20
Το απόγευμα της 10ης μέρας του Δεκέμβρη, ο Απόστολος έκατσε να ξαποστάσει στο πέτρινο πεζούλι, λίγο πριν στρίψει στη γωνία προκειμένου να πατήσει στη γέφυρα της κεντρικής πύλης. Η διαδρομή από το μικρό ξενοδοχείο μέχρι την παλιά πόλη ήταν μικρή, αλλά και δύσκολη. Η κίνηση στον στενό δρόμο και τα υποτυπώδη πεζοδρόμια δυσχέραιναν το περπάτημά του. Η συνεχής συνοδεία των ρωμαλέων ανδρών της ασφάλειάς του τον είχε κουράσει.
«Μια ζωή ελεύθερος, και τώρα σαν μαντρωμένο πρόβατο», σιγομουρμούρισε. Άλλωστε κανείς δεν τον καταλάβαινε. Σηκώθηκε νωχελικά και προχώρησε κατά μήκος του κεντρικού άξονα της γέφυρας. Δεν πλησίαζε τις κουπαστές με τα τσιμεντένια κολωνάκια γιατί αγριευόταν από το ύψος -που δεν ήταν και τόσο μεγάλο- και το κενό, την τάφρο, που φιλοξενούσε τις καταλήξεις από τις δυο μεγάλες καμάρες και τα ριζά του κάστρου.
Η δίφυλλη πόρτα ήταν ανοιχτή. Η ράμπα που συνδεόταν με τη γέφυρα κατεβασμένη, κρεμαστή με δύο σκουριασμένες, βαριές αλυσίδες, και από πάνω το πρόσφατα συντηρημένο άγαλμα, πιστός φρουρός χρόνια τώρα. Προσπέρασε γρήγορα την πύλη και τρύπωσε στο εσωτερικό του κάστρου. Ένιωθε ξένος ανάμεσα σε ξένους. Παρά τον κρύο Δεκέμβρη, υπήρχαν αρκετοί τουρίστες στο πανέμορφο και προστατευμένο από την ΟΥΝΕΣΚΟ κάστρο. Άγνωστος, με διαβατήριο πλαστό, μη ανιχνεύσιμο, που κάποιοι φίλοι των Χέγκελς στις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες φρόντισαν να εκδώσουν. Προχώρησε αρκετά και βρέθηκε απέναντι στον ψηλό πέτρινο τοίχο με τις σκάλες που οδηγούσαν στις πολεμίστρες. Τα προσπέρασε και κατηφόρισε τον δρόμο, αδιαφορώντας για τα γραφικά μαγαζιά στα αριστερά του. Η εσωτερική πύλη δεν του προξένησε κανένα ενδιαφέρον. Για τον Απόστολο η κεντρική πλατεία, στη μια πλευρά του κάστρου, με το παλιό καμπαναριό, το άγαλμα με τον ιππότη, τις γκαλερί και τα παραδοσιακά κτήρια, τα διπλανά cafe και το πλακόστρωτο με τις τετραγωνισμένες μεγάλες πλάκες, καθώς και η αντίπερα πλευρά με το σιντριβάνι, τη βρύση του Ονόφριο και την επιβλητική εκκλησία, ήταν τα αγαπημένα του μέρη, όπου νεότερος είχε περάσει ευχάριστες στιγμές.
«Πόσες αναμνήσεις!» σκέφτηκε βαδίζοντας τον Στράντουμ, τον κεντρικό δρόμο. Επιτάχυνε και χώθηκε στο τρίτο στενό αριστερά.
