που έβλεπε και είχε προκαλέσει και ο ίδιος πολλές φορές πριν. Νεκρά μωρά στοιβαγμένα σε καλάθια σαν σάπια φρούτα.
Ντρεπόταν να κοιτά τα πτώματα πλάι σ’ εκείνους τους άντρες με το χαιρέκακο χαμόγελο κι ένιωθε λες και ήταν συνένοχός τους. Ταυτόχρονα, ήξερε πως ήταν απαραίτητη αυτή η συλλογική μνήμη, ή μάλλον κάτι παραπάνω απ’ αυτή, η συλλογική ενοχή, επειδή δεν ήταν εκεί για να υποφέρει κι αυτός. Σιβάς, Τραπεζούντα, Ντιγιαρμπεκίρ. Κεφάλια Αρμενίων τοποθετημένα σε ράφια σαν τρόπαια. Η ενοχή του πατέρα του που επέζησε για να πει την ιστορία του. Ντερ Εζ Ζορ, Ρακά, Ρας-Αλ-Αΐν.
Θυμήθηκε τον Μίνας να ξαναλέει τα λόγια των Τούρκων χωροφυλάκων: «Κανένας άντρας δεν θα μπορέσει να σκεφτεί γυναικείο σώμα χωρίς να νιώσει φρίκη, μετά απ’ ό,τι συνέβη στο Ρας-αλ-Αΐν». Και η διπλή ξεδιαντροπιά εκείνων των αντρών, να φωτογραφίζουν χαρωπά τόση φρίκη. Αρμένισσες μητέρες και μωρά να τρώνε τη σάρκα ενός νεκρού αλόγου στην άκρη του δρόμου. Αποστεωμένες φιγούρες με άδειο, ανέκφραστο βλέμμα. Μουσά Ντα, Ουρφά, Ερζερούμ. Καθώς ξεφύλλιζε εκείνα τα βιβλία συνειδητοποιούσε ότι ήταν ευθύνη του να τα κοιτάζει, να αναβιώνει τις δοκιμασίες, να καταγράφει τις μνήμες σαν μάρτυρας.
Φυσικά και ήταν πάντα πρόσφυγας. Το όρος Αραράτ στον τοίχο στο σαλόνι, το ίδιο φτηνό αντίγραφο που κρεμόταν σε κάθε αρμένικο σπίτι. Ανί, η αρχαία πόλη με τις χίλιες και μία εκκλησίες. Ιστορίες για τη λίμνη Βαν και τους παππούδες που δεν γνώρισε ποτέ. Εξορισμένοι, αφανισμένοι, καταραμένοι να μείνουν για πάντα μακριά από την πατρίδα τους. Η απώλεια αυτή ήταν παρούσα στα τραβηγμένα, ταλαιπωρημένα πρόσωπα των αντρών εδώ στη Βηρυτό. Στους δρόμους που είχαν την ονομασία κατεστραμμένων χωριών, στην επιμονή των γυναικών να ταΐζουν τα παιδιά τους μέχρι που γίνονταν σαν τα παχουλά αρνιά που καταβρόχθιζαν κάθε Πάσχα. Την ένιωθε πιο έντονα κάθε φορά που έφευγε από την αρμένικη συνοικία και πήγαινε στην πόλη. Κινούνταν στα κλεφτά στη Κορνίς ή στο κέντρο της πόλης με τα χέρια στις τσέπες. Αναρωτιόταν αν ο ένας ή ο άλλος ήταν μουσουλμάνος, φανατικός, αιμοδιψής οπλοφόρος. Στην αρχή ήταν φόβος, αλλά όσο μεγάλωνε γινόταν υπεροψία, νταηλίκι, μίσος. Είμαι ο γιος ενός επιζώντα της γενοκτονίας. Έχω κάθε δικαίωμα. Ξεκινούσε καβγάδες στα φανάρια, στις ουρές, με οποιονδήποτε τολμούσε να τον κοιτάξει λοξά. Παλαιστίνιο, Λιβανέζο, Δρούζο μουσουλμάνο. Δεν είχε ιδέα με ποιον μάλωνε. Τώρα στεκόταν στο κέντρο του στρατοπέδου σκεπτόμενος πως ίσως τελικά μάλωνε με τον πατέρα του.
