Μέσα στις επόμενες σελίδες συναντιούνται και συμπλέκονται διεργασίες της ψυχής του γράφοντος ως ανταπόκριση σε ετερόκλητα συμβαίνοντα του γύρω κόσμου. Αναρτημένα αρχικά σε ποικίλους Τοίχους εικονικούς, υπακούοντας στην παραίνεση του συρμού: σκέφτηκες κάτι, ένιωσες κάτι; Ανάρτησέ το! Μην το κρατάς μέσα σου, φώναξέ το. Post it! Γρατσουνίσματα ψυχής που αν δεν εκτεθούν στα μάτια των άλλων κακοφορμίζουν, ενώ βγαίνοντας σεργιάνι εκθέτουν, ίσως ανεπανόρθωτα τον εκτιθέμενο. Σκέψεις ανοιχτά ή υπαινικτικά δημοσιοποιημένες στον Τύπο και στο διαδίκτυο, κυρίως στον "φιλόξενο" και εν πολλοίς λεκιασμένο γιγαντιαίο Τοίχο του "βιβλίου των προσώπων". Το θηριώδες facebook, η σύγχρονη εκδοχή της αρχαίας Αγοράς αλλά και μια αναβιωμένη "γειτονιά" με τα όλα της, την αλληλοεπιτήρηση, τα κουτσομπολιά, τον φθόνο, αλλά και την αλληλεγγύη, ειλικρινή ή υποκριτική. Πάνω από όλα μια διαρκής συνομιλία όλων με όλους που φτάνει μέχρι τον ορυμαγδό. Με λέξεις και φράσεις που μιλούν και γρίφους που σημαίνουν. Γιατί οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη να εκφραστούμε, με όποιο τρόπο∙ χωρίς μιλιά δεν υπάρχουμε.
Τι περιέχεται στο βιβλίο αυτό; Είναι πεζά, είναι ποιήματα, είναι τι; Ποια η θεματική τους; Όταν ρωτήθηκα δεν ήξερα να απαντήσω, δεν είχα καν αποκτήσει σαφή αντίληψη του υλικού που είχε σωρευτεί στο αρχείο μου στα τρία τελευταία χρόνια. Κοίταξα όμως ξανά όλο το ηλεκτρονικό "χειρόγραφο". Το ξεφλούδισα αργά αργά και βασανιστικά. Κατέληξα πως θα τα χαρακτήριζα μικρά χρονογραφήματα. Η εποχή που διανύουμε είναι πλήρης ερεθισμών της νόησης, αφορμών για να μιλήσει ή να κραυγάσει, με όποιον τρόπο μπορεί καθένας ενώ σε κάθε εποχή υπάρχει η ίδια ανάγκη επικοινωνίας και επαφής μεταξύ των ανθρώπων∙ τα εργαλεία τους μόνο αλλάζουν. Γρήγορα βέβαια ένιωσα πως θα ήμουν αναγκασμένος να δράσω ως γυναικολόγος ή χειρότερα ως Ηρώδης. Έκτρωση και απόξεση ή σφαγή νηπίων∙ στην πιο ήπια εκδοχή έξωση και παράδοση στο ορφανοτροφείο. Και για τις δύο πρώτες μεθόδους η σκληρότητα του φόνου αμβλύνεται από την πρωιμότητα της μορφής, το ασχημάτιστο ακόμα – αν μπορεί κάποιος να το δει έτσι απλά. Η έξωση όμως; Είναι επώδυνο να διώχνεις τα παιδιά σου∙ όποια παιδιά όποιου πατέρα και όποιας μάνας, έξω από το σπίτι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Όμως δε γινόταν αλλιώς, το σπίτι δεν τα χωρούσε όλα. Όταν τέλειωσα τραβήχτηκα έξω και παρατηρούσα το κείμενο ώρες πολλές. Ένας χορός αυτιστικός όπως συνήθως αλλά ποιο το επίκεντρο; Τέλος το είδα. Όλα γύρω από έναν άξονα: τις μεθυσμένες αυταπάτες της πρώτης αλλά και της όψιμης νιότης για έναν κόσμο όπως τον πρωτοονειρεύτηκα έφηβος στο κρεβάτι τις νύχτες. Τις αυταπάτες που πήραν ξαφνικά ν' ανθίζουν ξαφνικά όπως πεισματάρες αμυγδαλιές έναν κρύο Φλεβάρη. Χωρίς όμως ρίζες να στηρίξουν τα δέντρα. Χωρίς δυνατότητα καρπού. Μπορεί επειδή ήταν μεταλλαγμένες μπορεί για τον ίδιο λόγο που κανένα δέντρο δε μπορεί να υπερβεί ατιμώρητα το πρόγραμμα που του χάρισε ο δημιουργός του∙Θεός ή Τυχαιότητα.