Ο Πρόλογος του Ζωγράφου
ΤΗΝ άνοιξη του 1884 ο Όσκαρ Γουάιλντ ερχότανε συχνά στο ατελιέ μου. Ανάμεσα στα μοντέλα μου ήταν κι ένας νεαρός τζέντλεμαν. Είχε μια τόσο εκπληκτική ομορφιά, που οι φίλοι του τού είχαν βγάλει το παρατσούκλι «Τ’ Αχτινοβόλα Νιάτα». Κάθε απόγευμα ο Γουάιλντ παρακολουθούσε την πρόοδο της εργασίας μου γοητεύοντάς μας με την πνευματώδη ομιλία του, ώσπου το πορτραίτο τέλειωσε και το πρωτότυπο τράβηξε το δρόμο του, και είμαι σίγουρος πως ήταν πολύ ευχαριστημένο που ξανάβρισκε την ελευθερία του.
Η ομορφιά του Ντόριαν ήταν από κείνες που η γοητεία τους εξαρτάται από το χρώμα και την έκφραση. Τα μαλλιά του, ξανθά και σγουρά. Τα μάγουλά του, κόκκινα — ένα κόκκινο χρώμα υγείας. Στα μάτια του έλαμπε η χαρούμενη διάθεση, η καλή καρδιά και οι υψηλές σκέψεις. Ήταν από κείνους τους νέους που κάνουν τον κόσμο να φαίνεται όμορφος κι όταν είναι ακόμα όλα δύσκολα. Η ύπαρξή του ανάδινε μιαν ορατή αχτινοβολία καλοσύνης κι ευθυμίας. Και το σκοτεινότερο δωμάτιο έλεγες πως φωτιζόταν και φεγγοβολούσε σαν έμπαινε μέσα.
«Τι κρίμα που ένα τόσο θεσπέσιο πλάσμα θα γεράσει κάποτε» αναστέναξε ο Γουάιλντ.
«Πράγματι» είπα εγώ. «Τι υπέροχο θα ’ταν να μπορούσε να μείνει ο “Ντόριαν” ακριβώς όπως είναι και να γεράσει και να ζαρώσει αντί γι’ αυτόν το “πορτραίτο”. Πολύ θα το ’θελα να γινόταν κάτι τέτοιο!»
Αυτό ήταν όλο. Ασχολήθηκα με τον πίνακα ένα τέταρτο πάνω-κάτω, κι ο Γουάιλντ καθόταν και κάπνιζε σκεφτικός, δίχως να βγάζει λέξη. Σε λίγο σηκώθηκε και πήγε με μεγάλα βήματα στην πόρτα. Με χαιρέτησε μ’ ένα κίνημα του κεφαλιού και βγήκε.
Οικογενειακές υποθέσεις μ’ ανάγκασαν να λείψω απ’ το Λονδίνο. Δεν ξανάδα ούτε τον Γουάιλντ ούτε τον Γκρέι.
Μια μέρα, χρόνια αργότερα, το βιβλίο αυτό έπεσε στα χέρια μου —δεν μπορώ να θυμηθώ πού και πώς—, μ’ όλο που μου ’κανε εντύπωση, σαν βρήκα το σπόρο που ρίχτηκε τυχαία σε μια άσκοπη κουβέντα, να ’χει γίνει τώρα με την τέχνη του συγγραφέα το πλατύφυλλο δέντρο του Πορτραίτου του Ντόριαν Γκρέι. Ο Γουάιλντ θα πρέπει να δούλεψε πολύν καιρό το θέμα στο μυαλό του. «Τ’ Αχτινοβόλα Νιάτα» ήταν φυσικά το εντελώς αντίθετο με τον κακό ήρωα του Γουάιλντ. Ο συγγραφέας όμως είχε τόση αγάπη στο παράδοξο, που ακριβώς η αντίθεση αυτή των χαρακτήρων γοήτεψε την ποιητική του φαντασία, με αποτέλεσμα να γεννηθούν οι επόμενες σελίδες.
ΜΠΑΖΙΛ ΧΟΛΓΟΥΟΡΝΤ
Πρόλογος
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ είναι ο δημιουργός ωραίων πραγμάτων.
Η τέχνη έχει σκοπό να αποκαλύπτει την τέχνη και να κρύβει τον καλλιτέχνη.
Κριτικός είναι κείνος που μπορεί να μεταφράσει την εντύπωση που του κάνανε τα ωραία πράγματα σε μιαν άλλη μορφή ή σ’ ένα καινούριο υλικό.