Ένα βράδυ, λίγο καιρό μετά το επεισόδιο με την Αναχίτ, βρήκε τον πατέρα του μόνο στην κουζίνα. Στον Μίνας άρεσε να μαγειρεύει αργά τη νύχτα όταν όλοι κοιμόντουσαν, του άρεσε να ακούει ραδιόφωνο και να τελειοποιεί όλο και πιο δύσκολες συνταγές με τον ερχομό της καινούργιας μέρας. Πιάτα που η γιαγιά του Σελίμ μαγείρευε τις μέρες πριν από τη γενοκτονία, όταν υπήρχε η αίσθηση της αφθονίας και η απουσία του φόβου. Αρνάκι γάλακτος με αμύγδαλα και βερίκοκα. Πέστροφα ψημένη σε φύλλα παπύρου. Ο Σελίμ τα λάτρευε αυτά τα πιάτα. Ειδικές συνταγές με μαγιά για τις γιορτινές μέρες, με χοντρές σταφίδες και πάρα πολλά αβγά. Η μυστικοπάθεια του πατέρα του έκανε την απόλαυση ακόμα μεγαλύτερη.
Εκείνο το βράδυ, ο Μίνας σήκωσε τα μάτια του από το ζύμωμα, τα δάχτυλά του ήταν κολλημένα από τη ζύμη, και είδε τον Σελίμ να στέκεται στην κάσα της πόρτας.
«Βλέπεις τι ώρα είναι;»
Έδειξε με το ένα χέρι το ρολόι στον τοίχο και λίγη ζύμη έπεσε στο πάτωμα. Ο Σελίμ έσκυψε, τη σήκωσε και την έβαλε πάνω στο τραπέζι.
«Δεν είναι και τόσο αργά, πατέρα».
Έβγαλε μία από τις σταφίδες και τη μάσησε πολύ καλά, προσπαθούσε να φαίνεται χαλαρός.
«Έχεις πανεπιστήμιο αύριο! Τι θα κάνω με σένα;»
«Τίποτα. Θέλω να φύγω και να πάω στο στρατό».
«Ποιον στρατό; Μη μου πεις σε καμιά πολιτοφυλακή».
«Δεν με νοιάζει, αρκεί να μην είναι μουσουλμανική».
Ο Μίνας πάλεψε να βγάλει τη ζύμη από τα χέρια του.
«Πόλεμος! Κι άλλος πόλεμος. Όχι, δεν μπορώ να το επιτρέψω στην ηλικία σου».
Ο Σελίμ ίσιωσε την πλάτη του και σκούντηξε με το δάχτυλό του τον πατέρα του.
«Πολέμησες με μια πολιτοφυλακή όταν ήσουν μικρότερος από μένα. Απέδρασες από ένα από εκείνα τα στρατόπεδα. Πολέμησες για χρόνια. Και κοίτα πώς είσαι τώρα, έχεις καταντήσει…» Σταμάτησε και έδειξε τη ζύμη.
«Γιε μου…»
Ο Σελίμ κούνησε το κεφάλι του, δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτε άλλο.
«Όχι. Εσύ… σε θαύμαζα. Τώρα πια ντρέπομαι για σένα».
Τώρα, μετά απ’ όλα αυτά τα χρόνια, ο Σελίμ μπορούσε να φανταστεί τι είχε νιώσει και τι είχε σκεφτεί ο πατέρας του. Τώρα από τη θέση του ώριμου άντρα, συνθλιβόταν από το βάρος της ίδιας της σκληρότητάς του, από το βάρος της απώλειας. Αφού ανέβηκε πάνω, ο πατέρας του αναμφίβολα θα κάθισε κάτω, αφήνοντας τη ζύμη να ξεραθεί πάνω στο τραπέζι. Θα ακούμπησε τα γέρικα χέρια του στα πόδια του και θα τα κοιτούσε. Ροζιασμένα και σημαδεμένα με κοψίματα από εδώ κι από εκεί, άσπρη ζύμη χωμένη κάτω από τα νύχια του. Χέρια ικανά να πυροβολήσουν, να σκοτώσουν, ν’ ακρωτηριάσουν γυναίκες και παιδιά.
Και τι νόημα είχε να το σκέφτεται; Ο Σελίμ δεν ήθελε να βασανίζει τον εαυτό του, αλλά αυτή η εικόνα ερχόταν από μόνη της. Ο πατέρας του να κάθεται εκεί και να κλαίει για τη ματαιότητα όσων είχε κάνει. Ποιο το νόημα να πάει στον στρατό, να σκοτώσει και να σκοτωθεί, αφού πάντα θα γίνονταν κι άλλοι πόλεμοι;
Ο Σελίμ θυμήθηκε τις φωνές του πατέρα του στον διάδρομο, χωρίς να νοιάζεται αν θα ξυπνήσει τους άλλους.
«Γιε μου!»
Ξεκίνησε λοιπόν τρεκλίζοντας στο σκοτάδι για να βρει την κρεβατοκάμαρα του Σελίμ, τυφλωμένος από τα δάκρυα, με τα γέρικα χέρια του να ψάχνουν στα τυφλά την πόρτα και το πόμολο. «Δεν έχεις ιδέα πώς ήταν», φώναξε. «Δεν θα τα κατάφερνες ποτέ. Θα είχες πεθάνει εκεί, όχι σαν εμένα».
