ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο δρόμος φιδωτός, ανάμεσα σε υποστατικά και μποστάνια, καλαμιές θυσανωτές, ελαιώνες και συκιές, σε οδηγεί νοτιοδυτικά προς Καλαμίτσα, ενώ δεξιά σου έχεις για συνοδό το ολοπράσινο βουναλάκι του Αϊλιά. Προσπερνώντας αριστερά σου το Αχίλλι κι ύστερα τις Μουριές, σε λίγο κατηφορίζεις στην παραλία, λευκή από τ’ αστραφτερά λαλάρια και λιτρίδια, και όλο τραβάς στις παρυφές του Βουνού, που οι ντόπιοι το λένε κι αλλιώς Κόχυλα, για να φτάσεις στο περίφημο Νύφι με την κρουσταλλιαστή πηγή ν’ αναβλύζει στα ριζά, χωμένη σε βράχια και μάρμαρα. Τριγύρω πικροδάφνες, ενώ στα δεξιά σου εξακολουθεί το άνοιγμα τού κόλπου που περικλείει η Σκυροπούλα και η μακρόστενη απόληξη του Βουνού.
Συνεχίζοντας, ο τόπος σκληραίνει και μόνο πουρνάρια βλέπεις κι αγριελιές και ψηλότερα τα μελίχλωρα σφεντάμια, και θαυμάζεις σαν από αεροπλάνο πολύ χαμηλά τη θέα της Κολυμπάδας, με τα διάφανα νερά, και το μοναδικό σπίτι στην άκρη της παραλίας κλεισμένο από δέντρα. Μισή ώρα μετά την αναχώρησή σου απ’ το χωριό, φτάνεις εκεί όπου πυκνώνουν ποτίστρες, σκόρπια κατσίκια και σκυριανά αλογάκια· εκεί χαμηλά σ’ ένα λιοστάσι με πρόσωπο προς τις Τρεις Μπούκες, που απαθανάτισε η λογοτεχνική γραφίδα συγγραφέων, όπως Γεώργιος Δροσίνης, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Πέτρος Χάρης, Μαργκερίτ Γινέ, Μισέλ Ντεόν, κ.ά., εκεί θα δεις έναν τάφο – τον μαρμάρινο τάφο του Άγγλου ποιητή Ρούπερτ Μπρουκ.
Πρώτη προσέγγιση και συγκίνηση σ’ εκείνο το από κοινού ταξίδι μας στη Σκύρο. Σ’ αυτό το νησί, που άφησαν εξ ανάγκης το άψυχο σώμα τού ποιητή οι φίλοι-συμπολεμιστές αργά τη νύχτα της 23ης Απριλίου του 1915.
Εκεί στον έρημο ελαιώνα με τ’ αγριοκάτσικα να βόσκουν κουδουνίζοντας τα τροκάνια, σε πουρνάρια, θυμάρια, φυλίκια και ευωδιαστούς φακούς, με τις σκόρπιες πέτρες γλυπτά εκτοπλάσματα που ’φτιαξε το χέρι του χρόνου με μια αλλόκοτη υπερκόσμια φαντασία, εκεί θάφτηκε, στα 28 του χρόνια, διότι εκεί το θέλησε να θαφτεί ο Ρούπερτ Μπρουκ, ο ποιητής κι ανθυποπλοίαρχος του Αγγλικού Ναυτικού. Για να ταυτιστεί η μεταθανάτια μοίρα του, περισσότερο κι απ’ την πατρίδα του, με τούτο το ιδιαίτερο νησί του Αιγαίου.
Το νησί που ’κανε αρχέγονη μοίρα του την άγρια μονιά τού μεσοπέλαγου ερημίτη και την καρδιά των ανθρώπων του τραχύ, αλλά ευφρόσυνο φορτίο ζωής.
