[…] OΤΑN γύρισε σπίτι του ο Βρόνσκη, βρήκε ένα μπιλιετάκι της Άννας, που του ’γραφε: «Είμαι άρρωστη και πολύ δυστυχισμένη. Δεν μπορώ να βγω, όμως δεν μπορώ άλλο και να μη σας βλέπω. Ελάτε το βράδυ. Στις εφτά ο Αλιεξιέι Αλιεξάντροβιτς θα πάει στο συμβούλιο και θα παραμείνει ίσαμε τις δέκα». Αφού κάποια στιγμή σκέφτηκε ότι ήταν παράξενο που η Άννα τον καλούσε σπίτι της, παρ’ όλη τη ρητή αντίθετη απαίτηση του άντρα της, αποφάσισε να πάει.
O Βρόνσκη κείνον τον χειμώνα είχε προαχτεί σε συνταγματάρχη και για τούτο δεν έμενε πια στο σύνταγμα, αλλά κατοικούσε μόνος σε σπίτι. Αφού πήρε το λουτρό του και προγευμάτισε, ξάπλωσε αμέσως στον καναπέ και μέσα σε πέντε λεπτά όλες οι αναμνήσεις των απαίσιων σκηνών, που είχε δει τις τελευταίες μέρες, μπερδεύτηκαν και συνδέθηκαν με την παράσταση της Άννας και του μουζίκου-κυνηγού, που ’παιξε σπουδαίο ρόλο στο κυνήγι της αρκούδας, κι ο Βρόνσκη αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε –είχε κιόλας σκοτεινιάσει– τρέμοντας σύγκορμος απ’ την τρομάρα άναψε βιαστικά ένα κερί. «Τι ήταν; Τι; Τι ήταν αυτό το τρομερό που είδα στ’ όνειρό μου; Αχ, ναι, ναι. O μουζίκος του κυνηγιού, θαρρώ, κοντούτσικος, τόσος δα, βρόμικος, κάτι έκανε σκυμμένος και ξαφνικά μίλησε γαλλικά και πρόφερε κάποια παράξενα λόγια. Nαι, τίποτ’ άλλο δεν είδα», στοχάστηκε, «όμως, γιατί ήταν τόσο τρομερό;» Αναθυμήθηκε πάλι ζωηρά τον μουζίκο και κείνες τις ακατανόητες γαλλικές λέξεις που έλεγε κι ένα ρίγος φρίκης διέτρεξε τη ράχη του πάλι.
«Τι ανοησίες!» στοχάστηκε και κοίταξε το ρολόι.
Ήταν η ώρα πια οχτώμιση. Κάλεσε με το κουδούνι τον υπηρέτη, ντύθηκε βιαστικά και βγήκε, ξεχνώντας ολότελα τ’ όνειρο και καταστενοχωρημένος μονάχα γιατί άργησε. Όταν το αμάξι του σταμάτησε μπροστά στο μέγαρο Καρένιν, κοίταξε το ρολόι του και ήταν εννιά παρά δέκα. Το ψηλό, στενό, κλειστό αμάξι, που συνήθως χρησιμοποιούσε η Άννα, ζεμένο μ’ ένα ζευγάρι γκρίζα άλογα, στεκόταν παραπέρα. «Η Άννα ξεκίνησε να ’ρθει σπίτι μου», στοχάστηκε. «Κι αυτό θα ’ταν το καλύτερο. Μου κάνει πολύ κακό να μπω σ’ αυτό το σπίτι. Τώρα όμως, ό,τι έγινε, έγινε. Nα κρυφτώ δεν μπορώ», συμπέρανε, και με κείνες τις αβίαστες κινήσεις, που είχε συνηθίσει από παιδί, κινήσεις ανθρώπου, που δεν έχει να ντραπεί για τίποτα, κατέβηκε απ’ το έλκηθρό του και πλησίασε στην πόρτα. Η πόρτα άνοιξε από μέσα κι ο θυρωρός, κρατώντας το φοδραρισμένο με γούνα σκέπασμα των ποδιών, πρόβαλε