Ο Παίκτης

Ο ΠαίκτηςΣυγγραφέας: Ντοστογιέβσκη, Φιόντορ

11,10€8,88€

Άμεσα διαθέσιμο

Μια από τις αδυναμίες του Ντοστογιέβσκη δίνει μορφή συμβολική, χειροπιαστή, σ’ ό,τι είναι η ίδια η ουσία του Είναι του: η αρρωστημένη μανία για τα τυχερά παιχνίδια. Από μικρό παιδί έχει το πάθος της χαρτοπαιξίας – αλλά μόνο στην Ευρώπη ανακαλύπτει το διαβολικό καθρέφτη της νευρικότητάς του: το Κόκκινο και το Μαύρο, τη ρουλέτα, αυτό το τόσο επικίνδυνο παιχνίδι μέσα στον πρωτόγονο δυϊσμό του. Η πράσινη τσόχα του Μπάντεν, η ρουλέτα του Μόντε Κάρλο είναι οι εντονότερες εκστάσεις του στην Ευρώπη: τον υπνωτίζουν πιο πολύ από τη Μαντόνα της Σιξτίνα, από τ’ αγάλματα του Μιχαήλ Άγγελου, από τα μεσημβρινά τοπία, από την τέχνη και τον πολιτισμό ολόκληρου του κόσμου. Επειδή εκεί βρίσκει την ένταση, την τελεσίδικη απόφαση: μαύρο ή κόκκινο, μονά ή ζυγά, ευτυχία ή εκμηδένιση, χασούρα ή κέρδος – συμπυκνωμένα στα δευτερόλεπτα εκείνα που η ρόδα γυρίζει: η ένταση συγκεντρωμένη μέσα σε αυτήν την αστραπή του πόνου ή της απόλαυσης, όπως τη λαχταράει η ιδιοσυγκρασία του.

Μετάφραση: Αθηνά Σαραντίδη
Είδος: Βιβλίο
ISBN: 978-960-446-233-9
Αριθμός έκδοσης:
Έτος έκδοσης: 2015
Πρώτη έκδοση: 1939
Δέσιμο: Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις: 14 x 21
Σελίδες: 160
Βάρος: 260 γρ.
ΑΠ’ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ
 
