ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
(Κώστας Βάρναλης, Άπαντα τα ποιητικά, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2014)
Άλκηστις Σουλογιάννη
«Με λέξεις τριμμένες με παρομοιώσεις μεταφορές
κι αναλογίες/ πασχίζω να μιλήσω»
ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
(Ευθύτης οδών)
«Δεν είναι λέξεις ανοιχτές αυτές/ σεληνοφώτιστες/
ηλιοαναλωμένες/ μα είναι οι λέξεις μου»
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
(Ρήματα)
Για άλλη μια φορά, οι Εκδόσεις Κέδρος προσφέρουν την ευκαιρία για μια δημιουργική πρόσληψη δεδομένων που έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση του τοπίου της νεώτερης ελληνικής λογοτεχνίας, όπως αναγνωρίζεται στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιητικών απάντων του Κώστα Βάρναλη (1884-1974). Η έκδοση περιλαμβάνει τις συλλογές: Πυθμένες (1904), Κηρήθρες (1905), Προσκυνητής (1919), Το φως που καίει (1922), Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927), Ελεύθερος Κόσμος (1965), Οργή λαού (που εκδίδεται το 1975, μετά τον θάνατο του Βάρναλη), καθώς και μια ανθολόγηση ποιημάτων από τον ίδιον τον Βάρναλη, η οποία στην παρούσα έκδοση φέρει τον τίτλο Σκόρπια ποιήματα. Οι ποιητικές αυτές συλλογές, κάτω από τη σύγχρονη οπτική προσέγγισης, λειτουργούν ως ενότητες που αντιστοιχούν στα στάδια διατύπωσης ενός ενιαίου, πρωτότυπου σημασιολογικού και αισθητικού συστήματος.
Σύμφωνα με σχετικό σημείωμα που ανήκει στα παρακείμενα του τόμου, η παρουσίαση των ποιητικών συλλογών του Βάρναλη εδώ βασίζεται στις αυτοτελείς εκδόσεις αυτών με κατά περίπτωση επιμέλεια σημαντικών φιλολόγων (Γιάννης Δάλλας για τις συλλογές Το φως που καίει και Σκλάβοι πολιορκημένοι, Κώστας Κασίνης για τις συλλογές Πυθμένες και Κηρήθρες, Γ. Π. Σαββίδης για τις συλλογές Προσκυνητής, Ελεύθερος Κόσμος, Οργή λαού).
Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Βάρναλη αποτυπώνει ποικίλες λεπτομέρειες που προσδιορίζουν την εξέλιξη ενός πρωτότυπου κειμενικού σύμπαντος και τεκμηριώνει τη σχέση ανάμεσα σε έναν οριστικοποιημένο υποκειμενικό κόσμο που έχει προωθηθεί στο πολιτισμικό (και όχι μόνον) παρελθόν, και σε μια αντικειμενική πραγματικότητα που παρακολουθεί τη ροή του χρόνου διατηρώντας πάντως συγκεκριμένα στοιχεία ως σταθερές και αναλλοίωτες παραμέτρους προσδιορισμού του περιεχομένου και της ποιότητάς της.
