Πόλεμος και ειρήνη

Πόλεμος και ειρήνηΣυγγραφέας: Τολστόη, Λέων

45,00€36,00€

Άμεσα διαθέσιμο

Κανένα ντοκουμέντο, ιστορικό ή καλλιτεχνικό, δε μας δίνει τόσο ζωντανά και τόσο ανάγλυφα τη ζωή, το χαρακτήρα και την ψυχολογία του Ρώσου και του ρωσικού λαού της προεπαναστατικής εποχής, όσο το έργο του Λ. Τολστόη Πόλεμος και Ειρήνη. Η βαθιά και αναλυτική αυτή ανατομία της ατομικής και ομαδικής ψυχής κάνει το βιβλίο να ενδιαφέρει κάθε άνθρωπο οποιουδήποτε γεωγραφικού πλάτους και οποιασδήποτε εποχής. Έργο που υψώνεται επιβλητικό ορόσημο ζωής και αξεπέραστο πρότυπο τέχνης. Ένας απέραντος πίνακας της παγκόσμιας ψυχής, όπου αποτυπώνονται οι τιτανικές συγκρούσεις, τα πάθη, οι μικρότητες και το μεγαλείο του Ανθρώπου. Η μεγαλοφυέστερη μυθιστορηματική σύνθεση-καθρέφτης μιας από τις πιο γόνιμες σε κοινωνικές και θρησκευτικές ζυμώσεις εποχής της Ιστορίας και οδηγός της κάθε εποχής.

