Τρομπόνι
Οταν έπεσε η νύχτα βγήκαν από τη σπηλιά των αναμνήσεων στη μικρή πίσω αυλή του Ξενοδοχείου Βαβυλών, όπου ο Αχμάντ άναψε μια πρόχειρη φωτιά και ετοίμασε ένα δείπνο με λαχανικά, αναμειγνύοντας με μαεστρία σπόρους, μπαχαρικά και λαχανικά σε κάμποσα μικρά πιάτα, τα οποία ο Τζο βρήκε υπέροχα μετά από τρεις μέρες και δυο νύχτες πυρετού. Όσο για τον Αχμάντ, ήταν πανευτυχής που είχε την ευκαιρία να μαγειρέψει για κάποιον καλεσμένο, αφού -όπως είπε- είχε να το κάνει από τον προηγούμενο πόλεμο, τότε που η αμμοθύελλα σάρωσε το σπιτάκι του στην άκρη της ερήμου, μαζί με όλη την αλλοτινή ζωή του.
Κατασκήνωσαν, λοιπόν, σαν περιπλανώμενοι βεδουίνοι στην αυλίτσα και, μιμούμενοι τα κλήματα και τα λουλούδια που τριγύριζαν τη μοναδική φοινικιά, κάθισαν κι αυτοί γύρω από τη μικρή φωτιά τους, στη μακρινή όαση που είχαν ανακαλύψει ανάμεσα στις φτωχογειτονιές της μεγάλης πόλης, ψιθυρίζοντας κάτω από τ’ άστρα και σιγοπίνοντας ατελείωτες κούπες με δυνατό, γλυκό καφέ. Καθώς η απέραντη, πεντακάθαρη, ήρεμη αιγυπτιακή νύχτα προχωρούσε και οι σκιές κυνηγιούνταν σιωπηλά με τις φλόγες, ο Αχμάντ παραδινόταν νοσταλγικά στο παρελθόν· άλλοτε αφήνοντας τις αναμνήσεις του να ξεχυθούν αυθόρμητα και άλλοτε ανασύροντας απροσδόκητα, σαν ταχυδακτυλουργός, κάποια εικόνα θαμμένη στην πιο κρυφή γωνιά της μνήμης του.
Εκτός από τα παράξενα και τις ιδιορρυθμίες της δικής του ζωής, έκανε ιδιαίτερη μνεία του Μενελίκ, των Αδελφών και της οικογένειας που ήταν γνωστή ως οι Κοέν του Καΐρου. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όλοι αυτοί συνδέονταν στενά με τον Στερν στο παρελθόν και ο Τζο σύντομα άρχισε να αντιλαμβάνεται ένα είδος δικτύου που διέτρεχε τη ζωή του Στερν. Και πραγματικά (στο σημείο αυτό θυμήθηκε την προφητεία του Λίφι πως είχε φτάσει η στιγμή που ο Τζο θα ξεκινούσε ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο) ίσως να μην ήταν καθόλου παράξενο που το δίκτυο αυτό κάλυπτε περισσότερο από έναν αιώνα. Παρόλο που κάμποσοι από αυτούς που το αποτελούσαν δεν βρίσκονταν πια στη ζωή, η παρουσία τους ήταν τόσο έντονη μέσα από τις ζωές άλλων, μέσα από ένα αδιόρατο πλέγμα πράξεων κι αισθημάτων, μέσα από τους σκοτεινότερους μυστικούς ανθρώπινους κώδικες.
Ο Αχμάντ συνέχισε και τα επόμενα βράδια ν’ ανασύρει με μαγικό τρόπο αναμνήσεις απ’ τις σκιές που έπαιζαν με τη φωτιά στη μικρή τους όαση. Μέχρι το χάραμα, ο Αχμάντ εξερευνούσε τα μονοπάτια της μνήμης του, πότε με παρατεταμένες, μοναχικές σιωπές και πότε με ψιθύρους, στους οποίους ο Τζο προσπαθούσε να διακρίνει όσα συνδέονταν με τον Στερν, χαμένος σ’ ένα δαίδαλο υπαινιγμών και απρόσμενων ενδείξεων, που μόνο αργότερα θα μπορούσε να κατανοήσει όταν θα είχε διανύσει μεγαλύτερη απόσταση και κοιτάζοντας πίσω του θα έβλεπε ξαφνικά την ουσία των περιπλανήσεων του Στερν, το κέντρο των αναζητήσεών του· το μοναδικό αποτύπωμα που αφήνει κάθε άνθρωπος στο αχανές τοπίο του χρόνου.