Μια επιτομή βιογραφίας του Ρούπερτ Μπρουκ θα κατέγραφε συνοπτικά ότι γεννήθηκε στις 3 Αυγούστου του 1887 στο Ράγκμπυ της Αγγλίας, σπούδασε στο Κέμπριτζ κλασσικές επιστήμες, όπου και συναναστράφηκε με άλλους φερέλπιδες ποιητές, που δεν είχαν όμως τύχη στη μεγάλη κονίστρα όπου αναμετράται η υστεροφημία των έργων, ερωτεύτηκε σφόδρα στα είκοσί του, ταξίδεψε σε διάφορες χώρες, καταλήγοντας σ’ εξωτικά νησιά του Ειρηνικού σαν γνήσιος θηρευτής εμπειριών απ’ ανάγκη της ρομαντικής του φύσης, έγραψε μέσα σε δέκα χρόνια, ενενήντα τέσσερα όλα κι όλα… ποιήματα, εξέδωσε ενόσω ζούσε μια ποιητική συλλογή, κατετάγη στο Αγγλικό Ναυτικό κι ως ανθυποπλοίαρχο τον βρήκε σχεδόν ανάσκητο ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος, για να λάβει μέρος σε ασκήσεις, διομολογήσεις και μια καταστροφική εκστρατεία.
Τότε αρρώστησε, στο Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου, κι ανεβαίνοντας με το πλοίο του προς τα Δαρδανέλλια, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε από ένα τσίμπημα κουνουπιού. Μέσα σε δυο μέρες πέθανε ανοιχτά από τις Τρεις Μπούκες, φυσικό όρμο της Σκύρου, όπου και ετάφη νύχτα σε μια πλαγιά!
Ο Ρούπερτ Μπρουκ ήταν μια ανόθευτη ρομαντική φωνή που την έθελγε ο περιπετειώδης βίος και τα μυστήρια εξωτικών τόπων με θυελλώδεις έρωτες.
Έζησε στο μεταίχμιο δύο αιώνων που σφράγισε η αλλοκοτιά μιας κοινωνίας σε αναβρασμό ξεβράζοντας όνειρα, προσδοκίες κι ελπίδες στην πρώτη μεγάλη από τις μεγαλύτερες αλληλοσφαγές που γνώρισε ο κόσμος – αυτήν του Α Παγκόσμιου Πολέμου.
Αλλά την έζησε με τον παράτολμο οίστρο και την άκαμπτη ορμή ενός νέου ποιητή σε προϊούσα ωρίμανση, που απέχει από τον ανελέητο κόσμο προλήψεων και δεισιδαιμονιών, και πάντα ακμαίος προτάσσει την αισθητική ως ηθικό κανόνα ζωής.
Αν το ειδικό βάρος ενός ανθρώπου μετράται με το ειδικό βάρος της γλώσσας του, ο Ρούπερτ Μπρουκ, ιδεαλιστής μιας άδολης πατριωτικής εμμονής, έπραξε τα του σύντομου βίου του παράλληλα με τη λατρεία των λέξεων, που από μόνη της μετατρέπει τον θεράποντα της ποίησης σε αφοσιωμένο στη μόνη πατρίδα που αυτός ξέρει: τη γλώσσα του.
Η ποίησή του απλή και απτή, δεν έχει εξάρσεις που εμφανίζει η ποίηση προγόνων του ρομαντικών, όπως λ.χ. του Γουόρτσγουορθ, του Βύρωνα, του Σέλλεϋ, του Κητς και του δικού μας Σολωμού. Ενώ σε παρασέρνει σ’ ένα μονότονο ταξίδι, αίφνης βρίσκεσαι μπροστά σε ολική μεταστροφή, νοιώθοντας τον ανάλαφρο κραδασμό μιας άλλης τονικότητας που συχνά συνοδεύεται από έναν νέο αναβαθμό ποιητικής συγκίνησης. Κι αυτό εξαιτίας της επιμέρους δραματικότητας τής γλώσσας του και λιγότερο εξαιτίας του μύθου που ενυπάρχει στο ποίημα, ως χειροπιαστό στοιχείο, όπως το πλάθει η άλογη σφαίρα της ανθρώπινης φύσης.
Τα πρώτα του βήματα ήταν καταλυτικά για τη συγκρότηση της ποιητικής του, που αρθρώθηκε με τον οίστρο εκείνου που εκλαμβάνει τη ζωή σαν μέγα θαύμα και δυνατό απόρημα – δυο συνιστώσες συνδεδεμένες με το ακατάβλητο, εκπληκτικής ποικιλομορφίας, πανόραμα της ύπαρξης.