Μετάφραση: Κοραλία Μακρή
Είδος: Βιβλίο
Τίτλος Πρωτοτύπου: War and Peace
ISBN: 978-960-446-998-7
Αριθμός έκδοσης:
Έτος έκδοσης: 2015
Πρώτη έκδοση: 1947
Εκδότης: Εκδόσεις Γκοβόστη
Δέσιμο: Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις: 17x24
Σελίδες: 1.168
Θεματική Ταξινόμηση: ΞΕΝΗ ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Βάρος: 1708 γρ.
VII
O ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ τήρησε την υπόσχεση που 'χε δώσει στην πριγκίπισσα Ντρουμπιετσκάγια εκείνο το βράδυ, στο σπίτι της Άννας Πάβλοβνα. Με μια ευνοϊκή του εισήγηση στον Τσάρο, το μοναχοπαίδι της, ο Μπαρίς, μετατέθηκε αμέσως στη φρουρά του συντάγματος Σιεμιόνοβσκη με το βαθμό του ανθυπασπιστή. Παρόλη όμως την επιθυμία, παρ' όλες τις ενέργειες και τα τρεξίματα της Άννας Πάβλοβνα, δεν μπόρεσε ν' αποσπαστεί σε καμιά θέση κοντά στον Κουτούζοβ. Λίγες μέρες ύστερα απ' την εσπερίδα της Άννας Πάβλοβνα, η πριγκίπισσα Ντρουμπιετσκάγια γύρισε στη Μόσχα και πήγε κατευθείαν στο πλούσιο συγγενικό της σπίτι του κόμη Ροστόβ, όπου έμενε συνήθως κάθε φορά που βρισκόταν στη Μόσχα. Κοντά στην οικογένεια αυτή ανατράφηκε κι έζησε χρόνια μαζί τους ο αγαπημένος της Μπαρίς, που χάρη στη μεσολάβηση του πρίγκιπα Βασιλείου, από απλός ανθυπασπιστής του στρατού, μετατέθηκε αμέσως σε ανθυπασπιστή της φρουράς. Η φρουρά είχε κιόλας ξεκινήσει απ' την Πετρούπολη στις 10 Αυγούστου κι ο Μπαρίς, που είχε παραμείνει στη Μόσχα για να ντυθεί σύμφωνα με την καινούργια του θέση, όφειλε να την προφτάσει στον δρόμο προς το Ραντζιβίλοβ.
Στο μέγαρο του κόμη Ροστόβ γιόρταζαν δύο Νατάλιες: η μητέρα κι η μικρότερή της κόρη. Απ' το πρωί δε σταμάτησαν να πηγαινοέρχονται τα πολυτελή αμάξια, φέρνοντας τούς επισκέπτες στο μέγαρο που βρισκόταν στον δρόμο Ποβαρσκάγια κι ήταν γνωστό σ' όλη τη Μόσχα. Η κόμησσα με την όμορφη μεγάλη κόρη της κάθονταν στο σαλόνι που ήταν πάντα γεμάτο επισκέψεις, γιατί πριν προφτάσουν να φύγουν οι πρώτες, έφταναν άλλες.
Η κόμησσα ήταν μια γυναίκα ίσαμε σαράντα χρονών, με πρόσωπο λιπόσαρκο, ανατολίτικου τύπου, εξαντλημένη ολοφάνερα απ' τα δέκα παιδιά που είχε κάνει. Η βραδύτητα στις κινήσεις και στην ομιλία της, που προερχόταν απ' την εξάντληση, της πρόσδινε σοβαρό ύφος, που ενέπνεε σεβασμό. Η πριγκίπισσα Άννα Μιχάηλοβνα Ντρουμπιετσκάγια, σαν άνθρωπος πολύ του σπιτιού, καθόταν κι αυτή στο σαλόνι, βοηθώντας τη στο έργο της υποδοχής των ξένων και στη συνομιλία. Η νεολαία βρισκόταν στα εσωτερικά δωμάτια, θεωρώντας περιττό να παίρνει μέρος στην υποδοχή. O κόμης υποδεχόταν κι αποχαιρετούσε τους ξένους, καλώντας τους όλους στο γεύμα.
«Σας ευχαριστώ πολύ πολύ, ma chere ή mon cher», («ma chere» ή «mon cher» έλεγε ο κόμης χωρίς εξαίρεση, χωρίς την παραμικρότερη διαβάθμιση στον τόνο της φωνής, σ' όλους τους ανθρώπους, τους ανώτερους και τους κατώτερους απ' αυτόν κοινωνικά), «κι από μέρους των αγαπημένων μου που γιορτάζουν. Κοιτάξτε μην τυχόν δεν έλθετε στο γεύμα. Θα μου κακοφανεί πολύ, mon cher. Σας καλώ εξ ονόματος όλης της οικογένειας, ma chere».
Αυτά τα λόγια, με την ίδια έκφραση στο παχύ, χαρούμενο και φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο του και με το ίδιο εγκάρδιο σφίξιμο του χεριού και τις ατέλειωτες υποκλίσεις, τα 'λεγε ο κόμης στερεότυπα σ' όλους τους επισκέπτες, χωρίς εξαίρεση και χωρίς αλλαγή. Αφού αποχαιρετούσε τον έναν, γύριζε σε κείνους που βρίσκονταν ακόμα στο σαλόνι, καθόταν κοντά τους σε μια πολυθρόνα και, με την όψη ανθρώπου που ξέρει και που αγαπάει να καλοζεί, τέντωνε παλικαρίσια τα πόδια του, ακουμπούσε τα χέρια του πάνω στα γόνατά του κι ενώ κουνιόταν με ύφος σημαντικό, έλεγε διάφορα προγνωστικά για τον καιρό, ζητούσε συμβουλές για την υγεία του πότε ρωσικά, πότε σε πολύ άσχημα, μα θαρρετά ξεστομισμένα γαλλικά, ύστερα πάλι με ύφος ανθρώπου κουρασμένου, αλλά