Η υψηλότερη όπως και η κατώτερη μορφή κριτικής είναι ένας τρόπος αυτοβιογραφίας.
Εκείνοι που βρίσκουν άσχημα νοήματα σε όμορφα πράγματα είναι διεφθαρμένοι χωρίς να ’ναι θελκτικοί. Αυτό είναι σφάλμα.
Εκείνοι που βρίσκουν όμορφα νοήματα σε όμορφα πράγματα είναι οι καλλιεργημένοι. Γι’ αυτούς υπάρχει ελπίδα.
Εκλεκτοί είναι κείνοι που στα ωραία πράγματα βλέπουν μονάχα την Ομορφιά.
Δεν υπάρχει ηθικό ή ανήθικο βιβλίο.
Τα βιβλία είναι καλογραμμένα ή κακογραμμένα. Αυτό είναι όλο.
Η αντιπάθεια του δέκατου ένατου αιώνα για τον Ρεαλισμό είναι η λύσσα του Κάλιμπαν που βλέπει το πρόσωπό του στον καθρέφτη.
Η αντιπάθεια του δέκατου ένατου αιώνα για τον Ρομαντισμό είναι η λύσσα του Κάλιμπαν που δεν βλέπει το πρόσωπό του στον καθρέφτη.
Η ηθική ζωή του ανθρώπου είναι ένα απ’ τα υλικά που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης, μα η ηθικότητα της τέχνης δεν είναι τίποτα άλλο απ’ την τέλεια χρήση ενός μέσου που δεν είναι τέλειο. Κανένας καλλιτέχνης δεν πασκίζει ν’ αποδείξει κάτι. Ακόμα και το αληθινό μπορεί ν’ αποδειχτεί.
Κανένας καλλιτέχνης δεν έχει ηθικές προκαταλήψεις. Η ηθική προκατάληψη είναι για τον καλλιτέχνη μια ασυγχώρητη επιτήδευση ύφους.
Ποτέ ένας καλλιτέχνης δεν είναι νοσηρός. Ο καλλιτέχνης μπορεί να εκφράσει το καθετί.* [*Σ.τ.Μ.: Ο Όσκαρ Γουάιλντ επανέρχεται στο ίδιο θέμα και σ’ ένα του δοκίμιο που το τιτλοφορεί: «Η Ψυχή του Ανθρώπου κι ο Σοσιαλισμός». Λέει: Το κοινό μεταχειρίζεται και μιαν άλλη λέξη: νοσηρός. Δεν τη λένε συχνά. Το νόημα της λέξης αυτής είναι τόσο απλό, που φοβούνται να τη μεταχειριστούν… Φυσικά, είναι γελοίος χαρακτηρισμός για ένα έργο τέχνης. Γιατί τι άλλο είναι η νοσηρότητα, αν όχι ένα είδος συγκίνησης ή ένας τρόπος σκέψης που αδυνατεί κανείς να εκφράσει; Το κοινό είναι νοσηρό, γιατί το κοινό δεν μπορεί να βρει έκφραση για τίποτα. Ο καλλιτέχνης δεν είναι ποτέ νοσηρός. Ο καλλιτέχνης εκφράζει το καθετί. Στέκεται έξω απ’ το αντικείμενό του και μέσω αυτού παράγει καλλιτεχνικά αποτελέσματα που δεν επιδέχονται σύγκριση. Το να πούμε πως ένας καλλιτέχνης είναι νοσηρός γιατί πήρε σαν θέμα τη νοσηρότητα είναι ανόητο όσο το να λέγαμε πως ο Σαίξπηρ είναι τρελός γιατί έγραψε τον «Βασιλιά Ληρ».]
Η σκέψη και η γλώσσα είναι για τον καλλιτέχνη εργαλεία.
Η αρετή και η κακία είναι για τον καλλιτέχνη υλικά.
Απ’ την άποψη της μορφής, το πρότυπο όλων των τεχνών είναι η τέχνη της μουσικής.
Απ’ την άποψη του αισθήματος, πρότυπο είναι η τέχνη του ηθοποιού.
Κάθε τέχνη είναι ταυτόχρονα επιφάνεια και σύμβολο.
Αυτοί που πάνε να εισδύσουν κάτω απ’ την επιφάνεια, το κάνουν με προσωπική τους ευθύνη.
Αυτοί που διαβάζουν το σύμβολο, το κάνουν με προσωπική τους ευθύνη.
Στην πραγματικότητα, η τέχνη καθρεφτίζει το θεατή κι όχι τη ζωή.