Εκτός από το αυτονόητο, δηλαδή τη σταθερή θέση του Βάρναλη μέσα στην ευρεία και ποικιλόμορφη περιοχή της νεώτερης ελληνικής γραμματείας, και αν παρακαμφθεί η «εύκολη» πρόσληψη σε ό,τι αφορά τόσο τη μελοποιημένη ποίησή του όσο και τα περισσότερο «δημοφιλή» (για λόγους πάντως αμιγώς εξωκειμενικούς) ποιήματά του, η έκδοση αυτή αντιπροσωπεύει πλεονάζον ενδιαφέρον για τη σύγχρονη κοινότητα των αναγνωστών και προσκαλεί στη δημιουργική προσέγγιση ως μια προσωπική περιπλάνηση σε εσωτερικά τοπία με ιδιαίτερη σημασιολογική και αισθητική φυσιογνωμία.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο σύγχρονος αποδέκτης της ποίησης του Βάρναλη που δεν (θέλει να) στηρίζεται κατ’ ανάγκην σε ανάλογο γνωστικό, φιλολογικό και ιστορικό υλικό, έρχεται αντιμέτωπος με μια σύνθετη θεματική τοιχογραφία που αποτυπώνει ολόκληρο το φάσμα των διαπροσωπικών σχέσεων με τα συνακόλουθα εσωτερικά τοπία, και αποδίδει την ευρηματική διαχείριση εννοιών με γενικό, διαχρονικό ενδιαφέρον, όπως είναι: η ατομική βούληση, ο κόσμος των ιδεών, η ανάγκη, η τρέλα, η μοίρα, ο λόγος, η πράξη, η μνήμη και η λήθη, η μοναξιά, η σχέση ανάμεσα στο σώμα και στο πνεύμα ή ανάμεσα στο σώμα και στην ψυχή, η αλήθεια και το ψέμα, το χρέος, η υποκειμενική και η αντικειμενική πραγματικότητα, το δίκαιο, η θρησκεία και η έννοια της θεότητας, η τέχνη και η επιστήμη, η οργή, η ζωή και ο θάνατος, η υπέρβαση των ορίων, τα δυσδιάκριτα ή παραβιαζόμενα όρια ανάμεσα στην κόλαση και στον παράδεισο, ο πόνος, το μίσος, η βία, ο ψόγος, η μομφή, η ελευθερία, το κενό, η ιστορία, η προδοσία, η πίστη, η ομορφιά, το μέλλον, το γήρας.
Σε διαλεκτική αντιπαράθεση εμπλέκονται ζητήματα με κοινωνικό/πολιτικό περιεχόμενο και με εξίσου γενικό, διαχρονικό ενδιαφέρον, όπως είναι: το εγώ και το εμείς ή το τμήμα και το όλον, η πολιτεία, η πατρίδα, το κράτος, το έθνος, η ανθρωπότητα, οι σύντροφοι, η νίκη που αφορά το σύνολο και η ήττα που βαραίνει το υποκείμενο, η ανισότητα, η πανανθρώπινη φιλία, η ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης, ο νόμος, η εκούσια δουλεία, η φτώχεια, και το διαχρονικής εφαρμογής επιστέγασμα: για όλα φταίνε οι άλλοι, οι σωτήρες αναμένονται απ’ έξω/ από την Ανατολή ή από τη Δύση, οι πολλοί δουλεύουν για τους λίγους, δεν υπάρχει σωτηρία για το άτομο αν δεν σωθεί το σύνολο, καθώς και τα αφοριστικά: «Ώς τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών» και «Οι λαοί πιστεύουνε πιότερο τ’ αυτιά τους παρά τα μάτια τους. Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα. Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τους».
Δομικό πλαίσιο για την οργάνωση αυτών των δεδομένων αντιπροσωπεύουν η φύση και ο χρόνος.
Παράλληλα, στο κειμενικό σύμπαν του Βάρναλη εντοπίζονται αντικειμενικές/ιστορικές συντεταγμένες που αποτελούν ειδικό τμήμα στο ποιητικό ιδιόλεκτο του συγγραφέα, όπως είναι: η Πρωτομαγιά του 1944, ο Τσώρτσιλ, ο Άρης Βελουχιώτης, ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, οι εξορίες, η Μακρόνησος, η βεβήλωση ομαδικού τάφου εκτελεσθέντων από τους Γερμανούς, η Δικτατορία του 1967, η συγχρονική πρόσληψη της ιστορίας. Αυτές οι συντεταγμένες λειτουργούν ως δίοδοι προσπέλασης δεδομένων της εξωτερικής ή αντικειμενικής πραγματικότητας, ενώ ταυτόχρονα δηλώνουν (για να παραπέμψω και στον Ρίχαρντ Βάγκνερ) «συναισθηματικούς οδοδείκτες» για τον προσανατολισμό μέσα από σκοτεινές ατραπούς στο υποκειμενικό και εντέλει κειμενικό σύμπαν.