Γιατί το θαύμα του κόσμου για τον Μπρουκ δεν είναι κρυμμένο στο μπαούλο των αναμνήσεων. Είναι το βασανιστικό Πέραν των αναμνήσεων, όπου το ρομαντικό συναιρείται με το πραγματικό σε όλη τη μεγαλειώδη αντινομία που εντρυφεί στο ανείδωτο κι ανείπωτο βάθος των πραγμάτων σαν ηρακλήτεια αρμονία αφανής.
Ό,τι χαρακτηρίζει την ποιητική εικονοποιία του, που κορυφώνεται σε ποιήματα όπως «Γκράντσεστερ» και «Βαστίλλη», είναι μια αμήχανη υποδόριας τρυφερότητας αποδοχή της φυσικής σκηνογραφίας τού έξω κόσμου. Αποδοχή που μοιάζει κατακτημένη με τυράγνια κι επίγνωση.
Και μόνο τέσσερα ποιήματά του να διαβάσει κανείς –«Στρατιώτης», «Γκράντσεστερ», «Νεκροί», «Βαστίλλη»– βλέπει και νοιώθει το σαράκι που ’τρωγε αυτόν τον ντελικάτο εραστή της ζωής και της ποίησης – ο κόσμος της ματαιότητας με τ’ ανεκπλήρωτο άχθος μιας ζωής που άλλα σου υπόσχεται παιδιόθεν και άλλα τελικά σου δίνει!
Ίσως και γι’ αυτό ο λυρισμός του Μπρουκ, ως γνήσιου επίγονου των πιο πιστών κι αφοσιωμένων ρομαντικών, να είναι η πιο αλάνθαστη ένδειξη μιας γνήσιας ρομαντικής ροπής και τροπής, όπως απεικονίζεται με τη μετουσίωση της εμπειρίας σε κάτι δραματικά αισθητό. Και εναρμονισμένο με το απείκασμα μιας γλώσσας σε μορφή ποιημάτων.
Όταν ο Ρούπερτ Μπρουκ αρχίζει να γράφει στα δεκαοκτώ του και να εμφανίζεται δειλά στα ποιητικά πράγματα της Αγγλίας, στην Ελλάδα δεσπόζουν οι Παλαμικοί. Κάνουν έντονη την παρουσία τους νέοι ποιητές που φιλοδοξούν βιαστικά να υπερβούν μια, συχνά, παιγνιώδη ελαφρότητα και ένα μείγμα υπαίθριας λαϊκότητας και αστισμού, που ’χαν στα ποιητικά τους τραγούδια ποιητές τής «γενιάς του 1880», όπως ο Γεώργιος Δροσίνης, ο Ιωάννης Πολέμης, Λάμπρος Πορφύρας, κ.ά.
Οι νέοι ποιητές με τη φρέσκια ματιά και την αύρα μιας ανυπόμονης τρυφερότητας, συνδυασμένης με τη γοητεία της στιχουργικής παράδοσης, ήταν ο Απόστολος Μελαχρινός, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Κώστας Βάρναλης, ο Μάρκος Αυγέρης κι ο Νίκος Καζαντζάκης.
Ήδη οι ποιητές αυτοί και άλλοι παλαιότεροι-πλησιέστεροι στη «γενιά του ’80» θα εγκολπωθούν τον Αισθητισμό που στην Ευρώπη διαδίδεται ραγδαία και μπολιασμένος με αρχαιολατρεία, θα γεννήσει τη σχολή του νεορομαντισμού, όπου και θα εμβαπτισθεί από τα πρώτα του βήματα ο ποιητής μας.
Όταν ο Μπρουκ το 1905 πρωτογράφει ποίηση, ο Κωνσταντίνος Καβάφης μόλις έχει τυπώσει σε τεύχη μια επιλογή από δεκατέσσερα ποιήματα και ταξιδεύει για τρίτη φορά στην Αθήνα.
Στη διάρκεια της κρίσιμης δεκαετίας του ποιητή μας (1905-1915), στην Ευρώπη αρχίζει να λάμπει το άστρο τού, ορμώμενου εξ Αμερικής, αρχηγέτη του Μοντερνισμού, Έζρα Πάουντ.