Είναι βαρύ το φορτίο της Επίγνωσης του πραγματικού Κόσμου και ασήκωτη για πολλούς η Αυτοσυνειδησία. Είναι αλήθεια πως όσες φορές πυρπολήθηκαν τα όνειρά μου, η καταιγίδα των Πραγμάτων είτε έσβησε πρώιμα τη φωτιά είτε σκόρπισε τις στάχτες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Είναι σκληρή η παραδοχή του αμετακίνητου στη σκληρότητά του Κόσμου. Όμως ακόμα ελπίζω. Όσο πεισμώνουν στο ενδότερο κέλυφος της Ψυχής μας όλα αυτά που λοιδορούνται ως χίμαιρες, θα είμαστε ανίκητοι Βελλερεφόντες. Ο Κόσμος δε θα πάψει όταν εκλείψουμε οι σημερινοί περαστικοί∙ όμως, γιατί να μη γίνεται ομορφότερος; Έχω πλέον μόνο ερωτήσεις. Κολυμπώ με μαλακές απλωτές σε ρυθμό ολοένα βραδύτερο στην αβέβαιη θάλασσα που πλαταίνει γύρω μου σε λεύγες.Σκοτεινιάζει, αλλά δε φταίνε μόνο τα μάτια μου ούτε τα χρόνια που κολυμπώ αντίρρευμα. Και οι απαντήσεις απαιτούν φως.Και όχι αυταπάτες προπαντός. Το πολύ πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς προβολείς μες στην ομίχλη...
Έργα:
Δήμητρα Σιατερλή / Λευτέρης Βελέτζας
Είδος:
Βιβλίο
ISBN:
978-960-446-218-6
Αριθμός έκδοσης:
1η
Έτος έκδοσης:
2014
Πρώτη έκδοση:
2014
Δέσιμο:
Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις:
17 x 24
Σελίδες:
256
Εικονογράφηση:
Βάρος:
540 γρ.
ΣΤΟΝ ΟΛΕΘΡΟ
Ύβρινχρη σβεννύναι μάλλον ή πυρκαϊήν
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ
Όταν ανατείλει ο όλεθρος να είσαι έτοιμος.
Γιατί είναι άλλο να δηλώνεις αδύναμος ή πολύ γέρος να βγεις στο δρόμο να συντρέξεις τα αυτόκλητα συνεργεία διάσωσης και άλλο να χαράζεις και να σηκώνεις γύρω σου, γύρω από την οικογένεια ή την παρέα σου ένα τείχος που θεωρείς ως ασφαλείας, να οχυρώνεσαι μέσα και να μισείς όσους σε φθονούν γιατί έμειναν έξω από το έξω τείχος στο έλεος των Ούννων. Είναι άλλο να τραγουδάς λυπημένα... δεν αλλάζουν οι καιροί/με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί και άλλο, χωρίς έστω έναν λυγμό, να επιβιβάζεσαι άρον άρον στο τραίνο που σε απομακρύνει από τον τόπο της καταστροφής αφήνοντας τους ανήμπορους να καούν στις φωτιές που ναι μεν δεν άναψες εσύ αλλά και δεν προσέτρεξες στην κατάσβεσή τους• δεν έμεινες έστω κάπου γύρω για να περιθάλψεις τους λαβωμένους όταν σβήσουν -όπως σβήσουν- οι πυρκαϊές. Είναι διαφορετικά, μα και παρόμοια.
Μοιράζονται κοινή καταγωγή• την απάνθρωπη και ανθρώπινη συνάμα ενόρμηση της επιβίωσης.