Προς αυτή την κατεύθυνση, θα είχε ενδιαφέρον να συνεκτιμηθεί το βιβλίο: Κώστας Βάρναλης, Άι-Στράτης / Θυμήματα εξορίας (εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2014), με εισαγωγή, επιμέλεια και σχόλια από τον Ηρακλή Κακαβάνη. Το βιβλίο περιέχει ποιήματα του Βάρναλη με κεντρικό θέμα την εξορία, μεταξύ των οποίων το ποίημα με τον τίτλο ακριβώς «Στην εξορία» που περιλαμβάνεται στη συλλογή Ελεύθερος Κόσμος. Τα ποιήματα αυτά πλαισιώνονται με πραγματολογικό υλικό, που αφορά σχετικά δημοσιεύματα του Βάρναλη στις εφημερίδες Ανεξάρτητος (Δεκέμβριος 1935-Ιανουάριος 1936) και Ριζοσπάστης (Φεβρουάριος-Μάρτιος 1936), μαρτυρίες συνεξορίστων του Βάρναλη, αλληλογραφία (1935) του εξόριστου Βάρναλη κυρίως με τη Δώρα Μοάτσου αλλά και με άλλους, όπως με την Έλλη Αλεξίου ή με τον Θράσο Καστανάκη, ενώ σε ιδιαίτερο παράρτημα αναφέρονται διεξοδικά γεγονότα σχετικά με τη σύλληψη και την εξορία (1935) του Βάρναλη και του Δημήτρη Γληνού.
Σε ό,τι αφορά (και πάλι) τον συγκεντρωτικό τόμο των ποιημάτων του Βάρναλη:
Το σύνθετο σημασιολογικό τοπίο που αντιπροσωπεύει ο τόμος, αντιστοιχεί σε ένα εξίσου σύνθετο υφολογικό τοπίο. Από αυτή την άποψη, η έκδοση των ποιητικών απάντων του Βάρναλη αποτυπώνει τα στάδια ανάπτυξης ή εξέλιξης μιας σύνθετης όσο και πρωτότυπης δημιουργικής γραφής.
Λόγος άμεσος, συνδηλωτικός, παραστατικός, λυρικός, σαρκαστικός, καταγγελτικός, πλήρης τρυφερότητας αλλά και πλήρης οργής, αφοριστικός, μεικτός με βαρύ βιωματικό και γνωστικό φορτίο, βασίζεται στον ευρηματικό συνδυασμό επιλογών από την κοινή, ενίοτε ιδιωματική χρήση της γλώσσας.
Λέξεις που είναι δυνατόν να εκτιμηθούν στο πλαίσιο των συμφραζομένων ως ευρηματικοί νεολογισμοί, όπως: «επαιχνιδούσε», «μοσκοσαπουνάνε», «τρισεύτυχη», «τρισαγάπη», «τρίδουλος», «τεσσεροβασίλευτη», «δροσόγυμνη», «χρυσοκόμα», «αιθεροδρόμα», διασταυρώνονται με λόγια στοιχεία, όπως: «του ιχώρα» (ο ιχώρ).
Σε ό,τι αφορά την κλίση των ουσιαστικών, εντοπίζονται στοιχεία, όπως: (ο) «χινόπωρος», «η έφοδο», «του δάσου», «του αιμάτου», «του ηλιού», «της Ελλάς», αλλά και: «της μητρός», «του Πανός».
Ενδιαφέρουσα είναι η χρήση του τόνου. Εντοπίζεται μια μορφή εγκλιτικού τόνου (εμφανέστερου στο πολυτονικό σύστημα), έστω ενίοτε και κατά παραβίαση των γραμματικών κανόνων, π. χ.: «χρυσούλά μου», «τελευτα_ό σου», αλλά και η απουσία αυτού, π. χ.: «τα σκότεινα μου [στήθη]». Εξάλλου, εντοπίζουμε αξιοποίηση τόνου ως ρυθμικού παράγοντα επίσης κατά παραβίαση των γραμματικών κανόνων, π.χ.: «της Φιλιάς» (αντί: της Φιλίας), προκειμένου να λειτουργήσει ως παρήχηση (ομοιοκαταληξία) με το προτασσόμενο: «της Δουλειάς».