Οι διχογνωμίες για ένα έργο τέχνης δείχνουν πως το έργο είναι νέο, πολυσύνθετο και ζωντανό.
Όταν οι κριτικοί διαφωνούν, σημαίνει πως ο καλλιτέχνης συμφωνεί με τον εαυτό του.
Μπορούμε να συγχωρέσουμε κάποιον που έκανε κάτι χρήσιμο, αρκεί να μην το θαυμάζει. Η μόνη δικαιολογία για τη δημιουργία ενός άχρηστου πράγματος είναι ότι αυτός που το ’κανε το θαυμάζει έντονα.
Κάθε τέχνη είναι εντελώς άχρηστη.
OSCAR WILDE
ΤΟ ΑΤΕΛΙΕ ήταν γεμάτο απ’ το πλούσιο άρωμα των ρόδων, κι όταν το ελαφρό καλοκαιριάτικο αεράκι σιγοφυσούσε μες στα δέντρα του κήπου, ερχόταν απ’ την ανοιχτή πόρτα η βαριά μυρωδιά της πασχαλιάς ή εκείνο το ανάλαφρο μύρο απ’ την αγριάκανθα με τα ροζ λουλούδια.
Ο Λόρδος Χένρυ Γουότον ήταν ξαπλωμένος στη γωνιά του ντιβανιού που το ’χαν στρώσει με περσικά χαλιά. Καπνίζοντας, όπως το ’χε συνήθεια, αναρίθμητα τσιγάρα, κοίταζε την αχτινοβολία των λουλουδιών ενός λάμπουρνουμ. Η ευωδιά τους ήταν γλυκιά σαν του μελιού, το χρώμα τους κίτρινο σαν μέλι. Τα τρεμουλιαστά κλαδιά του λάμπουρνουμ φαίνονταν έτοιμα να λυγίσουν κάτω από το βάρος μιας τόσο φλογισμένης ομορφιάς. Κάθε λίγο και λιγάκι τρεμόπαιζαν πάνω στις μακριές μεταξωτές κουρτίνες, που ήταν κατεβασμένες μπροστά στο τεράστιο παράθυρο, κάτι φανταστικές σκιές διαβατικών πουλιών, δημιουργώντας μια στιγμιαία γιαπωνέζικη εντύπωση. Τον κάναν και σκεφτόταν κείνους τους χλωμούς ζωγράφους του Τόκιο με τα σαν από ίασπη πρόσωπα, που, έχοντας σαν μέσο έκφρασης μια τέχνη αναγκαστικά ακίνητη, πασκίζουν να μεταδώσουν την αίσθηση της σβελτάδας και της κίνησης. Το νυσταγμένο ζουζούνισμα των μελισσών, που προσπαθούσαν ν’ ανοίξουν δρόμο μες από την ψηλή, φουντωμένη χλόη ή που γράφαν κύκλους με μια μονότονη επιμονή γύρω στους πασπαλισμένους με χρυσόσκονη στήμονες του φουντωμένου αγιοκλήματος, έκανε λες την ησυχία πιο καταθλιπτική. Ο υπόκωφος θόρυβος του Λονδίνου έφτανε σαν τη βαθιά νότα ενός μακρινού εκκλησιαστικού οργάνου.
Στο κέντρο του δωματίου, στηριγμένο σ’ ένα ορθό καβαλέτο, βρισκόταν τ’ ολόσωμο πορτραίτο ενός νέου καταπληκτικής ομορφιάς, και μπροστά του, λίγο πιο μακριά, καθόταν ο ζωγράφος, ο Μπάζιλ Χόλγουορντ, που η ξαφνική του εξαφάνιση, εδώ και μερικά χρόνια, έκανε τόση αίσθηση τότε στο κοινό κι έδωσε αφορμή ν’ ακουστούν τόσες και τόσες παράξενες εικασίες.
Ο ζωγράφος κοίταζε τη χαριτωμένη, την κομψή μορφή που με τόση δεξιοτεχνία είχε καθρεφτίσει με την τέχνη του, κι ένα ευχαριστημένο χαμόγελο πέρασε για μια στιγμή απ’ το πρόσωπό του και φάνηκε σα να ’θελε να μείνει εκεί. Μα ξαφνικά πετάχτηκε όρθιος και, κλείνοντας τα μάτια, έβαλε τα δάχτυλα πάνω στα βλέφαρά του, σα να ’θελε να φυλακίσει μες στο μυαλό του κάποιο παράξενο όνειρο απ’ όπου φοβόταν μήπως ξυπνήσει.