σταθερού στην εκπλήρωση του καθήκοντος του, σηκωνόταν να συνοδέψει ως το χωλ, διορθώνοντας στο μεταξύ τα αραιά μαλλιά πάνω στη φαλάκρα του, ν' αποχαιρετήσει και να καλέσει στο γεύμα τον επισκέπτη ή την επισκέπτρια που 'φευγε. Μερικές φορές, γυρίζοντας απ' το χωλ, περνούσε απ' τη σέρα κι απ' το οφίς στη μεγάλη μαρμαρένια σάλα, όπου έστρωναν τραπέζια για ογδόντα πρόσωπα, και θωρώντας τους υπηρέτες που κουβαλούσαν κι αράδιαζαν τ' ασημικά και τις πορσελάνες, που ταχτοποιούσαν τα τραπέζια και άπλωναν τα χιονάτα, τα κολλαριστά τραπεζομάντιλα, καλούσε κοντά του τον φτωχό ευγενή Ντμήτρη Βασίλιεβιτς, τον επόπτη και διαχειριστή σ' όλες του τις υποθέσεις, και του έλεγε.
«Να σε δω, Μίτιενκα. Να μου τα φτιάξεις όλα όμορφα και καλά. Έτσι, μπράβο!» πρόσθεσε κοιτάζοντας μ' ευχαρίστηση το τεράστιο ανοιγμένο τραπέζι. «Το κυριότερο είναι το σερβίρισμα. Το νου σας, λοιπόν...»
Και, κατευχαριστημένος, ξαναγύριζε στο σαλόνι.
«Η Μαρία Λβόβνα Καράγινα με την κόρη της!» ανάγγειλε με βαθιά φωνή μπάσου ο μεγαλόσωμος υπηρέτης της κόμησσας, που συνόδευε πάντοτε το αμάξι της, κάθε φορά που εκείνη έβγαινε για επισκέψεις.
Η κόμησσα πήρε μια πρέζα ταμπάκο απ' τη χρυσή ταμπακέρα με το πορτραίτο του κόμη και είπε σκεφτική:
«Αυτές οι επισκέψεις με κατακούρασαν. Ωστόσο, αυτήν εδώ θα δεχτώ και θα σταματήσω πια. Έχει ένα ύφος αχώνευτο. Να περάσουν», είπε στον υπηρέτη με φωνή θλιμμένη, σα να 'λεγε «εμπρός, λοιπόν, αποτελειώστε με!»
Μια κυρία ψηλή και γεμάτη, με αγέρωχο ύφος, ακολουθούμενη απ' τη στρογγυ-λοπρόσωπη, χαμογελαστή κόρη της, μπήκε στο σαλόνι, θορυβώντας με τα βαριά μεταξωτά φορέματά της.
«Αγαπητή κόμησσα, πάει τόσος καιρός... Ήταν κλινήρης η καημενούλα... στο χορό των Ραζουμόβσκη... και η κόμησσα Απράξιν... Ήμουν τόσο ευτυχής», αντήχησαν αμέσως ζωηρές γυναικείες φωνές, διακόπτοντας η μια την άλλη και συγχεόμενες με το θρόισμα των φορεμάτων και το θόρυβο που 'κανε η μετακίνηση των καθισμάτων. Άρχισε το είδος εκείνο της ομιλίας, που την αρχίζουν έτσι ώστε με την πρώτη παύση να μπορέσουν να σηκωθούν και θορυβώντας με τα φουστάνια τους, να πουν: «Χάρηκα πολύ πολύ... H υγεία της μαμάς... και η κόμησσα Απράξιν...» Κι ύστερα, θορυβώντας ξανά με τα φουστάνια τους, να βγουν στο χωλ, να περάσουν τη γούνα τους ή την μπέρτα τους και να φύγουν. Η κουβέντα στράφηκε γύρω απ' το κυριότερο νέο των τελευταίων ημερών, την αρρώστια του γνωστού μεγιστάνα της εποχής της Μεγάλης Αικατερίνης, που στον καιρό του είχε κάνει κρότο για την ομορφιά του, του γέρου κόμη Μπεζούχοβ, και τον νόθο του γιο Πέτρο, που τόσο άπρεπα είχε φερθεί στην εσπερίδα της Άννας Πάβλοβνα Σέρερ.
«Τον λυπάμαι πολύ τον καημένο τον κόμη», είπε η ξένη κυρία, «η υγεία του ήταν ήδη κλονισμένη, και τώρα αυτή η πικρία, εξαιτίας του γιου του, σίγουρα θα τον σκοτώσει».
«Μα τι τρέχει;» ρώτησε η κόμησσα, σα να μην ήξερε τι εννοούσε η επισκέπτρια, μολονότι δεκαπέντε τουλάχιστον φορές θα 'χε ακούσει την αιτία της στενοχώριας του κόμη Μπεζούχοβ.
«Αυτή είναι η σημερινή ανατροφή. Όταν βρισκόταν ακόμα στην Ευρώπη, ο νέος αυτός είχε αφεθεί ολότελα ελεύθερος, και τώρα, λένε, έκανε τόσο τρομερά πράγματα στην Πετρούπολη, που η αστυνομία αναγκάστηκε να τον εκτοπίσει».
«Φανταστείτε!» παρατήρησε η κόμησσα.
«Έχει κακές παρέες», επενέβη η Άννα Πάβλοβνα. «O γιος του πρίγκιπα Βασιλείου, αυτός και κάποιος Ντόλαχοβ, αυτοί οι τρεις, ένας Θεός ξέρει τι σκαρώνουν. Και την έπαθαν και οι δύο. Τον Ντόλαχοβ τον υποβίβασαν σε απλό οπλίτη και τον γιο τού Μπεζούχοβ τον εκτόπισαν στη Μόσχα. Τον Ανατόλ Κουράγιν τον έσωσε ο πατέρας του, μα κι αυτόν τον απομάκρυναν απ' την Πετρούπολη».
«Μα τι έκαναν, τελοσπάντων, οι νέοι αυτοί;» ρώτησε πάλι η κόμησσα Ρόστοβα.