Η ξανθιά φιγούρα πετάχτηκε ταραγμένη. Στο μικρό cafe, με το άβολο κάθισμα, μονολογούσε εκνευρισμένη για την απαγόρευση του καπνίσματος. Μαζί με καμιά δεκαπενταριά άτομα, στριμωγμένοι στα μεταλλικά καθίσματα με τα πλαστικά κορδόνια, κάπνιζε το τελευταίο τσιγάρο που είχε στο πακέτο της. Ο άνδρας, που μόλις πέρασε μπροστά της, ήταν γνωστός, τον είχε συναντήσει πριν από λίγους μήνες στο γραφείο τού Κλάους Χέγκελς. Η Ντόιρτε πέταξε αλόγιστα αρκετά κούνα στο τραπεζάκι, αδιαφορώντας για τα ρέστα, και έτρεξε ξοπίσω του. Σχημάτισε τον αριθμό του τηλεφώνου τού συνδέσμου της, ενώ περπατούσε με τη γόπα στο χέρι. Οι οδηγίες που έλαβε ήταν σαφείς: να μην τον χάσει από τα μάτια της μέχρι νεοτέρας διαταγής. Η ψηλή γυναίκα μπήκε στο στενό με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι. Φωτογράφισε τα χρωματιστά φαναράκια, τα μπαλκονάκια με τα παραδοσιακά κάγκελα, τα πολύχρωμα παράθυρα, μια προοπτική του στενού με τα λιγοστά τραπεζάκια να διακόπτουν τη συνέχειά του, τη διακοσμημένη μισάνοιχτη μπλε πόρτα, τους άνδρες που συνομιλούσαν μέσα. Συνέχισε ανέμελη πλησιάζοντας έναν από τους φύλακες, ζητώντας να της βγάλει φωτογραφία με τον γεροδεμένο συνάδελφό του. Ύστερα άλλαξαν ρόλους, τους χαιρέτησε και απομακρύνθηκε. Με σβέλτες κινήσεις, μόλις έφτασε στον παράλληλο δρόμο, έστειλε τη φωτογραφία των ανδρών στους συνεργάτες της. Τριγυρνούσε στα μαγαζάκια με τα γυναικεία είδη, φο-μπιζού, φουλάρια, τσάντες και δερμάτινες μπότες, έχοντας πάντα στο πεδίο της το στενό που μόλις είχε διαβεί. Το τηλέφωνο δεν άργησε να χτυπήσει. Η φωνή του Μπαντ Ρακουτζάμα ακούστηκε στην άλλη πλευρά. Η αποστολή της ήταν η παρακολούθηση του Έντι Ράλιτς, του Κροάτη φίλου τού Έλληνα αρχιτέκτονα. Η Ντόιρτε παραξενεύτηκε με τις εντολές, αλλά συγκατένευσε. Ένιωσε περήφανη για την ενεργό συμμετοχή της, τυχερή που διάλεξε το μέρος αυτό για να χαλαρώσει, λίγο πριν από τις χριστουγεννιάτικες εταιρικές υποχρεώσεις. Για τις επόμενες ώρες θα ήταν η σκιά του Κροάτη.
Ο Απόστολος δεν χόρταινε να ακούει τις εξιστορήσεις του παλιού και αγαπημένου του φίλου. Ο Έντι Ράλιτς -ψηλός, γεροδεμένος, με κοντοκουρεμένο ξανθό μαλλί, γύρω στα πενήντα πέντε- δεν παράτησε ούτε μέρα στη ζωή του την άσκηση και την καλή διατροφή. Σαν γνήσιος Κροάτης αγαπούσε τον χορό και το παραδοσιακό τραγούδι, του άρεσε να μιλά με φίλους και να διαβάζει ώρες ατελείωτες. Όμως, πάνω απ’ όλα λάτρευε τη δουλειά του, την ιστορία της τέχνης και τη συντήρηση πολύτιμων πινάκων. Ο Έντι είχε συνεργαστεί κατά καιρούς με τα καλύτερα μουσεία της Ευρώπης. Βρισκόταν στο Ουφίτσι πριν από δώδεκα χρόνια όταν πρωτοσυνάντησε τον Απόστολο, και έκτοτε αναπτύχθηκε μια καλή φιλία που άντεξε στον χρόνο. Με περίσσιο πάθος επαναλάμβανε σκηνές από το παρελθόν, για τις οποίες είναι αλήθεια ότι φούσκωνε λίγο για να εντυπωσιάσει τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου Μπουτίκ, με το γλυκύτατο cafe στο ισόγειο.