«Είναι το καλύτερο έργο σου, Μπάζιλ, το καλύτερο απ’ όσα έκανες ποτέ» είπε ο Λόρδος Χένρυ νωχελικά. «Πρέπει το δίχως άλλο να το στείλεις του χρόνου στο Γκρόσβενορ. Η Ακαδημία είναι πολύ μεγάλη και πολύ μπανάλ. Όσες φορές πήγα εκεί, ένα απ’ τα δυο θα συνέβαινε: ή θα ’χε τόσον κόσμο, που μου ήταν αδύνατο να δω τους πίνακες, πράμα φοβερό, ή οι πίνακες θα ’ταν τόσο πολλοί, που δε θα μπορούσα να δω τον κόσμο, που ήταν ακόμα φοβερότερο. Το Γκρόσβενορ είναι το μόνο κατάλληλο μέρος».
«Δε σκοπεύω να το στείλω πουθενά» απάντησε ο ζωγράφος ρίχνοντας το κεφάλι προς τα πίσω με κείνον τον παράξενο τρόπο που έκανε τους φίλους του να γελούν μαζί του στην Οξφόρδη. «Όχι. Δε θα το στείλω πουθενά».
Ο Λόρδος Χένρυ σήκωσε τα φρύδια και τον κοίταξε κατάπληκτος μέσ’ απ’ τα λεπτά γαλάζια δαχτυλίδια του καπνού, που ανέβαιναν στριφογυριστά απ’ το οπιοποτισμένο του τσιγάρο, γράφοντας στον αέρα φανταστικούς κύκλους.
«Δε θα το στείλεις πουθενά; Αγαπητέ μου φίλε, και γιατί; Έχεις κανένα λόγο; Τι παράξενα πλάσματα είσαστε σεις οι ζωγράφοι! Κάνετε ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί για να κερδίσετε τη δόξα. Και μόλις σας χαμογελάσει, είσαστε έτοιμοι να της γυρίσετε την πλάτη. Είναι ανοησία σας. Γιατί σ’ αυτόν τον κόσμο ένα μονάχα είναι χειρότερο απ’ το να μιλούν για σένα. Κι αυτό είναι το να μη μιλούν για σένα. Ένα πορτραίτο σαν κι αυτό θα σε ανέβαζε ψηλότερα από κάθε νέο στην Αγγλία και θα ’κανε τους γέρους να ζηλέψουν, αν φυσικά οι γέροι μπορούν ποτέ να αισθανθούν μια συγκίνηση».
«Ξέρω πως θα γελάσεις», απάντησε ο ζωγράφος, «μα σε βεβαιώ πως δεν μπορώ να το εκθέσω. Έχω βάλει πολύ απ’ τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτό το έργο».
Ο Λόρδος Χένρυ τεντώθηκε στο ντιβάνι και γέλασε.
«Ναι, το ’ξερα πως θα γελάσεις. Κι όμως, όπως και να ’ναι, αυτή είναι η αλήθεια».
«Πάρα πολύ απ’ τον εαυτό σου! Στο λόγο μου, Μπάζιλ, δεν ήξερα πως είσαι τόσο ματαιόδοξος. Γιατί, μα την αλήθεια, δε βλέπω να μοιάζει σε τίποτα το τραχύ, το δυνατό σου πρόσωπο και τα μαύρα σαν το κάρβουνο μαλλιά σου μ’ αυτόν τον νεαρό ¶δωνη, που είναι φτιαγμένος σαν από ελεφαντόδοντο και ροδοπέταλα. Μα, αγαπητέ μου Μπάζιλ, αυτός είναι ένας Νάρκισσος και συ, ε… φυσικά… έχεις έκφραση πνευματικού ανθρώπου και τα λοιπά και τα λοιπά. Μα η ομορφιά, η πραγματική ομορφιά, τελειώνει εκεί που αρχίζει η πνευματική φυσιογνωμία. Το πνεύμα είναι αυτό καθαυτό ένα είδος υπερβολής και καταστρέφει την αρμονία κάθε προσώπου. Απ’ τη στιγμή που θα κάτσεις κάτω να σκεφτείς, το πρόσωπό σου γίνεται όλο μύτη ή μέτωπο ή ό,τι άλλο — πάντα φριχτό. Κοίτα τους ανθρώπους που κάνανε καριέρα σε οποιοδήποτε πνευματικό επάγγελμα. Πόσο τέλεια είναι η ασκήμια τους! Φυσικά, η Εκκλησία είναι μια εξαίρεση. Ακριβώς γιατί στην Εκκλησία δε σκέφτονται. Ένας επίσκοπος εξακολουθεί να λέει στα ογδόντα του χρόνια αυτά που τον έμαθαν να λέει όταν ήταν παιδί δεκαοχτώ χρονώ, και φυσική συνέπεια είναι να σου φαίνεται πάντοτε άψογα θελκτικός ο μυστηριώδης νεαρός σου φίλος, που ποτέ δε μου είπες τ’ όνομά του, μα που το πορτραίτο του πραγματικά με μαγεύει, δε σκέφτεται ποτέ. Είμαι απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό. Είναι το δίχως άλλο ένα άμυαλο, όμορφο πλάσμα, που θα ’πρεπε να ’ναι πάντοτε εδώ το χειμώνα, όταν δεν έχουμε λουλούδια να κοιτάζουμε, κι όλο το καλοκαίρι, όταν αποζητάμε κάτι για να δροσίσουμε το πνεύμα μας. Μην κολακεύεις τον εαυτό σου, Μπάζιλ. Δεν του μοιάζεις στο παραμικρό».