«Είναι σωστοί κακούργοι, προπάντων ο Ντόλαχοβ!» αποκρίθηκε η επισκέπτρια. «Είναι γιος της Μάριας Ιβάνοβνα Ντολάχοβα, μιας τόσο σεβαστής κυρίας, κι όμως τι να σας πω; Φανταστείτε πως οι τρεις τους βρήκαν κάπου μια αρκούδα, την πήραν μαζί τους στο αμάξι και την κουβάλησαν στις θεατρίνες. Έτρεξε η αστυνομία να τους συνεφέρει, κι αυτοί, οι καλοί σας, έπιασαν τον υπαστυνόμο του τμήματος, τον έδεσαν γερά ανάσκελα πάνω στη ράχη της αρκούδας κι αμόλησαν το αγρίμι στη Μόικα . Αυτό άρχισε να κολυμπάει με τον αστυνόμο δεμένο στη ράχη του».
«Ω, μη μου πείτε, αγαπητή μου, θα 'ταν έξοχη η φιγούρα του αστυνόμου σ' αυτήν τη στάση!» παρατήρησε ο κόμης ξεκαρδισμένος στα γέλια.
«Αχ, τι φρίκη! Είναι για γέλια αυτό, κόμη;»
Μα, άθελά τους, οι κυρίες γελούσαν κι αυτές.
«Είδαν κι έπαθαν ώσπου να τον σώσουν τον άμοιρο αστυνόμο», εξακολούθησε η ξένη κυρία. «Κι είναι ο γιος του πρίγκιπα Κυρίλ Βλαντιμήροβιτς Μπεζούχοβ που σκαρώνει αυτές τις έξυπνες φάρσες», πρόσθεσε. «Κι έλεγαν πως είναι τόσο καλοα-ναθρεμμένος και σοβαρός... Να πού τον οδήγησαν όλη η ευρωπαϊκή ανατροφή και μόρφωση που πήρε. Πιστεύω πως εδώ δε θα τον δεχτούν σε κανένα σπίτι, παρ' όλα τα πλούτη του. Ήθελαν να τον συστήσουν και σε μένα. Μα εγώ αρνήθηκα κατηγορηματικά, γιατί έχω κορίτσια».
«Πώς; Λέτε ότι ο νέος αυτός είναι πλούσιος;» ρώτησε η κόμησσα Ρόστοβα, σκύβοντας προς την ξένη κυρία, σα να 'θελε να μην την ακούσουν οι δεσποινίδες, που αμέσως το κατάλαβαν και προσποιήθηκαν πως δεν ακούν. «Ο κόμης δεν έχει παρά μονάχα νόθα παιδιά. Νομίζω πως κι αυτός... ο Πιέρ... νόθος είναι».
Η κυρία έκανε μια αόριστη χειρονομία.
«Θα 'χει καμιά εικοσαριά νόθα, φαντάζομαι».
Η πριγκίπισσα Άννα Μιχάηλοβνα επενέβη αμέσως στη συζήτηση, θέλοντας προφανώς να δείξει τις γνωριμίες που είχε στους κοσμικούς κύκλους και το πόσο ήταν κατατοπισμένη σ' όλα τα κοσμικά ζητήματα.
«Να σας πω εγώ πώς έχει το πράγμα», είπε με ύφος βαρυσήμαντο και χαμηλώνοντας τη φωνή. «Η φήμη του κόμη Κυρίλ Βλαντιμήροβιτς είναι πασίγνωστη... Μήτε κι ο ίδιος ξέρει καλά καλά πόσα παιδιά έχει. Μα αυτός ο Πιέρ ήταν ο αγαπημένος του».
«Τι όμορφος που ήταν ο γέρος», παρατήρησε η κόμησσα, «ακόμα και πέρσι! Ομορφότερο άντρα δεν έχω ξαναδεί!»
«Τώρα άλλαξε πολύ», είπε η Άννα Μιχαήλοβνα. «Ηθελα να πω λοιπόν», εξακολούθησε, «πως απ' την πλευρά της συζύγου του, απευθείας κληρονόμος όλης της περιουσίας είναι ο πρίγκιπας Βασίλειος, όμως ο γέρος αγαπούσε πολύ τον Πιέρ, επιμελήθηκε τη μόρφωσή του και την ανατροφή του, και υπέβαλε κάποια σχετική αναφορά στον Τσάρο... Έτσι που κανείς δεν ξέρει, όταν πεθάνει (κι είναι τόσο άσχημα, που αυτό το περιμένουν από στιγμή σε στιγμή, κι έφεραν και τον Λορέν απ' την Πετρούπολη), σε ποιον θα περιέλθει αυτή η τεράστια κληρονομιά! Στον Πιέρ ή στον πρίγκιπα Βασίλειο; Σαράντα χιλιάδες ψυχές και πολλά εκατομμύρια. Το ξέρω καλά αυτό, γιατί ο ίδιος ο κόμης Μπεζούχοβ είναι ο τρίτος θείος μου απ' τη μητέρα μου. Κι έχει βαφτίσει και τον Μπόρια μου», πρόσθεσε σα να μην έδινε καμιά σημασία στο γεγονός αυτό.
«Ο πρίγκιπας Βασίλειος βρίσκεται από χθες στη Μόσχα. Πάει για επιθεώρηση, όπως μου 'λεγαν», είπε η επισκέπτρια.
 «Ναι, μα, μεταξύ μας», παρατήρησε η πριγκίπισσα, «αυτό είναι μια πρόφαση• ο κύριος λόγος είναι πως ήρθε να δει τον κόμη Μπεζούχοβ, γιατί έμαθε πως χειροτέρεψε τόσο η κατάστασή του».
«Όσο να 'ναι, αγαπητή μου, μη μου πείτε πως δεν ήταν νόστιμο αυτό που σκάρωσαν τα παιδιά στον αστυνόμο. Φαντάζομαι τα μούτρα του, έτσι δα καθώς ήταν δεμένος στη ράχη της αρκούδας», είπε ο κόμης, κι επειδή είδε πως η επισκέπτρια δεν τον άκουγε, στράφηκε στις δεσποινίδες. Και κουνώντας τα δυο του χέρια, έτσι όπως φανταζόταν πως θα τα κουνούσε ο αστυνόμος, ξεκαρδίστηκε με κείνο το ηχηρό, γεμάτο γέλιο του, που τράνταζε ολόκληρο το παχύ κορμί του, όπως γελούν μονάχα οι άνθρωποι που 'χουν καλοφάει, μα κυρίως που 'χουν καλοπιεί. «Σας παρακαλώ να 'ρθείτε εξάπαντος στο γεύμα».
 