 
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ επέστρεψα απ’ τη δεκαπενθήμερη απουσία μου. Οι δικοί μας είναι κιόλας τρεις μέρες που βρίσκονται στο Ρουλέτεμπουργκ. Φανταζόμουνα πως θα με δέχονταν μ’ ανοιχτές αγκάλες, όμως γελάστηκα… Ο στρατηγός, ωστόσο, μου φαινόταν ευχαριστημένος σαν με είδε, αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να μου μιλήσει με κάποια περιφρόνηση και με εξαπέστειλε αμέσως στην αδελφή του.
Ήταν φως φανερό πως κάπου θα τσιμπολόγησαν λεφτά. Μου φάνηκε μάλιστα πως ο στρατηγός ντρεπόταν λιγάκι να με κοιτάξει κατάματα. Η Μαρία Φιλίπποβνα ήταν πάρα πολύ απασχολημένη και μόλις ανταλλάξαμε μερικές λέξεις^ όμως, τα χρήματα τα δέχτηκε, τα μέτρησε προσεχτικά κι άκουσε όλη τη διήγησή μου. Στο γεύμα περίμεναν να ’ρθει κι ο Μεζεντόβ, ο Φραντσέζος, κι ακόμα κάποιος άγνωστος σε μένα Άγγλος. Κι όπως ήταν η συνήθειά τους, μόλις ακούστηκαν λίγα λεφτά στην τσέπη τους, αμέσως κιόλας καλέσανε μουσαφιραίους στο τραπέζι. Έτσι γινόταν πάντα και στη Μόσχα. Η Πολίνα Αλεξάντροβνα, άμα με είδε, με ρώτησε γιατί άργησα τόσο πολύ, κι έφυγε δίχως ν’ ακούσει την απάντησή μου, πως το ’κανα αυτό επίτηδες. Κι όμως, έπρεπε να εξηγηθούμε μεταξύ μας, γιατί είχαν μαζευτεί ένα σωρό ζητήματα.
Μου δώσανε μια μικρή καμαρούλα στο τέταρτο πάτωμα του ξενοδοχείου. Εδώ μέσα το ξέρουν όλοι πως ανήκω κι εγώ στην ακολουθία του στρατηγού. Όλα γύρω μου μαρτυρούσαν πως πρόλαβαν κιόλας να κάνουν μια κάποια εντύπωση εδώ πέρα. Ο στρατηγός περνάει για βαθύπλουτος Ρώσος ευπατρίδης. Πριν απ’ το γεύμα ακόμη, μαζί μ’ άλλες παραγγελίες, έσπευσε να μου δώσει και δύο χαρτονομίσματα των χιλίων φράγκων να του τα χαλάσω. Κι εγώ πήγα και τ’ άλλαξα στο ταμείο του ξενοδοχείου. Ε, τώρα πια θα περνούμε για εκατομμυριούχοι, τουλάχιστο για μια βδομάδα. Ήμουν κιόλας έτοιμος να πάρω τον Μίσα και τη Νάντια, για να τους βγάλω λίγο περίπατο, όμως απ’ τη σκάλα με φωνάξανε στο δωμάτιο του στρατηγού. Έτσι άξαφνα τού ήρθε η φρόνιμη σκέψη να μάθει πού είχα σκοπό να πήγαινα τα παιδιά. Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, δεν μπορεί ν’ αντικρίσει τα μάτια μου. Χωρίς άλλο θα το ’θελε πολύ, μα εγώ τον ατενίζω πάντα μ’ ένα τόσο επίμονο και γεμάτο προπέτεια βλέμμα, που τον κάνει, καθώς φαίνεται, να τα χάνει. Με φουσκωμένα λόγια, μ’ επιτηδευμένο ύφος, ξαπολύοντας τη μια φράση πίσω στην άλλη και, στο τέλος, αφού τα μπέρδεψε όλα, μου ’δωσε να καταλάβω πως έπρεπε να πάω τα παιδιά κάπου πολύ μακριά απ’ το σταθμό, κατά το πάρκο! Έπειτα ξέσπασε και πρόσθεσε απότομα και οργισμένα: «Γιατί σεις δεν το ’χετε για τίποτα να τα πάτε στο σταθμό… στη ρουλέτα». «Με συγχωρείτε» πρόσθεσε. «Όμως, ξέρω πως είστε νέος κι επιπόλαιος ακόμα, κι ικανός να πάτε να παίξετε μάλιστα! Εν πάση περιπτώσει, μολονότι δεν είμαι μέντωρ σας, μα ούτε και θέλω άλλωστε ν’ αναλάβω έναν τέτοιο ρόλο, ωστόσο έχω το δικαίωμα, νομίζω, να σας παρακαλέσω να μη με εκθέσετε…»