Μόνος στο δωμάτιό του και εξουθενωμένος, καθώς η μεγάλη πόλη ξυπνούσε πριν αυτός πέσει να κοιμηθεί, ο Τζο αναλογιζόταν νυσταγμένα αυτές τις νυχτερινές οδύσσειες.
«Ο Αχμάντ; Ο Στερν;»
Ήταν σίγουρα ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο, όπως είχε πει ο Λίφι. Δεν είχες να σκαρφαλώσεις βουνά και να διαβείς ποτάμια και ερήμους, αλλά να εξερευνήσεις αναμνήσεις.
Ο Τζο είχε προσέξει την αλλαγή στη συμπεριφορά του Αχμάντ από τη στιγμή που απομακρύνθηκαν από τον κακοφωτισμένο διάδρομο του Ξενοδοχείου Βαβυλών και περνώντας από το μυστικό άντρο πίσω από τον τοίχο βγήκαν στην ανθισμένη αυλίτσα, αντικρίζοντας την απέραντη αιγυπτιακή νύχτα. Ο Αχμάντ άνοιγε την καρδιά του όλο και περισσότερο, καθώς κατέβαιναν πιο βαθιά στα σκοτάδια, κάθε βράδυ, όταν έσβηνε η τελευταία αχτίδα του ήλιου κι ερχόταν η ώρα να κατασκηνώσουν οι δυο τους άλλη μια φορά κάτω από τα άστρα.
«Γιατί, όμως, ανοίχτηκε τόσο ξαφνικά και τόσο απόλυτα ο Αχμάντ;» αναρωτιόταν ο Τζο.
Κι όσο το σκεφτόταν τόσο τού φαινόταν πως μόνο μία εξήγηση μπορούσε να υπάρχει: ο Στερν. Ο Αχμάντ ήξερε πόσο νοιαζόταν ο Τζο για τον Στερν και προφανώς ένιωθε κι αυτός την ανάγκη να μιλήσει για τον Στερν, να πει κάτι για αυτόν στον Τζο. Γιατί, όμως, ένιωθε ο Αχμάντ την ανάγκη αυτή τώρα; Τι ήταν αυτό που τον είχε κάνει να εγκαταλείψει συνήθειες χρόνων, δεκαετίες σιωπής;
«Αναμνήσεις», σκέφτηκε ο Τζο, «το παρελθόν Αποσπάσματα και σπαράγματα από το ταξίδι του, όπως είπε ο Λίφι. Να τα εξετάσεις εκ των υστέρων επιχειρώντας να ξανακολλήσεις την κούπα το σκεύος που περιείχε άλλοτε το κρασί άλλων ζωών σε άλλες εποχές.
»Ναι, με τον καιρό», σκέφτηκε ο Τζο, «με το δικό του σπασμωδικό τρόπο, μέσα από κλεφτές ματιές και υπαινιγμούς και με τους δικούς του παράξενους ρυθμούς, ο Αχμάντ θα βρει προς τα πού πρέπει να πάμε».
Στο μεταξύ, άκουγε όλη τη νύχτα, κάθε νύχτα, και τη μέρα, κάθε μέρα, κοιμόταν και ξανάβαζε στη σειρά τις αναμνήσεις που του παραχωρούσε ο Αχμάντ και προσπαθούσε να πάει όσο γινόταν πιο βαθιά, για να μπορέσει να συλλάβει το εύρος του δικτύου του Στερν μέσα στις δεκαετίες.
«Τόσο απατηλός ο χρόνος!» σκεφτόταν. «Και η ζωή του Στερν τόσο απέραντη! Και τώρα με τον πόλεμο ήρθαν όλα πάνω-κάτω, διαλύονται, πεθαίνουν»
Όπως αποδείχτηκε, ο Τζο και ο Αχμάντ δεν θα περνούσαν παρά μόνο μερικές νύχτες μαζί στην αυλίτσα, πίσω από το Ξενοδοχείο Βαβυλών, αυτό το πρώην μπουρδέλο που κατέρρεε κάτω από τα άστρα. Ωστόσο, όταν ο Τζο αναπολούσε αυτές τις λίγες νύχτες, απλώνονταν μπροστά του αμέτρητοι απομακρυσμένοι και απρόσιτοι κόσμοι, διασκορπισμένοι σε ολόκληρο το σύμπαν.
Το μυστικό σύμπαν του Αχμάντ, όπως το είχε αποκαλέσει κάποτε ο Λίφι.