VIII
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΣΙΩΠΗ. Η κόμησσα κοίταζε την επισκέπτρια μ' ευπροσήγορο χαμόγελο, χωρίς όμως να κρύβει πως δε θα δυσαρεστιόταν καθόλου αν η κυρία σηκωνότανε να φύγει. Η κόρη της κυρίας διόρθωνε κιόλας το φόρεμά της και κοίταζε ερωτηματικά τη μητέρα της, όταν, ξαφνικά, ακούστηκαν απ' το διπλανό δωμάτιο να τρέχουν προς τη διάμεση πόρτα γυναικεία και αντρικά βήματα, αντήχησε το πέσιμο κάποιας καρέκλας που είχαν παρασύρει και μέσα στο σαλόνι όρμησε ένα κοριτσάκι δεκατριών χρονών, κρατώντας κάτι κρυμμένο στη φαρδιά φουστίτσα του και σταμάτησε στη μέση της κάμαρας αμήχανο. Ήταν φανερό πως άθελά της, από κακό υπολογισμό, πάνω στη φόρα της, βρέθηκε τόσο μακριά. Στο άνοιγμα της διάμεσης πόρτας, πρόβαλαν αμέσως ένας φοιτητής με βυσσινί περιλαίμιο, ένας αξιωματικός της φρουράς, ένα κορίτσι δεκαπέντε χρονών κι ένα παχουλό, ροδομάγουλο αγόρι, με σακάκι.
Ο κόμης τινάχτηκε επάνω κι άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά του στο κοριτσάκι που μπήκε πρώτο.
«Α! Να την!» ξεφώνισε γελώντας ο κόμης. «Καλώς μου την! Καλώς μου την, την εορτάζουσα! Έλα κοντά μου, αγαπητή μου».
«Αγαπητή μου, όλα έχουν την ώρα τους», είπε η κόμησσα, προσποιούμενη την αυστηρή. «Εσύ πάντα την παραχαϊδεύεις και τη χαλάς, Ηλιά», πρόσθεσε γυρίζοντας στον άντρα της.
«Καλημέρα, αγαπητή μου, τα συγχαρητήριά μου», είπε η ξένη κυρία. «Τι εξαίσιο παιδί!» πρόσθεσε γυρίζοντας στη μητέρα.
Το μαυρομάτικο, με το μεγάλο στόμα, και άσχημο μα ζωηρότατο κοριτσάκι, με τους παιδιάστικους γυμνούς ώμους που ξεπετάχτηκαν από το τρέξιμο μέσ' απ' το κορσάζ του, με τα σγουρά μαύρα μαλλιά που ανέμιζαν ακατάστατα προς τα πίσω, με τα λεπτούτσικα γυμνά μπράτσα και τα μικρά ποδαράκια που πρόβαλλαν κάτω από το νταντελωτό παντελόνι και τ' ανοιχτά γοβάκια του, βρισκόταν σε κείνη τη χαριτωμένη ηλικία που το κοριτσάκι δεν είναι πια παιδί, μα μήτε και δεσποινίδα ακόμα. Ξεγλίστρησε απ' την αγκαλιά του πατέρα της, έτρεξε στη μητέρα της και, χωρίς καθόλου να προσέξει την αυστηρή της παρατήρηση, έκρυψε το ξαναμμένο προσωπάκι της μέσα στις δαντέλες της μπέρτας της μητέρας κι έβαλε τα γέλια. Μέσ' απ' τα γέλια της κάτι ήθελε να πει για την κούκλα που κρατούσε κρυμμένη στη φούστα της.
«Βλέπετε;... Η κούκλα... η Μιμή... Βλέπετε...»
Και η Νατάσα δεν κατόρθωνε να πει τίποτ' άλλο• τόσο όλα τής φαίνονταν αστεία. Έπεσε πάνω στη μητέρα της και ξέσπασε σ' ένα γέλιο ακράτητο, τόσο δυνατό και ηχηρό, που όλοι, ακόμα και η ποζάτη επισκέπτρια, γέλασαν χωρίς να θέλουν.
«Καλά, καλά. Πήγαινε τώρα με το τερατάκι σου, την κούκλα!» είπε η μητέρα με προσποιητό θυμό, αποσπρώχνοντας την κόρη της. «Είναι η μικρότερή μου», στράφηκε στην ξένη κυρία.
Η Νατάσα ανασήκωσε κάποια στιγμή το πρόσωπο της μέσ' απ' τις δαντέλες της μητέρας της, κοίταξε την επισκέπτρια, σηκώνοντας προς αυτήν τα δακρυσμένα απ' τα γέλια μάτια της, και το ξανάκρυψε βιαστικά.
Η ξένη κυρία, αναγκασμένη να χαίρεται μια οικογενειακή σκηνή, θεώρησε αναγκαίο να πάρει κάποιο μέρος και κείνη σ' αυτήν.
«Πέστε μας, λοιπόν, αγαπητή», είπε στρέφοντας προς τη Νατάσα, «τι την έχετε τη Μιμή; Κόρη σας, βέβαια».
Στη Νατάσα δεν άρεσε καθόλου ο τόνος εκείνος της συγκατάβασης που είχε πάρει η κυρία, καθώς της μιλούσε. Δεν της αποκρίθηκε καθόλου, παρά μονάχα αρκέστηκε να την κοιτάξει σοβαρά.
Στο αναμεταξύ, όλη εκείνη η νεολαία, ο Μπαρίς -ο αξιωματικός, ο γιος της Άννας Μιχάηλοβνα-, ο Νικολάι, ο φοιτητής, ο μεγάλος γιος τού κόμη Ροστόβ, η Σό-νια, η ανιψιά του κόμη, ένα κορίτσι δεκαπέντε χρονών κι ο μικρός Πετρούσα, ο μικρότερος γιος, ήρθαν και θρονιάστηκαν στο σαλόνι, και προσπαθούσαν, όπως φαινόταν, να συγκρατήσουν μέσα στα όρια της ευπρέπειας τη ζωηρότητα και τη χαρά που παιχνίδιζαν ακόμα στην κάθε γραμμή του προσώπου τους. Ήταν φανερό πως εκεί πίσω, στα εσωτερικά δωμάτια, απ' όπου όλοι τους τόσο ορμητικά ξεχύθηκαν μέσα, θα είχαν κουβέντες ασύγκριτα πιο διασκεδαστικές από τούτες εδώ, για την κόμησσα Απράξιν. Κάπου κάπου, άλλαζαν αναμεταξύ τους καμιά ματιά και μόλις και συγκρατούσαν τα γέλια.
Oι δύο νέοι, ο φοιτητής κι ο αξιωματικός, ήταν παιδικοί φίλοι, είχαν την ίδια ηλικία κι ήταν κι οι δυο τους όμορφοι, μα δεν έμοιαζαν καθόλου αναμεταξύ τους. O Μπαρίς ήταν ψηλός, ξανθός, με κανονικά, λεπτά χαραχτηριστικά και πρόσωπο όμορφο κι ατάραχο. O Νικολάι είχε μέτριο ανάστημα, σγουρά μαλλιά και φυσιογνωμία ανοιχτόκαρδη. Στο πάνω χείλι του άρχιζε να φυτρώνει σκούρο χνούδι και η ορμητικότητα κι ο ενθουσιασμός ξεχείλιζαν σ' όλο του το ύφος. O Νικολάι αναψοκοκκίνισε μόλις μπήκε στο σαλόνι. Ήταν φανερό πως έψαχνε και δεν έβρισκε τι να πει. O Μπαρίς, απεναντίας, χωρίς καθόλου να τα χάσει, διηγήθηκε αμέσως σε τόνο ήρεμο και αστείο πως αυτήν την κούκλα, τη Μιμή, την είχε γνωρίσει νεαρή δεσποινίδα, όταν δεν ήταν ακόμα χαλασμένη η μύτη της, και πως μέσα σε πέντε χρόνια γέρασε η καημένη και το κρανίο της ράγισε πέρα για πέρα. Αφού τα είπε αυτά, κοίταξε τη Νατάσα. Η Νατάσα γύρισε απ' την άλλη μεριά το κεφάλι της και κοίταξε τον μικρό της αδελφό, που τρανταζόταν σύγκορμος και που 'χαν μισοκλείσει τα μάτια του απ' τα άφωνα γέλια που τον έπνιγαν, και μην έχοντας πια δύναμη να συγκρατηθεί κι εκείνη, αναπήδησε κι έφυγε βιαστική απ' το σαλόνι, τρέχοντας όσο μπορούσαν τα μικρά της ποδαράκια. O Μπαρίς δε γέλασε.
«Νομίζω, μαμά, πως και σεις θέλατε κάπου να πάτε;» είπε γυρίζοντας χαμογελαστός στη μητέρα του. «Σας χρειάζεται το αμάξι;»
«Ναι. Πήγαινε να πεις να το ετοιμάσουν», αποκρίθηκε η Άννα Μιχαήλοβνα.
Ο Μπαρίς έφυγε αθόρυβα απ' το σαλόνι κι ακολούθησε τη Νατάσα. Ο χοντρός Πετρούσα, θυμωμένος, τους ακολούθησε τρέχοντας, σα να 'ταν φουρκισμένος που του χαλούσαν τα σχέδια.
 