Αλλά αυτά τα είχε ξαναπεί παλιότερα στον Σελίμ: σ’ εκείνα τα βραδινά ξεσπάσματα, όταν κατέρρεε πάνω στο κρεβάτι, στο κήρυγμα που έκανε στον Σελίμ όταν ερχόταν απ’ το σχολείο με σκισμένα ρούχα, στις επιπλήξεις όταν ο Σελίμ έπαιζε στον δρόμο πολύ συχνά και παραμελούσε το διάβασμά του, σ’ επίσημα δείπνα όταν ο Σελίμ απλώς κοιτούσε το πιάτο του και δεν έτρωγε τίποτα. Μια φάπα στον σβέρκο. Δακρυσμένες διαμαρτυρίες της μητέρας του μπροστά στους καλεσμένους. Το αυστηρό βλέμμα του πατέρα του στις δυο γυναίκες και στο νεαρό κορίτσι, επειδή ο θυμός τους πυροδοτούσε την ατμόσφαιρα: Σιράν και Λίλιθ και Αναχίτ. Ο Μίνας ήταν αμετανόητος. «Στην ηλικία σου, Σελίμ, δεν είχα τίποτα. Τώρα πήγαινε πάνω πεινασμένος και σκέψου το αυτό».
Εκείνο το βράδυ, με τον Μίνας στο δωμάτιό του, ο Σελίμ ένιωθε άβολα κάτω από το φως της λάμπας. Είχε ήδη ξεντυθεί για να πέσει στο κρεβάτι. Ο Μίνας στάθηκε και ο Σελίμ ένιωσε αμήχανα βλέποντας τον πατέρα του να παρατηρεί αργά το στιβαρό, γυμνασμένο στήθος του και τη λεπτή του μέση. Τα μυώδη χέρια του. Όλα εκείνα τα βράδια στο γυμναστήριο.
Τώρα σκέφτεται ο Σελίμ: Ήμουν μόνο δεκαεφτά.
«Τι συμβαίνει, μπαμπά;»
Είχε να τον αποκαλέσει μπαμπά από τότε που ήταν αγοράκι, όταν τον έπαιρνε στις αγορές και του μάθαινε πώς να παζαρεύει με τους ¶ραβες. Προσποιούνται πως είναι φτωχοί αλλά είναι πιο πλούσιοι από εμάς. Του έδειχνε πώς να μετράει ακριβώς τα ψιλά του για τον Παλαιστίνιο ταξιτζή και να μην δίνει παραπάνω. Δεν χρειάζονται φιλοδωρήματα, παίρνουν ήδη πολλά λεφτά από την κυβέρνηση και δουλεύουν και στη ζούλα. Του έλεγε πώς μπορούσε να ξεχωρίσει μια μουσουλμάνα από τον τρόπο που περπατούσε ακόμα κι αν δεν φορούσε μαντίλα. Περπατούν σαν να σε προκαλούν, ξέρεις τι σημαίνει αυτό, γιε μου;
Ο Σελίμ επανέλαβε την ερώτηση.
«Τι συμβαίνει, μπαμπά;»
Ο Μίνας απλώς στάθηκε εκεί, με τα δάκρυά του να πλημμυρίζουν. Γύρισε και έφυγε από το δωμάτιο.
Ήταν ζητιάνος, ντυμένος με κουρέλια όπως όλοι οι άλλοι ζητιάνοι και οι τσιγγάνοι που προσπερνούσε, αλλά αυτός ζητιάνευε λέξεις και όχι λεφτά. Γύρω του σε πλαστικές σακούλες, λέξεις κομμένες από εφημερίδες και βιβλία, εισιτήρια λεωφορείου ή πακέτα φαγητού. Πόλεμος. Όλεθρος. Ελιές καλαματιανές. Θλίψη. Σαπούνι Λουξ. Απλό εισιτήριο για τη Βύβλο. Ματαιότητα. Είχε τρελαθεί, το ήξερε, έχασε το νου του όταν σκοτώθηκαν η γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του σε μια αεροπορική επιδρομή πριν από δύο μήνες. Μόλις είχαν μετακομίσει φέτος στη Βηρυτό από το χωριό τους στη Συρία. Ήταν στη δουλειά όταν συνέβη^ μεροκαματιάρης ήταν, άνθρωπος του λαού. Τώρα, κάθεται πάντα στην ίδια θέση, με τα μάτια γαλήνια να κοιτούν τον ουρανό, και ψελλίζει το τροπάριό του στους ανθρώπους που περνούν από μπροστά του. «Έχετε μια λέξη να μου δώσετε, κύριε; Σας περισσεύει μια λέξη, κυρία;»