«Μα εγώ, στρατηγέ μου, δεν έχω λεφτά απάνω μου», απάντησα με ηρεμία, «και για να χάσει κανείς, πρέπει να έχει».
«Θα σας δώσω αμέσως» απάντησε ο στρατηγός κοκκινίζοντας ελαφρά.
Κι άρχισε ν’ ανασκαλεύει το γραφείο του, έριξε ένα συμβουλευτικό βλέμμα στο σημειωματάριό του κι είδε πως μου όφειλε πάνω-κάτω εκατόν είκοσι ρούβλια.
«Μα δεν ξέρω πώς πρέπει να λογαριαστούμε», είπε ο στρατηγός, «είναι ανάγκη να τα μετατρέψουμε σε τάλιρα. Ορίστε λοιπόν, πάρτε εκατό τάλιρα για να ’χουμε στρογγυλό λογαριασμό… και τα υπόλοιπα, βέβαια, δε θα χαθούνε…»
Εγώ πήρα σιωπηλά τα χρήματα.
«Σας παρακαλώ, μη σας κακοφαίνονται τα λόγια μου, είσαστε δα τόσο μυγιάγγιχτος… Αν σας έκανα μια παρατήρηση, το ’κανα αυτό για το καλό σας, και θαρρώ πως έχω κάποιο δικαίωμα…»
Όταν γυρίζαμε, πριν απ’ το γεύμα, με τα παιδιά στο ξενοδοχείο, απαντήσαμε μια πραγματική καβαλαρία. Οι δικοί μας πήγανε να επισκεφτούνε κάτι ερείπια. Οι κυρίες ήταν καθισμένες σε δυο θαυμάσιες μπερλίνες, και οι κύριοι σε υπέροχα άλογα! Η mademoiselle Blanche καθόταν στη μια μπερλίνα μαζί με τη Μαρία Φιλίπποβνα και την Πολίνα. Ο Φραντσέζος, ο Άγγλος και ο στρατηγός τις συνόδευαν καβάλα. Όλοι οι διαβάτες σταματούσανε και τους κοιτάζανε^ η φιγούρα που κάνανε ήταν πολύ μεγάλη, μόνο που όλ’ αυτά θα του βγουν ξινά του στρατηγού. Υπολόγιζα πως με τις τέσσερις χιλιάδες φράγκα που έφερα μαζί μου και προσθέτοντας ακόμα όσα στο αναμεταξύ είχαν προλάβει να τσιμπολογήσουν αυτοί, έπρεπε να έχουν τώρα εφτά ως οχτώ πάνω-κάτω χιλιάδες φράγκα^ μα το ποσό τούτο ήταν βέβαια ελάχιστο για την Mlle Blanche.
Η Mlle Blanche μένει κι αυτή στο ξενοδοχείο μας μαζί με τη μητέρα της. Κάπου εδώ ολόγυρα κάθεται κι ο Φραντσέζος μας. Το προσωπικό του ξενοδοχείου τον αποκαλεί Mr le comte και τη μητέρα της Mlle Blanche Mme la comtesse. Ωστόσο, ποιος τάχα τους ξέρει; Mπορεί και στ’ αλήθεια να ’ναι comte et comtesse.
Ήμουνα απόλυτα βέβαιος πως ο Mr le comte δε θα με γνώριζε, άμα θ’ ανταμώναμε στο τραπέζι. Ο στρατηγός, φυσικά, δεν έλαβε καν τον κόπο να μας συστήσει, ή τουλάχιστο να του ’λεγε δυο λόγια για μένα, μα ο Mr le comte είχε κάνει κι αυτός στη Ρωσία κι ήξερε τι προσωπικότητα ήταν αυτός που τον λέγανε ουτσίτελ (δάσκαλο). Άλλωστε με γνώριζε πάρα πολύ καλά. Μα πρέπει να τ’ ομολογήσω πως στο γεύμα είχα παρουσιαστεί απρόσκλητος^ θαρρώ πως ο στρατηγός είχε λησμονήσει να δώσει τις πρεπούμενες διαταγές, γιατί διαφορετικά θα με στέλνανε να φάω στο table d’hotel. Παρουσιάστηκα λοιπόν κι εγώ μοναχός μου, κι ο στρατηγός με κοίταξε με φανερή δυσαρέσκεια. Η αγαθή Μαρία Φιλίπποβνα μου ’δειξε αμέσως πού να καθίσω, ωστόσο η συνάντησή μου με το μίστερ Άστλεϋ μ’ έβγαλε αμέσως απ’ την αμηχανία που βρέθηκα χωρίς να το θέλω στη συντροφιά τους.