Ο Τζο έμαθε πως ο Αχμάντ είχε γνωρίσει τον Στερν μέσω του Μενελίκ, όταν ο πρώτος ήταν ακόμα νεαρός και έκανε αραβικές σπουδές στο Κάιρο, πριν φύγει για την Ευρώπη και πριν καν φανταστεί τον σκοπό στον οποίο θα αφιέρωνε αργότερα ολόκληρη τη ζωή του: τη δημιουργία ενός μεγάλου, νέου έθνους στη Μέση Ανατολή, που θα το αποτελούσαν Μωαμεθανοί, Χριστιανοί και Εβραίοι· όλοι μαζί. Έμαθε ακόμα πως ο Αχμάντ έγινε μάρτυρας της πρώιμης συνειδησιακής αφύπνισης, της οποίας η παιδικότητα και η ζέση συνέβαλαν στη διαμόρφωση αυτού που ήταν τελικά ο Στερν: ένας ιδεολόγος επαναστάτης, ολόψυχα αφοσιωμένος στον σκοπό του.
Ο Τζο είχε εντυπωσιαστεί. Όσο καλά κι αν γνώριζε τον Στερν, τα νεανικά χρόνια της ζωής του αποτελούσαν ανέκαθεν μυστήριο. Κι έπειτα από τόσα χρόνια που γνώριζε τον Στερν με έναν τόσο ιδιαίτερο τρόπο, του φαινόταν πολύ παράξενο να προσπαθεί να τον φανταστεί σαν έναν αδέξιο νεαρό που πάσχιζε να βρει τον εαυτό του, μαγευόταν από τους άλλους και που έκανε ανόητα λάθη ή κατέβαζε μούτρα όταν πληγωνόταν η παιδιάστικη ματαιοδοξία του και κατέφευγε σε γελοίους λεονταρισμούς όταν ήταν ολοφάνερο πως είχε αποτύχει σε κάτι ασήμαντο. Ο Τζο άκουγε τον Αχμάντ να περιγράφει τις σκηνές αυτές από ένα πολύ μακρινό παρελθόν και, παρόλο που τις ζούσε και ο ίδιος καθώς αναβίωναν μέσα από τις αφηγήσεις πλάι στη μικρή φωτιά τους, ήξερε πως ποτέ δεν θα μπορούσε να τις νιώσει πραγματικά δικές του, γιατί ο Στερν που ήξερε ο ίδιος ήταν ένας ολότελα διαφορετικός άνθρωπος.
«Είναι περίεργο πώς το παρελθόν κάποιου μεγαλύτερου σε ηλικία, κάποιου που αγαπάμε και σεβόμαστε, μοιάζει τόσο συχνά μυστηριώδες και μακρινό», σκέφτηκε. «Σαν να έβλεπαν τη ζωή καθαρότερα από εμάς, σαν να μην ήταν ποτέ τόσο μπερδεμένοι και φοβισμένοι όσο εμείς. Σαν να ήταν η ζωή γι’ αυτούς κάτι περισσότερο από ατελείωτα μικροπράγματα, από έναν αεικίνητο τροχό καμωμένο από πολλές μικρές στιγμές, όπως μας φαίνεται η δική μας ζωή».
Σκέφτηκε πως ήταν φυσική αυτού του είδους η νοσταλγία, μέσα στο μυστηριώδες σύμπαν που μερικές φορές αποκαλείται Ιστορία: το παρελθόν ενός ανθρώπου. Εκείνες οι μικρές στιγμές ανείπωτης ομορφιάς και λύπης που μπαίνουν τάχα σε μια σειρά ώστε να δίνουν στη ζωή την αίσθηση της συνέχειας, μια απαρίθμηση απειροελάχιστων στιγμών που στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν ποτέ.
Και τότε μια σκέψη ακόμα πιο περίεργη γεννήθηκε στο μυαλό του.
«Μήπως η ίδια αυτή νοσταλγία οδήγησε στη σύλληψη της ιδέας της ύπαρξης του Θεού -όλων των θεών, σκληρών, ανίερων, μοχθηρών, όσο και αγίων- μέσα στον Άνθρωπο;»
«Ο πόλεμος;» είπε βαθυστόχαστα κάποιο βράδυ ο Αχμάντ. «Ειλικρινά, δεν του έχω δώσει ιδιαίτερη σημασία. Πάντα γίνεται κάποιος πόλεμος σ’ αυτήν την πλευρά του κόσμου.