και κάλεσε το αμάξι με τα γκρίζα άλογα. Παρόλο που ο Βρόνσκη δε συνήθιζε να προσέχει τις λεπτομέρειες, σημείωσε το γεμάτο απορία βλέμμα του θυρωρού. Καθώς έμπαινε στην είσοδο, σχεδόν έπεσε πάνω στον Καρένιν. Το γλομπάκι του αεριόφωτος έπεφτε ολόισια πάνω στο καταβλημένο και χωρίς αίμα πρόσωπο, που το σκίαζε το πλατύγυρο μαύρο καπέλο, και στην άσπρη γραβάτα, που γυάλιζε μέσα απ’ το γούνινο γιακά του πανωφοριού. Τ’ ακίνητα, θολά μάτια του Καρένιν, καρφώθηκαν στο πρόσωπο του Βρόνσκη. O νέος υποκλίθηκε κι ο Αλιεξιέι Αλιεξάντροβιτς, κινώντας τις μασέλες, σαν κάτι να μασούσε, άγγιξε με το χέρι του το καπέλο και προσπέρασε. O Βρόνσκη τον είδε που με το κεφάλι του τεντωμένο, πάντα μπροστά, κάθισε στ’ αμάξι, πήρε απ’ το παράθυρο το σκέπασμα και τα κιάλια απ’ τα χέρια του θυρωρού, χωρίς να στραφεί, και τ’ αμάξι ξεκίνησε. O Βρόνσκη μπήκε στην είσοδο. Τα φρύδια του ήταν ζαρωμένα και τα μάτια του άστραφταν με μια λάμψη γεμάτη θυμό και περηφάνια.
«Oρίστε, κατάσταση!» στοχαζόταν. «Αν ο άνθρωπος αυτός πάλευε, διεκδικώντας την τιμή του, θα μπορούσα κι εγώ να ενεργήσω, να εκφράσω τα αισθήματά μου. Όμως αυτή η αδυναμία ή η παλιανθρωπιά… Έτσι με βάνει στη θέση του απατεώνα, τη στιγμή, που μήτε θέλησα ποτέ, μήτε θέλω να ’μαι τέτοιος».
Απ’ τη μέρα που ο Βρόνσκη είχε συζητήσει με την Άννα, στον κήπο της γριάς Βριέντε, οι απόψεις του είχαν αλλάξει. Παρασυρόμενος απ’ την αδυναμία της Άννας, που του δινόταν ολοκληρωτικά και περίμενε μονάχα απ’ αυτόν την απόφαση της τύχης της, έτοιμη προκαταβολικά να δεχτεί τα πάντα, έπαψε πια να σκέφτεται πως ο δεσμός αυτός μπορούσε κάποτε να τελειώσει, όπως λογάριαζε τότε. Τα φιλόδοξα σχέδιά του πάλι υποχώρησαν και, συναισθανόμενος ότι είχε πια βγει από κείνον τον κύκλο της δράσης, που όλα ήταν προκαθορισμένα, παραδινόταν ολοκληρωτικά στο αίσθημά του, που ολοένα και πιο δυνατά τον έδενε με την Άννα. […]
[…] O ΚΑΡΙΕNΙN, αφού γύρισε απ’ την εκκλησία, παρέμεινε όλες τις ώρες στο δωμάτιό του. Δυο υποθέσεις τον περίμεναν κείνο το πρωινό: πρώτο, να δεχτεί και να κατατοπίσει κάποια επιτροπή αλλοεθνών, που επρόκειτο να πάει στην Πετρούπολη και που βρισκόταν τότε στη Μόσχα, και δεύτερο, να γράψει στον δικηγόρο το γράμμα που του υποσχέθηκε. Η επιτροπή, μολονότι συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία του Καρένιν, μπορούσε να δημιουργήσει πολλές δυσκολίες, ακόμα και κινδύνους κι ο Αλιεξιέι Αλιεξάντροβιτς