[...] Η Αννούλα ήταν παιδί μεταναστών και μεγάλωνε με τη γιαγιά της, την κυρία Σταμάτα. Βρισκόμαστε λίγο πριν από το τέλος της δεύτερης πενταετίας του 1950 και το μεταναστευτικό κύμα έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Οι γονείς της, όπως χιλιάδες νέοι άνθρωποι, αφού μάταια αναζήτησαν δουλειά, δεν είχαν άλλη επιλογή. Εγκαταστάθηκαν μόνιμα στον Καναδά. Οι δυσκολίες τής καινούργιας τους ζωής, μέχρι να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, δεν τους επέτρεψαν να την πάρουν κοντά τους. Έτσι ξέμεινε. Η γιαγιά της προσπαθούσε να παίξει μαζί με τον δικό της ρόλο και όλους τους υπολοίπους - και της μάνας και του πατέρα. Προσπαθούσε πολύ, υπήρξε άξια γυναίκα. Είχε φάει, όπως λένε, τη ζωή με το κουτάλι. Από νέα, αλλά και για πολλά χρόνια αργότερα, είχε δουλέψει σαν εργάτρια σε μία βιομηχανία στην πόλη τους μέχρις ότου βγήκε στη σύνταξη. Δυναμική, πραγματική αντρογυναίκα. Όταν τα χρήματα από τον μισθό της δεν επαρκούσαν για τις ανάγκες τους, έκανε και μερικά μεροκάματα σαν παραδουλεύτρα στα πλούσια σπίτια. Υπήρξε ζωντοχήρα με τέσσερα παιδιά. Το να είσαι ζωντοχήρα εκείνη την εποχή δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Το κοινωνικό στίγμα από μία τέτοια εξέλιξη συνόδευε την οποιαδήποτε δραστηριότητα της χωρισμένης γυναίκας.
Η Αννούλα, λοιπόν, σε αυτήν την τρυφερή ηλικία -ούτε τριών ετών δεν ήταν- αποχωρίστηκε τους δικούς της και αυτό το γεγονός άφησε πάνω της ολοφάνερα τα σημάδια του. Σήμερα θα τα έλεγαν μαθησιακές δυσκολίες ή αλλιώς μαθησιακά προβλήματα.
Η Μαργαρίτα είχε γίνει η δεύτερη δασκάλα της, η δασκάλα της στο σπίτι. Κάθε μέρα, μετά το μεσημεριανό φαγητό, τη βοηθούσε να διαβάσει τα μαθήματα της επόμενης μέρας και, μάλιστα, το χαιρόταν και το διασκέδαζε πολύ όταν έπαιζε αυτόν τον ρόλο. Το ό,τι εκείνη μπορούσε να βρίσκεται στη θαλπωρή των γονιών της και να απολαμβάνει την έγνοια και τη φροντίδα τους, αυτό το έβρισκε πολύ σημαντικό, κάθε φορά που -άθελά της- έκανε τη σύγκριση μαζί της.
Ο πατέρας της από πολύ νωρίς, δεν πήγαινε ακόμη σχολείο, της είχε μάθει αρκετά πράγματα. Κρατώντας της στην αρχή το χέρι, προσπαθούσε να της μάθει να γράφει αυτά που διάβαζε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στην ηλικία των έξι ετών να μπορεί να διαβάζει τους μεγάλους τίτλους των εφημερίδων, που καθημερινά σχεδόν έμπαιναν στο σπίτι. Με τους κόκκους των φασολιών της μάθαινε τους αριθμούς και το πώς να μετράει. Έτσι, όταν ήρθε ο καιρός για να πάει σχολείο, ήξερε αρκετά, και γι’ αυτό προσαρμόστηκε εύκολα και είχε μάλιστα και καλές επιδόσεις.
