Φιλέλλην
Τι κι αν ως τυχοδιώκτες
και φυγόδικοι
γυρνούσαν στις πατρίδες τους;
Φορέσαν τα παράσημα τα ψεύτικα,
αγορασμένα στα παλαιοπωλεία και
τα υπαίθρια παζάρια.
Φιλέλλην υπεγράφετο και ο Κικέρων,
μα στις παλαίστρες τους αυλικούς
να μη δυσαρεστήσει,
δεν εσύχναζε δημόσια.
Και τούτοι φιλέλληνες·
το μερτικό τους λίγη γη,
ελληνική με σκόρπια μάρμαρα,
κομμάτια του αρχαίου λαμπρού
πολιτισμού
Τουλάχιστον οι Κάτωνες
ήταν ειλικρινέστεροι.
Τι άγονη γης, τι απολίτιστος λαός
να θέλει ελευθερίες
«Τι τα θες, ατύχησε,
μια τουρκοπούλα μοναχά η πληρωμή του
σαν ξέφυγε από τα βόλια
των γραικύλων»·
είναι άγρια η Ανατολή, καρδιά μου,
κι αμέρευτη.
Αμέτρητος ορίζοντας
Υπάρχουν τόσοι κίνδυνοι,
σαν πεις θα διαβώ
τον ανοικτόν ωκεανό.
Παγόβουνα οργιές στο βάθος
θα χαρακώσουν το στομάχι σου,
τα σάργασσα αιχμάλωτα
τα πόδια σου θα σφίξουν
και μια πρωτεϊνούχα λιχουδιά
για ένα σμάρι καρχαρίες θα γενείς.
Τουλάχιστον στον ήλιο
το κεφάλι υποτάσσεται
και χαίρεται τον μακρινό
κι αμέτρητον ορίζοντα.
Σπασμένος καθρέπτης
Καθισμένος σ’ ένα φτωχικό ταβερνάκι,
στο τρίτο στενό δεξιά από
το δημαρχείο του δημάρχου,
έπινα και λαμποκοπούσα από χαρά.
Μου το ’λεγαν συχνά κι εγώ
το πίστευα.
Μου περίσσευαν λέξεις
απροσδόκητες
κι εγώ που πάντα
τα είχα καλά με τα
παιδιά, τους γέρους
και τις γυναίκες ανεξαιρέτως,
τις πρόσφερα
απλόχερα και άνευ ανταλλάγματος.
Στερέψαν τα ποτήρια.
Στερέψαν οι ιαματικοί λόγοι.
Γυμνός από βλέμματα,
γεμάτος ψιθύρους και νύχτα.
Άραγε να λαμποκοπώ ακόμα;
Ποιος ξέρει!
Εγώ, ψες βράδυ,
έσπασα του ταβερνείου
τον καθρέπτη
και σκοτείνιασε.
Ερώτων άσμα
Όσο επιμένεις να μην αφήνεις
ένα ίχνος ύπαρξης
τόσο μεγαλώνει η αντίληψή μου
στο ανυπέρβλητο.
Φταίω που γίνεται χαρά η μέρα σαν σε ακούω;
Πόσο αμαρτία μπορεί να ’ναι που σε σκέφτομαι
στο εικόνισμα μπροστά;
Διαμάντι του Αιγαίου, θύμα των ανέμων
βασιλικοί και δυόσμοι και μάλαμα η φωνή σου.
Πόσο απέχει η αγάπη απ’ τον πόνο;
Πόσο απέχει η αμαρτία απ’ την αγάπη;
Μέχρι ο ήλιος να ξεκολλήσει απ’ τη θάλασσα
και να κρεμαστεί στον ουρανό.
Σε περίμενα.
Με σκούντηξαν οι φωνές των ανέμων
κι άνοιξα τα μάτια στο κενό.
Ακούω τη θάλασσα κι ονειρεύομαι
Τα βουνά συμπαγή ορθώνονται μπροστά μου
σαν ένα ατσάλινο τείχος.
Η θάλασσα μια λέαινα
να τρώει την κάθε ελπίδα μου
στ’ όνειρο.
Αδυσώπητη υγρή μάνα
με το χρόνο συμμάχησες πάλι
για το τέλειο έγκλημα.