ήταν πολύ ευχαριστημένος που την πρόφτασε στη Μόσχα. Τα μέλη της επιτροπής αυτής δεν είχαν την παραμικρότερη ιδέα για το ρόλο τους και τα καθήκοντά τους. Είχαν την αφέλεια να πιστεύουν πως αποστολή τους ήταν να εκθέσουν τις ανάγκες τους και την πραγματική κατάσταση και να ζητήσουν τη βοήθεια της Κυβέρνησης, χωρίς μήτε καν να υποπτεύονται πως ορισμένες δηλώσεις τους κι απαιτήσεις μπορούσαν να καταλήξουν σ’ όφελος της αντίπαλης παράταξης και κατά συνέπεια να κατάστρεφαν την όλη υπόθεση. O Καρένιν ασχολήθηκε πολύ μαζί τους, τους υπαγόρευσε ένα πρόγραμμα, απ’ το οποίο δεν έπρεπε να ξεφύγουν ούτε κατά το ελάχιστο, κι αφού τους αποχαιρέτησε, έγραψε στην Πετρούπολη στα πρόσωπα που επρόκειτο να υποδεχτούν την επιτροπή και να την καθοδηγήσουν. Κυριότερος βοηθός του στην υπόθεση αυτή ήταν η κόμισσα Λίντιγια Ιβάνοβνα, που είχε αποκτήσει ειδικότητα στα ζητήματα των επιτροπών και κανένας δεν ήξερε σαν κι αυτή να τις ξεψαχνίζει και να τους δίνει την κατεύθυνση που ’πρεπε. Ύστερα, ο Καρένιν έγραψε στον δικηγόρο και χωρίς τον παραμικρότερο δισταγμό τον άφηνε εντελώς ελεύθερο να ενεργήσει, όπως αυτός θα νόμιζε καλύτερα. Στο γράμμα μέσα εσώκλεισε και τρία μπιλιετάκια του Βρόνσκη, που είχε βρει μέσα στο χαρτοφύλακα της Άννας.
Απ’ τη στιγμή που ο Καρένιν έφυγε απ’ το σπίτι του, με την πρόθεση να μην ξαναγυρίσει πια σ’ αυτό, κι από τότε που πήγε στον δικηγόρο και μίλησε, έστω και μ’ ένα δεύτερο άνθρωπο, για την πρόθεσή του, προπάντων, απ’ τη στιγμή που τη ζωντανή αυτή υπόθεση τη μετέβαλε σε υπόθεση χαρτιών, ολοένα και πιο πολύ εξοικειωνόταν με την πρόθεσή του κι έβλεπε τώρα ξεκάθαρα τη δυνατότητα της πραγματοποίησής της.
Σφράγιζε το γράμμα του δικηγόρου, όταν άκουσε έξω απ’ την πόρτα του δωματίου τις δυνατές φωνές του Αμπλόνσκη, που μάλωνε τον υπηρέτη, διατάζοντάς τον να τον αναγγείλει.
«Αδιάφορο», στοχάστηκε ο Καρένιν, «τόσο το καλύτερο. Θα του πω αμέσως, πώς είναι η κατάσταση και θα καταλάβει ότι δεν μπορώ να γευματίσω σπίτι του».
«Nα περάσει ο πρίγκιπας!» φώναξε από μέσα στον υπηρέτη, μαζεύοντας τα χαρτιά του και κλείνοντάς τα μέσα στο χαρτοφύλακα.
«Βλέπεις, λοιπόν, που ’λεγες ψέματα; O εξοχότατος είναι μέσα!» ακούστηκε η φωνή του Αμπλόνσκη, που αποτεινόταν στον υπηρέτη, ο οποίος, όπως είχε εντολή, δεν τον άφηνε να περάσει, λέγοντας πως ο εξοχότατος είχε βγει. Η πόρτα άνοιξε κι ο Αμπλόνσκη με το παλτό στο χέρι μπήκε στο δωμάτιο.