Αυτόν τον αλλόκοτο Άγγλο τον είχα συναντήσει πρώτα στην Πρωσία, μέσα σ’ ένα βαγόνι όπου καθόμασταν ο ένας αντίκρυ στον άλλον, τον καιρό που κυνηγούσα από πίσω τους δικούς μας^ έπειτα ανταμώσαμε πηγαίνοντας για τη Γαλλία και τέλος στην Ελβετία. Στο διάστημα των δύο τούτων εβδομάδων ξανασυναντηθήκαμε άλλες δυο φορές, και να τώρα που τον ξανάβλεπα άξαφνα στο Ρουλέτεμπουργκ. Στη ζωή μου δεν έχω απαντήσει άνθρωπο τόσο συνεσταλμένο: είναι ντροπαλός μέχρι βλακείας, και ο ίδιος σίγουρα το ξέρει αυτό, γιατί δεν είναι καθόλου κουτός. Κι όμως, είναι πολύ συμπαθητικός και ήσυχος άνθρωπος. Τον έκανα να μου μιλήσει απ’ την πρώτη μας ακόμα συνάντηση στην Πρωσία. Μου ’πε πως το καλοκαίρι ήταν στο Νορντ Καπ και πως θα επιθυμούσε πάρα πολύ να επισκεφθεί το πανηγύρι του Νίζνι Νόβγκοροντ. Ούτε ξέρω το πώς έκανε τη γνωριμία του στρατηγού. Έχω την εντύπωση πως είναι ερωτευμένος τρελά με την Πολίνα. Άμα την είδε να μπαίνει στη σάλα, το πρόσωπό του άναψε ολόκληρο. Ήταν καταχαρούμενος που στο τραπέζι κάθισε πλάι του, και θαρρώ πως με θεωρεί κιόλας σαν έναν επιστήθιο φίλο του.
Στο τραπέζι ο Φραντσέζος ποζάριζε και με το παραπάνω μάλιστα. Το φέρσιμό του είναι γεμάτο υπεροψία κι επισημότητα. Κι όμως, στη Μόσχα, θυμάμαι, δεν ήταν παρά ένας χασομέρης, παράσιτο και τίποτα άλλο. Είπε πάρα πολλά για τα οικονομικά μας και για την πολιτική της Ρωσίας. Ο στρατηγός τολμούσε να του αντιμιλά πού και πού, αλλά και αυτό με πολλή μετριοπάθεια και μόνο όσο έπρεπε για να μην κουρελιαστεί η σοβαροφάνειά του.
Εγώ ήμουν σε μια παράξενη διάθεση. Εννοείται πως όσο βαστούσε το γεύμα έκανα πολλές φορές τη σκέψη για το ζήτημα που με απασχολούσε παντοτινά: «Γιατί τάχα να χάνω τον καιρό μου με το στρατηγό, και δεν παρατάω κι αυτόν κι όλους τους άλλους και να φύγω;» Πού και πού έριχνα και μια κρυφή ματιά στην Πολίνα Αλεξάντροβνα, μα κείνη δε με πρόσεχε διόλου. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνω έξω φρενών και πήρα την απόφαση να κάνω προστυχιές.
Και σαν αρχή της απόφασής μου ήταν η θορυβώδης ανάμειξή μου, χωρίς καμιά προηγούμενη αφορμή, στη συζήτηση των άλλων. Προπάντων ήθελα πολύ να πιαστώ με τον Γάλλο. Γύρισα λοιπόν στο στρατηγό και ξαφνικά, δυνατά και καθαρά, θαρρώ μάλιστα πως τον διέκοψα, έκανα την παρατήρηση πως τούτο το καλοκαίρι για τους Ρώσους ήταν σχεδόν αδύνατο να τρώνε στο table d’hotel των ξενοδοχείων. Ο στρατηγός κάρφωσε απάνω μου το κατάπληκτο βλέμμα του.
«Αν έχετε έστω και λίγο εγωισμό απάνω σας», συνέχισα εγώ, «ασφαλώς πρέπει να καταλήξετε σε καβγά ή να είσαστε υποχρεωμένος να ανέχεστε διάφορες προσβολές. Στο Παρίσι, στο Ρήνο και στην Ελβετία ακόμα συναντά κανείς ένα σωρό βρομοπολωνούς, ένα σωρό σαχλοφραντσέζους, που τους συμπαθούνε όλοι και είναι των αδυνάτων αδύνατο να ξεστομίσεις μια λέξη εναντίον τους, αν τύχει μόνο και είσαστε κατά σύμπτωση Ρώσος».