IX
ΑΠ' ΤΗ ΝΕΟΛΑΙΑ, αν αφαιρέσουμε τη μεγάλη κόρη της κόμησσας, που ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη απ' τη Νατάσα και είχε το ύφος μεγάλης, και την κόρη της επισκέπτριας, στο σαλόνι παρέμεναν η Σόνια κι ο Νικολάι. Η Σόνια ήταν αδυνατού-λα, λεπτοκαμωμένη μελαχρινούλα, με βλέμμα γλυκό, σκιασμένο με μακριές βλεφαρίδες, και οι πλούσιες μαύρες κοτσίδες τής στεφάνωναν δύο φορές το κεφάλι. Είχε μια σταρένια απόχρωση στο δέρμα του προσώπου και προπάντων στα γυμνά, στα λιπόσαρκα, μα αρκετά κομψά και μυώδη, μπράτσα και στον λαιμό. Με την απλότητα που είχαν οι κινήσεις της, με την ελαστικότητα που είχαν τα κομψά της μέλη, με το συγκρατημένο και κάπως πονηρούτσικο ύφος της, θύμιζε το αφορμάριστο ακόμα γατάκι, που μέλλει να εξελιχτεί σε μια χαριτωμένη γατίτσα. Ήταν φανερό πως η Σόνια θεωρούσε σωστό να δείχνει με το χαμόγελο της τη συμμετοχή της στη γενική συζήτηση, μα άθελά της τα μάτια της, κάτω απ' τις πυκνές και μακριές βλεφαρίδες, γύριζαν στον ξάδελφο που θα 'φευγε για τον στρατό και τον κοίταζαν με μια τέτοια κοριτσίστικη περίπαθη λατρεία, που το χαμόγελο της δεν μπορούσε κανέναν μήτε στιγμή να ξεγελάσει, και ήταν φανερό πως η γατίτσα κάθισε λιγάκι μόνο και μόνο για να τιναχτεί επάνω, ακόμα πιο ζωηρή, και να συνεχίσει το παιχνίδι της με τον ξάδελφο μόλις βρεθούν κι αυτοί έξω απ' το σαλόνι, σαν τη Νατάσα με τον Μπαρίς.
«Ναι, αγαπητή μου», είπε ο κόμης γυρίζοντας στην επισκέπτρια και δείχνοντάς της τον γιο του, τον Νικολάι. «Να, επειδή ο φίλος του ο Μπαρίς προήχθη στον βαθμό του ανθυπασπιστή της φρουράς, και κείνος από φιλία δε θέλει να μείνει παραπί-σω, παρατάει και το Πανεπιστήμιο και μένα τον γέρο και πάει στον στρατό, αγαπητή μου. Και γω του είχα κιόλας έτοιμη θέση στο Αρχείο, όπου τον περίμενε λαμπρή σταδιοδρομία. Αυτά έχει η φιλία. Πώς;»
«Λένε πως ο πόλεμος κηρύχτηκε κιόλας», είπε η ξένη κυρία.
«Από καιρό το λένε», παρατήρησε ο κόμης, «θα το πουν, θα το ξαναπούν και στο τέλος θα σωπάσουν. Αγαπητή μου, βλέπετε τι κάνει η φιλία», επανέλαβε. «Θα πάει στο σύνταγμα των ουσσάρων».
Η επισκέπτρια, μην ξέροντας τι να πει, κίνησε το κεφάλι της.
«Η φιλία δεν έχει καμιά σχέση με την απόφασή μου», είπε ο Νικολάι κοκκινίζοντας και προσπαθώντας να δικαιολογηθεί, σα να του πρόσαπταν κάποια κατηγορία. «Η φιλία δεν έχει καμιά σχέση. Απλούστατα, αισθάνομαι κλίση για το στρατιωτικό».
Γύρισε και κοίταξε την ξαδέλφη του και την ξένη δεσποινίδα. Και οι δυο τους τον κοίταζαν με χαμόγελο επιδοκιμασίας.
«Σήμερα θα γευματίσει μαζί μας ο Σούμπερ, συνταγματάρχης του συντάγματος Παυλογκράντσκη των ουσσάρων. Ήρθε στη Μόσχα με άδεια και τον παίρνει μαζί του. Τι να κάνουμε;» είπε ο κόμης, υψώνοντας τις πλάτες και μιλώντας σε τόνο αστείο για ζήτημα που ολοφάνερα του στοίχιζε πολύ.
«Σας το 'χω πει, μπαμπά, πως αν δε θέλετε να μ' αφήσετε, θα μείνω», είπε ο Νι-κολάι. «Όμως, ξέρω πως δεν είμ' άξιος για τίποτ' άλλο εχτός απ' το στρατιωτικό.
Δεν κάνω μήτε για διπλωμάτης, μήτε για δημόσιος υπάλληλος. Δεν ξέρω να κρύβω εκείνο που αισθάνομαι», πρόσθεσε, κοιτάζοντας πότε την ξαδέλφη του και πότε την ξένη δεσποινίδα, με τη φιλαρέσκεια που 'χουν τα όμορφα νιάτα.
Η γατίτσα, κατατρώγοντάς τον με τα μάτια, φαινόταν πως ήταν έτοιμη, με την πρώτη ευκαιρία, να παίξει και να δείξει όλη τη γατίσια φύση της.
«Καλά, καλά τώρα!» παρατήρησε ο πατέρας. «Όλο παίρνει φόρα... Αυτός ο Μπουοναπάρτε τούς έχει ξετρελάνει όλους. Κι όλοι τους δεν έχουν τίποτα άλλο στο μυαλό τους, παρά πώς, σώνει και καλά, αυτός από απλός ανθυπολοχαγός έφτασε να γίνει αυτοκράτορας. Ε, μακάρι ο Θεός να δώσει...» πρόσθεσε, χωρίς ν' αντιληφθεί το κοροϊδευτικό χαμόγελο της επισκέπτριας.
Oι μεγάλοι άρχισαν να μιλούν για τον Μπουοναπάρτε. Η Ζιουλί, η κόρη τής Κα-ράγινα, στράφηκε στον νέο Ροστόβ.
«Κρίμα που δεν ήρθατε την Πέμπτη στου Αρχάροβ. Να σας πω την αλήθεια, έπληξα πολύ χωρίς εσάς», είπε με τρυφερό χαμόγελο.