Ως ρυθμικοί παράγοντες λειτουργούν τόσο οι ευφωνικές προσθήκες γλωσσικών στοιχείων (σύμφωνο, φωνήεν), π. χ: «ν-από γυναίκα», «τον ίδιονε», όσο και η συγκοπή φωνήεντος, π. χ.: «πγαίνετε», καθώς και ποικίλες συνιζήσεις, π. χ.: «σ’ εγγίζ’ η [θερμασιά]», «βαθι’ ας δακρύσουμ’ έν’ [αστέρι]». Πάντως στην επιλογή των ρυθμικών στοιχείων εντάσσονται και παραδοσιακά ηχητικά σχήματα, π. χ. δεκαπεντασύλλαβος: «Μικρός, στα ξένα, δάκρυζα σαν άκουα τ’ όνομά σου».
Εξάλλου, το φαινόμενο της μεταφοράς στην ποίηση του Βάρναλη, όπως μάλιστα ενισχύει και την οργάνωση των γραμματικών εικόνων, ανεξαρτήτως γλωσσικού χαρακτήρα, διαθέτει ποιότητα που ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις της αισθητικής, π.χ.: «Κιτρινοφυλλιασμένη/ σα βλέπεις τη θωριά του», «ριγεί απαλά η ιστορία των φύλλων», «βλέπω την τρομάρα κάθε φύλλου», «ολόρθος στο ανοιχτό μου εγώ βιβλίο/ τηράω το φεγγάρι να διαβάζει», «του λογισμού μητέρα η λύπη εστάθη», «στα φαρμακονέρια/ της Στόχασης», όπως επίσης και οι εξαϋλώσεις/μεταμορφώσεις της Αριστέας (στη συλλογή Το φως που καίει) ως παραστατική απόδοση της υπέρβασης των ορίων.
Κυρίως στην παρούσα έκδοση ο σύγχρονος αναγνώστης είναι δυνατόν να παρακολουθήσει την αποτύπωση της εξέλιξης σε ό,τι αφορά τη μορφή των ποιητικών κειμένων του Βάρναλη: παρηχήσεις/ομοιοκαταληξίες και ελεύθερος στίχος, σονέτα, επιγράμματα, ενιαίο κείμενο και σύνθεση ενοτήτων, αφηγηματικά και διαλογικά μέρη, καθώς και παραλλαγές του ίδιου ποιήματος.
Στο πλαίσιο αυτό εντοπίζονται θεματικές και υφολογικές αναφορές ως δήλωση δημιουργικών προτύπων/συνομιλητών και εκλεκτικών συγγενειών, όπως: Όμηρος, Σωκράτης, Γοργίας, Επιμενίδης, Αισχύλος, Ευριπίδης, Θουκυδίδης, Ακριτικό Έπος, Βιτσέντζος Κορνάρος, Διονύσιος Σολωμός, Ανδρέας Κάλβος, Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, Κωστής Παλαμάς, Λορέντζος Μαβίλης, Κ. Π. Καβάφης, Λάμπρος Πορφύρας, Κώστας Καρυωτάκης, Στρατής Τσίρκας, Δημήτρης Γληνός, Γιάννης Κορδάτος, επίσης: Σαίξπηρ, Τολστόι, αλλά και Ρούμπενς.
Παράλληλα ο Βάρναλης εμπλέκει και ρητά διακείμενα, όπως προέρχονται π.χ. από την αρχαία μυθολογία, τη Βίβλο, τον Διονύσιο Σολωμό, τον Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, τον Γκέρχαρτ Χάουπτμαν. Τα διακείμενα επεξεργασμένα με ευρηματικό τρόπο, συνήθως κατ’ απόκλιση από την κοινή πρόσληψη, προσδιορίζουν τη σύνθεση πρωτότυπων κειμένων του Βάρναλη.