«Χαίρομαι πολύ που σε βρήκα. Ώστε ελπίζω…» άρχισε να λέει με τον ανυπόκριτο ενθουσιασμό του.
«Δε θα μπορέσω να ’ρθω», τον διέκοψε ψυχρά ο Καρένιν, χωρίς να του πει να καθίσει, ενώ στεκόταν κι ο ίδιος όρθιος.
O Καρένιν σκόπευε την ίδια στιγμή να καθορίσει τις ψυχρές σχέσεις, που ’πρεπε να ’ναι από ’δώ και πέρα ανάμεσα σ’ αυτόν και στον αδερφό της γυναίκας του, εναντίον της οποίας έβαλε μπρος το διαζύγιο. Όμως δεν είχε υπολογίσει το πέλαγος κείνο της αγαθότητας, που ξεχείλιζε στην ψυχή του Αμπλόνσκη.
O Στιεπάν Αρκάντιγιεβιτς άνοιξε διάπλατα τα ολοκάθαρα και λαμπερά μάτια του.
«Γιατί δεν μπορείς; Τι εννοείς, Αλιεξιέι Αλιεξάντροβιτς;» είπε γαλλικά. «Α, όχι, μας το υποσχέθηκες από χτες κι όλοι σε σένα υπολογίσαμε».
«Εννοώ ότι δεν μπορώ να ’ρθω σπίτι σας, γιατί κείνες οι συγγενικές σχέσεις, που μας συνέδεαν, πρέπει να διακοπούν».
«Δηλαδή; Πώς αυτό; Και γιατί;» ρώτησε με λεπτό χαμόγελο ο Αμπλόνσκη.
«Γιατί θα πάρω διαζύγιο απ’ την αδερφή σας και πρώην σύζυγό μου. Υποχρεώθηκα…»
Όμως ο Καρένιν δεν πρόφτασε ν’ αποτελειώσει τη φράση του, όταν ξαφνικά ο Αμπλόνσκη, μ’ ένα δυνατό αγκομαχητό, κάθισε απότομα σε μια πολυθρόνα, πράγμα που κανείς δε θα το περίμενε απ’ αυτόν.
«Όχι, Αλιεξιέι Αλιεξάντροβιτς. Τι είναι αυτά που μου λες;» ξεφώνισε και βαθύτατη οδύνη ζωγραφίστηκε στη μορφή του.
«Είναι γεγονός».
«Συγχώρησέ με, μα δεν μπορώ, δεν μπορώ να το πιστέψω…»
O Καρένιν κάθισε, νιώθοντας ότι τα λόγια του δεν έφεραν το αποτέλεσμα που περίμενε και πως θα ’ταν απαραίτητο να εξηγηθεί κι ότι οποιεσδήποτε κι αν ήταν οι εξηγήσεις του, οι σχέσεις του με το γυναικάδερφό του θα παράμεναν οι ίδιες.[…]
[…] Όταν το τρένο έφτασε στον σταθμό, η Άννα βγήκε μαζί με το πλήθος των άλλων επιβατών και, αποφεύγοντάς τους σαν να ’ταν λεπροί, σταμάτησε στην πλατφόρμα, προσπαθώντας ν’ ανανοηθεί για ποιον λόγο ήρθε ’δώ και τι σκόπευε να κάνει. Όλα κείνα, που τόσο δυνατά της φαίνονταν πρωτύτερα, τώρα ήταν τόσο δύσκολα να τα κρίνει, προπάντων ανάμεσα σε κείνο το θορυβώδες πλήθος, ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους απαίσιους ανθρώπους, που δεν την άφηναν σε ησυχία. Πότε έτρεχαν κοντά της οι αχθοφόροι του σταθμού, προτείνοντάς της τις υπηρεσίες τους, πότε διάφοροι νέοι, χτυπώντας τα τακούνια τους πάνω στα σανίδια της πλατφόρμας την περιεργάζονταν, πότε κάποιοι, που έρχονταν απ’ την αντίθετη μεριά παραμέριζαν αδέξια. Σαν θυμήθηκε πως σκόπευε να συνεχίσει το ταξίδι της, αν δεν έβρισκε απάντηση του Βρόνσκη, σταμάτησε έναν αχθοφόρο και τον ρώτησε, μήπως είδε τον αμαξά του κόμη Βρόνσκη.