«Όσο για τους Γερμανούς, δεν μπορώ παρά να τους θεωρήσω τους βαρβάρους των καιρών μας· σαν τις ορδές των Μογγόλων, αλλά στη δική μας εποχή. Δυστυχώς οι βάρβαροι φαίνεται πως εξυπηρετούν κάποιον ιστορικό σκοπό, αφού όταν βρίσκονται προ των πυλών, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε οποιαδήποτε αυτοκριτική. Έστω και για λίγο, η έμφυτη βαρβαρότητά μας διοχετεύεται έξω από τα τείχη και μακαρίζουμε αυτάρεσκα τους εαυτούς μας και τις ασήμαντες πολιτικές “αρετές” μας. Αλλά εξευγενισμένοι βάρβαροι; Άνδρες και γυναίκες που ακούν Μότσαρτ μεταξύ φόνων;
»Ίσως να νομίζουμε ότι πρόκειται για τη νέα μορφή της σύγχρονης ευαισθησίας μας, αλλά δεν είναι έτσι. Το κτήνος υπήρχε ανέκαθεν μέσα στον καθένα μας, γεννήθηκε μέσα στον καθένα μας εδώ και ένα εκατομμύριο χρόνια. Οι περισσότεροι από εμάς βγάζουμε τον εαυτό μας από τη δύσκολη θέση καταφερόμενοι εναντίον των τεράτων, των βαρβάρων, που βρίσκονται προ των πυλών και ποτέ δεν παύουν να μας απειλούν, αλλά εγώ είμαι ευτυχής που δεν βρέθηκα ποτέ σε κάποια θέση εξουσίας. Με τους φόβους και τις παρορμήσεις που έχω θα ήμουν επικίνδυνος και το ξέρω».
Χαμογέλασε.
«Με άλλα λόγια, οι ουρανοί μάς φυλάνε από τους ανθρώπους που ονειρεύονται, ειδικά από τους αποτυχημένους καλλιτέχνες, που είναι οι χειρότεροι του είδους. Όλοι οι τύραννοι φαίνεται ότι ήταν κάποτε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αποτυχημένοι καλλιτέχνες. Όμως, από την άλλη, τέτοιοι είμαστε οι περισσότεροι μέσα στην ψυχή μας».
«Οι άνθρωποι αλλάζουν», είπε ο Αχμάντ κάποιο άλλο βράδυ. «Πάντα με εντυπωσίαζε το πόσο πολύ μπορεί ν’ αλλάζουν οι άνθρωποι. Άλλοτε, ο Στερν μιλούσε για την ποίηση και την όπερα και τα σημαντικά πράγματα στη ζωή, μα ήρθαν αυτές οι αλλαγές στη ζωή του και τώρα φαίνεται απορροφημένος από τις υποθέσεις του. Είναι πολυάσχολος. Τρέχει από το ένα μέρος στο άλλο και δεν του μένει πια χρόνος για να σκεφτεί».
«Τον βλέπεις ακόμα λοιπόν;» ρώτησε ο Τζο.
«Α, ναι, στέλνει πότε-πότε κανένα σημείωμα και πηγαίνω να τον συναντήσω στην κρύπτη. Πίνουμε κανένα ποτηράκι αράκ και μιλάμε για τον παλιό καλό καιρό. Τώρα όμως, όταν είμαστε μαζί εκεί, το μέρος μοιάζει έρημο. Δεν με πειράζει να είμαι μόνος μου εκεί, για να μην πω ότι μου αρέσει κιόλας. Όταν όμως εμφανίζεται ο Στερν την Κυριακή στενοχωριέμαι· και νομίζω ή μάλλον είμαι σίγουρος πως το καταλαβαίνει. Μιλάει όλο για τον Ρόμελ και για κώδικες και για διάφορα άλλα που έχει στο μυαλό του και οι συναντήσεις μας δεν είναι όπως άλλοτε. Μοναξιά και για τους δυο μας».
«Εννοείς στην κρύπτη του γερο-Μενελίκ;» ρώτησε ο Τζο.
«Ναι, στο μαυσωλείο του γερο-Μενελίκ, που είναι πλέον εργαστήρι μου. Εκεί φυλάω το πιεστήριό μου και κάνω τις πλαστογραφήσεις. Φυσικά, ο Στερν έχει ακόμα το κλειδί της και δεν χρειάζεται να είμαι εγώ εκεί για να του ανοίξω. Καμιά φορά πηγαίνει μόνος του τις Κυριακές. Πάντα καταλαβαίνω πότε ήταν εκεί, γιατί όλο και κάποιο αντικείμενο θα βρω σε άλλη θέση από αυτή όπου το άφησα, κάποιο αντικείμενο που μόνο ο Στερν θα μπορούσε να γνωρίζει τη σημασία του. Είναι ο τρόπος του για να μου δώσει να καταλάβω ότι πέρασε από ’κεί. Κι επίσης ο τρόπος του για να μου πει πως θυμάται».