Το 1911 που ο ποιητής εκδίδει τη μόνη εν ζωή συλλογή του Ποιήματα, ο Αμερικανός, που πολιτογραφείται Ευρωπαίος από το 1908, έχει ήδη στο ενεργητικό του τρεις συλλογές.
Ο Έζρα Πάουντ, δύο χρόνια μεγαλύτερος του Μπρουκ, γνωρίστηκε μαζί του όταν άρχισε να γράφει στο βρετανικό μοντερνιστικό περιοδικό New Age. Ο κύκλος του περιοδικού, στον οποίον ο Μπρουκ ανήκε, περιλάμβανε μεταξύ άλλων τους μοντερνιστές συγγραφείς T.E. Hulme, D.H. Lawrence και Herbert Read, και ήταν μέσω αυτών που ο Έζρα Πάουντ μπήκε στους λογοτεχνικούς κύκλους του Λονδίνου.
Μάλιστα, ο Μπρουκ έκρινε –στην επιθεώρηση Cambridge Review– το πρώτο ποιητικό βιβλίο του Πάουντ, γράφοντας μεταξύ άλλων: «Ο κύριος Πάουντ έχει μεγάλο ταλέντο. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε το όνομά του, γιατί στα αμέσως επόμενα χρόνια θα τον δούμε ανάμεσα στα πιο σημαντικά της ποίησης». Από την άλλη, ο Πάουντ διαφωνούσε μαζί του στο θέμα της παραδοσιακής μετρικής που χρησιμοποιούσε ο Μπρουκ. Κάποτε μάλιστα σατίρισε τον ρομαντισμό του στο ριζοσπαστικό μοντερνιστικό περιοδικό Blast.
Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο έτερος των κορυφαίων Μοντερνιστών, δημοσιεύει το 1906 τη Μελωδία του έρωτα και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε, ενώ στο ίδιο διάστημα, κρίσιμο για την εκρηκτική άνοδο του νέου ρεύματος, τυπώνονται και τα νέα ποιήματα του ιδίου. Τότε θα εμφανιστεί και ο Τόμας Στερν Έλιοτ, που θα χρειαστεί όμως άλλα δώδεκα χρόνια για να εκδώσει το κορυφαίο του έργο Έρημη Χώρα «πετσοκομμένο» από τον Πάουντ. Τότε, επίσης, ο Ιρλανδός Γουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς, συμπληρώνοντας την αρχηγική τετράδα των Μοντερνιστών, θα εκδώσει μέχρι το 1910, τέσσερις ποιητικές συλλογές. Το νέο ρεύμα κυριαρχεί. Γι’ αυτό και προκαλεί έκπληξη που ο Ρούπερτ Μπρουκ θα παραμείνει στο μεταίχμιο του απερχόμενου Ρομαντισμού και του ακμάζοντος Μοντερνισμού. Αναθερμαίνοντας τον ρομαντισμό στα εσωτερικά στοιχεία της ποίησής του, ο ποιητής θα ασπασθεί κυρίως ορισμένα «τερτίπια» τεχνικής από τον Μοντερνισμό, δηλωτικά της μορφής των ποιημάτων του.
Παρ’ όλα αυτά, ο Μπρουκ, που ανήκει στους λεγόμενους «Γεωργιανούς ποιητές» με παραδοσιακές φόρμες στα ποιήματά τους, εθεωρείτο από τους κύκλους των Μοντερνιστών ομόλογός τους ποιητής, γι’ αυτό συνεργάστηκε με τα σημαντικότερα μοντερνιστικά περιοδικά των αρχών τού 20ού αιώνα: New Age, The Blue Review, The Chapbook, The English Review.
Όπως φαίνεται, με κρυσταλλωμένη μιας αρραγούς συνεκτικότητας ρομαντική φύση, δεν μπόρεσε να υιοθετήσει πλήρως το ανατρεπτικό –ως απολύτως νεωτερικό– ρεύμα του Μοντερνισμού.