«Του κόμη Βρόνσκη; Nαι, κάποιος ήταν απ’ του κόμη πριν από λίγο. Παρέλαβε την πριγκιπέσα Σαρόκινα με την κόρη της. Τι λογής είναι ο αμαξάς;»
Τη στιγμή που η Άννα μιλούσε με τον αχθοφόρο, ο Μιχάηλο, ροδοκόκκινος, χαρούμενος, με το κομψό μπλε γελέκο του και την καδένα, προφανώς περήφανος που εκτέλεσε τόσο καλά την εντολή που του δόθηκε, την πλησίασε και της έδωσε ένα σημείωμα. Η Άννα το ξεσφράγισε και η καρδιά της σφίχτηκε οδυνηρά, προτού ακόμα το διαβάσει.
«Λυπάμαι που το σημείωμά σου δε με πρόλαβε. Στις δέκα θα ’μαι σπίτι», μ’ αδιαφορία, έγραφε ο Βρόνσκη.
«Έτσι! Αυτό το περίμενα!» είπε μέσα της η Άννα, χαμογελώντας με κακία.
«Καλά. Πήγαινε λοιπόν σπίτι», είπε σιγανά στον Μιχάηλο. Μιλούσε σιγά, γιατί η καρδιά της που χτύπαγε σαν τρελή, την εμπόδιζε ν’ ανασάνει. «Όχι, δε θα σ’ αφήσω να με βασανίζεις», στοχάστηκε, αποτεινόμενη με απειλή, όχι στον υπηρέτη, όχι στον εαυτό της, παρά σε κείνον, που την ανάγκαζε να βασανίζεται και προχώρησε στην πλατφόρμα.
Δυο καμαριέρες, που σουλάτσαιρναν μπροστά στον σταθμό, έγειραν προς τα πίσω τα κεφάλια τους, καθώς την κοιτούσαν κι έκαναν τις κρίσεις τους για την τουαλέτα της. «Είναι αληθινή», είπαν για τη δαντέλα που φορούσε. Oι νέοι δεν την άφηναν σε ησυχία. Την προσπέρασαν πάλι, κοιτάζοντάς τη στο πρόσωπο, γελώντας και κάτι ξεφωνίζοντας, με μια αφύσικη φωνή. O σταθμάρχης, καθώς περνούσε, τη ρώτησε αν πρόκειται να συνεχίσει το ταξίδι της. O μικρός που πουλούσε κβας δεν έπαιρνε τα μάτια του πάνωθέ της. «Θεέ μου, πού να πάω;» σκέφτηκε, προχωρώντας ολοένα στην πλατφόρμα. Εκεί που τέλειωνε, σταμάτησε. Κάποιες κυρίες και παιδιά, που υποδέχτηκαν έναν κύριο με ματογυάλια και που γελούσαν και μιλούσαν φωναχτά, σώπασαν και την κοίταξαν καλά καλά, σαν έφτασε κοντά τους. Η Άννα τάχυνε το βήμα της κι απομακρύνθηκε ίσαμε την άκρη της πλατφόρμας. Πλησίαζε ένα φορτηγό τρένο. Η πλατφόρμα αναταράχτηκε και της Άννας της φάνηκε πως βρισκόταν μέσα στο βαγόνι και ταξίδευε πάλι.