Και μετά την καταιγίδα, τι; Πώς θα είμαστε; Άλλοι ή οι ίδιοι;
Μιλώ για όλους εμάς από χτες, προχτές, πάντα χτες, αύριο μεθαύριο βασανιστικά ταυτόσημους στην ασημαντότητα μα και το μεγαλείο.
Εμάς όλους που περιμένουμε ανυπόμονα αγνοώντας τι ακριβώς ή μάλλον γνωρίζοντας κατά βάθος με απελπιστική βεβαιότητα. Άλλοι προσδοκώντας την επανεδραίωση στην ασφάλεια και άλλοι πολιορκώντας την με κριούς υπαινιγμούς, φιλοφρονήσεις και απειλές ανοιχτές ή συγκαλυμμένες.
Ποιο χέρι θα κινεί τα τρία δάχτυλα -δείκτης, μέσος και αντίχειρας- να γράφουν ό,τι γράφεται στο χαρτί, να γράφουν ό,τι απομνημειώνεται αμετάκλητα σε κάποιον σκληρό δίσκο και μας ακολουθεί ως σκιά θανάτου;
Πίσω από κάθε τι που σε κανακεύει και νανουρίζει, υπομονετικά περιμένει ανυπόμονη η σειρά σου.
Γιατί τα λόγια μας είναι η ασθματική αφήγηση κάποιας Ατρόπου.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Σ. ΑΡΔΑΒΑΝΗΣ
ΣΑΒΒΑΤΟ ΒΡΑΔΥ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ
Σάββατο βράδυ, στην Πλατεία που άνθισε ξαφνικά για να ζήσει ένα μήνα μόνο, βραχύβια όπως τα λουλούδια όλα, και μοιάζει να ψυχορραγεί. Στη ζήση αυτή που τη μισούμε/Στη γης αυτή που μας μισεί /Κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε /Πόνε πικρέ και πόνε αψύ/Ήρθες εσύ μιαν άγιαν ώρα /Οραμα θείο και ξαφνικό/ Και γέμισεν ανθόν οπώρα /Κελαηδισμόν παθητικό /Ολ' η καρδιά μας όλ' η χώρα /Γιατί έτσι λίγο να βαστάξει /Τούτ' η γιορτή κι η Πασχαλιά /Εφυγες κι έχουμε ρημάξει / Ξανά και πάλι η Πασχαλιά /Γιατί έτσι λίγο να βαστάξει τραγου¬δάει λυπημένος ο Βάρναλης και νιώθω σα να το 'γραψε απόψε και να το απαγγέλλει με τη πεισματικά νεανική φωνή τού ροκά υπερήλικα.
Στην πάνω Πλατεία ο δρόμος έχει κλείσει με ανθρώπινη αλυσίδα, όχι από την Αστυνομία που αφήνει, επίτηδες μάλλον, τους οδηγούς να φτάσουν εκεί για να ταλαιπωρηθούν και να μουρμουρίζουν βρισιές για τους τελευταίους που επιμένουν... Μπάτσοι Γουρούνια Δολοφόνοι, η ιαχή ακούγεται τώρα από τριάντα σαράντα άτομα που κοιτάζουν με μίσος τα παλικαράκια με τις πυρίμαχες στολές, τις ασπίδες και τα κράνη• τους μπάτσους με τη σιγουριά των οχτακοσίων στο πορτοφόλι. Ακούγεται σαν εξασθενημένη ηχώ όχι ήχος παρών. Στην κάτω Πλατεία περισσεύουν πια οι μαύροι μικροπωλητές, ξαπλωμένοι νωχελικά πίσω από την πραμάτεια τους, τσάντες, τσαντάκια, μπρελόκ και ό,τι άλλο περιττό επινοεί ο άνθρωπος πωλητής. 0 αέρας, ακόμα φορτωμένος χημικά, αρωματισμένος από εφήβους που ερωτοτροπούν στρίβοντας τσιγάρο καθισμένοι σταυροπόδι πάνω σε όσους μαρμάρινους πάγκους δεν ξηλώθηκαν από τους «οργισμένους κουκουλοφόρους». Και μόνο ένα περίπτερο έμεινε καμμένο κουφάρι, τα υπόλοιπα ξεκίνησαν ξανά με το παρδαλό εμπόρευμα ξεδιπλωμένο - πώς αναγεννάται έτσι γρήγορα το ποικιλώνυμο εμπόριο ακόμα και από τις πιο μαύρες στάχτες; Μένουν αραιά και που οι περίεργοι, κάποιοι περαστικοί, όπως και η αφεντιά μου που ήδη νιώθει τις πρώτες σπρωξιές από τον ίλιγγο που με βασανίζει πάνω από δύο μήνες. Ίλιγγος και αγοραφοβική ώση ευτυχώς περιορισμένη απόψε, ο κόσμος είναι αραιός. Αλλά και οι πόνοι από τους κάλους στα πέλματα ανεπηρέαστοι από την πυκνότητα του πλήθους, όπως και οι κλήσεις των απεγνωσμένων μου στο κινητό.