Οι γονείς της, αυτό το ταξίδι στη μικρή κωμόπολη -πρωτεύουσα Συμπολιτείας πλέον με τον Καποδίστρια- της το είχαν υποσχεθεί σαν δώρο για την καλή απόδοσή της στα μαθήματα. Το περίμενε με μεγάλη λαχτάρα και ανυπομονησία. Οι θείοι της δεν είχαν παιδιά και έτσι εκείνη μονοπωλούσε το ενδιαφέρον τους. Το σπίτι τους βρισκόταν αρκετά κοντά στη θάλασσα. Με τα πόδια και μετά από μία διαδρομή σύντομη και ενδιαφέρουσα, γύρω στο ένα τέταρτο με είκοσι λεπτά, μέσα από ένα μονοπάτι ανάμεσα σε εκατοντάδες δεντροπερίβολα, βρισκόσουν στην αγκαλιά της. Μοσχοβολούσε πραγματικά ο τόπος από τους καρπούς των δέντρων και των φυτών. Λεμονιές, πορτοκαλιές, νεραντζιές, εκατοντάδες φορτωμένα λιόδεντρα που είχαν δέσει τον καρπό τους, πού και πού αμυγδαλιές, συκιές και αχλαδιές. Υπήρχαν ακόμη και μεγάλοι τεράστιοι αμπελώνες που έδιναν στην εποχή τους κέρινο και σιδερίτη. Κατά μήκος του μονοπατιού κυριαρχούσε η μυρωδιά από τα σχοίνα, τα βάτα και τα φραγκόσυκα. Η φύση γεμάτη υποσχέσεις ξανοιγόταν μπροστά στα μάτια της και αποτελούσε για το μικρό κορίτσι μία πραγματική αποκάλυψη. [...]
[...] Οταν η Μαργαρίτα την Παρασκευή, νωρίς το πρωί, ξεκίνησε για το εκλογικό τμήμα στο μικρό ορεινό χωριό, το ρολόι του χρόνου είχε γυρίσει προς τα πίσω.
Η ημέρα ήταν πολύ βροχερή, πού και πού μάλιστα έπεφταν και καταιγίδες. Το ταξίδι της μέχρι εκεί θα γινόταν μακρύ και δύσκολο λόγω των απρόβλεπτων καιρικών συνθηκών. Όπως είχε προαναγγείλει η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία, η κακοκαιρία θα συνεχιζόταν και τις επόμενες μέρες. Σύμφωνα με όσα της είχε πει ο Ηλίας, αν θα συνεχίζονταν οι έντονες βροχοπτώσεις, το αυτοκίνητό της, λίγο πριν από το μικρό χωριό, έπρεπε να περάσει μέσα από έναν μικρό χείμαρρο, γεγονός, που, όπως έδειχναν τα πράγματα, θα ήταν και το πιθανότερο ενδεχόμενο.
Έβαλε στο κασετόφωνο την αγαπημένη της μουσική και άφησε το μυαλό και την καρδιά της να τρέξουν προς τα πίσω, τουλάχιστον δύο δεκαετίες πριν. Αυτή η απρόσμενη συνάντηση με το παρελθόν την είχε ξεσηκώσει.
Στιγμές στιγμές σκεφτόταν ότι δεν μπορεί, κάτι πρέπει να συνδέει τους ανθρώπους, ακόμη και όταν εκλείψει η φυσική τους παρουσία. Η αγάπη μεταξύ τους πρέπει να είναι πιο δυνατή και να νικάει ακόμη και τον θάνατο. Η αγάπη καταφέρνει πολλά. Βρίσκει διαύλους και κανάλια επικοινωνίας, ακόμη και εκεί που αυτό φαίνεται αδύνατο. Πώς αλλιώς να εξηγήσει αυτή την αναπάντεχη συνάντησή της με το όνειρο που έκανε εδώ και χρόνια; Νεκροί και ζωντανοί, όταν έχουν αγαπηθεί πολύ, βρίσκουν τα μυστικά μονοπάτια για να επικοινωνήσουν. Συνειδητοποίησε ότι, τελικά, είχε δίκιο η Μαρίτσα όταν εκείνο το απομεσήμερο του Δεκέμβρη -είχαν περάσει μερικά χρόνια κοντά στους θείους της- στη θέα του πρώτου νεκρού που αντίκρισε στη ζωή της, κοιτάζοντας σκυμμένη από το πέτρινο μπαλκόνι, της έλεγε ότι οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν όσο τους θυμόμαστε. Το «θυμόμαστε», ναι, τώρα μπορούσε να ερμηνεύσει τα λόγια της, πρέπει να σημαίνει «τους αγαπάμε».