Εξάλλου, στο πολυσήμαντο αυτό υφολογικό τοπίο εντοπίζεται και η μεταγλωσσική διάσταση, με τη μορφή της χρήσης γλωσσικών φαινομένων (π. χ. ρίμες) ως λογοτεχνικού υλικού. Δεδομένου μάλιστα ότι η μεταγλωσσικότητα δηλώνει τη συνειδητή, δημιουργική σχέση του συγγραφέα με τη γλώσσα ως πολυδύναμο εργαλείο διατύπωσης και διεκπεραίωσης του μηνύματος, έχει ιδιαίτερη σημασία να μη μας διαφεύγει και η ιδιότητα του Βάρναλη ως φιλολόγου, μετεκπαιδευθέντος στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαιδεύσεως υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Γληνού, και με μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Ας σημειωθεί ότι τον φιλόλογο Βάρναλη ξανασυναντήσαμε προσφάτως στο λιτό και άψογο από αισθητικής πλευράς βιβλιαράκι: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η νοσταλγία του Γιάννη (εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα 2014), όπου παρουσιάζεται αθησαύριστο διήγημα του Παπαδιαμάντη, με εισαγωγή (όπου και προσήκουσα αναφορά τεκμηρίωσης στον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο), επιμέλεια και επίμετρο του Νίκου Σαραντάκου, και με αναδημοσίευση (μεταξύ άλλων) κειμένου του Βάρναλη με τον τίτλο «Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη» (από την εφημερίδα Πρωία, 2.5.1937).
Είναι σαφές ότι ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του Βάρναλη, όπως αυτά παρουσιάζονται ως ενιαίο σύνολο, ενισχυμένα και με ορισμένα προτασσόμενα εισαγωγικά κείμενα (επιστολή του Βάρναλη προς τον Κωστή Παλαμά στη συλλογή Πυθμένες και προς τον Γεράσιμο Σπαταλά στη συλλογή Προσκυνητής, κείμενο του Στέφανου Μαρτζώκη στη συλλογή Κηρήθρες, καθώς και σημείωμα του Βάρναλη στην ανθολόγηση ποιημάτων του όπως παρουσιάζεται εδώ με τον τίτλο Σκόρπια ποιήματα), λειτουργεί ως ένας ιδιαίτερος, μοναδικός δίαυλος επίσκεψης σε ποικίλες σημασιολογικές και αισθητικές περιοχές εντός και εκτός του βιβλίου.
Τα κείμενα του τόμου έχουν καταργήσει τον συγχρονικό χαρακτήρα τους ως προς τις αντικειμενικές (πολιτισμικές, αισθητικές, ιστορικές) συνθήκες που αναλογούν στη σύνθεσή τους, και προβάλλουν τη διαχρονική ισχύ του περιεχομένου σημαντικών μονάδων μέτρησης της ροής του πολιτισμικού (και όχι μόνον) χρόνου. Από αυτή την άποψη, ο συγκεντρωτικός αυτός τόμος αξιοποιείται με βεβαιότητα ως γέφυρα ανάμεσα σε έναν ιδιαίτερο δημιουργικό χωρόχρονο που αντιπροσωπεύει η ποίηση του Βάρναλη, και στο εδώ-και-τώρα της σύγχρονης πολιτισμικής αγοράς.
(Και μια σημείωση: Δεν αιτιολογείται η διατύπωση: «[και άλλα μεταθανάτια ποιήματα]» που συμπληρώνει τον τίτλο της συλλογής Οργή λαού στον συγκεντρωτικό αυτόν τόμο. Η πρώτη έκδοση της συλλογής πραγματοποιείται το 1975, μετά τον θάνατο του Βάρναλη, επομένως μεταθανάτια είναι η έκδοση της συλλογής, τα ποιήματα όμως είναι αυτονόητο ότι αντιστοιχούν στον φυσικό και δημιουργικό βίο του ποιητή, δεδομένου μάλιστα ότι ο Βάρναλης «δεν άντεχε να σφραγίσει ο ίδιος τον λογοτεχνικό του τάφο» όπως επεσήμανε με τον πνευματώδη τρόπο του ο Γ. Π. Σαββίδης στο σημείωμά του ως φιλολογικού επιμελητή της πρώτης εκείνης έκδοσης της συλλογής Οργή λαού.)