Κολακευμένος ο νέος, κάθισε γελαστός πιο κοντά της κι άρχισε να κουβεντιάζει μαζί της, χωρίς καθόλου ν' αντιληφθεί πως η συμπεριφορά του αυτή γινόταν αφορμή να διαπερνάει το μαχαίρι της ζηλοτυπίας την καρδιά της Σόνιας, που κατακοκκίνισε και χαμογελούσε προσποιημένα. Κάποια στιγμή ο νέος στράφηκε και την κοίταξε. Η Σόνια τον κεραυνοβόλησε με μια ματιά γεμάτη θυμό και πάθος, και, μόλις συγκρατώντας τα δάκρυα στα μάτια και το προσποιημένο χαμόγελο στα χείλη, σηκώθηκε κι έφυγε απ' το σαλόνι. Όλη η ζωηρότητα του Νικολάι χάθηκε μεμιάς. Και στην πρώτη διακοπή της κουβέντας του με τη Ζιουλί σηκώθηκε και, καταταραγμένος, βγήκε κι έτρεξε να βρει τη Σόνια.
«Θεέ μου, πόσο τα μυστικά όλης αυτής εδώ της νεολαίας είναι ραμμένα με άσπρη κλωστή!» παρατήρησε η Άννα Μιχάηλοβνα, δείχνοντας τον Νικολάι που έφευγε. «Η ξαδερφοσύνη είναι επικίνδυνη γειτνίαση», πρόσθεσε.
«Ναι», είπε η κόμησσα, αφού πια η αχτίνα του ήλιου, που είχε εισχωρήσει στο σαλόνι μαζί μ' όλη εκείνη τη νεολαία, εξαφανίστηκε, και σα ν' αποκρινόταν σε μια ερώτηση που κανένας δεν της είχε θέσει, μα που την απασχολούσε αδιάκοπα. «Πόσα βάσανα, πόσες αγωνίες τραβάει κανείς ώσπου να φτάσει στο σημείο να τα χαρεί τώρα! Μα και τώρα, σας βεβαιώ, πιότερη είναι η αγωνία παρά η χαρά. Όλο φοβάσαι, τρέμεις! Είναι ακριβώς εκείνη η ηλικία με τους τόσους κινδύνους, τόσο για τα κορίτσια όσο και για τ' αγόρια».
«Όλα εξαρτώνται απ' την ανατροφή», είπε η επισκέπτρια.
«Βέβαια. Έχετε δίκιο», εξακολούθησε η κόμησσα. «Ως τώρα ήμουν, δόξα τω Θεώ, φίλος των παιδιών μου και μου 'χαν απόλυτη εμπιστοσύνη», είπε η κόμησσα, επαναλαμβάνοντας την πλάνη πολλών γονιών, που φαντάζονται πως τα παιδιά τους δεν έχουν μυστικά απ' αυτούς. «Ξέρω πως πάντα θα 'μαι η πρώτη έμπιστη των κοριτσιών μου, και πως ο Νικόλινκα, αν με τον ορμητικό χαραχτήρα που 'χει, κάνει τρέλες (ένα αγόρι δεν μπορεί και χωρίς αυτά), πάντως δε θα φτάσει ποτέ στο σημείο που 'φτασαν αυτοί οι κύριοι στην Πετρούπολη».
«Ναι. Είναι λαμπρά παιδιά, λαμπρά!» επιβεβαίωσε ο κόμης, που πάντα ξέμπλεκε τα ζητήματα που 'βρισκε μπερδεμένα, βρίσκοντάς τα όλα λαμπρά. «Τι να του κάνω; Του κάπνισε να πάει να γίνει ουσσάρος! Τι να πει κανείς, αγαπητή μου!»
«Τι χαριτωμένο πλασματάκι η μικρή σας!» είπε η επισκέπτρια. «Σπίρτο μοναχό».
«Σπίρτο, πραγματικά!» παρατήρησε ο κόμης. «Μου 'μοιασε σ' όλα! Και τι εξαίσια φωνή! Όχι πως είναι κόρη μου, μα σας λέω την αλήθεια, θα γίνει σπουδαία τραγουδίστρια μια μέρα. Δεύτερη Σαλομονί. Της πήραμε Ιταλό για το τραγούδι».
«Μα δεν είναι πολύ νωρίς; Λένε πως χαλάει η φωνή, όταν αρχίζει το παιδί να γυμνάζεται από μικρό».
«Μπα! Τι λέτε;» είπε ο κόμης. «Πώς οι μητέρες μας παντρεύονταν στα δώδεκα και στα δεκατρία τους χρόνια;»
«Εκείνη είναι κιόλας από τώρα ερωτευμένη με τον Μπαρίς! Πώς σας φαίνεται;» είπε η κόμησσα χαμογελώντας σιγανά και ρίχνοντας μια ματιά στη μητέρα του Μπα-ρίς. Και, απαντώντας, καθώς φαίνεται, σε κάποια σκέψη που αδιάκοπα την απασχολούσε, εξακολούθησε: «Αν όμως της φερνόμουν αυστηρά, αν της απαγόρευα ορισμένα πράγματα... ένας Θεός ξέρει τι θα 'καναν στα κρυφά», η κόμησσα εννοούσε πως σίγουρα θα φιλιόντουσαν, «ενώ τώρα τα ξέρω όλα. Η ίδια τρέχει το βράδυ και μου τα λέει. Μπορεί να την παραχαϊδεύω, όμως σας βεβαιώνω πως αυτό το βρίσκω καλύτερο. Τη μεγάλη μου, την ανάθρεψα με μεγάλη αυστηρότητα».
«Ναι. Εμένα μ' ανάθρεψαν εντελώς αλλιώτικα», παρατήρησε χαμογελώντας η όμορφη κόμησσα Βιέρα.
Μα το χαμόγελο δε φώτισε το πρόσωπο της Βιέρας, όπως συνήθως συμβαίνει, παρά αντίθετα του 'δωσε κάποια αφύσικη έκφραση, που το 'κανε πολύ δυσάρεστο. Η νέα ήταν όμορφη, δεν ήταν καθόλου κουτή, έκανε εξαίρετες σπουδές, ήταν λαμπρά αναθρεμμένη, είχε ευχάριστη φωνή, τα λόγια που είπε ήταν σωστά και είχαν τον τόπο τους, μα, πράγμα παράξενο, όλοι, και η επισκέπτρια και η κόμησσα, γύρισαν και την κοίταξαν σα ν' απορούσαν γιατί το 'χε πει αυτό, κι αισθάνθηκαν κάποια στενοχώρια.
«Έτσι πάντα συμβαίνει με τα πρώτα παιδιά. Τα λεπτολογούν πολύ οι γονείς. Θέλουν να τα κάνουν να γίνουν εξαιρετικά», παρατήρησε η επισκέπτρια.
«Δεν μπορώ να μην το πω, αγαπητή μου, η γυναίκα μου το παράκανε με τη Βιέ-ρα», είπε ο κόμης, «όμως δεν έχω παράπονο: βγήκε μια κοπέλα πρώτης τάξεως», πρόσθεσε γνέφοντας επιδοκιμαστικά στην κόρη του.
Η επισκέπτρια με την κόρη της σηκώθηκαν επιτέλους κι έφυγαν, δίνοντας την υπόσχεση πως θα 'ρχονταν στο γεύμα.
«Τι τρόπος κι αυτός, να κάθονται τόσες ώρες!» παρατήρησε η κόμησσα όταν πια έφυγαν οι ξένες.
 