«Δε με κατάλαβες, Χάρυ» απάντησε ο ζωγράφος. «Και βέβαια δεν του μοιάζω. Αυτό το ξέρω πολύ καλά. Σε βεβαιώνω πως θα λυπόμουνα, αν του έμοιαζα. Ανασηκώνεις τους ώμους; Σου λέω την αλήθεια. Υπάρχει κάτι το μοιραίο σ’ όλες τις σωματικές και πνευματικές ανωτερότητες. Είναι κάτι ανάλογο με τη Μοίρα που φαίνεται πως παρακολουθεί μες στους αιώνες τα αβέβαια βήματα των βασιλιάδων. Είναι πολύ προτιμότερο να μη διαφέρει κανείς από τους συνανθρώπους του. Ο άσκημος κι ο ηλίθιος έχουν το καλύτερο μερίδιο σ’ αυτόν τον κόσμο. Μπορούν να κάθονται όπως τους βολεύει και να παρακολουθούν χάσκοντας την παράσταση. Μπορεί να μην ξέρουν τι θα πει νίκη, έχουν όμως απαλλαγεί κι απ’ τη γνώση της ήττας. Ζουν όπως θα ’πρεπε να ζούμε όλοι μας, ανενόχλητοι, αδιάφοροι, χωρίς ανησυχίες. Δε φέρνουν την καταστροφή στους άλλους και ποτέ δεν καταστρέφονται από ξένα χέρια. Όλοι μας θα υποφέρουμε απ’ αυτό που μας έδωσαν οι Θεοί, θα υποφέρουμε τρομερά. Εσύ απ’ την κοινωνική σου θέση και τον πλούτο σου, εγώ απ’ το μυαλό μου, όσο έχω, κι απ’ την τέχνη μου, όσο αξίζει. Κι ο Ντόριαν Γκρέι απ’ την ομορφιά του».
«Ντόριαν Γκρέι; Αυτό είναι τ’ όνομά του;» ρώτησε ο Λόρδος Χένρυ διασχίζοντας το ατελιέ και φτάνοντας μπροστά στον Μπάζιλ Χόλγουορντ.
«Ναι, αυτό είναι τ’ όνομά του. Δεν είχα σκοπό να σ’ το πω».
«Μα γιατί να μη μου το πεις;»
«Ω, δεν μπορώ να σου εξηγήσω. Όταν μ’ αρέσει κάποιος απέραντα, δε λέω σε κανέναν τ’ όνομά του. Είναι σαν να παραδίνω κάτι απ’ αυτόν στους άλλους. Έχω φτάσει ν’ αγαπάω το απόρρητο. Φαίνεται να ’ναι το μόνο που μπορεί να προσδώσει λίγο μυστήριο και μαγεία στη σύγχρονη ζωή. Το κοινότερο πράγμα μπορεί να γίνει θελκτικό, φτάνει να το κρύβεις. Τώρα, όταν φεύγω απ’ την πόλη, ποτέ δε λέω στους δικούς μου πού πηγαίνω. Αν έκανα κάτι τέτοιο, θα ’χανα κάθε ευχαρίστηση. Είναι μια ανόητη συνήθεια, τολμώ να πω, όπως και να ’ναι όμως, φέρνει αρκετό ρομαντισμό στη ζωή σου. Υποθέτω πως με νομίζεις τρομερά κουτό που βλέπω έτσι τα πράγματα, ε;»