Είχα μιλήσει γαλλικά. Ο στρατηγός είχε γουρλώσει τα μάτια του, μην ξέροντας αν έπρεπε να οργιστεί ή μονάχα ν’ απορήσει γιατί ξεχάστηκα ως ένα σημείο.
«Αυτό σημαίνει πως κάποιος σας έδωσε ένα γερό μάθημα» είπε ο Γάλλος μ’ αδιαφορία και βαθιά περιφρόνηση.
«Στο Παρίσι τσακώθηκα πρώτα μ’ έναν Πολωνό», απάντησα εγώ, «έπειτα μ’ ένα Γάλλο αξιωματικό που υποστήριξε τον Πολωνό. Σε λίγο μια ομάδα Γάλλων ήρθε με το μέρος μου, άμα τους είπα γιατί θέλησα να φτύσω μέσα στον καφέ του αντιπρόσωπου του Πάπα».
«Να φτύσετε μέσα στον καφέ;» αναφώνησε ο στρατηγός με αγανακτισμένη απορία, και μάλιστα κοίταξε σαστισμένος τριγύρω του.
Ο Γάλλος με περιεργαζόταν με δυσπιστία.
«Μάλιστα» αποκρίθηκα εγώ. «Επειδή νόμιζα πως ίσως θ’ αναγκαζόμουνα να πεταχτώ ίσαμε τη Ρώμη για την υπόθεσή μας, πήγα στην πρεσβεία του πανιερότατου πατρός στο Παρίσι για την επικύρωση του διαβατηρίου μου. Εκεί με δέχτηκε ένας αββάς καμιά πενηνταριά χρονών, ξερακιανός, με παγερή έκφραση, κι αφού πρώτα μ’ άκουσε μ’ ευγένεια, μου ’πε έπειτα να περιμένω. Εγώ, μ’ όλο που ήμουνα βιαστικός, ωστόσο κάθισα να περιμένω, έβγαλα απ’ την τσέπη μου την “Opinion Nationale” κι άρχισα να διαβάζω έναν τρομερό λίβελλο κατά της Ρωσίας. Στο μεταξύ άκουσα να περνάει κάποιος απ’ την πλαϊνή αίθουσα στο γραφείο του Μονσενιόρ. Είδα τότε τον αββά μου να τσακίζεται στα δυο, τόσο ήταν βαθιά η υπόκλιση που έκανε. Του ξανάκανα την παράκλησή μου^ μα κείνος και πάλι μου ’πε να περιμένω. Σε λίγο ήρθε κάποιος άλλος ξένος για μια υπόθεσή του^ ένας Αυστριακός. Αυτόν τον ακούσανε και μονομιάς τον οδηγήσανε πάνω. Τότε άρχισα να φουντώνω^ σηκώνομαι μια και δυο, κοντοζυγώνω τον αββά και του λέω ορθά κοφτά πως, αφού ο Μονσενιόρ δέχεται, μπορεί βέβαια να τελειώνει και με μένα. Και ξαφνικά βλέπω τον αββά μου να πισωπλατίζει γεμάτος απορία. Απλούστατα δε χωρούσε το μυαλουδάκι του πώς είχε το θράσος ένας τιποτένιος Ρώσος να συγκρίνει τον εαυτό του με τους επισκέπτες του Μονσενιόρ. Και με το πιο αυθάδικο ύφος, σα να ’ταν απόλυτα ικανοποιημένος που βρήκε επιτέλους τον τρόπο να μ’ εξευτελίσει, μ’ αναμέτρησε απ’ το κεφάλι ίσαμε τα πόδια με μια περιφρονητική ματιά και φώναξε:
«Και φαντάζεστε λοιπόν πως ο Μονσενιόρ θ’ αφήσει για σας τον καφέ του;»
Αποθηριώθηκα λοιπόν κι άρχισα να ωρύομαι: «Ε, λοιπόν, κύριέ μου, μάθετε πως εγώ φτύνω μέσα στον καφέ του Μονσενιόρ σας! Αν δεν τελειώσετε τούτη τη στιγμή με το πασαπόρτι μου, θα πάω να τον βρω μοναχός μου!»
«Πώς! Τη στιγμή που είναι κοντά του ο Καρδινάλιος!» έμπηξε τις φωνές ο αββάς και πισωπλάτισε με φρίκη, όρμησε στην πόρτα κι ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια στάθηκε με τέτοιο τρόπο, που φανέρωνε πως προτιμούσε να πεθάνει παρά να μ’ αφήσει να περάσω.