Ο καμβάς, όπου έστησε τον ποιητικό του κόσμο, είναι ο εμπειρικός κόσμος απ’ την Αγγλία κυρίως, ντυμένος με μιαν απροσμέτρητη τρυφεράδα και ένα σήμα ουμανισμού. Τον συγκλονίζει το ένα, καίριο φαινόμενο διπλής όψης: αυτό της ζωής κι αυτό του θανάτου. Το παράδοξο και το μαγικό συνυφαίνονται στον άπιαστο κόσμο του φανταστικού, όπως στο ποίημα «Βάλσαμο». Έναν κόσμο εντέλει ζυμωμένο με οδύνη και μεγαλείο, με ζέση αθανασίας και φθορά θανάτου.
Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι το σύντομο, σχεδόν αστραπιαίο, πέρασμά του από την Ελλάδα δεν άφησε ασυγκίνητους τους Έλληνες ποιητές, πεζογράφους και κριτικούς. Ιδιαίτερα μετά τις εορτές των αποκαλυπτηρίων του μνημείου στη Σκύρο, στις 5 Απριλίου 1931, όταν η φήμη του άγγιξε όλα τα μήκη και πλάτη του πολιτισμένου κόσμου, μια πλειάδα από λογοτέχνες μας εξέφρασε τη συγκίνησή της γραπτώς και ποικιλοτρόπως. Η Μυρτιώτισσα, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Πέτρος Χάρης, Κλέων Παράσχος, ο Τάκης Παπατσώνης, ο Γεώργιος Δροσίνης (και πολλοί μεταγενέστεροι) αναφέρθηκαν με υμνητικά λόγια στον άτυχο ποιητή και στον πλούσιο ποιητικό του κόσμο!
Έναν ποιητικό κόσμο εκφρασμένο σε άλλη απ’ τη μητρική σου γλώσσα, σαφώς και δεν είναι εύκολο να τον μεταφράσεις.
Είναι δεδομένο πως η όποια μεταφραστική απόπειρα ποίησης οφείλει να μην αποστεί από το περιεχόμενο του μεταφραζόμενου έργου. Όλα τ’ άλλα (ρυθμός, αρμονία, μουσικότητα) μοιραία σημαδεύονται από την αισθητική συγκρότηση του μεταφραστή.
Διόλου εύκολο να πεις, πού και πόσο καινοτόμησε ο Ρούπερτ Μπρουκ έναντι των προγόνων του Ρομαντικών, αν και είναι εμφανής και διαρκής η προσπάθειά του για ανανέωση μέσα στο καινοφανές περιβάλλον των Μοντερνιστών. Τη βλέπεις στο σπάσιμο των στίχων σε ημιστίχια και στην κλιμακωτή διάταξή τους. Έτσι που μάλλον προσθέτουν ένα επιπλέον καθήκον στον μεταφραστή: να συλλάβει και να αποδώσει το ιδιαίτερο πνεύμα, την αύρα της ποίησης που καλείται να μεταφέρει στη γλώσσα του.
Το μεταφραζόμενο είναι μάλλον λιγότερο ο πρωτογενής λόγος και περισσότερο ο μεταφραστής που καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στο πρωτότυπο και στο καινοφανές. Δηλαδή, από τη μια υπακούει στη συνείδηση της πρωτογενούς ποιητικής φωνής και από την άλλη στον πειρασμό τού ίδιου ως μεταφραστή που επιθυμεί τη μετάπλαση ενός, κατά το μάλλον ή ήττον, άρτιου υλικού σε μια νέα μορφή.
Αν, μάλιστα, το ποιητικό έργο συνολικά ή το ποίημα έχει μοναδικότητα που ανιχνεύεται αναλυτικά μέσα στη σύνθεση των ιδιαίτερων εξωτερικών στοιχείων κι ενός σαφούς περιεχομένου, τότε ο μεταφραστής, όσο κι αν θελήσει από συγγραφικό καθήκον να καινοτομήσει, οπωσδήποτε οφείλει να σεβαστεί το περιεχόμενο.
Κι αυτό ελπίζουμε ότι πράξαμε στην παρούσα μεταφραστική προσπάθεια, δουλεύοντας τα μισά σχεδόν από το σύνολο των ποιημάτων του Ρούπερτ Μπρουκ!
Ηλίας Γκρής – Κερασία Κάραλη