«Αυτός είναι ο φίλος μου», είπε και τον χτύπησε με τις δυνατές σαν τανάλιες παλάμες του.
Ο Απόστολος για λίγο ξέφυγε από τον μονόδρομό του και αφέθηκε στον ζωηρό και ανέμελο κόσμο του ξανθού γίγαντα.
«Ξέρεις, θα ήθελα τα φώτα σου σε κάτι». Έβγαλε το σημείωμα από την τσάντα του και το έδειξε στον Έντι.
Κι εγώ κοιτώ στον καθρέφτη αυτόν που,
Την Παναγία,
Τον Πλάτωνα,
Τον Παρνασσό,
Εποίησε.
Το διάβασε δυο φορές για να καταλάβει το νόημα.
«Αφού ξέρεις πως όλη μου τη ζωή σπουδάζω τα έργα του Ραφαήλ. Είναι πανεύκολο. Γιατί δεν με ρώτησες από το τηλέφωνο και έκανες τον κόπο να έρθεις εδώ; Φαντάζομαι όχι για τον αγαπημένο σου φίλο. Και η παρέα των τρομακτικών τύπων που σε ακολουθούν, σύμπτωση και αυτό;»
Ο Απόστολος χαμογέλασε. Δεν ήθελε να μπλέξει τον φίλο του, δεν ρίσκαρε τα τηλέφωνα και ούτε μπορούσε να του ανοιχτεί περισσότερο.
«Έντι, ας μείνουμε εδώ. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου, και αύριο πρέπει να φύγω το νωρίτερο δυνατό».
«Πού θα πας, γιατί αυτή η βιασύνη;»
«Αυτό θα μου το υποδείξεις εσύ. Από τη λύση του μικρού γρίφου που σου έδειξα θα εξαρτηθεί ο προορισμός μου. Έντι, ξέρω για τον Ραφαήλ και τα έργα που βρίσκονται στο Βατικανό, αλλά δεν καταλαβαίνω τον στίχο με τον καθρέφτη».
Ο Έντι τον άκουγε προσεκτικά. Χαμογέλασε και τον τράβηξε στ’ ακριανά τραπεζάκια, αφήνοντας σε απόσταση τα δύο ζευγάρια, θαμώνες του μαγαζιού.
«Ετοίμασε χονδρά ρούχα», είπε. Στρογγυλοκάθισε και κοίταξε τον σερβιτόρο που έπαιρνε οδηγίες από τον ιδιοκτήτη.
«Θα πιούμε ένα κρασάκι, έτσι δεν είναι;» Ο Απόστολος δεν αρνήθηκε.
«Λοιπόν, Ραφαήλ Λογγίας λέγεται η γκαλερί στο Ερμιτάζ. Φίλε μου, το μέρος που ψάχνεις είναι η Αγία Πετρούπολη», έκανε μια μικρή παύση πριν ξεκινήσει την επιχειρηματολογία του για να στηρίξει τη θεωρία του.
«Τον 16ο αιώνα ο αρχιτέκτονας Ντονάτο Μπραμάντε οικοδόμησε τη διάσημη γκαλερί του Βατικανού που φιλοξένησε έργα, fresco κυρίως, των μαθητών του διάσημου καλλιτέχνη. Ο ίδιος ο Ραφαήλ είχε επιβλέψει τις εργασίες τους και φυσικά τους παρέδωσε τα σκίτσα του για τα έργα. Η Μεγάλη Αικατερίνη Β ήταν αυτή που έδωσε την εντολή για τη δημιουργία της γκαλερί, στην οποία θα στεγάζονταν διάφορα έργα, αλλά αντίγραφα αυτών. Στην αρχή ήταν ξεχωριστό κτήριο, αλλά στα μέσα του 19ου αιώνα προσαρτήθηκε στο Ερμιτάζ. Τα έργα αναπαρήγαγε μια ομάδα καλλιτεχνών υπό την εποπτεία του Κρίστοφερ Ουντερμπέργκερ. Να μην σε ζαλίζω, στον χώρο μας το λέμε το καθρέφτισμα του Ραφαέλο Σάντσιο».