Τότε του ’πα κι εγώ πως είμαι ένας βάρβαρος και αιρετικός, “que je suis heretique et barbare”, και πως δε δίνω τσακιστή πεντάρα για όλους αυτούς τους Αρχιεπισκόπους, Καρδινάλιους, Μονσενιόρηδες κτλ. κτλ. Με λίγα λόγια ήταν φανερό πια πως δεν εννοούσα να υποχωρήσω. Ο αββάς με κοίταξε με μιαν ατέλειωτη κακία στα μάτια, ύστερα άρπαξε το διαβατήριό μου κι ανέβηκε τρέχοντας απάνω. Σε λίγο ήταν θεωρημένο.
«Να το, μήπως θέλετε να το δείτε;»
Έβγαλα το διαβατήριό μου και τους έδειξα τη βίζα Ρώμης.
«Ωστόσο σεις…» έκανε να πει ο στρατηγός.
«Να ξέρετε πως σας γλίτωσε αυτό που είπατε, ότι είσαστε ένας βάρβαρος κι αιρετικός» παρατήρησε χαμογελώντας ο σαχλογάλλος. “Cela n’etait pas si bete!”
«Μα γιατί να φέρονται λοιπόν έτσι στους Ρώσους μας; Μήπως δεν τους βλέπετε εδώ πέρα που δεν τολμούνε να κάνουν κιχ, κι είναι ίσως κάθε στιγμή έτοιμοι ν’ αρνηθούν ακόμα πως είναι οι Ρώσοι; Έτσι τουλάχιστον είχα ένα καλό αποτέλεσμα στο Παρίσι, γιατί είχαν αρχίσει κιόλας να μου φέρονται καλύτερα στο ξενοδοχείο μου, άμα τους διηγήθηκα τον καβγά μου με τον αββά».
Ένας χοντροπολωνός άρχοντας, ο πιο αντιπαθητικός σ’ εμένα άνθρωπος απ’ όσους βρίσκονταν στο τραπέζι, μαζεύτηκε αμέσως σαν τον κάβουρα. Κι όταν τους είπα πως, πάνω-κάτω δυο χρόνια πριν, είχα συναντηθεί με τον άνθρωπο που τον πυροβόλησε ένας Γάλλος ακροβολιστής του Ναπολέοντα, μόνο και μόνο για ν’ αδειάσει το όπλο του πάνω του, κι αυτό ακόμα το χάψανε οι κουτοφραντσέζοι! Ο άνθρωπος εκείνος ήταν τότε μόλις δέκα χρονώ παιδί και η οικογένειά του δεν πρόλαβε να φύγει απ’ τη Μόσχα.
«Αυτό δεν είναι δυνατόν!» ξέσπασε ο Φραντσέζος. «Ένας Γάλλος στρατιώτης δεν πυροβολεί ποτέ ένα παιδί!»
«Κι όμως, αυτό είναι γεγονός» αποκρίθηκα εγώ. «Μου το διηγήθηκε ένας αξιοσέβαστος λοχαγός, κι έχω δει με τα μάτια μου το σημάδι της σφαίρας στο μάγουλό του».
Ο Γάλλος άρχισε να μιλάει γρήγορα-γρήγορα. Ο στρατηγός επιχείρησε να πάρει το μέρος του, όμως εγώ του ’κανα τη σύσταση να διαβάσει τουλάχιστο μερικά αποσπάσματα απ’ τα «Απομνημονεύματα» του στρατηγού Περόβσκη, που αιχμαλωτίστηκε στα 1812 απ’ τους Γάλλους. Η Μαρία Φιλίπποβνα όμως έφερε την κουβέντα σ’ άλλο θέμα, για να διακόψει τη συζήτηση. Ο στρατηγός ήταν πολύ δυσαρεστημένος μαζί μου, γιατί εγώ κι ο Φραντσέζος αρχίσαμε κιόλας μια τόσο ζωηρή λογομαχία, που έμοιαζε σχεδόν με καβγά. Ωστόσο, στο μίστερ Άστλεϋ φαινόταν πως άρεσε πολύ η φιλονικία μας, κι άμα σηκωθήκαμε απ’ το τραπέζι, μου ’κανε την πρόταση να πιούμε μαζί ένα ποτηράκι κρασί.
Το βραδάκι φυσικά κατόρθωσα να μιλήσω λίγη ώρα με την Πολίνα Αλεξάντροβνα. Η συνομιλία μας έγινε στον περίπατο. Όλοι οι δικοί μας είχανε πάει στο πάρκο, κατά το σταθμό. Η Πολίνα κάθισε στο παγκάκι που είναι απέναντι στο σιντριβάνι, έδωσε όμως την άδεια στη Ναντέγκα να παίξει σιμά τους, με τ’ άλλα παιδάκια, όπως κι εγώ επέτρεψα στον Μίσα να τρέξει εκεί ολόγυρα, κι έτσι μείναμε επιτέλους μόνοι. Πρώτα, φυσικά, μιλήσαμε για τις δουλειές μας. Η Πολίνα θύμωσε πολύ άμα της έδωσα μονάχα εφτακόσια φλωρίνια. Ήταν τόσο βέβαιη πως, ενεχυριάζοντας τα διαμαντικά της στο Παρίσι, θα της έφερνα τουλάχιστο δυο χιλιάδες φλωρίνια, κι ίσως-ίσως και περισσότερα.