¶θελά της, είχε σπάσει τα στεγανά τού χρόνου και αυτό το ταξίδι είχε πάρει μέσα της τον χαρακτήρα ενός οδοιπορικού μνήμης. Ενός οδοιπορικού στα χνάρια των τρυφερών της χρόνων και στα νοερά χνάρια της αγαπημένης της γιαγιάς. Ξαφνικά θυμήθηκε ακόμη και όλες τις ημερήσιες δραστηριότητες της Μαρίτσας, σε κείνη την προχωρημένη ηλικία, χάρη στις οποίες παρέμενε ζωντανή και κεφάτη. Την αποφασιστικότητα στον χαρακτήρα της και το πείσμα για οτιδήποτε έβαζε στόχο. Της ήρθαν στον νου οι τρόποι που έβρισκε, μακριά από καθωσπρεπισμούς, για να τα έχει καλά με τον εαυτό της -κάνοντας ακόμη και μία μικρή αναδιανομή του πλούτου γύρω της- και να εξασφαλίζει την ψυχική της ισορροπία, να διασώζει την αξιοπρέπειά της και να αισθάνεται χρήσιμη.
Χωρίς να το θέλει, έκανε συγκρίσεις του τρόπου ζωής εκείνης της εποχής με τον σημερινό. Διαπίστωσε ότι τότε οι υποσχέσεις των ανθρώπων είχαν αντίκρισμα και υπαγόρευαν και τις αντίστοιχες συμπεριφορές - όπως έκανε ο Πέτρος και η Ξανθή. Οι γενιές μπορούσαν να συνυπάρχουν και να συνταξιδεύουν στη ζωή, χωρίς η μία να βαραίνει και να εμποδίζει την άλλη. Ίσως, μάλιστα, αυτό το ομαδικό ταξίδι να γέμιζε γλυκά την καθημερινότητα που ζούσαν και να πλούτιζε τον νου και τις αποσκευές τους. Τα παιδιά έβρισκαν τις ρίζες τους και ο θάνατος δεν τους προξενούσε το ίδιο σοκ. Μέσα από την αναπόφευκτη απώλεια των παππούδων και των γιαγιάδων ο θάνατος ερχόταν σαν μια φυσιολογική εξέλιξη.
Θυμήθηκε, στη διαδρομή της, κάποιες άλλες εκλογικές αναμετρήσεις, τότε που οι προεκλογικοί αγώνες γίνονταν κάτω από άλλους όρους. Μόνιμοι και σταθεροί διαμορφωτές της κοινής γνώμης ήταν κυρίως το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες, οι κομματάρχες, ο χωροφύλακας και ο περιπτεράς. Το κράτος, όπως διαμορφώθηκε μετά τον εμφύλιο, διαιώνιζε την εξουσία του χάρη σ’ αυτούς τους μηχανισμούς. Μετά τη δικτατορία, αυτόν τον ρόλο τον ανέλαβε η τηλεόραση. Τα απανωτά γκάλοπ, που παίζουν περισσότερο τον ρόλο του διαμορφωτή της κοινής γνώμης παρά της ενημέρωσης για το πού πάνε τα πολιτικά πράγματα, κρατάνε καλά τον χορό. Η ασθενική δημοκρατία μας έχει βρει αρκετά πιο κομψούς και συγκαλυμμένους τρόπους για να στρέφει την κοινή γνώμη εκεί όπου θέλει. Τα exit polls μάλιστα έχουν προδικάσει το εκλογικό αποτέλεσμα στα πρώτα δέκα λεπτά μετά το κλείσιμο της κάλπης, σε αντίθεση με εκείνη την εποχή που, επιστρατευμένη μέχρι τα ξημερώματα, κατέγραφε τα αποτελέσματα στο χαρτί, έχοντας κολλήσει κυριολεκτικά τ’ αφτιά της στο ραδιόφωνο. Μάλιστα, κάποιες από τις εκλογές εκείνης της περιόδου, που καταγγέλθηκαν σαν προϊόν βίας και νοθείας, τη γέμισαν ερωτηματικά και της έκαναν δώρο την αμφισβήτηση και, χάρη σ’ αυτή διαμόρφωσε αργότερα τη δική της ματιά για τον κόσμο. Σαν κινηματογραφική ταινία πέρασαν από τον νου της εκείνες οι απανωτές αναμετρήσεις, αργότερα, όταν, κάθε φορά μέχρι το ξημέρωμα σημείωνε και πάλι τα αποτελέσματα στο χαρτί κατά τον ίδιο τρόπο, με κολλημένο το αφτί της στο ραδιόφωνο. Μάλιστα, τα αποτελέσματα κάποιας από αυτές τις εκλογικές αναμετρήσεις άλλαξαν το πολιτικό σκηνικό και το γεγονός αυτό έδωσε μεγάλη χαρά στον πατέρα της, ενώ αντίθετα ο Πέτρος δυσαρεστήθηκε πολύ. [...]