Ακολούθησε καταιγισμός πληροφοριών, για τη δομή της γκαλερί, τα έργα, τους καλλιτέχνες που παρέλασαν, τα ιστορικά στοιχεία και τις σημαντικότερες χρονολογίες. Ο Απόστολος τον άκουγε μ’ ενδιαφέρον. Ο φίλος του είχε χαθεί ανάμεσα σε ζωγράφους, αρχιτέκτονες και πατρόνους, σε μια άλλη διάσταση. Έτσι ήταν ο Κροάτης. Ο Έλληνας αρχιτέκτονας γνώριζε πλέον τον επόμενο προορισμό. Λίγα μόνο τηλεφωνήματα μεσολάβησαν πριν από το πρώτο ποτήρι κρασί, περπάτημα στα στενά και το πλουσιοπάροχο δείπνο που ακολούθησε σ’ ένα εστιατόριο χωμένο στα τείχη, όπου οι δύο φίλοι, απομονωμένοι από το σύγχρονο σήμερα, αναπόλησαν τις ωραίες στιγμές. Ο Έντι διακριτικός δεν ρώτησε κάτι παραπάνω τον καλεσμένο του, και άφησε τη νύχτα να κυλήσει όμορφα.
Ο Μπαντ Ρακουτζάμα προσγειώθηκε λίγο πριν από το μεσημέρι στο αεροδρόμιο του Ντουμπρόβνικ. Στην αίθουσα αφίξεων περίμεναν λίγοι άνδρες, υπό την καθοδήγηση της Ντόιρτε. Χωρίς να χάσει χρόνο, ενημερώθηκε για τις εξελίξεις και όλοι μαζί ξεκίνησαν για την παλιά πόλη. Το εισιτήριο, ωστόσο, για τη Φρανκφούρτη τον περίμενε για κάθε ενδεχόμενο. Δεν γνώριζε τον επόμενο προορισμό, όμως, όποιος και να ήταν, το κεντρικό αεροδρόμιο θα τον εξυπηρετούσε. Ήταν βέβαιος πως θα πετύχαινε τον σκοπό του. Ο τερματισμός του παράδοξου αγώνα δρόμου που συμμετείχε ήταν κοντά. Μια αόρατη δύναμη δεν του επέτρεπε να εγκαταλείψει, ακόμη και όταν έχασε τους αντιπάλους του στη Μασσαλία και κάθε ίχνος της ομάδας του σε όλη τη Γαλλία. Λίγο πριν από το τέλος κρατήθηκε ζωντανός στο κυνήγι από το αναπάντεχο τηλεφώνημα της Γερμανίδας. Κάτι τον έσπρωχνε στη νίκη, αποφεύγοντας την πτώση από τα τυχερά αλλά δυνατά χτυπήματα των ανταγωνιστών του. Δεν τον ενδιέφεραν πια ούτε τα στοιχεία ούτε τα σύμβολα, ούτε οι πάπυροι ούτε οι πλάκες και κάθε λογής μυστικιστικό κατασκεύασμα.
«Εφόσον είμαι στο κυνήγι ακόμη, θα κυνηγήσω όπως εγώ ξέρω», σκέφτηκε για μια ακόμη φορά.
Έξω από το κεντρικό ξενοδοχείο της παλιάς πόλης συνάντησε τον άνδρα που παρακολουθούσε τον Έντι.