«Έχω μεγάλη ανάγκη από χρήματα», είπε η Πολίνα, «και πρέπει χωρίς άλλο να βρω, αλλιώς είμαι χαμένη».
Τη ρώτησα αμέσως τι συνέβη τις μέρες που έλειπα.
«Τίποτα, μονάχα δυο περίεργα νέα που μας ήρθανε απ’ την Πετρούπολη: πρώτα-πρώτα η γιαγιά ήταν βαριά άρρωστη και μάλιστα διαδόθηκε πως τάχα πέθανε. Η είδηση αυτή ήρθε απ’ τον Τιμόθεο Πέτροβιτς», πρόσθεσε η Πολίνα, «κι αυτός είναι θετικός άνθρωπος. Και τώρα περιμένουμε μιαν οριστική είδηση».
«Ώστε, λοιπόν, εδώ βρισκόσαστε όλοι πάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα;» είπα εγώ.
«Βέβαια, όλοι και όλα^ εδώ κι έξι μήνες δεν έχουμε άλλη ελπίδα».
«Και σεις ελπίζετε σ’ αυτό;»
«Μα εγώ δε συγγενεύω διόλου μαζί της, είμαι μονάχα η προγονή του στρατηγού. Κι όμως, είμαι βέβαιη πως θα με θυμηθεί στη διαθήκη της».
«Έχω την πεποίθηση πως σεις θα πάρετε τα πιο πολλά» είπα με βεβαιότητα.
«Ναι, μ’ αγαπούσε πολύ, μα γιατί έχετε αυτή την πεποίθηση;»
«Πείτε μου», της αποκρίθηκα, «είναι και ο μαρκήσιός σας, αν δε γελιέμαι, μυημένος σ’ όλα τούτα τα οικονομικά σας μυστικά;»
«Τόσο πολύ λοιπόν σας ενδιαφέρει αυτό;» ρώτησε η Πολίνα κοιτάζοντάς με με σκληρότητα κι αυστηρότητα.
«Γιατί όχι; Αν δε γελιέμαι, ο στρατηγός τον έβαλε κι αυτόν στο χέρι».
«Πώς το μαντέψατε;»
«Ε, λοιπόν, σας περνάει η ιδέα πως αυτός θα του ’δινε λεφτά, αν δεν ήταν βέβαιος για τη γιαγιά; Δεν παρατηρήσατε ότι, δυο τρεις φορές που αναφέραμε τη γιαγιά στο τραπέζι, την είπε “γιαγιακούλα”, “la babovlinka”; Τι τρυφερότης!»
«Ναι, έχετε δίκιο. Κι άμα μάθει αμέσως πως κι εγώ κάτι κληρονόμησα, θα ’ρθει αμέσως να με ζητήσει. Μήπως αυτό ήταν που επιθυμούσατε να μάθετε;»
«Ώστε μόνο μ’ αυτή την προϋπόθεση θα σας ζητήσει; Μα εγώ θαρρούσα πως το είχε κάνει αυτό από καιρό».
«Αφού το ξέρετε πολύ καλά πως όχι!» είπε φουρκισμένη η Πολίνα.
«Δε μου λέτε πού συναντήσατε αυτόν τον Εγγλέζο;» πρόσθεσε κείνη σε λιγάκι.
«Ήμουνα απόλυτα βέβαιος πως θα με ρωτούσατε τώρα γι’ αυτόν».
Και της διηγήθηκα τις προηγούμενες συναντήσεις μου με το μίστερ Άστλεϋ στη διάρκεια του ταξιδιού μου. Είναι από φυσικού του ντροπαλός κι ερωτόληπτος, άραγε να την ερωτεύθηκε κιόλας;
«Δεν είναι βέβαιο αυτό. Έχει, λέει, κάποιο Chateau. Ακόμα χτες μου μιλούσε γι’ αυτό ο στρατηγός. Ε, λοιπόν, σας φτάνουν αυτές οι πληροφορίες;»
«Εγώ, αν ήμουνα στη θέση σας, θα τον παντρευόμουνα δίχως άλλο αυτόν τον Εγγλέζο».
«Γιατί;» με ρώτησε η Πολίνα.
«Βέβαια ο Γάλλος είναι πιο όμορφος, μα είναι πρόστυχος και ταπεινός άνθρωπος, ενώ ο Άγγλος, ας αφήσουμε ότι είναι πιο ηθικός, είναι και δέκα φορές πιο πλούσιος απ’ τον άλλον» απάντησα.
«Ναι, μα ο Γάλλος είναι μαρκήσιος και ξυπνότερος» είπε η Πολίνα με μεγάλη αφέλεια.
«Να ’ναι άραγε αλήθεια αυτό;»
«Δε χωράει καμιά αμφιβολία».
 