Τι να πρωτοδείς και να καταγράψεις με υπολειπόμενα αισθητήρια και μια έρπουσα μελαγχολία; Πρόσεξε λοιπόν τι κράτησα απ' όσα μου επέτρεψαν τα ελαττωματικά μάτια μου να δω: τον Έρωτα που βλασταίνει ορμητικά μέσα στον ξεσηκωμό, μέσα στη φοβερή ερημία αλλά και τη βακχεία του πλήθους• εκεί που γνώρισε κι αγαπήθηκαν, είπε, τον άντρα της μια Ιφιγένεια με τον τσαγκάρη πατέρα εκτελεσμένο από τους Γερμανούς -ο τσαγκάρης κατηγορήθηκε πως έφτιαχνε κι έστελνε άρβυλα στους αντάρτες, στον γιο του δηλαδή που ήταν ανάμεσά τους- το τελευταίο του χειρόγραφο σημείωμα, μια υποθήκη στα παιδιά του, φυλαγμένο σε κάποιο μουσείο Εθνικής Αντίστασης, ανάμεσα σε πλήθος άλλα τεκμήρια συντριβής ελπίδων.
Η Δήμητρα πάντως επιμένει στην κάτω γωνιά, με τα φοιτητάκια της βουτηγμένα στο πηχτό μελάνι να τυπώνουν σε χαρτί από περιοδικά την ακόμα αγρατζούνιστη ή πρώιμα χαρακωμένη ψυχή τους• τα κουρελάκια τους στεγνώνουν ανεμίζοντας στον ζεστό αέρα της πλατεί¬ας με την επίμονη αποφορά των χημικών. Με τα χαρτονένια συνθήματα μπροστά στη συνέλευση των καλλιτεχνών που παλεύουν να κρατήσουν το φυλλορρόημα των περαστικών από την Πλατεία που βούλιαζε από ποδοβολητά και τις κραυγές της Ζωής που επιμένει να ανασαίνει ενάντια στους φονιάδες της• του αρχέτυπου Δήμου που άντεξε μέχρι τη Μαύρη Τετάρτη και τώρα γυρίζει πίσω στην παράγκα του Εγώ να κρατήσει ό,τι απομένει, ό,τι προλαβαίνει να περιχαρακωθεί. Η Βέρα, η φλογερή ακτιβίστρια είναι λέει θυμωμένη αλλά χαμογελά δείχνοντας τη μισοάδεια Πλατεία, ίσως αμήχανα ίσως ανεπαίσθητα αποδεχόμενη. Τέλειωσε, τέλειωσε Αλέξανδρε λέει μισοβουρκωμένη η Έφη, με τη χαρακιά της απόλυσης του περασμένου χειμώνα ακόμα να ματώνει από μέσα.