Και μεμιάς, καθώς αναθυμήθηκε τον άνθρωπο που πλάκωσε το τρένο, την ημέρα που πρωτογνωρίστηκε με τον Βρόνσκη, κατάλαβε ξεκάθαρα κείνο που ’πρεπε να κάνει. Μ’ ένα γοργό, ανάλαφρο βήμα, κατέβηκε τα σκαλοπάτια, που έφερναν απ’ την αντλία στις σιδηροτροχιές, και σταμάτησε πλάι στο τρένο, που περνούσε σύρριζα από κοντά της. Κοίταζε το κάτω μέρος των βαγονιών, τις βίδες και τις αλυσίδες και τους ψηλούς από χυτό σίδερο τροχούς του πρώτου βαγονιού, που αργά αργά κυλούσαν, και με το μάτι προσπαθούσε να καθορίσει τη μέση, μεταξύ των μπροστινών και των πισινών τροχών, και τη στιγμή, που το σημείο αυτό θα ’ναι ακριβώς απέναντί της.
«Εκεί πέρα», έλεγε μέσα της, κοιτάζοντας τον ίσκιο του βαγονιού και την άμμο την ανακατωμένη με καρβουνόσκονη, που σκέπαζε το διάμεσο των γραμμών, «εκεί πέρα, στη μέση ακριβώς, και θα τον τιμωρήσω και θ’ απαλλαγώ απ’ όλους κι απ’ τον εαυτό μου».
Λογάριαζε να ριχτεί κάτω απ’ τη μέση του πρώτου βαγονιού, που έφτασε μπροστά της, μα η κόκκινη τσάντα, που προσπαθούσε να την ξεμπλέξει απ’ το χέρι της, την εμπόδισε και δεν πρόφτασε. Το βαγόνι προσπέρασε. Έπρεπε να περιμένει το δεύτερο. Ένα συναίσθημα, όμοιο με κείνο που δοκίμαζε στα μπάνια, όταν ετοιμαζόταν να πέσει στο νερό, την κυρίεψε και σταυροκοπήθηκε. Η συνηθισμένη αυτή κίνηση του χεριού, καθώς έκανε το σημείο του σταυρού, ξύπνησε μέσα της ολόκληρη σειρά αναμνήσεων, απ’ την παιδική και τη νεανική της ηλικία, και μονομιάς το σκοτάδι, που σκέπαζε γι’ αυτήν τα πάντα, διαλύθηκε και η ζωή πρόβαλε για μια στιγμή μπροστά της μ’ όλες τις φωτεινές περασμένες χαρές. Όμως δεν έπαιρνε τα μάτια της απ’ τους τροχούς του δεύτερου βαγονιού, που πλησίαζε τώρα. Και τη στιγμή ακριβώς, που το μέσο του βαγονιού έφτανε μπροστά της, πέταξε την κόκκινη σακούλα και, χώνοντας μέσα στους ώμους το κεφάλι, ρίχτηκε με τα χέρια απλωμένα κάτω απ’ το βαγόνι, και με μια ανάλαφρη κίνηση, σαν να επρόκειτο αμέσως να ξανασηκωθεί, γονάτισε. Και την ίδια στιγμή, έφριξε γι’ αυτό που ’κανε. «Πού βρίσκομαι; Τι κάνω; Γιατί;» Ήθελε να σηκωθεί, ν’ ανασκιρτήσει, μα κάτι τεράστιο την έσπρωξε αμείλιχτα στο κεφάλι και την έσυρε απ’ τη ράχη. «Θεέ μου, συγχώρησέ μου τα πάντα!» είπε, νιώθοντας το αδύνατο της πάλης. Κάποιος μουζίκος, μουρμουρίζοντας ασυνάρτητα, κάτι πάλευε με τα σιδερικά. Και το κερί, που κάτω απ’ το φως του η Άννα διάβαζε το γεμάτο ανησυχίες, απάτες, πίκρες και κακίες βιβλίο, άστραψε με μια λάμψη πολύ πιο ζωηρή από οποιαδήποτε άλλη φορά, της φώτισε όλα κείνα που πρωτύτερα βρίσκονταν μέσα στο σκοτάδι, τρεμούλιασε, άρχισε να σκοτεινιάζει κι έσβησε για πάντα. […]