Ντοστογιέβσκη, Φιόντορ

Ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέβσκη γεννήθηκε στη Μόσχα στις 30 Οκτωβρίου (ιουλ.)/11 Νοεμβρίου (γρηγ.) του 1821. Ο πατέρας του, ιδιαίτερα μορφωμένος και ευλαβής χριστιανός, άσκησε σημαντική επιρροή στο συγγραφέα και κατ’ επέκταση στο έργο του.

Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικού, που όπως αργότερα αποδείχθηκε δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Πάθος του ήταν η λογοτεχνία.

Η συγγραφική του σταδιοδρομία ξεκίνησε το 1844 με το έργο του Οι φτωχοί. Η σχέση του με τους σοσιαλιστικούς κύκλους των φουριεριστών οδήγησε στη σύλληψή του από την αστυνομία το 1849 και στη φυλάκισή του. Καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά τελικά, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα του δόθηκε χάρη. Εξέτισε τετραετή ποινή σε καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. 

Καταβεβλημένος σωματικά και ψυχικά επέστρεψε στη Ρωσία, όπου και επιδόθηκε στο συγγραφικό του έργο. Χρέη τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει για άλλη μια φορά την αγαπημένη του πατρίδα και να καταφύγει στην Ευρώπη μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του Άννα Σνίτκιν. Η νοσταλγία όμως τον οδήγησε ξανά στην Πετρούπολη, όπου και πέθανε στις 28 Ιανουαρίου (ιουλ.)/9 Φεβρουαρίου (γρηγ.) του 1881.

Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:

* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€

Στείλτε μας την απορία σας για το προϊόν.
 

Δείτε επίσης