«Πολυάσχολος», σάρκασε ο Μπαντ, βλέποντας τον Κροάτη να απολαμβάνει τον καφέ του με μια λυγερόκορμη νεαρή, που ίσως ήταν κόρη του. Οι άνδρες μπήκαν χωρίς δισταγμό στο cafe και έκλεισαν την πόρτα. Ο Ινδός μ’ ένα του νεύμα έστειλε τον μυώδη μελαχρινό άνδρα, με τα τατουάζ στα μπράτσα, να ακινητοποιήσει τους υπαλλήλους και να προσέχει τα τηλέφωνα. Ο ίδιος, με προσεκτικές κινήσεις, κάθισε απέναντι στον έκπληκτο Έντι. Τον κοίταξε παγερά στα μάτια, και εκείνη τη στιγμή ένας από τους άνδρες του ακούμπησε το κοφτερό μαχαίρι στο δεξιό νεφρό του Κροάτη. Η Ντόιρτε, με περούκα στο κεφάλι και σκούρα μαύρα γυαλιά, έσφιξε ένα μαντήλι γύρω από το στόμα της γυναίκας.
«Έχω στη διάθεσή μου πέντε μόλις λεπτά και ήδη πέρασε το ένα. Πού πήγε ο Απόστολος Βασιλειάδης;» Τα βλέφαρά του δεν τρεμόπαιξαν, το στόμα του δεν σφίχτηκε. Τίποτε δεν δημιουργούσε την εντύπωση ενός ταραγμένου ανθρώπου, μα η παγερή νεκρική όψη του παρέλυε αρκετούς δυνατούς άνδρες. Όχι, όμως, τον Κροάτη.
«Δεν ξέρω κανέναν, εμμ, πώς τον είπατε; Μάλλον με μπερδεύετε με κάποιον άλλον», είπε και χαμογέλασε με αδιάφορο ύφος.
Ο Μπαντ κοίταξε το ρολόι του. Με μια αστραπιαία κίνηση πήρε το γυάλινο βάζο και σύνθλιψε την αριστερή παλάμη της νεαρής γυναίκας. Ούρλιαξε από τον πόνο, το μαντήλι υγράνθηκε, το στόμα της μάτωσε και δύο δάχτυλα έλιωσαν από το δυνατό χτύπημα. Ο Έντι τρομοκρατήθηκε, πήγε να κινηθεί, αλλά το μαχαίρι προχώρησε τον πρώτο πόντο μέσα του, κρατώντας τον στη θέση του.
Ο Μπαντ κοίταξε το ρολόι του.
«Τρία λεπτά ακόμη», είπε και άδραξε γερά το ανθοδοχείο.
Την ώρα που πήγε να το σηκώσει για δεύτερη φορά ακούστηκε η φωνή του Έντι μέσα σε νευρικό ξέσπασμα.
«Στην Αγία Πετρούπολη, στο Ερμιτάζ».
Ο Μπαντ χαμογέλασε. Σηκώθηκε από το τραπέζι, κοντοστάθηκε και έπειτα με ταχύτατη αναστροφή άρχισε να γρονθοκοπεί τον Έντι ανελέητα. Η κοπέλα τρανταζόταν από τις εκτινάξεις πανικού, οι υπάλληλοι τραβήχτηκαν πίσω από τον μπουφέ αρνούμενοι κάθε ανάμειξη και ο Έντι Ράλιτς εγκαταλείποντας την αντίστασή του σωριάστηκε λιπόθυμος και αιμόφυρτος στο πάτωμα.
«Θα αποχωρήσω σ’ ένα λεπτό. Αν όμως κάποιος κινηθεί στο κατόπι μας, τότε θα βρείτε την κοπέλα σε μάλλον άθλια κατάσταση και εσείς θα ζήσετε έναν εφιάλτη», είπε ο Μπαντ.
Άρπαξε τη γυναίκα και έφυγαν.
«Στη θέση σας θα φρόντιζα τον τραυματία που συνεπλάκη με άγνωστους ξένους, έτσι δεν είναι;» συνέχισε η Ντόιρτε. Οι υπάλληλοι συμφώνησαν.
Στη μέση της διαδρομής, πέταξαν σ’ ένα έρημο χωράφι τη γυναίκα ζωντανή, αλλά αναίσθητη για αρκετή ώρα.
Σε λιγότερο από δύο ώρες ο Μπαντ κατευθυνόταν προς τη Φρανκφούρτη.