Όχι δεν τέλειωσε, δε μπορεί να τελειώσει όσο υπάρχουν τα αίτια που το προκαλούν, θα γί¬νουν φωτιές και θα ανάψουν στα πιο απίθανα σημεία της πόλης αύριο Κυριακή, την άλλη Κυριακή ή την παραπέρα μέρα θα ξαναπλημμυρίσουν ίσως την πλατεία, κάθε πλατεία και κάθε στενό δρομάκι, είναι η ανάγκη που οδηγεί... δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης ο πλαστουργός της νιας ζωής εγώ είμαι γέννημα ανάγκης κι ώριμο τέκνο της οργής... ακούω όπως ηχώ τον άλλον εγώ να μουρμουρίζει ανακατεύοντας ήχους, στιγμές και στίχους της νιότης του• ακούω τον πένητα αλκοολικό ποιητή ξεψυχώντας να ψιθυρίζει στο περιθώριο του τελευταίου σημειωματάριου... ν'ανεβαίνει η φωτιά ν'ανεβαίνει εξαρπάζοντας ιαματικά τον πλανήτη- ακούω τον Μανόλη να κρατά ζωντανό τον Χάρη που χάθηκε στα 1944... Φύγανε κι άλλοι, μας ήρθαν καινούριοι, γεμίσαν οι δρόμοι /Το πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες /Μαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Μες στο χάος κυματίζουν τραγούδια./Αν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπούνε ανελέητα τα τείχη/ Ξεχώρισες μια: Είν' η δική του. Ανάβει μικρές πυρκαγιές /Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας /Είν' η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος /Π' αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος που σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος /Που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες Που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Αλήθεια και στο αίθριο το φως.
Έφτασα από τους τελευταίους, ναι, μπορεί και ο τελευταίος. Κι ας λέει ο φίλος μου ο Σταύρος πως ένιωθε ότι ήμουν εκεί μαζί του όλες εκείνες τις μέρες. Άργησα. Από φόβο μην αναμειχθώ με το πλήθος ή μη μπλέξω σε επεισόδια και σπάσουν τα γυαλιά μου - αυτό με κυνηγάει από τότε που εξαρτημένος από τα γυαλιά• σήμερα είναι πρόσχημα. Όμως και από κεκτημένη επαγγελματική συνήθεια• φτάνουμε πάντα τελευταίοι εμείς - ποιοι μη ρωτήσεις αν με ξέρεις. Φτάνουμε όταν η έκβαση έχει ήδη κριθεί. Όψιμη πρόσκληση ή σκόπιμα καθυστερημένη προσέλευση δεν έχει πολλή σημασία.
Φτάνουμε κάποιοι δειλοί, διστακτικοί μπροστά στη Ζωή και τον Θάνατο. Σκύβουμε περισπούδαστοι και μελετούμε τις στάχτες• σημερινές και αυριανές. Προβλέπουμε την έλευση του μυθικού πτηνού. Τελευταίοι, με την πολυτέλεια της απόστασης από την πληγή και το ουρλιαχτό, αποφαινόμαστε και οιωνοσκοπούμε εκ του ασφαλούς.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1956, οιονεί τόπος καταγωγής η Κεφαλονιά.
Ασκεί την Ογκολογία στην Αθήνα.
Γιατρός σε Δημόσιο Νοσοκομείο, σε μια εποχή καθολικής επικράτησης της Κοινωνίας της Αγοράς. Με Υπαρξιακή Αγωνία άφθονη, ίσως γιατί βρέθηκε στην «καλή μεριά», χωρίς την ασφυκτική πίεση του βιοπορισμού.
Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές: Στο νοητό σύνορο των 160, (Ίκαρος 2001), Ως Πρόσχημα Καταλαλιάς, (Μεταίχμιο 2003), ασφυκτιονία, (Αλεξάνδρεια 2005), μην ψάξεις νήμα και ειρμό, (Αλεξάνδρεια 2007) και τρείς συλλογές μικρών πεζών: Θραύσματα και Θροΐσματα, (Αλεξάνδρεια 2010), έκκεντρα (Γκοβόστης 2012) επί τοίχων εικονικών (Γκοβόστης 2014).
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:
* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€
Αγάπη, μοναξιά, ελπίδα είναι τα κύματα της τρικυμίας με τα οποία παλεύουμε στη ζωή μας. Γι’ αυτές τις πτυχές της ανθρώπινης ψυχής μας μιλούν τα ποιήματα...
Τα βιβλία της σειράς περιλαμβάνουν μια μελέτη για το έργο του εκάστοτε ανθολογούμενου από έναν έγκριτο κριτικό της λογοτεχνίας ή ποιητή και ανθολόγηση...