«Τι θυμάται;» ρώτησε ο Τζο.
Ο Αχμάντ αναστέναξε. Κοίταξε τη φωτιά.
«Εκείνες τις Κυριακές, πριν από πάρα πολύ καιρό· εκείνα τα υπέροχα απογεύματα που τα περνούσαμε όλοι μαζί».
«Όλοι μαζί;»
«Ναι. Ο Κοέν, εγώ, ο Στερν, οι Αδελφές κι ένας δυο άλλοι που μπορεί να έρχονταν. Την εποχή εκείνη, οι άνθρωποι με τη φήμη του Μενελίκ κρατούσαν πάντα ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο, όπως συνήθιζαν να λένε, βρίσκονταν στο σπίτι, δηλαδή ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο δέχονταν επισκέψεις φίλων. Για τον Μενελίκ, η ώρα που βρισκόταν στο σπίτι ήταν τα κυριακάτικα απογεύματα και το πλήθος των επισκεπτών του ήταν νεαρόκοσμος. Φυσικά, τότε ο Μενελίκ ήταν πολύ γέρος, αλλά του άρεσαν οι νέοι άνθρωποι. Οι Αδελφές αποτελούσαν εξαίρεση. Αλλά αυτές αποτελούσαν έτσι κι αλλιώς εξαίρεση σε ό,τι κι αν έκαναν».
Ένα παιδιάστικο, πονηρό χαμόγελο χαράχτηκε απότομα στο πρόσωπό του.
«Ανοιχτός ο τάφος κάθε Κυριακή για τους φίλους, ένα ευχάριστο κοινωνικό γεγονός με όλους τους τύπους ανθρώπων. Βλέπω ακόμα τον Μενελίκ να κάθεται μεγαλοπρεπώς στην τεράστια σαρκοφάγο του, η οποία υπήρξε και το κρεβάτι του στα τελευταία χρόνια της ζωής του, να σερβίρει τσάι και σοφία με αβρότητα καθώς καθόμασταν γύρω του. Για όλους μας, η συνάντηση αυτή ήταν το αποκορύφωμα της εβδομάδας».
«Και είχατε όλοι από ένα κλειδί για την κρύπτη;»
Ο Αχμάντ άρχισε ξαφνικά να γελάει.
«Κλειδί; Α, ναι, αυτοί που αποτελούσαμε το στενό κύκλο. Ο Μενελίκ είχε αρθρίτιδα και δεν του άρεσε να σέρνεται για να βγει από τη σαρκοφάγο του και ν’ ανοίξει την πόρτα».
Συνέχισε να γελάει. Ο Τζο χαμογέλασε.
«Τι συμβαίνει; Τι θυμήθηκες;»
«Θυμήθηκα τις απόκρυφες ιστορίες του Μενελίκ», είπε ο Αχμάντ. «Ήταν, ξέρεις, κάπως πονηρές, ακόμα και ξεδιάντροπες. Ισχυριζόταν πως τις είχε μάθει διαβάζοντας όλη του τη ζωή επιγραφές συλημένων τάφων στα ιερογλυφικά. Με άλλα λόγια, τα βρώμικα αστεία του Μενελίκ είχαν ηλικία τεσσάρων ή πέντε χιλιάδων χρόνων. Πρόσθετε επίσης ο γερο-κατεργάρης πως οι ιστορίες του έχαναν κάτι στη μετάφραση, πράγμα για το οποίο δεν έφερε ο ίδιος καμιά ευθύνη. Και να συνέβαινε αυτό, εμείς δεν το προσέξαμε ποτέ. Για να είμαι ειλικρινής, ο άνθρωπος αυτός είχε πολύ πλάκα. Σίγουρα αισχρός τύπος αλλά αστείος».
Ο Τζο χαμογέλασε. Έγνεψε συμφωνώντας.
«Άσεμνα ιερογλυφικά πριν από μια χιλιετία και βάλε!» σκέφτηκε. «Αυτό κι αν είναι ανέκδοτο! Και τα κλειδιά της κρύπτης του παρελθόντος τα είχαν όσοι ανήκαν στο στενό κύκλο. Και ο Στερν έχει ακόμα ένα από αυτά. Παρακάτω;»