 

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ

 

Η μεγαλοφυέστερη μυθιστορηματική σύνθεση-καθρέφτης

μιας από τις πιο γόνιμες σε κοινωνικές

και θρησκευτικές ζυμώσεις εποχής της Ιστορίας

και οδηγός της κάθε εποχής.

 

Ενώ πλησιάζει το 2016 και μαζί με αυτό η συμπλήρωση 90 χρόνων αδιάκοπης και εντατικής εκπολιτιστικής εργασίας των Εκδόσεων Γκοβόστη, επιμένουμε στις κλασικές αξίες συνεχίζοντας την επανέκδοση μεγάλων έργων της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, σε μοναδικές και αξεπέραστες μεταφράσεις. Η νέα επίτομη έκδοση του ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ του Λέοντος Τολστόη προσφέρει μια έξοχη απεικόνιση της ζωής και των συνθηκών της Ρωσίας την περίοδο των Ναπολεόντειων Πολέμων και της αυτοκρατορικής Ρωσίας. Αν και το βιβλίο γράφτηκε την επαύριον του Κριμαϊκού Πολέμου, εποχή που το ρωσικό εθνικό αίσθημα ήταν ιδιαιτέρως έ-ντονο, ο πόλεμος του 1812 παρουσιάζεται ως η κρίσιμη καμπή για τη διαμόρφωση της αριστοκρατικής κουλτούρας στη Ρωσία. Πρόκειται για ένα εθνικό έπος και, με την έννοια αυτή, συνιστά τη σταδιακή αποκάλυψη της ιδιαίτερης ταυτότητας ενός λαού. Η ταλάντευση από το προσωπικό στο επικό καταλήγει να δώσει στο έργο μια πνοή μεγαλειώδη, καθιστώντας το ένα ζωντανό πανόραμα της αριστοκρατικής κοινωνίας που ωστόσο νοιάζεται για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, του αναρχοχριστιανισμού τον οποίο ασπάστηκε ο Τολστόη στα τελευταία χρόνια της ζωής του καθώς και της λεγόμενης τολστοϊκής ηθικής.

Ανάμεσα στο τολστοϊκό έργο και την τολστοϊκή φιλοσοφία δεν μπορεί να γίνει κανενός είδους διαχωρισμός, όπως άλλωστε άρρηκτα συνδεδεμένες είναι μεταξύ τους οι μυθιστορηματικές και ιστορικές πτυχές του έργου. Ο ίδιος ο Τολστόη αδυνατούσε να χαρακτηρίσει το έργο του ως μυθιστόρημα και πολύ λιγότερο ιστορικό χρονικό. Μάλλον ήταν το είδος εκείνο με το οποίο ο συγγραφέας εξέφρασε αυτά που ήθελε και μπορούσε να εκφράσει. Χωρίς ενιαίο θεματικό μοτίβο, στεγανά πλοκής και σαφές τέλος, συνιστά πρόκληση για το είδος του μυθιστορήματος και δεν μπορεί παρά να απασχολεί την ιστορία της λογοτεχνίας ως αφηγηματική καινοτομία.

Το βάθος της ψυχολογικής ανάλυσης, η αριστοτεχνική απεικόνιση ανθρώπινων μορφών και τοπίων και ο πλούτος της γλώσσας, κάνουν το έργο ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της ρεαλιστικής πεζογραφίας του 19ου αιώνα. Ο Τολστόη αποδίδει άψογα τον ιστορικό ολοκληρωτισμό ενώ ταυτόχρονα μάς διδάσκει τρόπο ζωής. Έργο πάντοτε επίκαιρο και διαχρονικό, καθώς ακόμα κι όταν αλλάζουν τα πρόσωπα και τα τοπωνύμια, η ανθρώπινη φύση μένει η ίδια.

 

Τολστόη, Λέων
Ο Λέων Τολστόη (1828-1910) είναι ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες, γνωστός στο ευρύ κοινό πρωτίστως για τα έργα του "Πόλεμος και Ειρήνη" και "Άννα Καρένινα", που συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών. Η ζωή του Τολστόη χαρακτηρίστηκε από μεγάλες αντιθέσες, καθώς τα πρώτα άσωτα χρόνια της αριστοκρατίας τα διαδέχτηκε η ριζοσπαστική μεταστροφή του προς την άρνηση του πλούτου, τη φιλανθρωπία και προς έναν ιδιόμορφο ειρηνιστικό και χριστιανικό αναρχισμό, που έτυχε θαυμασμού από προσωπικότητες όπως ο Γκάντι και επισφραγίστηκε με τον αφορισμό της Ρωσικής Εκκλησίας. Η στροφή στην κοσμοθεωρία του άρχισε να συντελείται με την απογοήτευση που γεύτηκε πολεμώντας με τον ρώσικο στρατό σε διάφορα μέτωπα μέχρι το 1856, όταν και έγραφε τα πρώτα του έργα, αυτοβιογραφικά σε μεγάλο βαθμό. Ο πόλεμος γυμνός, χωρίς πατριωτικά πλουμίδια, σκιαγραφήθηκε στα "Διηγήματα της Σεβαστούπολης" (1855). Λίγο μετά ο Τολστόη αφοσιώθηκε στα κτήματά του, γράφοντας παράλληλα τους "Κοζάκους" (1863) και τον "Πολικούσκα" (1863), έκφραση της γοητείας που του ασκούσε ο χωριάτικος τρόπος ζωής και συνάμα της αποστροφής του για την αριστοκρατική τάξη πραγμάτων, της οποίας ο καθωσπρεπισμός στηλιτεύτηκε στην "Άννα Καρένινα" (1875-77). Στον "Πόλεμο και Ειρήνη" (1865-69), έργο που βασίστηκε σε ιστορικές μαρτυρίες και ντοκουμέντα όπως τα επεξεργάστηκε η πολιτική σκέψη του Τολστόι, επιχειρήθηκε η ανατροπή της ιστορικής μυθοπλασίας, η αποκαθήλωση των ηγετικών μορφών και η ανάδειξη του ρόλου των απλών στρατιωτών. Στα τελευταία έργα του, όπως είναι "Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς"" (1886), "Η σονάτα του Κρόιτσερ" (1887-9), "Ο Διάβολος" (1889-90) και η "Ανάσταση" (1899), ο Τολστόη ανέλυσε πτυχές της γνήσιας χριστιανικής αρετής σε αντιδιαστολή με τον τυπικισμό, μια αρετή που εφάρμοσε ζώντας ασκητικά, παρά τις σοβαρές αντιρρήσεις της γυναίκας του και την αποστασιοποίηση του από το οργανωμένο κράτος και την επίσημη Εκκλησία. Πλήθη όμως ολόκληρα τον θεωρούσαν πρότυπο και προσπαθούσαν να τον γνωρίσουν από κοντά, στη δύση πλέον της ζωής του.
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:

* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€

Στείλτε μας την απορία σας για το προϊόν.
 

Δείτε επίσης